Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Το κίνημα να κλείσει τα γραφεία της Χ.Α. (μέρος 2)

Σε συνέχεια προηγούμενης ανάρτησης, αναδημοσιεύουμε κείμενο συναδέλφων (το οποίο και προφανώς εκφράζει τους ίδιους και όχι όλη τη συσπείρωση), όπως και όλα τα κείμενα που είναι αναδημοσιεύσεις.

Η σύλληψη και η ποινική δίωξη της ηγετικής ομάδας της Χ.Α. και πολλών εν ενεργεία βουλευτών καθώς και η προφυλάκιση του Μχαλολιάκου που διαμορφώνουν για πρώτη φορά μετά την μεταπολίτευση τους όρους για την ποινική δίωξη κόμματος που συμμετέχει στο κοινοβούλιο και για την αντιμετώπιση του ως εγκληματικής οργάνωση δημιουργεί νέα δεδομένα στη πολιτική σκηνή αλλά και στην εξέλιξη της κρατικής πολιτικής.

Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, το αστικό κράτος και οι πολιτικοί εκπρόσωποι του συνασπισμού εξουσίας, το κυβερνητικό κέντρο, αλλά και ένα σύνολο κρατικών και ιδεολογικών μηχανισμών, πέρασαν από τη μακροχρόνια ανοχή - στήριξη της Χ.Α. και την υιοθέτηση μέρους της πολιτικής ατζέντας πριν αλλά και μετά από τις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου – Ιουνίου 2012, σε μία επιχείρηση συντριβής αυτού του πολιτικού αυτού μορφώματος. Μία τέτοια εξέλιξη δεν είναι ανεξάρτητη από τη σημερινή συγκυρία της ταξικής πάλης αλλά και τις πολιτικές της αντανακλάσεις.

Όπως είχαμε αναφέρει στην προηγούμενη τοποθέτηση μας για τη δολοφονία Φύσσα η οποία σε σημαντικό βαθμό επιβεβαιώνεται από τις πρόσφατες εξελίξεις α) η Χ.Α. ως ναζιστικό κόμμα μόνο έμμεση σχέση είχε με την κυβερνητική πολιτική και την κυρίαρχη στρατηγική του συνασπισμού εξουσίας. Η ανάπτυξη της αντανακλά κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες στο πλαίσιο της εκδήλωσης της κρίσης. Οι μετατοπίσεις στην πολιτική πρακτική, στον ιδεολογικό λόγο, στην κρατική πολιτική της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ και η κεντρική σημασία που απέκτησε η στρατηγική της διαρκούς αυταρχικοποίησης του κράτους νομιμοποίησαν ακόμη περισσότερο στοιχεία του ιδεολογικού λόγου της Χ.Α. Ταυτόχρονα, η κάλυψη και στήριξή της από θύλακες στους κρατικούς μηχανισμούς μεταβλήθηκε ποιοτικά με αποτέλεσμα η Χ.Α. να αξιοποιείται ως έμμεσος βραχίονας αυτών για την φθορά αλλά και την ιδεολογική και υλική πειθάρχηση του λαϊκού κινήματος. β) Η Χ.Α. αποτελεί ένα αστικό κόμμα «ειδικού τύπου» που αντιπροσωπεύει μία αστική πολιτική έσχατης ανάγκης. Στο πλαίσιο αυτό η Χ.Α. στη μετάβαση της από μία περιθωριακή εγκληματική ομάδα με στενές σχέσεις με αφανείς και σκληρούς κατασταλτικούς μηχανισμούς σε ένα σχετικά μαζικό κόμμα με ναζιστικό προσανατολισμό, δεν αποτελούσε απλά εργαλείο της εκάστοτε κυβερνητικής ή ακόμα και κρατικής πολιτικής αλλά διαμόρφωνε ένα βαθμό σχετικής – και σταδιακά σημαντικής – αυτονομίας σε σχέση με την συνισταμένη της κυρίαρχης αστικής πολιτικής γ) η μαζικοποίηση της Χ.Α. και κυρίως η ραγδαία άνοδος της εκλογικής της επιρροής αντανακλούσε τη κρίση εκπροσώπησης των παραδοσιακών αστικών κομμάτων κυρίως – αλλά όχι μόνο- της Ν.Δ. Η απομάκρυνση σημαντικού τμήματος της κοινωνικής βάσης των δύο βασικών αστικών κομμάτων σε συνδυασμό με το γεγονός της διαχρονικής ύπαρξης ιδεολογικών στοιχείων, όπως ο εθνικισμός, ο αντικομουνισμός, η έλξη προς τους κατασταλτικούς μηχανισμούς αλλά και ο συγκεκαλυμμένος ρατσισμός στο εσωτερικό των αστικών κομμάτων και κυρίως της Ν.Δ. διευκόλυνε την αναγνώριση των στρωμάτων αυτών στο πολιτικό μπλοκ της Χ.Α. δ) Η Χ.Α. έγινε ανεκτή και είχε έμμεση στήριξη στη ραγδαία ανάπτυξη της από ένα σύνολο αστικών πολιτικό ιδεολογικών μηχανισμών σε αυτή τη φάση της μετάβασης της μέσα σε μία ειδική συγκυρία με σημαντικά διακυβεύματα. Ήταν η περίοδος η έναρξη της οποίας σηματοδοτήθηκε από τη δολοφονία Γρηγορόπουλου και την νεολαϊστικη έκρηξη που σημάδεψε την πολιτική ήττα της κυβέρνησης Καραμανλή αλλά κυρίως καθορίστηκε από τις μαζικές λαϊκές αντιδράσεις και τους εργατικούς λαϊκούς αγώνες της πρώτης μνημονιακής περιόδου από το Μάη του 2010 μέχρι το Φλεβάρη του 2012. Οι μαζικοί αγώνες, η βίαιη εισβολή τμήματος των λαϊκών μαζών στη πολιτική σκηνή η σχετική τους ανεξαρτησία, με χαρακτηριστικό το κίνημα των πλατειών, διαμόρφωσε τη κρίση του δικομματισμού αλλά και στοιχεία ανοιχτής πολιτικής κρίσης όπως αποκρυσταλλώθηκαν με την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου που κατέληξε στη σύμπτυξη σε κυβερνητικό επίπεδο των δύο βασικών αστικών κομμάτων καθώς και των συμπληρωμάτων τους από τα δεξιά – ΛΑΟΣ- ή από τα αριστερά – ΔΗΜΑΡ- ανάλογα, με τη συγκυρία. Σε όλη αυτή τη περίοδο, υπήρξαν συγκυρίες όπου οι προοπτικές των κυβερνήσεων του συνασπισμού εξουσίας στη σύγκρουση τους με το λαϊκό κίνημα φαίνονταν αβέβαιες.


