Αναδημοσιεύουμε άρθρο της Αναστασίας Σταυροπούλου από εδώ
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 1944
ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Την
Κυριακή, 3 του Δεκέμβρη 1944, εκατοντάδες χιλιάδες λαού της Αθήνας
πλημμυρίζουν το Σύνταγμα και το κέντρο της Αθήνας, μετά από προσκλητήριο
του ΕΑΜ σε παλλαϊκό συλλαλητήριο. Είχε προηγηθεί η κρίση της Κυβέρνησης
Εθνικής Ενότητας και η παραίτηση των Υπουργών του ΕΑΜ (της ΠΕΕΑ) στις 1
προς 2 Δεκέμβρη, μετά το αδιέξοδο της επίλυσης του στρατιωτικού
ζητήματος στο πλαίσιο της κυβέρνησης εθνικής ενότητας και η διαταγή του
βρετανού στρατηγού Σκόμπυ και της κυβέρνησης Παπανδρέου για παράδοση των
όπλων και κατ' ουσία διάλυση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και της Εθνικής
Πολιτοφυλακής ως τις 10 και 1η Δεκέμβρη αντιστοίχως. Άοπλος ο
λαός της Αθήνας δέχτηκε πυρά από την Αστυνομική Διεύθυνση υπό την
επίβλεψη των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων, με απολογισμό 33 νεκρούς
διαδηλωτές και 148 τραυματίες. Την επομένη, στις 4 του Δεκέμβρη, 600.000
λαού (σε πληθυσμό 1.500.000) με την καθοδήγηση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ,
σπάζοντας την απαγόρευση του στρατιωτικού νόμου που είχε επιβάλλει ο
Σκόμπυ, μετέτρεψε την κηδεία των θυμάτων της διαδήλωσης σε παλλαϊκή
πολιτική απεργία παραλύοντας την Αθήνα. Κατηφορίζοντας την οδό
Πανεπιστημίου, η λαϊκή συγκέντρωση χτυπήθηκε από την ομάδα Χ και στη
συνέχεια συντονισμένα από αστυνομικές δυνάμεις και δωσιλογικά στοιχεία
που είχαν ήδη αναβαπτισθεί στις κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας. Ο ΕΛΑΣ
περιφρουρώντας το πλήθος λαού, ξεκινά μάχες στα ξενοδοχεία της Ομόνοιας,
στην Τροχαία, στο 4ο Αστυνομικό Τμήμα και στη Γενική Ασφάλεια, ενώ στις
συγκρούσεις παρενέβαιναν άμεσα βρετανικά τανκς, αρχικά για τη διάσωση
των αστυνομικών και δωσιλογικών ομάδων από τον εξεγερμένο λαό. Είχε
αρχίσει η μάχη της Αθήνας.
Ο συσχετισμός της δύναμης φτάνοντας στην Απελευθέρωση.
Η
απελευθέρωση στις 12 Οκτώβρη 1944 βρίσκει το ΕΑΜ πολιτικά και κοινωνικά
κυρίαρχο στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, απαριθμώντας στις γραμμές
των πολύμορφων στρατιωτικών και πολιτικών του οργανώσεων πάνω από
1.500.000 οργανωμένα μέλη. Το ΕΑΜ, υπό την αδιαμφισβήτητη ηγεμονία του
ΚΚΕ αποτέλεσε ένα πρωτόγνωρο λαϊκό κίνημα ριζικού μετασχηματισμού του
προπολεμικού ταξικού συσχετισμού της δύναμης και της ιδεολογίας των
λαϊκών μαζών, έχοντας ήδη επί κατοχής θέσει σε λειτουργία μια γνήσια
επαναστατική διαδικασία. Το ΕΑΜ και ο λαϊκός στρατός, ο ΕΛΑΣ, έχοντας
απελευθερώσει την Ελλάδα από τη ναζιστική κατοχή, κυριαρχούσαν
στρατιωτικά και πολιτικά στην ελληνική ύπαιθρο, όπου ήδη λειτουργούσαν
οι θεσμοί της λαϊκής αυτοδιοίκησης. Ο ΕΛΑΣ αποτελεί ένα στρατό λαϊκό,
προσανατολισμένο στην επαναστατική διαδικασία ήδη από τη συγκρότηση και
δομή του διαπλέκοντας το στρατιωτικό στοιχείο με τη λαϊκή βάση, όπως
αυτή συσπειρωνόταν στο πρόσωπο του Καπετάνιου αλλά και υποτάσσοντας τα
δύο αυτά στην πολιτική καθοδήγηση του κινήματος, μέσω του πολιτικού
επιτρόπου. Γνωρίζει ταχύτατη ανάπτυξη, σε αντίθεση με την πλειάδα
αποτυχημένων προσπαθειών του αστικού πολιτικού κόσμου να δηλώσει την
υποτυπώδη παρουσία της στην αντίσταση, μεταξύ των οποίων μόνη
αξιοσημείωτη παρουσία έχουν δευτερευόντως η ΕΚΚΑ και βασικά ο ΕΔΕΣ του
στρατηγού Ζέρβα ο οποίος εξαναγκάστηκε αλλά και χρηματοδοτήθηκε από τη
βρετανική κυβέρνηση προκειμένου να αναπτύξει δυνάμεις με σκοπό την
αποδυνάμωση της δυναμικής του ΕΛΑΣ και είχε αξιόλογη παρουσία κατά βάση
στην περιοχή της Ηπείρου. Ο ΕΛΑΣ διατηρεί την Ελεύθερη Ελλάδα ως μια
περιοχή πολιτικά αλλά και οικονομικά ανεξάρτητη από την κατοχική
κυβέρνηση όπου με τρόπο πρωτόγνωρο ο λαός συμμετέχει ενεργά στην
επαναστατική διαδικασία συγκροτώντας εκ νέου διοικητικούς, πολιτικούς,
δικαιϊκούς
και πολιτισμικούς θεσμούς, πραγματώνοντας έτσι το μεταπολεμικό πολιτικό
όραμα, όπως αυτό συμπυκνωνόταν στο σύνθημα της “Λαοκρατίας”. Όπως
σημείωνε για την Ελεύθερη Ελλάδα ο βρετανός αξιωματικός DavidWallace, που στάλθηκε στα βουνά εκ μέρους της IntelligenceService “προτού
μεταβώ εκεί ο ίδιος, δεν είχα καταλάβει ούτε πόσο εκτεταμένη, ούτε πόσο
ελεύθερη είναι. [...] αυτή εκτείνεται αδιάσπαστα από τη Νότια Σερβία
προς τα κάτω, μέχρι τα βουνά της Γκιώνας και του Παρνασσού. Στην περιοχή
αυτή κυκλοφορείς με απόλυτη ασφάλεια. Μπορείς να ταξιδέψεις από τη
Φλώρινα μέχρι τα περίχωρα των Αθηνών απλώς με ένα διαβατήριο του ΕΑΜ”.
Παράλληλα στην Αθήνα και στις μεγάλες πόλεις, το ΕΑΜ οργανώνει το
προλεταριάτο και τα λαϊκά στρώματα, δίνοντας αρχικά τη μάχη της πείνας
και στη συνέχεια της αντίστασης, ακυρώνοντας κρίσιμες λειτουργίες του
κατοχικού κρατικού μηχανισμού, με κορυφαία την μοναδική στα ιστορικά
χρονικά ακύρωση της πολιτικής επιστράτευσης των ελλήνων εργατών από το
ναζιστικό κράτος το Φλεβάρη και το Μάρτη του 1943.