Η άνοδος της Χ.Α. σε επίπεδο εκλογικής επιρροής και - πολύ λιγότερο - σε επίπεδο οργανωτικής δυναμικής ήταν αποτέλεσμα των στοιχείων κρίσης ηγεμονίας του συνασπισμού εξουσίας και της κρίσης εκπροσώπησης των αστικών κομμάτων και ενσωμάτωνε τα ποιο αντιδραστικά τμήματα των μικροαστικών ή και εργατικών στρωμάτων που δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να εκπροσωπηθούν από την αριστερά. Η πολιτική και η ιδεολογική ανοχή της Χ.Α. από τμήματα του πολιτικού προσωπικού της αστικής τάξης ή και εξωραϊσμός της από ποικίλους ιδεολογικούς μηχανισμούς π.χ. από ΜΜΕ όπως το Πρώτο Θέμα, αλλά και η κάλυψη των εγκληματικών επιθέσεων της από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς εντάσσεται 1) στη διάθεση ενός πλέγματος κέντρων εξουσίας και δικτύων ισχύος να την αξιοποιήσουν ως ανάχωμα στην ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος και παράγοντα φθοράς της αριστεράς αλλά και 2) στο πλαίσιο της όξυνσης της ταξικής πάλης που περιγράψαμε παραπάνω που καθόρισε την προηγούμενη τριετία και είχε σαν αποτέλεσμα τον αντιφατικό τρόπο αντιμετώπισης -από βασικά κέντρα εξουσίας- των κινδύνων που διαμόρφωνε για το συνασπισμό εξουσίας αυτή η όξυνση. Έτσι για ένα διάστημα η ανάπτυξη της Χ.Α. γινόταν αντιληπτή για τον αστικό συνασπισμό περισσότερο ως όφελος- παρά ως κίνδυνος ενώ η πολιτική και κατασταλτική αντιμετώπιση της εκτιμάτο ότι ενδεχόμενα θα διεύρυνε το ρήγμα της Ν.Δ. και συνολικότερα της κυβέρνησης στη σχέση της με κοινωνικά στρώματα που συνδεόταν μαζί της στη βάση κοινών πολιτικό ιδεολογικών στοιχείων με το ρεύμα της Χ.Α. και κυρίως του εθνικισμού, του ρατσισμού και του αντικομουνισμού. Επιπρόσθετα είναι εμφανές ότι ένα τμήμα του σημερινού ακροδεξιού ηγετικού πυρήνα της Ν.Δ. διαχειριζόταν το στοιχείο της αντιαριστερής ρητορείας, της θεωρίας των «δύο άκρων», στοχεύοντας το ΣΥΡΙΖΑ, ως ένα τρόπο αποψίλωσης της εκλογικής του επιρροής αλλά και της κοινωνικής του δυναμικής.

Το απρόβλεπτο αλλά και αναπόφευκτο γεγονός της δολοφονίας του Π. Φύσσα - υπό την έννοια ότι νομοτελειακά θα συνέβαινε ένα αντίστοιχο περιστατικό από την κλιμακούμενη δράση της Χ.Α. και για αυτό η ηγεσία της έχει την πολιτική και οργανωτική ευθύνη - συνέπεσε με διάφορες ποιοτικές μεταβολές και στη συγκυρία της ταξικής αλλά και στη δράση της Χ.Α. Την τελευταία περίοδο η Χ.Α. ενθαρρυμένη από την δημοσκοπική άνοδο, αλλά και την ασταθή ισορροπία εκλογικών δυνάμεων μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε την πύκνωση των βίαιων παρεμβάσεων της, όχι τόσο μόνο ή τόσο πολλαπλασιάζοντας τις επιθέσεις απέναντι στους μετανάστες, αλλά διευρύνοντας τους στόχους της συμπεριλαμβάνοντας στις επιθέσεις ή και βίαιες παρεμβάσεις της τμήματα της επίσημης πολιτικής σκηνής. Υπό αυτή την έννοια ιδιαίτερη σημασία είχαν και οι επιθέσεις στους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ που σηματοδοτούσαν την κατά μέτωπο ανοιχτή και διακηρυγμένη αντιπαράθεση με ένα οργανωμένο και ισχυρό τμήμα της αριστεράς αλλά και η προσπάθεια εκτοπισμού, από μια σειρά παραδοσιακές εκδηλώσεις της ακροδεξιάς (Γράμμο, Βίτσι, Μελιγαλά) των πολιτικών εκπροσώπων της Ν.Δ. Οι κινήσεις αυτές δημιουργούσαν μία σχετική πίεση στη Ν.Δ. στο βαθμό που από τη μια πλευρά, η διεύρυνση της δημοσκοπικής επιρροής της Χ.Α. αποτελούσε από ένα σημείο και πέρα ανάχωμα και στη δικιά της εκλογική ανάκαμψη αλλά και γιατί ο διαγκωνισμός για το ακροδεξιό ακροατήριο (το οποίο αποτελεί σημαντικό τμήμα τη σημερινής συρρικνωμένης εκλογικής βάσης της Ν.Δ.) εν μέρει καθορίζεται και από την όξυνση του λαϊκίστικου λόγου και την πολιτική της πυγμής. Ένα τμήμα αυτού του ακροατηρίου διαπαιδαγωγημένο μέσα από την ιδεολογία και τις εικόνες της επιβολής θα μπορούσε να μεταστραφεί προς τη Χ.Α. στο βαθμό που αυτή κατακτούσε «χώρους» και εκτόπιζε τους δεξιούς της ανταγωνιστές από εκδηλώσεις που ασκούσαν τις ιδεολογικές τους «πρακτικές». Σε ένα επίπεδο η προσπάθεια της Χ.Α. να εκτοπίσει την Ν.Δ. (και ιδιαίτερα τη σημερινή με ακροδεξιά δεσπόζουσα Ν.Δ.) από τις εκδηλώσεις αυτές, αλλά και η σχετική πίεση στα στελέχη της Ν.Δ. με αποδοκιμασίες σε μια σειρά περιοχές ήταν το στενό ανάλογο μίας προσπάθειας αλλά και μίας στρατηγικής απονομιμοποίησης όπως η αποδοκιμασία του πολιτικού και κρατικού προσωπικού στις παρελάσεις που αποτέλεσε την αφορμή της πτώσης της κυβέρνησης Παπανδρέου και της συγκρότησης των κυβερνήσεων συνεργασίας.

Τα γεγονότα αυτά συνέπεσαν με μία σχετική καμπή της ταξικής πάλης, που εξελίσσεται την τελευταία περίοδο. Η κοινωνική και πολιτική σκηνή καθορίζεται από μία σχετική – προφανώς απέχει πολύ από το να είναι οριστική - σταθεροποίηση της πολιτικής του συνασπισμού εξουσίας. Τα στοιχεία που την επικαθορίζουν είναι α) ορισμένα στοιχεία που αναδεικνύουν την ανακοπή των ρυθμών πτώσης της ελληνικής οικονομίας αν και το περιβόητο success story στερείται μία ουσιαστικής σημασίας. Β)Το γεγονός ότι σε αυτή τη φάση ο ελληνικός καπιταλισμός δεν αντιμετωπίζει το άμεσο φάσμα της εξόδου από την Ευρωζώνη αν και το ελληνικό χρέος εξακολουθεί να μην είναι μακροχρόνια εξυπηρετίσιμο και θα απαιτήσει πρόσθετη περικοπή και συνεπώς νέα μέτρα, γ) υπάρχει σχετική ύφεση της έντασης των ταξικών και κοινωνικών αγώνων σε σχέση με την διετία από τα μέσα του 2010 έως τα μέσα του 2012. Παρά την ύπαρξη σημαντικών στιγμών όπως η κατάληψη της ΕΡΤ, ή προσπαθειών δημιουργίας απεργιακού συντονισμού, πανεκπαιδευτικού ή και πανδημοσιουπαλληλικού μετώπου, οι αγώνες των εργαζομένων δεν ανακόπτουν την αστική πολιτική στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα ενώ δεν επιδρούν με τον ίδιο τρόπο όπως την περίοδο 2010-2012 στη πολιτική σκηνή. δ) η πτώση του βιοτικού επιπέδου, η άνοδος της ανεργίας, η σχετική ύφεση των εργατικών αγώνων, έχουν μετατοπίσει τη κοινωνική δυσαρέσκεια, είτε σε μία διέξοδο αναμονής μέχρι την εκλογική έκφραση της διαμαρτυρίας που είναι η βασική τάση, και καταγράφεται από τα σταθερά υψηλά δημοσκοπικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από την άλλη πλευρά στα μέχρι τώρα υψηλά της Χ.Α., είτε σε μία προσπάθεια, προσωπικής διεξόδου και συσπείρωσης γύρω από το κυβερνητικό κέντρο, με χαρακτηριστική τη σταθερότητα της Ν.Δ. και τη σχετική ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ, παρά τα συνεχιζόμενα επιθετικά μέτρα της κυβέρνησης και το βάθος της ύφεσης ε) η κατάσταση αυτή διαμορφώνει μία ασταθή ισορροπία των πολιτικών δυνάμεων, με τάσεις όμως σταθεροποίησης σε σχέση με τη προηγούμενη περίοδο.

Αυτή η τάση σταθεροποίησης αναδιατάσσει και την προσέγγιση της Χ.Α. από το πολιτικό σύστημα και τα κέντρα εξουσίας. Από ένας πόλος υποδοχής της κοινωνικής δυσαρέσκειας, από ένας παράγοντας οριοθέτησης, φθοράς και πειθάρχησης των ριζοσπαστικών αγώνων, από ένας μηχανισμός σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενος από αφανή κρατικά δίκτυα για ειδικές αποστολές, μεταβλήθηκε σε ένα παράγοντα αντιφάσεων για την αστική πολιτική σκηνή. Ειδικά από τη στιγμή που αγώνες των μαζών δεν είχαν την ίδια δυναμική για να κλονίσουν τους πολιτικούς εκφραστές του συνασπισμού εξουσίας, αντίθετα εκφράζονταν μέσα από το ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος την ίδια στιγμή συνέβαλλε με την πολιτική του στη σχετική σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος. Οι συνθήκες λοιπόν σε αυτή τη φάση δεν είναι τόσο πιεστικές για το συνασπισμό εξουσίας, ώστε να διακινδυνεύει τη περαιτέρω άνοδο της ναζιστικής επιρροής ως πλευράς μίας έσχατης πολιτικής λύσης που αντιπροσωπεύει για το αστικό σύστημα ο ναζισμός. Το κατ' εξοχήν κόμμα της κυρίαρχης τάξης είναι το αστικό κράτος, ενώ ο βασικός πολιτικός εκφραστής της στρατηγικής της είναι η Ν.Δ. Η αστική τάξη, μόνο σε έκτακτες συνθήκες είναι διατεθειμένη να εκχωρήσει, μέρος της πολιτικής εξουσίας που κατέχει άμεσα μέσα από τα βασικά της κόμματα και άμεσα συνδεδεμένες μαζί της πολιτικές ελίτ, σε κόμματα ναζιστικού τύπου που έχουν μία σχετική αυτονομία και περιορίζουν την άμεση άσκηση πολιτικής εξουσίας από την πλευρά της. Αυτές οι έκτακτες συνθήκες που προφανώς σήμερα δεν υπάρχουν, συμπυκνώνονται σε μία ασταθή ισορροπία κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και σε ορισμένες καμπές της ταξικής πάλης που καθορίζονται από τρεις παράγοντες α) την ύπαρξη μίας περιόδου ανόδου του εργατικού και λαϊκού κινήματος που συνοδεύεται από την άνοδο των αντικαπιταλιστικών πρακτικών β) την ύπαρξη μίας καμπής που σημαδεύεται από αποφασιστικές κοινωνικές και πολιτικές ήττες για το εργατικό και λαϊκό κίνημα και γ) από μία εσωτερική κρίση και ασυμβίβαστες αντιφάσεις στο εσωτερικό του συνασπισμού εξουσίας και στις σχέσεις μεταξύ των μερίδων που τον συγκροτούν και κυρίως στις σχέσεις αυτών των μερίδων και των πολιτικών εκπροσώπων τους με τμήματα των λαϊκών τάξεων.