Σε
γενικές γραμμές οι παράγοντες που καθιστούσαν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ένα κίνημα
όχι απλώς εθνικής απελευθέρωσης, αλλά και ένα κοινωνικά απελευθερωτικό,
επαναστατικό κίνημα ήταν οι εξής:
$11. Η
κατοχή αποτέλεσε ένα κοινωνικό και πολιτικό όριο στην συνέχεια του
ελληνικού κράτους. Το αστικό πολιτικό προσωπικό διχάζεται, εκπροσωπώντας
από τη μια τις φιλογεμανικές, ανοιχτά φασιστικές μερίδες της ελληνικής
αστικής τάξης που έσπευσαν να συγκροτήσουν την κυβέρνηση και τους
μηχανισμούς της φασιστικής και ναζιστικής κατοχής και από την άλλη της
φίλα προσκείμενης στον αγγλικό ιμπεριαλισμό μερίδας, όπως αυτή
εκπροωσωπείτο από την αυτοεξόριστη “κυβέρνηση” του Καΐρου.
Στο πολιτικό αυτό έδαφος καταλύονται ραγδαία οι προκατοχικές κοινωνικές
συμμαχίες της αστικής τάξης αλλά και το κράτος ως συνάρθρωση μηχανισμών
και ιδεολογίας, δημιουργώντας ένα κενό εκπροσώπησης. Το τσακισμένο από
τη μεταξική δικτατορία ΚΚΕ και το ΕΑΜ είναι η μόνη πολιτική δύναμη που
με αποφασιστικότητα θα αναλάβει και θα υλοποιήσει την αντίσταση.
$12. Το
ΕΑΜ αποτελεί ένα πλατύ μέτωπο πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων στη
βάση των κατευθύνσεων που έθετε τόσο το 7ο συνέδριο της ΚΔ όσο και η 6η
Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ που χάραξαν τη γραμμή των ευρύτατων
αντιφασιστικών λαϊκών μετώπων. Όσο κι αν, όπως αργότερα θα φανεί, ο
πυρήνας αυτής της αντίληψης ενείχε το σφάλμα της ταξικής συμμαχίας με
τις “αντιφασιστικές”, φιλελεύθερες μερίδες του κεφαλαίου, ωστόσο, στη
συγκεκριμένη συγκυρία ορθά εκτιμήθηκαν οι ενεργές και ανοιχτές
αντιφάσεις της αστικής τάξης, όπως στο πλήρες ξεδίπλωμά τους εκδηλώθηκαν
με το ξέσπασμα του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Από την άλλη, η ιδιαιτερότητα
της ελληνικής περίπτωσης και η “εγκατάλειψη” του κοινωνικού σχηματισμού
από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, στάση που σχετίζεται τόσο με τη θέση
της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα όσο και με την περίοδο μερικής
κατάλυσης και ανακατατάξεων των αστικών πολιτικών εκπροσωπήσεων που
κληροδότησε η μεταξική δικτατορία, δεν επέτρεψε την υλοποίηση αυτής της
γραμμής με τον καταστροφικό τρόπο ηγεμόνευσης των λαϊκών δυνάμεων από
αστικές πολιτικές εκπροσωπήσεις, όπως εκδηλώθηκε στις περιπτώσεις της
Γαλλίας ή της Ισπανίας. Αντιθέτως, το ελληνικό “αντιφασιστικό μέτωπο”
αποτέλεσε εν τοις πράγμασι ένα γνήσιο μέτωπο λαϊκών δυνάμεων, τα οποία
κλήθηκαν με την καθοδήγηση του ΚΚΕ να αναπτύξουν κοινωνική και πολιτική
δράση με σχετική πολιτική και ιδεολογική αυτοτέλεια. Άλλωστε, η
συντριπτική ηγεμονία του ΚΚΕ έναντι των λοιπών, αστικοδημοκρατικού και
αγροτικοδημοκρατικού προσανατολισμού οργανώσεων του ΕΑΜ, οι οποίες
περισσότερο αντλούσαν νομιμοποίηση από την ίδια την εαμική δυναμική και
από ορισμένα στελέχη-προσωπικότητες του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου
(Σβώλος, Τσιριμώκος της ΕΛΔ) είναι αδιαμφισβήτητη, όπως θα φανεί και
αργότερα στη μάχη της Αθήνας, την οποία ως πολιτική επιλογή σήκωσε,
εκπροσωπώντας και καθοδηγώντας το εαμικό κίνημα, αποκλειστικά το ΚΚΕ.
$13. Ιδιαίτερη
σημασία έχει να σταθεί κανείς στην ανάλυση των ταξικών συσχετισμών
εντός του μετώπου κοινωνικών δυνάμεων του ΕΑΜ. Ασφαλώς, το μεγαλύτερο
μέρος των δυνάμεων του ΕΑΜ και κυρίως του αντάρτικου στρατού του ΕΛΑΣ
τροφοδοτούνταν από τα αγροτικά στρώματα της υπαίθρου, γεγονός το οποίο
είχε την αφετηρία του τόσο στο γενικό πληθυσμιακό συσχετισμό, αλλά
κυρίως στην έλλειψη των μηχανισμών κοινωνικού και οικονομικού ελέγχου
του κατοχικού κράτους. Από την άλλη, ταχύτατη ήταν η οργάνωση εργατικών
μαζών στο ΕΑΜ, οι οποίες άλλωστε συγκεντρώνονταν στα αστικά κέντρα, όπου
οι κατοχικές συνθήκες είχαν δημιουργήσει, πέραν του προσφυγικού
στοιχείου και νέα στρώματα εργατικής τάξης μέσα από την σημαντική για
τις συνθήκες της κατοχής λειτουργία βιομηχανικών μονάδων αλλά και την
-περιστασιακή αλλά συχνή- επίταξη εργατικών χεριών για το χτίσιμο έργων
υποδομής (όπως το αεροδρόμιο) στην υπηρεσία των δυνάμεων κατοχής.
Σημαντική ήταν η συσπείρωση και μικροαστικών- υπαλληλικών στρωμάτων αλλά
και μερίδας διανοούμενων στις πόλεις. Το ΕΑΜ κατόρθωσε να σπάσει τον
ιδιαίτερο “εγκλωβισμό” των εργατικών και λαϊκών μαζών στην πρωτεύουσα
και στις μεγάλες πόλεις, όπου κυριαρχούσε η τρομοκρατία και η άμεση
εξάρτηση τους από τους μηχανισμούς της κατοχικής κυβέρνησης και να
αποδιοργανώσει τις προσπάθειες οικοδόμησης νέων, ιδιότυπων σχέσεων της
κατοχικής πολιτικής πραγματικότητας με τα λαϊκά στρώματα. Τέτοιες
σχέσεις άλλωστε επιχειρείτο να οικοδομηθούν μέσα από την διαχείριση των
τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, αφενός με τον έλεγχο της διάθεσης της
ανθρωπιστικής βοήθειας του ερυθρού σταυρού και αφετέρου με τη
διοχέτευση των πολύτιμων αυτών ειδών μέσα από τα κανάλια του
συναλλακτικού κύκλου του παρασιτικού κεφαλαίου και του
μαυραγοριστισμού. Πρωτόγνωρη υπήρξε και η οργάνωση της νεολαίας μέσα από
τις οργανώσεις της ΕΠΟΝ αλλά και της φοιτητικής νεολαίας του Λόχου του
ΕΛΑΣ - Λόρδος Βύρωνας, η οποία τροφοδότησε περαιτέρω την αναβαθμισμένη
πολιτικοποίηση και το ειδικό βάρος της νεολαίας στον ελληνικό κοινωνικό
σχηματισμό, αντανακλώντας η δυναμική αυτή, ακόμη και μετεμφυλιακά στην
ευκολία με την οποία ρίζωνε η ΕΔΑ και η Νεολαία Λαμπράκη στους
κοινωνικούς χώρους της νεολαίας.