Η δολοφονία Φύσσα αποτέλεσε τον καταλύτη για τη ραγδαία μεταβολή της κρατικής πολιτικής απέναντι στην Χ.Α. Κατ αρχήν διότι αποτέλεσε ένα άμεσο διπλό κίνδυνο για την αστική πολιτική. Το αστικό κράτος και οι αστικές πολιτικές δυνάμεις έχουν επίγνωση των κατακλυσμιαίων επιδράσεων και της έκρηξης του θυμικού των μαζών από τις δολοφονίες αγωνιστών αλλά και από τις επιπτώσεις τους στη πολιτική σκηνή. Από τη δολοφονία του Λαμπράκη και τη πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή που εμφανιζόταν πολύ ισχυρή το 1963, μέχρι τις δολοφονίες Κουμή – Κανελλοπούλου το 1980 που επιτάχυναν την εκλογική έκφραση μεγάλων τμημάτων της κοινωνικής αριστεράς μέσα από το ΠΑΣΟΚ, τη δολοφονία Τεμπονέρα και τις βίαιες μαζικές λαϊκές αντιδράσεις, έως τη δολοφονία Γρηγορόπουλου και τη κοινωνική έκρηξη που ακολούθησε και είχε μεσοπρόθεσμα σαν αποτέλεσμα την πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή, οι δολοφονίες αγωνιστών σημάδεψαν τις πολιτικές εξελίξεις. Πολύ περισσότερο, στη σημερινή συγκυρία όπου υπάρχει μία σχετική εκλογική ισορροπία των πολιτικών δυνάμεων, και ταυτόχρονα μεγάλος φόβος του κυβερνητικού κέντρου, στο βαθμό που καταφέρνει να διαχειριστεί το απεργιακό μέτωπο ότι ένα «απρόβλεπτο» γεγονός μπορεί να συμπυκνώσει την κοινωνική δυσαρέσκεια διαμορφώνοντας όρους αποσταθεροποίησης του κυβερνητικού κέντρου.

Έτσι αν η κυβέρνηση δεν αναλάμβανε πρωτοβουλίες να αντιμετωπίσει τη Χ.Α. α) διέβλεπε το κίνδυνο εκτεταμένων συγκρούσεων που θα πυροδοτούσαν τη πολιτική αντιπαράθεση αλλά και θα υπονόμευαν τη στρατηγική της να προσελκύσεις επενδύσεις και να διευρύνει την οικονομική στήριξη από το εξωτερικό και γενικότερα τη αφήγηση του success story και της επικείμενης οικονομικής ανάκαμψης και β) θα ενίσχυε την εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ, στο βαθμό που η έλλειψη ή η χαλαρή αντίδραση της κυβέρνησης θα πόλωνε ένα δυναμικό της αριστεράς αλλά και ένα δυναμικό του κεντρώου χώρου που θα αντιλαμβανόταν τη κυβέρνηση ως στήριγμα της Χ.Α και άρα επικίνδυνη στην εκλογική προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και καιρό ήταν από τις πρώτες πολιτικές δυνάμεις που «αξιοποίησε» το σενάριο της «συγκυβέρνησης» Ν.Δ – Χ.Α. για να πολώσει υπέρ του, αριστερούς και φιλελεύθερους ψηφοφόρους.

Υπό το παραπάνω πρίσμα η πίεση του λαϊκού παράγοντα και οι γενικότερες διεργασίες και προσπάθειες των αντιφασιστικών τάσεων των τελευταίων ετών για την απονομιμοποίηση της Χ.Α. επικαθόρισαν και εν μέρει επέβαλλαν ορισμένες από τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Η εμφάνιση των λαϊκών μαζών στο προσκήνιο μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα, τόσο με τη μαζική και συγκρουσιακή διαδήλωση στο Κερατσίνι, όσο και με όλες όσες ακολούθησαν σε επίπεδο συνοικιών στην Αθήνα αλλά και στην επαρχία και ιδιαίτερα με την μαζική πορεία της 25/09/2009 στα κεντρικά γραφεία της Χ.Α. ουσιαστικά με πρωτοβουλία ελάχιστων πολιτικών τάσεων και με την αντίθεση και των δύο κομμάτων της ρεφορμιστικής αριστεράς, άσκησε σοβαρή πίεση στο συνασπισμό εξουσίας. Η κυβέρνηση και οι κρατικοί μηχανισμοί δεν μπορούσαν και δεν ήθελαν να αντιμετωπίσουν τις συνθήκες αστάθειας που θα δημιουργούσε άλλη μία έκρηξη αντίστοιχη ή και μεγαλύτερη του Δεκέμβρη του ΄08, κάνοντας πιο επιτακτική την αντιμετώπιση της Χ.Α. με την πρωτοβουλία του κράτους και των μηχανισμών του και όχι του λαϊκού κινήματος.

Αναμφίβολα όμως η συνολική πρωτοβουλία, για αυτού του τύπου αντιμετώπισης της Χ.Α. με όρους συνολικής ποινικής δίωξης ανήκει στο κυβερνητικό κέντρο και καθορίζεται από τις γενικότερες και τις ειδικότερες επιδιώξεις του. Η Χ.Α. ως ναζιστικό κόμμα επέβαλλε μία βίαιη αντιδραστική ριζοσπαστικοποίηση, του πολιτικού λόγου και της πολιτικής πρακτικής ορισμένων τμημάτων των μικροαστικών και λαϊκών στρωμάτων πρωτίστως σε επίπεδο πολιτικής αναγνώρισης και αντιπροσώπευσης, αλλά όχι μόνο. Αυτή μόνο βραχυπρόθεσμα και μόνο σε ορισμένες συγκυρίες είναι προς το συνολικό συμφέρον της αστικής τάξης και την διευρυμένη εμπέδωση της κυρίαρχης αστικής στρατηγικής. Ειδικά σε μία περίοδο που το οργανωμένο εργατικό και λαϊκό κίνημα δεν βρίσκεται σε άνοδο απειλητική για την αστική τάξη, αλλά ταυτόχρονα δεν έχει συντριβεί, η αύξηση της βίαιης αντιδραστικής ριζοσπαστικοποίησης που θα στρεφόταν ευθέως απέναντι στο εργατικό και λαϊκό κίνημα θα είχε πιθανόν σαν αποτέλεσμα μία ριζοσπαστικοποίηση και από την πλευρά τμημάτων του κινήματος. Αυτό δεν είναι προς το συμφέρον της συνολικής στρατηγικής της αστικής τάξης στη συγκυρία.

Η συνολική στρατηγική της σχετίζεται με την υποταγή των εργατικό λαϊκών αντιστάσεων, πρωτίστως μέσα από τους μηχανισμούς της αγοράς, δηλαδή την ανεργία, τη φτωχοποίηση και τον εργασιακό δεσποτισμό, σε συνδυασμό με την ιδεολογική χειραγώγηση και την κατασταλτική πειθάρχηση μέσα από τη χρήση κλιμακούμενης κατασταλτικής βίας, αλλά όχι στην παρούσα φάση μέσα από τη κατασταλτική συντριβή, με την αξιοποίηση κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών. Αυτή η συνολική στρατηγική που προσβλέπει στην παραμονή στην Ο.Ν.Ε, σε μία οικονομική ανάκαμψη μέσα και από συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας όπως ο τουρισμός, οι κατασκευές, το real estate, αλλά και από την εισροή του ξένου κεφαλαίου είτε με τη μορφή άμεσων ξένων επενδύσεων, είτε δανείων, είτε ενισχύσεων της Ε.Ε. που απαιτούν τη διαμόρφωση ενός κλίματος σχετικής «κοινωνικής ειρήνης» στη παρούσα φάση δεν ευνοείται από την αυτόνομη παρουσία της Χ.Α. Άλλωστε και οι διεθνείς ιμπεριαλιστικοί μηχανισμοί ως συνισταμένες των ιμπεριαλιστικών αστικών τάξεων που τα τελευταία χρόνια έχουν αυξημένο ειδικό βάρος στο εσωτερικό του ελληνικού συνασπισμού εξουσίας, είχαν αρχίσει όλο και ποιο συστηματικά να θέτουν το ζήτημα της Χ.Α. και της ανάπτυξης και αυτονόμησης της, ως μη συμβατής με την επιδιωκόμενη τροχιά σταθεροποίησης του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά και ως μη αποδεκτό υπόδειγμα για μια ενδεχόμενη ανάπτυξη και ριζοσπαστικοποίηση της ακροδεξιάς στις χώρες της Ε.Ε.

Σε αυτή την κατεύθυνση, ο συνασπισμός εξουσίας προχώρησε στη λήψη μίας σειράς πρωτοβουλιών, με τη θεωρία των δύο άκρων, αλλά και το δόγμα του ισχυρού κράτους, του νόμου και της τάξης στο επίκεντρό τους. Στη στρατηγική αυτή στρατεύτηκε με απολύτως συντεταγμένο τρόπο το σύνολο των αστικών κομμάτων, αλλά και των μηχανισμών του κράτους, με χαρακτηριστική τη ριζική στροφή στον πολιτικό λόγο των κομμάτων, αλλά και την εντελώς αρραγή στάση του συνόλου των ΜΜΕ. Βέβαια όπως προαναφέραμε η κίνηση αυτή επικαθορίστηκε από τη παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα άμεσα με τις κινητοποιήσεις για τη δολοφονία του Π. Φύσσα και έμμεσα με το κλίμα απονομιμοποίησης της Χ.Α. και των μακρόχρονων διαδικασιών συγκάλυψης της δράσης της. Χωρίς αυτή την παρέμβαση το κυβερνητικό κέντρο θα μπορούσε να επιλέξει μία άλλη τακτική και είναι η αλήθεια ότι σε πρώτη φάση αμφιταλαντεύτηκε σε μία κατεύθυνση, ήπιας κατασταλτικής διαχείρισης πλευράς της Χ.Α. και παράλληλα προσπάθειας ενός διμέτωπου αγώνα, με τη θεωρία των δύο «άκρων» βάζοντας στο στόχαστρο και το ΣΥΡΙΖΑ επιχειρώντας να τον τοποθετήσει εκτός του συνταγματικού τόξου. Η πολιτική αυτή είχε εσωτερικές αντιφάσεις, γιατί προϋπέθεταν μία σημαντική πόλωση της πολιτικής σκηνής σε μία ευαίσθητη φάση, εσωτερικές αντιφάσεις που επιτάθηκαν και από την κοινωνική αποδοκιμασία της Χ.Α. και από τις λαϊκές κινητοποιήσεις και οδήγησαν στη μεταστροφή πολιτικής του Σαββάτου 27/9/2013...