$14. Το
εαμικό κίνημα σηματοδότησε μία βίαιη επέμβαση της εργατικής τάξης και
των φτωχών και εξαθλιωμένων τμημάτων του πληθυσμού στο πολιτικό σκηνικό,
στρώματα που είχαν βίαια κατασταλεί και ιδεολογικά αποδιοργανωθεί κατά
τη μεταξική δικτατορία, μετά τους κοινωνικούς αγώνες του 1936. Κατ'
αυτόν τον τρόπο επενέβη κρίσιμα στην προηγούμενη οργάνωση της ηγεμονίας
του κοινωνικού σχηματισμού, μετατρέποντας την εργατική-λαϊκή συμμαχία σε
δύναμη “εθνική” κατά τη γκραμσιανή έννοια του όρου, δηλαδή σε δύναμη
κοινωνικά και ιδεολογικά ηγεμονική, έχοντας καταστήσει τα κοινωνικά
συμφέροντα της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων στρωμάτων κυρίαρχο
όραμα για το μεταπολεμικό μέλλον, μέσα από το οποίο διαθλώνται και
εκφράζονται οι κοινωνικές και πολιτικές επιδιώξεις της πλειοψηφίας των
λαϊκών στρωμάτων, υπό τη σημαία της λαοκρατίας, ως κυρίαρχο πρόσημο του
πολιτειακού ζητήματος. Ταυτόχρονα, η παγκόσμια ακτινοβολία της
Σοβιετικής Ένωσης, ως υπαρκτής δυνατότητας μιας άλλης κοινωνικής
συγκρότησης προσέδιδε στη προσδοκία για τη λαοκρατία έναν σοσιαλιστικό
προσανατολισμό. Εξάλλου, στο εσωτερικό αυτής της κοινωνικής συμμαχίας
επαναπροσεγγίστηκαν και μετασχηματίστηκαν οι επιμέρους αντιθέσεις και
ταυτότητες στους κόλπους του λαού, όπως οι εθνοτικές αντιθέσεις που
δέσποζαν ανεπίλυτες προπολεμικά, όπως στην περίπτωση των σλαβομακεδόνων,
αλλά κυρίαρχα οι πολύπλευρες και βαθιές αντιθέσεις του φύλου. Ο ρόλος
της γυναίκας στην Αντίσταση, της γυναίκας αγωνίστριας και μαχήτριας, της
γυναίκας που για πρώτη φορά εκλέγει και εκλέγεται στην Εθνοσυνέλευση
των Κορυσχάδων, γέννησε τη μαζική πολιτική στράτευση των γυναικών οι
οποίες πλέον αποκτούν έναν κοινωνικό και πολιτικό ρόλο που ακόμη και
μετά την υποχώρηση και ήττα του εαμικού κινήματος επιβλήθηκε στον
ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό ως ανεκτίμητη κατάκτηση του επαναστατικού
κινήματος.
$15. Κορύφωση
του εαμικού αγώνα αποτελεί η συγκρότηση της κυβέρνησης της Ελεύθερης
Ελλάδας, της ΠΕΕΑ, η οποία θεσμοθετεί και κατοχυρώνει στο πολιτικό
επίπεδο την κοινωνική εξουσία του ΕΑΜ θέτοντας και το πρώτο συνταγματικό
της κείμενο. Η λαοκρατική εξουσία ήταν ήδη, στις παραμονές της
απελευθέρωσης μία ορατή πραγματικότητα. Ήταν όμως και ένα ανυπέρβλητο
εμπόδιο για τις δυνάμεις του αστισμού και το βρετανικό ιμπεριαλισμό.
Στην ουσία κατά την απελευθέρωση, στην Ελλάδα επικρατούσαν συνθήκες
δυαδικής εξουσίας, που όριζαν ήδη το πλαίσιο της επερχόμενης εμφύλιας,
δηλαδή, της ανοιχτής ταξικής σύρραξης, την πάλη για την πολιτική εξουσία
που αποτελεί προωθημένη μορφή της πάλης των τάξεων. Η διαχείριση πλέον
της υπόθεσης θα περνούσε στην εκτίμηση του συσχετισμού της δύναμης και
στην πρωτοβουλία των κινήσεων.
Το
γεγονός αυτό είχε ήδη αντιληφθεί το αστικό στρατόπεδο, προετοιμαζόμενο
ήδη πριν την απελευθέρωση για την αντιμετώπιση της δυναμικής του λαϊκού
κινήματος. Οι εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ ήδη από
το 1943 αλλά και ύστερα με την ΕΚΚΑ (Σύνταγμα 5/42 - η οποία διαλύθηκε
με αποτέλεσμα μέρος των δυνάμεών της να στρατευτεί στον ΕΛΑΣ αλλά και
ορισμένα στελέχη της στα Τάγματα Ασφαλείας) ανεδείκνυαν ότι το ζήτημα
που έτεμνε εγκάρσια τη συνύπαρξη των οργανώσεων αυτών, η σύγκρουση των
δύο εξουσιών, θα εκδηλωνόταν με ενάργεια προχωρώντας στην απελευθέρωση.
Τον ίδιο υπολογισμό άλλωστε έκαναν και οι Άγγλοι, επιδοκιμάζοντας και
παρακολουθώντας την συγκρότηση των τρομοκρατικών αντικομμουνιστικών
ομάδων των Ταγμάτων Ασφαλείας του Ι. Ράλλη, όπως και ο ΕΔΕΣ έχοντας
συμφωνήσει ανακωχή με τους Γερμανούς κατακτητές προς αποφυγήν εκατέρωθεν
απωλειών που λειτουργούσαν ενισχυτικά για τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Τη
στιγμή, που ο λαός της Αθήνας διασφάλιζε την απελευθέρωση με το αίμα
του, στα μπλόκα της Κοκκινιάς, της Καισαριανής και σ' όλες τις
μαρτυρικές συνοικίες, το σύνολο σχεδόν των πολιτικών και στρατιωτικών
μηχανισμών του αστικού φάσματος προχωρούσαν σε μια αναβαθμισμένη
ενοποίηση απέναντι στην κοινωνική και πολιτική εξουσία του ΕΑΜ. Είναι
άλλωστε γνωστό ότι τόσο γερμανοί όμηροι φυγαδεύτηκαν συχνά από τους
Άγγλους προς τα βόρεια για να “προστρέξουν” στο γιουγκοσλαβικό μέτωπο,
όσο και ότι οι ταγματασφαλίτες και λοιποί δοσίλογοι που συλλαμβάνονταν
από τον ΕΛΑΣ και παραδίδονταν στους Βρετανούς κρατούνταν μέχρι νεωτέρας
προκειμένου, όπως φάνηκε λίγο αργότερα να ριχτούν στη μάχη κατά του
ΕΛΑΣ.