...Η οριοθέτηση και καταστολή της Χ.Α. υπηρετεί πολλαπλούς στόχους. Την εξάλειψη των σχετικών όρων αστάθειας που προκάλεσε η διαρκής άνοδος της. Τον επαναπατρισμό ενός μικρού – αλλά κρίσιμου – ποσοστού των ψηφοφόρων της στη Ν.Δ. Την οριοθέτηση της αυτοτελούς πρόσβασης της στο σκληρό πυρήνα των κρατικών – κατασταλτικών μηχανισμών (αστυνομία, στρατός, ΕΥΠ). Από ένα σημείο και πέρα το σύγχρονο αστικό κράτος δεν μπορεί να εκχωρήσει το μονοπώλιο της οργανωμένης βίας ούτε καν στους θύλακες του παρακράτους. Κυρίως όμως την ιδεολογική οριοθέτηση της αριστεράς, την άσκηση πίεσης σε αυτήν στην κατεύθυνση της περιστολής των πιο ριζοσπαστικών πτυχών του ιδεολογικοπολιτικού της λόγου και της πρακτικής της, μέσω της αξιοποίησης της θεωρίας των δύο άκρων και την ακόμα μεγαλύτερη εμπέδωση των ιδεολογημάτων του νόμου και της τάξης και του ισχυρού κράτους – εγγυητή της νομιμότητας. Ταυτόχρονα, τη νομιμοποίηση μίας ποιοτικής στροφής στο εύρος της δράσης των κατασταλτικών μηχανισμών που στο μέλλον θα αξιοποιηθεί απέναντι σε πολλαπλούς αποδέκτες (ήδη αποκαλύφθηκε ότι τα βαλιτσάκια της ΕΥΠ παρακολουθούν 50.000 τηλέφωνα ετησίως).

Αν και, όπως προαναφέρθηκε, η ταχύτητα και το μέγεθος των κρατικών κατασταλτικών πρωτοβουλιών απέναντι στη Χ.Α. ήταν πράγματι σε ένα βαθμό αποτέλεσμα της πίεσης του λαϊκού κινήματος, η αριστερά καθόλου δε θα έπρεπε να επιχαίρει και να παραμένει αμήχανη με το γεγονός ότι η κυβέρνηση και το κράτος απέκτησαν την πρωτοβουλία των κινήσεων στην αποδιάρθρωση της ναζιστικής συμμορίας. Όπως επίσης είναι τεράστια υποχώρηση της αριστεράς απέναντι στο σύστημα ότι αποδέχεται και δεν αντιδρά στην αντιμετώπιση ενός πολιτικού φαινομένου όπως ο ναζισμός, που αναμφίβολα έχει ποινικές και εγκληματικές προεκτάσεις με τις διατάξεις του τρομονόμου. Κατ αυτό το τρόπο το σύνολο των μελών ή και των υποστηρικτών ενός κόμματος ανεξάρτητα αν έχουν συμμετοχή σε εγκληματικές πράξεις θεωρητικά μπορεί να αντιμετωπίσουν κακουργηματικές διώξεις. Πολύ περισσότερο όταν στη κυρίαρχη πολιτική αφήγηση του κυβερνητικού κέντρου που αναπτύσσεται αυτές τις ημέρες εμπεριέχονται στοιχεία «εγκληματοποίησης» πρακτικών του λαϊκού και εργατικού κινήματος, καταλήψεις, απεργίες, η αυτοάμυνα απέναντι στη διάλυση των διαδηλώσεων κ.λ.π. Άλλωστε παράλληλα και με τις ίδιες διατάξεις που εγκαλείται η Χ.Α. εγκαλούνται και οι αγωνιστές κάτοικοι της Χαλκιδικής.

Η εξέλιξη της μη προφυλάκισης όλης της ηγετικής ομάδας της Χ.Α. είναι δείκτης των αντιφάσεων της κυρίαρχης πολιτικής. Από τη μια πλευρά η εσπευσμένη αντιμετώπιση ενός κόμματος, που μέχρι πρότινος διαμόρφωνε όψεις της κυρίαρχης πολιτικής ατζέντας με όρους χαρακτηρισμού του ως εγκληματικής οργάνωσης με τις διατάξεις του τρομονόμου, δημιουργεί αντιφάσεις στο εσωτερικό του δικαστικού μηχανισμού. Από την άλλη πλευρά είναι πιθανό ότι υπάρχουν κέντρα εξουσίας στο εσωτερικό των κατασταλτικών μηχανισμών που επιδιώκουν τη μη πλήρη συντριβή της Χ.Α. για λόγους μελλοντικής αξιοποίησης αλλά και για να λειτουργήσει ως ανάχωμα απέναντι στη μελλοντική άνοδο της αριστεράς. Έτσι θέλουν μία Χ.Α. από τη μια πλευρά πληγωμένη με εκκρεμείς ποινικές διώξεις αλλά όχι συνολικά συντετριμμένη.

Οι αντιφάσεις στη πολιτική της κυβέρνησης που δημιουργούν αστάθεια σε μία μείζονα πολιτική πρωτοβουλία της σχετίζεται με το γεγονός ότι από τη φύση και από τις επιδιώξεις της δεν θέλει να αντιμετωπίσει τη Χ.Α. με όρους κατ' αρχήν πολιτικούς και δευτερευόντως ποινικούς και ενεργοποιεί ειδικές διατάξεις του αντιτρομοκρατικού νόμου γιατί επιδιώκει α) από τη μια πλευρά να αξιοποιήσει αυτή τη διαδικασία ώστε να θωρακίσει το αυταρχικό κράτος απέναντι στις ριζοσπαστικές πρακτικές ώστε να θέσει σε μεγαλύτερη κατασταλτική πίεση, εκείνες τις τάσεις, τις αντιλήψεις και τις πρακτικές που υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορούν να αποσταθεροποιήσουν το πολιτικό σκηνικό από τα αριστερά. Όχι τόσο σε αυτή τη συγκυρία της ταξικής πάλης για να θέσει εκτός νόμου το άλλο «άκρο» αλλά για να πιέσει την αριστερά πρωτίστως με όρους πολιτικούς να ενταχθεί στο «συνταγματικό τόξο» ή να έχει εκλογικές απώλειες αν δε το κάνει και β) γιατί θέλει να διατηρήσει ενεργή την ακροδεξιά και αντιαριστερή ρητορεία που εμπεριέχεται στο λόγο της Χ.Α. έτσι αντί να αναδείξει το πολιτικό στοιχείο ότι η Χ.Α. έχει πολιτικά εγκληματικό χαρακτήρα γιατί είναι ναζιστική οργάνωση, αναδεικνύει την «εγκληματική της δραστηριότητα» μέσα από αφηγήσεις με την αξιοποίηση του υπερκοριού της ΕΥΠ. Για αυτό το λόγο όχι απλά δεν υπάρχει κανένας πολιτικός διαχωρισμός σε σχέση από το ευρύτερο ιδεολογικό πλαίσιο από το οποίο εκπορεύεται ο σκληρός πυρήνας της ναζιστικής ιδεολογίας, ο εθνικισμός και ο αντικομμουνισμός. Αντίθετα η επιχείρηση απονομιμοποίησης της Χ.Α. δεν γίνεται με όρους πρωτίστως πολιτικό ιδεολογικούς, αλλά με διαρροές συνομιλιών μερικές φορές ασχέτων ανθρώπων, που έχουν σα βασικό στόχο να εθίσουν μεγάλο μέρος της κοινωνίας ότι νομιμοποιείται για λόγους «ύψιστου συμφέροντος» οι διαρκείς παρακολουθήσεις (άλλωστε ο κοινωνικός κανιβαλισμός που τροφοδοτείται από την ανάγνωση των ονείρων ή των ονειρώξεων που περιλαμβάνονται σ’αυτές τις συνομιλίες, στην πραγματικότητα εντείνει τον κοινωνικό εκφασισμό). Οταν η στοιχειοθέτηση των κατηγοριών γίνεται με χρήση των «νόμιμων συνακροάσεων» της ΕΥΠ και την καταγραφή και αξιοποίηση συνομιλιών που μάλλον μόνο σαφείς και συγκεκριμένες δεν μπορεί να είναι, προαναγγέλει τους όρους κατασταλτικής αντιμετώπισης των εκάστοτε χαρακτηριζόμενων ως άκρων που εκφεύγουν του «συνταγματικού τόξου» και της αστικής νομιμότητας (ο ίδιος ο Σαμαράς από τις ΗΠΑ όρισε ως σημερινή εκδοχή του “άλλου άκρου” την αντί-ΕΕ αριστερά). Πολλώ δε μάλλον το καμπανάκι χτυπάει προς αυτή την κατεύθυνση με τις εξαγγελίες για εισαγωγή άρθρου 187 Γ για την ποινικοποίηση των «άοπλων παραστρατιωτικών οργανώσεων» ή για την εισαγωγή στο άρθρο 187§1 διάταξης περί εφαρμογής του στα «νομίμως λειτουργούντα κόμματα όταν τα μέλη τους διαπράττουν κακουργήματα». Είναι προφανές ότι όταν η αριστερά δεν αντιδρά σε αυτές τις μεθόδευσης στην επόμενη στροφή θα είναι λιγότερο νομιμοποιημένη στο να αντιδρά, στη διεύρυνση στοιχείων του αστυνομικού κράτους, όπως είναι οι καθολικές ηλεκτρονικές παρακολουθήσεις αλλά και οι κατ' επιλογήν ανασύνθεση συνομιλιών και η απροκάλυπτη διαρροή τους στα ΜΜΕ για λόγους κατασκευής ποινικών διώξεων.

Οι εξελίξεις αυτές δείγμα των αντιφάσεων που ενυπάρχουν στη κρατική πολιτική καθόλου δεν σημαίνουν ότι η Χ.Α. μπορεί να βγει ενισχυμένη από τη κυβερνητική παρέμβαση. Μπορεί να φαίνεται ότι δεν έχει πληγεί στον ίδιο βαθμό που θα συνέβαινε εάν προφυλακιζόταν το σύνολο της ηγεσίας της ωστόσο έχει υποστεί σημαντική πίεση, σημαντική απονομιμοποίηση και έχει αποδειχθεί στη πράξη ότι χωρίς την κρατική προστασία είναι αδύνατον, να κάνει τη παραμικρή κινητοποίηση. Οι κινητοποιήσεις των ελάχιστων δεκάδων χρυσαυγιτών στη ΓΑΔΑ και στα δικαστήρια, για ένα ζήτημα επιβίωσης για αυτούς είναι ασφαλής δείκτης ότι η οργανωτική τους παρουσία ήταν απόρροια της κρατικής στήριξης, αλλά και της αδράνειας μεγάλου τμήματος της αριστεράς και ότι η ανάπτυξη τους ήταν πολύ περισσότερο μέσα από μία διαδικασία παθητικής εκπροσώπησης παρά οργανωτικής συμμετοχής.

Η αριστερά έδειξε και αυτή τη περίοδο όπως συνολικά όλη την περίοδο της ανόδου της Χ.Α. εξαιρετικά ανεπαρκή αντανακλαστικά. Ακόμα και μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα, τα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς δεν πήραν καμία κεντρική πολιτική πρωτοβουλία που να στοχοποιεί τη ναζιστική συμμορία και να συμβάλλει στο να αποκτήσει το λαϊκό κίνημα την πρωτοβουλία των κινήσεων για το τσάκισμα του φασισμού. Πολύ περισσότερο, ενσωμάτωσαν την πίεση που ασκήθηκε από την κυβερνητική πολιτική με αποτέλεσμα να καταστήσουν προτεραιότητα τη διαφοροποίησή τους από τα κάθε είδους «άκρα», να προκρίνουν κινητοποιήσεις με κεντρικό στίγμα την πίεση στην κυβέρνηση και το κράτος να αναλάβουν πρωτοβουλία για την κατασταλτική αντιμετώπιση της Χ.Α. και να δώσουν διαπιστευτήρια νομιμότητας. Χαρακτηριστική είναι η στάση του ΣΥΡΙΖΑ που όχι μόνο δε συμμετείχε στην κεντρική διαδήλωση στα γραφεία της Χ.Α., αλλά αντίθετα προχώρησε και στην καταγγελία της ως αφορμή που θα διευκόλυνε προβοκάτσιες και θα ενίσχυε τη θεωρία των δύο άκρων. Χαρακτηριστική είναι και η στάση του ΚΚΕ που διοργάνωσε ξεχωριστή «συναυλία» ενώ έσπευσε να βρει ορισμένες από τις πολιτικές αιτίες της ανόδου της Χ.Α. στην ανάπτυξη του κινήματος των πλατειών σε μία εξίσου σεκταριστική και λανθασμένη ανάλυση όπως αυτή της Παπαρήγα που προέβλεπε την κοινοβουλευτική ενσωμάτωση των φασιστών όταν θα φόραγαν ταγέρ και γραβάτες.