Στο Συνέδριο του Λιβάνου στις 17 με 20 Μάη 1944 το
ΕΑΜ μετά από θυελλώδεις συζητήσεις προσχωρεί με την εξόριστη κυβέρνηση
και τα αστικά πολιτικά κόμματα στο σύμφωνο του Λιβάνου με το οποίο
πραγματοποιεί ανεπίτρεπτες πολιτικές υποχωρήσεις που γλαφυρά
αναδεικνύουν τις αντιφάσεις της πολιτικής γραμμής του κόμματος και του
κινήματος. Έτσι, νομιμοποιεί το σχηματισμό Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας
με πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου, αφήνει περιθώριο στην ανοιχτή εμπλοκή
των «συμμάχων» βρετανών στα ελληνικά πολιτικά πράγματα ενώ το πολιτειακό
ζήτημα, με επίκεντρο τη διενέργεια εκλογών, αφήνεται αόριστο και
ανεπίλυτο. Το σύμφωνο, εξάλλου, καταδικάζει ανοιχτά το «στασιαστικό»
κίνημα των δημοκρατικών αξιωματικών της ΑΣΟ στο στρατό της Μέσης
Ανατολής, ένα κίνημα που το ΕΑΜ αμέλησε να προσεταιριστεί παρότι
αμφισβήτησε την ύπαρξη και του τελευταίου προπυργίου του αστικού
πολιτικού κόσμου στους εναπομείναντες μηχανισμούς κρατικής εξουσίας και
επιβολής. Η βίαιη καταστολή του κινήματος του στρατού και η αδυναμία
σύνδεσής του με το αντάρτικο κίνημα της Ελλάδας οδήγησε στη διατήρηση
από την μετέπειτα κυβέρνηση Παπανδρέου ενός συμπαγούς στρατιωτικού
μηχανισμού αμιγώς αντικομμουνιστικών, βασιλοφρόνων και μεταξικών
στοιχείων που συγκροτούνταν από την 3η Ορεινή Ταξιαρχία
Ρίμινι και τον Ιερό Λόχο. Τα στρατιωτικά αυτά τμήματα αυτά, όντας οι
πυρήνες της αναδιοργάνωσης της αστικής εξουσίας εντός του διαμορφούμενου
μεταπολεμικού κράτους θα αποτελέσουν λίγο αργότερα το μήλον της έριδος,
ορίζοντας τα σημεία της σύγκρουσης που θα οδηγήσει στο Δεκέμβρη.
Ο
υποχωρητισμός της γραμμής του κινήματος επισφραγίζεται με την υπογραφή
της συμφωνίας της Καζέρτας στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 με την οποία ο ΕΛΑΣ,
το ένοπλο τμήμα του επαναστατικού κινήματος τίθεται υπό την επίβλεψη
της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Παπανδρέου και υπό τις άμεσες
διαταγές του στρατηγού Σκόμπυ όσον αφορά στην Αθήνα, όπου θα μεταφερόταν
το επίκεντρο της αντιπαράθεσης των δύο μπλοκ δυνάμεων. Τα «αντάλλαγμα»
για την τραγική αυτή παράδοση της καθοδήγησης του Λαϊκού στρατού στην
αστική πολιτική πρωτοβουλία, δηλαδή τη ρητή καταδίκη των Ταγμάτων
Ασφαλείας ως τμημάτων εχθρικών και προδοτικών, όπως διεφάνη λίγο μετά
δεν μπορούσε στις οξυμμένες αυτές συνθήκες της ταξικής αναμέτρησης να
τεθεί υπό την αιγίδα του αστικού κράτους αλλά και αυτό θα ήταν δυνατόν
να διασφαλιστεί με την ανεξάρτητη και μονομερή δράση του κινήματος.
Η μικρή άνοιξη της Απελευθέρωσης
Η
Απελευθέρωση ανοίγει μια περίοδο στην οποία ξεδιπλώνονται όλες οι
δυνατότητες της επαναστατικής συνθήκης αλλά και όλες οι σοβούσες
αντιφάσεις τόσο στο εσωτερικό του ενιαίου μετώπου, του ΕΑΜ, όσο και οι
αντιφάσεις και τα αδιέξοδα της πολιτικής γραμμής του ΚΚΕ. Ο Οκτώβρης
σημαίνει στην πρωτεύουσα μια βραχύβια άνοιξη, μία συγκλονιστική εισβολή
των μαζών στο προσκήνιο υπό την κρυστάλλινη πολιτική κυριαρχία του ΕΑΜ
και του Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως εκδηλώνονται καθημερινά στους
δρόμους της Αθήνας από τις αυθόρμητες διαδηλώσεις γεμάτες λαϊκό
ενθουσιασμό, προσδοκία και την απαίτηση για τον επαναπροσδιορισμό των
σχέσεων μαζών και κράτους στο πλαίσιο της λαοκρατίας.
Ο
ΕΛΑΣ λαμβάνει εντολή να παραμείνει εκτός Αθήνας και τα πλήθη
καθοδηγούμενα από το ΕΑΜ υποδέχονται τα βρετανικά τμήματα ως συμμάχους
στην απελευθέρωση, ενώ αποτρέπονται από τις αυθόρμητες κινήσεις
λιντσαρίσματος των δωσίλογων της ομάδας Χ και λοιπών βασανιστών στα
ξενοδοχεία της Ομόνοιας και σε εστίες του κέντρου. Είχε προταχθεί η
γραμμή της εθνικής ενότητας στο πλαίσιο της οποίας θα δινόταν η πολιτική
λύση του ζητήματος της εξουσίας. Προχωρώντας το κρίσιμο αυτό διάστημα
της απελευθέρωσης, το ΕΑΜ νομιμοποιεί με την παρουσία του την Κυβέρνηση
Παπανδρέου και συνολικά τις χωρίς σοβαρό κοινωνικό έρεισμα προσπάθειες
αναδιοργάνωσης του αστικού πολιτικού συστήματος. Νομιμοποιεί παράλληλα
την άμεση ανάμιξη του βρετανικού ιμπεριαλισμού, για τον οποίο ο
πολιτικός έλεγχος της Ελλάδας αποτελούσε στρατηγικό στόχο αφενός για την
πρόσβαση και τη διατήρηση θέσεων στη μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, στο
βαθμό άλλωστε που η μεταπολεμική συγκυρία σηματοδότησε μια περίοδο
ραγδαίας συγκρότησης και επέκτασης της ηγεμονίας του αμερικάνικου
ιμπεριαλισμού έναντι της παραγωγικά κατεστραμμένης Ευρώπης και αφετέρου
για την αποδιοργάνωση της δυνατότητας διασποράς των κοινωνικών
επαναστάσεων, στο πλευρό του Σοβιετικού Κράτους, στην Ανατολική Ευρώπη
και στα Βαλκάνια.
Η
πολιτική συνοχή του ΕΑΜ παρουσιάζει κλυδωνισμούς που τροφοδοτούνται από
τη συμμετοχή του στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας εντός της οποίας τα
αστικοδημοκρατικά τμήματα του ενιαίου μετώπου (κυρίαρχα η ΕΛΔ) βρίσκουν
αυτοτελή πολιτική έκφραση και πρωτοβουλία, εκτός του πλαισίου του λαϊκού
κινήματος που πόλωνε προς ριζοσπαστικότερες θέσεις. Έτσι, αφήνεται το
έδαφος για την ανάπτυξη των συμβιβαστικών τάσεων αστικής
επανοικοδόμησης, που θα βρουν έκφραση τόσο στην μόνιμη ελπίδα των
εκπροσώπων του κινήματος για ομαλή πολιτική συνεργασία με τον
Παπανδρέου, όσο και σε μια διαρκή στάση "συγκράτησης" και αποδιοργάνωσης
της έντασης της πάλης και των μορφών οργάνωσης των μαζών, προκειμένου
να «επιτύχουν» τα μέτρα οικονομικής αναστήλωσης (αντιπληθωριστικά κτλ)
και να σταθεροποιηθεί το κυβερνητικό κέντρο.
Για
την αστική τάξη όσο και το βρετανικό ιμπεριαλισμό, σε αντίθεση με τις
πολιτικές εκτιμήσεις του ΚΚΕ, ήταν σαφές ότι η επιβολή μιας κοινωνικής
και πολιτικής εξουσίας στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό θα περνούσε
απαραίτητα μέσα από το τσάκισμα του ενός μπλοκ από το άλλο και είχαν
σαφώς προσανατολιστεί σε αυτήν την κατεύθυνση προτάσσοντας τον αφοπλισμό
του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής ως απαραίτητη συνθήκη για την
αναστήλωση της κρατικής εξουσίας (ο αφοπλισμός του ΕΔΕΣ δεν αποτελούσε
άλλωστε γι’ αυτούς απώλεια καθώς ήδη τα στελέχη και μέλη του
ενσωματώνονταν στις τάξεις των κυβερνητικών δυνάμεων).
33 μέρες ένοπλης πάλης για την Αθήνα – Ο πολιτικός προσανατολισμός του κινήματος
Η
μάχη της Αθήνας αποτέλεσε σε έναν βαθμό μια επιλογή εξαναγκασμένη για
το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, όταν δηλαδή εκδηλώθηκαν με επιτακτικό τρόπο τα
αδιέξοδα της πολιτικής του γραμμής και ως εκ τούτου και ο ίδιος ο
Δεκέμβρης αποτέλεσε πεδίο αντιφατικών επιλογών. Η συσπείρωση δυνάμεων
του στρατιωτικά κυρίαρχου στην επικράτεια ΕΛΑΣ ήταν μερική και
αργοπορημένη αναδεικνύοντας ότι η σύγκρουση του Δεκέμβρη περισσότερο
προσιδίαζε σε μια κίνηση εκφοβισμού του αντιπάλου προκειμένου να
τηρηθούν τα συμφωνηθέντα περί ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης και όχι σε
μια ειλημμένη απόφαση αναβάθμισης της ταξικής πάλης στο πολιτικό και
στρατιωτικό επίπεδο, αντιφάσεις που εκδηλώθηκαν γλαφυρά στις κρίσιμες
συνεδριάσεις της ΚΕ του ΕΑΜ και του ΚΚΕ τις πρώτες ημέρες του Δεκέμβρη. Η
έναρξη της μάχης με τους 10.500 περίπου μαχητές του ΕΛΑΣ Αθήνας και
Πειραιά αναδείκνυε αφενός την υποτίμηση των προθέσεων του αντιπάλου και
κυρίως των προθέσεων του ιμπεριαλισμού και αφετέρου την αποφυγή της
μετατροπής της μάχης της Αθήνας σε μια γενικευμένη και τελική σύγκρουση
που θα έκρινε την πολιτική εξουσία και την κατάληψη του κράτους.
Εντούτοις, η ίδια η πίεση της πραγματικότητας αλλά και οι αρχικές
πολιτικές και στρατιωτικές επιτυχίες του κινήματος μετέστρεψαν σε
σημαντικό βαθμό τη στοχοπροσήλωση και την ένταση των συγκρούσεων, χωρίς
βέβαια να αίρουν το γενικό πολιτικό πλαίσιο της «συμφιλιωτικής» γραμμής,
σε σημείο όμως, προχωρώντας ο Δεκέμβρης, να εξετάζεται ως ενδεχόμενο η
αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων από το κέντρο της πόλης και η
οπισθοχώρησή τους στην περιοχή του αεροδρομίου του Ελληνικού (Χασάνι).
Αλλά
και οι ίδιες οι πρακτικές τις ένοπλης πάλης αντικειμενικά λειτουργούσαν
αποσυγκροτώντας σημαντικούς πυρήνες – εστίες της αστικής εξουσίας,
παρέχοντας ιδιαίτερα τις πρώτες μέρες το ανοιχτό ενδεχόμενο, της
κατάλυσης και ακινητοποίησης του κατασταλτικού μηχανισμού του αντιπάλου
μέσα από τη σχεδόν πλήρη διάλυση των αστυνομικών τμημάτων και τμημάτων
της χωροφυλακής σε Αθήνα και Πειραιά και το τεράστιο πλήγμα που
υπέστησαν οι δυνάμεις της Χ. Η ανάταση της επαναστατικής δυνατότητας και
η άμεση εμπλοκή των άγγλων στις μάχες μετέστρεψαν σε ένα βαθμό την
αρχική στάση συγκρούσεων ελεγχόμενης κλίμακας με αποτέλεσμα να ενισχυθεί
σταδιακά ο ΕΛΑΣ Αθήνας με τη μετακίνηση δυνάμεων του ΕΛΑΣ Κορίνθου,
Αττικοβοιωτίας και αργότερα της Μεραρχίας Πελοποννήσου (3.500 μαχητές)
στην πρωτεύουσα. Η πολυήμερη επίθεση το Σύνταγμα Χωροφυλακής του
Μακρυγιάννη και πολύ περισσότερο κινήσεις κλίμακας όπως η απόφαση και
πλήρης οργάνωση της ανατίναξης της Μ. Βρετανίας, όπου έδρευε το κέντρο
των επιχειρήσεων κυβέρνησης και βρετανών, ή και η διάλυση του βρετανικού
στρατοπέδου στην Κηφισιά και σύλληψη 600 βρετανών αποτελούν ενδείξεις
της διαρκούς επαναφοράς του ζητήματος της όξυνσης της ταξικής
αντιπαράθεσης.
Η
τεράστια συμμετοχή και η καταπληκτική αυτοθυσία του λαού της Αθήνας
και του Πειραιά στην υποστήριξη (τροφή και ρουχισμός, στήσιμο
νοσοκομείων) και στη διαρκή ανανέωση των μαχητών του ΕΛΑΣ αλλά και η
αναβάθμιση της πολιτικής συνείδησης που μετέστρεφε το
ενθικοαπελευθερωτικό «φιλοσυμμαχικό» αίσθημα σε πάλη για την πολιτική
επικράτηση του εαμικού κινήματος δίνουν στη σύγκρουση του Δεκέμβρη το
χαρακτήρα της ποιοτικά ανώτερης μορφής της πάλης των λαϊκών τάξεων από
την προηγούμενη της αντίστασης, και η οποία μάλιστα παρά τις επιμέρους
ήττες ή υποχωρήσεις δεν έδειχνε σημάδια εύκολης αποδιάρθρωσης,
απειλώντας συχνά κατά τη διάρκεια των 33 ημερών με ενδεχόμενη πολιτική
επικράτηση. Πράγματι πέρα από τις ανατολικές συνοικίες, στο διάστημα 10
με 16 Δεκέμβρη ο ΕΛΑΣ είχε επικίνδυνα σφίξει τον κλοιό γύρω από το
κέντρο της Αθήνας ελέγχοντας με μεταβαλλόμενα όρια αλλά με
αποφασιστικότητα τη γύρω περιοχή, εκτεινόμενη από το Μεταξουργείο-
Μοναστηράκι και την οδό Μενάνδρου (1χλμ από τη Μεγάλη Βρετανία), τις
Φυλακές Συγγρού και από την άλλη τη σχολή Ευελπίδων, ενώ δυνάμεις του
έφτασαν συχνά μέχρι την οδό Σόλωνος και επικράτησαν στο Μέγαρο Μουσικής
(Παραπήγματα).
Η
ταλάντευση του κινήματος ανάμεσα στο προχώρημα της επαναστατικής
συνθήκης και στο συμβιβασμό δεν μπόρεσε τελικά να επιλυθεί, αποτέλεσμα
που οφείλεται ασφαλώς και στις αντικειμενικές δυσκολίες του εγχειρήματος
όπως διαμορφώνονταν από την ανισόμετρη διάταξη δυνάμεων (προς το τέλος
του Δεκέμβρη οι βρετανικές δυνάμεις έφτασαν τις 80.000 με 90.000 πλην
των κυβερνητικών δυνάμεων της Ορεινής Ταξιαρχίας και Χωροφυλακής και των
12.000 Ταγματασφαλιτών που απελευθερώθηκαν και ρίχτηκαν στις μάχες. Η
δύναμη αυτή ξεπερνά κατά πολύ τις δυνάμεις που απέστειλε η Μ. Βρετανία
προς υποστήριξη του απελευθερωτικού αγώνα) και το μόνιμο πρόβλημα της
έλλειψης πολεμοφοδίων, οπλισμού και πυρομαχικών, απέναντι στο άφθονο
σύγχρονο υλικό και τα άρματα μάχης και την αεροπορία της αντίπαλης
πλευράς. Κυρίαρχο παράγοντα όμως αποτέλεσε η ίδια η γενική πολιτική
κατεύθυνση του κινήματος και του ΚΚΕ η οποία και τελικά καθόρισε τους
όρους της διεξαγωγής της ένοπλης αναμέτρησης.
Όλη
η περίοδος που εξετάζουμε αναδεικνύει τη διαπάλη δύο αντιλήψεων στο
εσωτερικό του κινήματος και στην ουσία του Κόμματος, από τις οποίες η
περισσότερο συμφιλιωτική πηγάζει από πάγιες οικονομίστικες αναλύσεις και
η δεύτερη που εκδηλώνεται στις αποφασιστικές ρήξεις προκύπτει κυρίαρχα
από τον επαναστατικό προσανατολισμό, που έστω και αφηρημένα δεν είχε
εγκαταλειφθεί από τα Κομμουνιστικά κόμματα της περιόδου, όπως συνέβη
μεταπολεμικά, αλλά και από τη ζωντανή πείρα της επαναστατικής
διαδικασίας. Η συγκρότηση του ΕΑΜ ως ενιαίου μέτωπου κοινωνικών και
πολιτικών δυνάμεων με ενδιάμεσους πολιτικούς στόχους αποτέλεσε
αδιαμφισβήτητα την επαναστατική γραμμή, τη γραμμή των μαζών, στις
συνθήκες του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, κατορθώνοντας να αναιρέσει
τους πολύπλευρους ταξικούς, κοινωνικούς διαχωρισμούς που αναπαράγει ο
καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής στο εσωτερικό των λαϊκών τάξεων αλλά και
τους πολιτικούς και ιδεολογικούς διαχωρισμούς που αναπαρήγαγε το αστικό
πολιτικό σύστημα (βενιζελικοί, αντιβενιζελικοί, «διχασμός» κτλ),
δημιουργώντας μία νέα αναβαθμισμένη ενότητα υπό την πολιτική ηγεμονία
και ιδεολογική αίγλη της εργατικής τάξης, ζήτημα που δεν κρίνεται από
την αριθμητική υπεροχή αλλά από το πολιτικό πρόσημο ενός κοινωνικού
μετώπου δυνάμεων. Εντούτοις, στο εσωτερικό του ενιαίου μετώπου οι
ταξικές αντιθέσεις δεν επιλύονται αλλά τελούν σε διαπάλη, ιδιαίτερα όσο
γίνεται περισσότερο ορατή η τελική σύγκρουση για την κατάλυση της
αστικής εξουσίας και την αποδιοργάνωση των όποιων σχέσεων έχει αυτή σε
διαφορετικούς βαθμούς οικοδομήσει με τα επιμέρους κοινωνικά στρώματα και
το διαφορετικό βαθμό αποκλεισμού/ενσωμάτωσής τους στον αστικό κρατικό
μηχανισμό. Η εμμονή σε μια συμφιλιωτική γραμμή εθνικής ενότητας
αναδεικνύει την αδυναμία του ΚΚΕ να προχωρήσει στην αναβάθμιση του
προλεταριακού προσανατολισμού του ενιαίου μετώπου αλλά και την
ηγεμόνευση μικροαστικών αντιλήψεων όχι μόνο στο εσωτερικό του κινήματος
και του μετώπου αλλά και στη γραμμή του ίδιου του Κόμματος. Η γραμμή του
ΚΚΕ την κρίσιμη στιγμή αδυνατούσε αναγνωρίσει τη διαλεκτική σχέση
«ενότητας» και «ρήξης», και το ειδικό βάρος που λαμβάνει το ένα ή το
άλλο μέρος της αντίφασης αυτής ανάλογα με τη συγκυρία της πάλης των
τάξεων.
Κρίσιμο
υπόβαθρο της αδυναμίας αυτής, που εξαρχής αιτιολογεί την υποταγή του
κινήματος στην αστική εξουσία με τις συμφωνίες Λιβάνου και Καζέρτας, από
εσφαλμένες και στα όρια του αντικομμουνισμού αναλύσεις περί
«προδοσίας», αποτελεί ο σταθερός οικονομίστικος πυρήνας της αντίληψης
του ΚΚΕ, όπως και σχεδόν του συνόλου των κομμάτων των πρώην ΚΔ. Η
παραγνώριση της Ελλάδας ως χώρας γνήσια καπιταλιστικής και κυρίως η
αποδοχή της θεωρίας των σταδίων και της αναγκαιότητας διέλευσης ενός
αστικοδημοκρατικού σταδίου το οποίο θα στεγάσει πολιτικά ως κρατική
μορφή την καπιταλιστική «ολοκλήρωση» και την διεύρυνση και ως εκ τούτου
χειραφέτηση του προλεταριάτου προς την αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής
επανάστασης αποτελούν τη μήτρα τόσο των συμβιβασμών του εαμικού
κινήματος με την αστική παλινόρθωση όσο και της υποτίμησης της συγκυρίας
της απελευθέρωσης ως επαναστατικής συνθήκης. Ήδη οι θέσεις του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ και της 6ης
Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ επανακατοχυρώνουν τη μετωπική στρατηγική των
ΚΚ μετατοπίζοντας όμως το κέντρο βάρους από το ενιαίο στο λαϊκό μέτωπο,
γραμμή που ερμηνεύτηκε ως πολιτική συνεργασία με τις αντιφασιστικές,
φιλελεύθερες μερίδες της αστικής τάξης. Κατά βάση το ΚΚΕ δεν
αντιμετώπιζε την εαμική επανάσταση ως επανάσταση σοσιαλιστική αλλά ως
κατάκτηση θέσεων και ως προχώρημα του ελληνικού καπιταλισμού στο επόμενο
και αναγκαίο, πριν το σοσιαλισμό στάδιο. Οι αναγνώσεις αυτές του
επαναστατικού μαρξισμού, που απέκλιναν από τη λενινιστική θέση, έλκουν
την καταγωγή τους τόσο από τις κοινωνικές και ταξικές σχέσεις στο
εσωτερικό του σοβιετικού κράτους όσο και κατά βάση από την μικρή
πολιτική πείρα του ελληνικού εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Η
πείρα αυτή άλλωστε διακόπτεται από την πολιτική κρίση του Κόμματος στις
αρχές της δεκαετίας του 30 και από το κράτος εκτάκτου ανάγκης της
μεταξικής δικτατορίας, αποπροσανατολίζοντας ως προς την ανάλυση των
ταξικών σχέσεων στον ελληνικό καπιταλισμό λόγω της ελλειμματικής πριν
την κατοχή σχέσης του κόμματος με την εργατική τάξη και τις λαϊκές
μάζες.
Από
τα παραπάνω προκύπτει ότι οι αδυναμίες του ελληνικού κομμουνιστικού
κινήματος πρέπει κατά βάση να αναζητηθούν στον ίδιο τον ταξικό
συσχετισμό της δύναμης στον κοινωνικό σχηματισμό, στον ιστορικό τόπο και
χρόνο και στη γραμμή του κόμματος και του μετώπου, παρά σε παράγοντες
περισσότερο εξωτερικούς που δεν είχαν παρά έμμεση και δευτερεύουσα
επίδραση στις πολιτικές εξελίξεις, όπως ενδεικτικά τους υπερτονίζουν
αναλύσεις που συνδέουν άμεσα τη συμβιβαστική διάθεση του ΚΚΕ με το
αφηρημένο συμφέρον και τις γεωστρατηγικές αναγκαιότητες της ΕΣΣΔ και τη
μετέπειτα συμφωνία της Γιάλτας. Αντιστοίχως, ιδεαλιστικές καταλήγουν να
είναι και εκτιμήσεις που τείνουν να υπερτονίζουν την αντίθεση κόμματος
και λαού και εφευρίσκουν μία υποθετική άλλη εξέλιξη των πραγμάτων με
άξονα το λαϊκό «αυθόρμητο» ή το πέρασμα της πρωτοβουλίας τους
Καπετάνιους. Πράγματι, οι Καπετάνιοι σε περιπτώσεις είχαν, λόγω της
άμεσης σύνδεσής τους με το λαϊκό στοιχείο αλλά και της κυριαρχίας τους
στην Ελεύθερη και έξω από την πίεση του αντιπάλου Ελλάδα, ορθότερο και
ριζοσπαστικότερο αισθητήριο, κάτι που διεφάνη στη σύσκεψη των Καπετάνιων
στη Λαμία το Νοέμβρη 1944 (η οποία πάντως δεν κατέληξε σε ορισμένη
πρωτοβουλία). Εντούτοις ο ρόλος του κομμουνιστικού- επαναστατικού
κόμματος, ως πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης και οργανωτή της
συμμαχίας της δεν μπορεί να αντικατασταθεί από άλλες μορφές και δομές
οι οποίες αδυνατούν δομικά να συνδέσουν την πάλη των μαζών με την
επαναστατική θεωρία αλλά και να την εκπροσωπήσουν στο πεδίο της
πολιτικής ταξικής πάλης. Η αντιμετώπιση των αντιφάσεων που γεννά η σχέση
ανάμεσα στο κόμμα (πρωτοπορία) και το μαζικό κίνημα μπορεί να
επιτευχθεί μέσα από τον ολοένα και αποφασιστικότερο πολιτικό ρόλο των
μαζών κατά την επαναστατική διαδικασία που θα τροφοδοτεί την πολιτική
κατεύθυνση του κόμματος, με τον τρόπο που τον επεξεργάστηκαν οι Κινέζοι
Κομμουνιστές και η Μεγάλη Πολιτιστική Επανάσταση.
Η διαμόρφωση του συσχετισμού μετά την ήττα
Στις
6 Γενάρη 1945, μετά από γενικευμένη επέμβαση των πάνοπλων αγγλικών
δυνάμεων ολοκληρώνεται η υποχώρηση του ΕΛΑΣ και ο Σκόμπυ εκδίδει
έκτακτο ανακοινωθέν περί κατάπαυσης πυρός σε Αθήνα και Πειραιά. Λίγες
ημέρες αργότερα υπογράφεται ανακωχή. Οι πολιτικές εξελίξεις στη συνέχεια
με κρίσιμη καμπή την υπογραφή της Συνθήκης της Βάρκιζας που θα
αφοπλίσει το επαναστατικό κίνημα έναντι μιας αμνηστίας που ποτέ δεν θα
υλοποιηθεί διανοίγουν μία νέα περίοδο ταξικών αγώνων, οι οποίες βρίσκουν
το εαμικό κίνημα έκθετο στη «λευκή» τρομοκρατία και σε υποχώρηση σε
σχέση με την εξεγερτική κίνηση των μαζών της περιόδου από την
Απελευθέρωση μέχρι το Δεκέμβρη. Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση το ΚΚΕ
υποτίμησε το συσχετισμό της δύναμης και εξέλαβε την ήττα στη μάχη της
Αθήνας εσφαλμένα ως συντριπτική, παρότι ακόμη διατηρούσε την κοινωνική
και πολιτική κυριαρχία στην ύπαιθρο έχοντας περιορίσει τον αστικό
κυβερνητικό μηχανισμό στην πρωτεύουσα. Αυτή η εκτίμηση είναι εν μέρει
και αποτέλεσμα του ιδιότυπου διαχωρισμού του αγώνα του Δεκέμβρη στην
πρωτεύουσα από τον αντάρτικο αγώνα, ο οποίος έμμεσα είχε εγκαταλειφθεί
ως προηγούμενη πολιτική μορφή που δεν αντιστοιχούσε στην πολιτική γραμμή
της πάλης μέσα στον νεοσύστατο αστικό χώρο, μέσα δηλαδή στο δεδομένο
αστικοδημοκρατικό πλαίσιο.
Το
κοινωνικό και πολιτικό ρήγμα όμως που είχε ανοίξει δεν κατορθώθηκε να
κλείσει παρά τη ραγδαία την επιθετικότητα του αστικού συνασπισμού
δυνάμεων και την αυταρχική συγκρότηση του κρατικού μηχανισμού, στο
εσωτερικό του οποίου εκπροσωπούνταν ηγεμονικά οι πιο επιθετικές μερίδες
του κεφαλαίου που αναγνώριζαν τον εαυτό τους ως το νικήτρια πλευρά της
σύγκρουσης του Δεκέμβρη. Το μεταβαρκιζιανό κράτος θωρακίζεται
κατασταλτικά με πυρήνα την αντικομουνιστική σταυροφορία με δύο κατά βάση
στόχους: αφενός προκειμένου να αποκλείσει τις μεγάλες μερίδες των
λαϊκών στρωμάτων από την πολιτική έκφραση των συμφερόντων τους στο
εσωτερικό του και αφετέρου προκειμένου να αναδιοργανώσει τις σχέσεις και
ιεραρχίες του αστικού συνασπισμού δυνάμεων προς το σκοπό της
δημιουργίας και αναπαραγωγής της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της
σταθερής συγκρότησης και οικονομικό-πολιτικής κυριαρχίας μονοπωλιακών
τμημάτων του κεφαλαίου. Οι διαδικασίες αυτές θα περάσουν μέσα από την
αναβαθμισμένη εκπροσώπηση και σχετική αυτονόμηση των μηχανισμών εκείνων
του κράτους που είχαν λιγότερο έως καθόλου διεμβολιστεί από το εαμικό
κοινωνικό ρήγμα αλλά και που ενέπνεαν εμπιστοσύνη λόγω της μακρόχρονης
ιστορίας τους ως στυλοβατών του ελληνικού αστικού κράτους: ο στρατός, το
παλάτι και ο δικαστικός μηχανισμός. Τα αποτελέσματα των διαδικασιών
σταθερής μονοπωλιακής συγκρότησης του ελληνικού καπιταλισμού θα φανούν
εναργέστερα στο μετεμφυλιακό κράτος, όταν οι μονοπωλιακές μερίδες του
κεφαλαίου εγγυώνται τη συνολική ανοικοδόμηση και καπιταλιστική
κερδοφορία αλλά και οργανώνουν υπό την ηγεμονία τους τόσο τις ισχυρές
τάσεις του ελληνικού κεφαλαίου για απόκτηση μεριδίου στο διεθνή
καταμερισμό της εργασίας (εφοπλιστικό, χρηματοπιστωτικό και
δευτερευόντως κατασκευαστικό κεφάλαιο) όσο και την συνολική «εθνική»
οργάνωση της ηγεμονίας μετατοπίζοντας την πάλη των τάξεων στο πολιτικό
επίπεδο στα κυριαρχούμενα ερωτήματα περί εθνικής και παραγωγικής
ανάπτυξης.
Όλα
αυτά έγιναν κατορθωτά για το ελληνικό κεφάλαιο μετά το «οριστικό»
ξεκαθάρισμα με τον ανατρεπτικό και επαναστατικό χαρακτήρα του λαϊκού
κινήματος, τον οποίον τόνωσε και επαναπροσέγγισε, ασφαλώς με
δυσμενέστερους όρους και ισχυρότερο αντίπαλο, το δεύτερο αντάρτικο και ο
Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Παρά την υποχώρηση και τον αφοπλισμό του
εαμικού μπλοκ, οι κοινωνική βάση και η πολιτική ωριμότητά του μετά το
Δεκέμβρη ήταν τέτοια, που καθίστατο αδύνατη η ομαλή ενσωμάτωση του στο
ελληνικό κράτος με όρους αστικοδημοκρατικούς-κοινοβουλευτικούς. Παρά την
ωμή κρατική και παρακρατική τρομοκρατία της περιόδου 45-46 η στροφή του
ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην κοινωνική και ταξική συσπείρωση δυνάμεων έφερε
θεαματικά αποτελέσματα στα συνδικάτα και στα σωματεία, καθιστώντας
αδύνατη την αποδιοργάνωση του εαμικού στρατοπέδου. Ο εμφύλιος πόλεμος
ήταν, αντίθετα με τις εκτιμήσεις της ηγεσίας του κινήματος, αναπόφευκτος
είτε αυτό αφορούσε την κατάκτηση της λαοκρατικής εξουσίας, δηλαδή την
κατάληψη του κράτους από την ταξική συμμαχία που συμπύκνωσε το ΕΑΜ, είτε
αφορούσε την στέρεα συγκρότηση και περαιτέρω ανάπτυξη της αστικής
εξουσίας και του ελληνικού καπιταλισμού. Μόνο όταν σίγησαν οι κάννες του
ΔΣΕ στις πλαγιές του Γράμμου, μπόρεσε ο ελληνικός αστισμός να αποφύγει
το ερώτημα της ανατροπής του, αποκεφαλίζοντας την πολιτική καθοδήγηση
του γιγαντιαίου λαϊκού κινήματος και εξοβελίζοντας τους ταξικούς αγώνες
από το πολιτικό πεδίο και το πεδίο του κράτους, όπου συμπυκνώνονται,
διεξάγονται και επιλύονται οι ανώτερες μορφές της ταξικής πάλης, στο
κοινωνικό πεδίο του οικονομικού και δημοκρατικού αγώνα.
“Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα”
Η
ταξική αναμέτρηση του Κόκκινου Δεκέμβρη στέκει ανάμεσα στην επανάσταση
και στην υποχώρηση αποτελώντας ένα σημείο τομή στη συγκρότηση του
ελληνικού κομμουνιστικού και λαϊκού κινήματος, δηλαδή σημείο
επαναπροσδιορισμού του ταξικού συσχετισμού της δύναμης και για τα δύο
στρατόπεδα. Σημείο αδιαμφισβήτητο όσον αφορά το σύνολο της περιόδου
αυτής των αγώνων του λαού είναι η πρωτοπόρα δράση και ηρωική αυτοθυσία
των ελλήνων κομμουνιστών που δόθηκαν κατά χιλιάδες ολόψυχα στον αγώνα
για την κοινωνική απελευθέρωση και τα δικαιώματα του λαού.
Η
συζήτηση για το γιγαντιαίο εαμικό κίνημα δεν έχει το χαρακτήρα της
επετειακής αναφοράς για τις δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς, αλλά
αποτελεί ιστορικό καθήκον της για την προώθηση του επαναστατικού και
κομμουνιστικού κινήματος και αναγκαίο βήμα στην πάλη ενάντια στην
εξαφάνιση της ιστορικής εμπειρίας του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Αδιαμφισβήτητα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό το κομμουνιστικό
κίνημα ιστορικά και μέχρι σήμερα προσδιορίζεται από την ιδεολογική και
πολιτική σχέση του με το εαμικό κίνημα. Ιδιαίτερα η σύγκρουση του
Δεκέμβρη, επιχειρείται να σβηστεί και να σπιλωθεί από την επίσημη
αφήγηση και ασφαλώς να αποσυνδεθεί από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα,
ακριβώς γιατί στην πραγματικότητα αμφισβήτησε την ίδια την ύπαρξη του
αστικού κράτους και άγγιξε το πρώτο βήμα για το ξεθεμελίωμα της αστικής
και καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Πολύ περισσότερο σήμερα που τα
ερωτήματα του ενιαίου μετώπου των λαϊκών τάξεων, της ταξικής πάλης στο
κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, τα ερωτήματα της κυβερνητικής και
πολιτικής εξουσίας είναι πιο επίκαιρα παρά ποτέ, η εξέταση της του
εαμικού αγώνα και των συγκυριών κορύφωσης της πάλης των τάξεων το
Δεκέμβρη στην Αθήνα και αργότερα στον αγώνα του ΔΣΕ, είναι αναγκαία για
την υπόθεση της κοινωνικής επανάστασης και της κομμουνιστικής
δυνατότητας και προοπτικής.
Αναστασία Σταυροπούλου
ο Paul Éluard για τα Δεκεμβριανά του ’44: Ρήγα Λαέ (9/12/1944-12/2/2012), Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://inconue.wordpress.com/2012/02/13/peuple-grec-peuple-roi-1944-2012/