Η μετάθεση του πολιτικού αγώνα ενάντια στο φασισμό από τους λαϊκούς αγώνες και το ενιαίο αντιφασιστικό μέτωπο, στην κρατική παρέμβαση και στις νομοθετικές ρυθμίσεις και μάλιστα με την ανοχή της εφαρμογής του τρομονόμου, αποτελεί πλήρως λανθασμένη τακτική. Με αυτή την έννοια, αποτελεί μεγάλο πολιτικό σφάλμα η κριτική που ασκείται από κομμάτια της αριστεράς, με κυρίαρχο το ΣΥΡΙΖΑ, περί καθυστέρησης της κυβέρνησης στη λήψη πρωτοβουλιών και της μετατόπισης της επίλυσης του ζητήματος αποκλειστικά στην αστική δικαιοσύνη στην οποία ο Τσίπρας όπως και το μεγαλύτερο φάσμα της πολιτικής σκηνής δήλωνε ότι έχει εμπιστοσύνη τη στιγμή που δεν προφυλάκιζε τη φασιστική ηγεσία της Χ.Α. όταν με πολύ ελαφρύτερα κατηγορητήρια υπάρχουν δεκάδες προφυλακισμένοι.

Ακόμα και η αντικαπιταλιστική και ριζοσπαστική αριστερά έδειξε αξιοσημείωτες ταλαντεύσεις και παλινωδίες στη στάση της και σημαντική καθυστέρηση στη λήψη πρωτοβουλιών. Πρώτα και κύρια στην έλλειψη διάθεσης για την συγκρότηση ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου. Αλλά επίσης και στην αντιμετώπιση της Χ.Α. στη συγκυρία. Από την αμφιθυμία ή και αντιρρήσεις για τη διοργάνωση πορειών στα γραφεία της Χ.Α. από τάσεις της επαναστατικής αριστεράς έως τη μη συμμετοχή στις διαδηλώσεις από οργανώσεις του ΡΙΖΑ ή και του χώρου της αναρχοαυτονομίας που κατά τα άλλα συμμετέχουν σε αντιφασιστικές πρωτοβουλίες.

Εκτός των άλλων τα παραπάνω πηγάζουν από μια αντίληψη της ΧΑ αποκλειστικά ως “μακρύ χέρι του κράτους” και “συμπλήρωμα” των πολιτικών κυβέρνησης – ΕΕ – ΔΝΤ η οποία μαζί με την υποκατάσταση της πολιτικής – κοινωνικής ανάλυσης από μια συνομοσιολογική και αστυνομική αντίληψη για τα πράγματα, οδηγούν στην αδράνεια και την πλήρη υποτίμηση του κοινωνικό πολιτικού αυτού φαινομένου και των όρων αντιμετώπισης του.

Η εξέλιξη της κατασταλτικής αντιμετώπισης της Χ.Α. δικαιώνει απολύτως την πολιτική κατεύθυνση που εισάγαμε από τη στιγμή της δολοφονίας, δηλαδή τη στοχοποίηση της Χ.Α., των γραφείων της και των εστιών αναπαραγωγής της από το ίδιο το λαϊκό κίνημα, ώστε αυτό να αποκτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων απέναντι στη ναζιστική συμμορία και η αποδιάρθρωσή της να είναι αποτέλεσμα της λαϊκής πίεσης και αφαίρεσης κάθε σπιθαμής χώρου από τους ναζί. Κάθε αντίθετη κατεύθυνση διευκόλυνε τη μετατόπιση της πρωτοβουλίας των κινήσεων στο κράτος και τους μηχανισμούς του, με τα αποτελέσματα και τους κινδύνους που αυτό τελικά επέφερε.

Ο φασισμός αντιμετωπίζεται πρωτίστως από το λαϊκό κίνημα. Η απουσία του λαϊκού αντιφασιστικού κινήματος αυτή τη στιγμή, θα δώσει στο κράτος τη δυνατότητα να ανακτήσει πλήρως την πρωτοβουλία κινήσεων και στη ΧΑ το ενδεχόμενο να ανασυνταχθεί, τώρα είναι η στιγμή να απομονωθούν σε κάθε πόλη, γειτονιά ή μαζικό χώρο οι χρυσαβγίτες και οι υποστηριχτές τους, να κλείσουν τα γραφεία τους, να μην τολμούν να εμφανισθούν πουθενά. Τώρα είναι η ώρα να τεθεί το ζήτημα και της ιδεολογικής διαπάλης απέναντι στο φασισμό αλλά και της σύνδεσης του με το σκληρό πυρήνα των κρατικών μηχανισμών όπως ΕΥΠ, ειδικές δυνάμεις ΜΑΤ – ΔΕΛΤΑ κ.λ.π. και να απαιτηθεί η διάλυση τους και να αποκαλυφθεί ο συνολικότερος ρόλος τους, στους βασανισμούς, στη κατασκευή κατηγοριών απέναντι στους αγωνιστές του κινήματος κ.λ.π

Τώρα είναι ακόμα περισσότερο η ώρα να πάρουμε τη πρωτοβουλία κινήσεων να χτίσουμε ένα πλατύ αντιφασιστικό αντιαυταρχικό μέτωπο με όλες τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς και του ριζοσπαστικού κινήματος. Με κεντρικό συντονισμό και τοπικές αντιφασιστικές – αντικατασταλτικές επιτροπές που να μην αφήνει ιδεολογικά αλλά και οργανωτικά ούτε σπιθαμή εδάφους στους φασίστες. “Όταν ο εχθρός υποχωρεί, τον καταδιώκεις”.

Αφετηρία πρέπει να είναι η διοργάνωση από σωματεία, φορείς, αντιφασιστικές επιτροπές και πολιτικές δυνάμεις ημέρα πανελλαδικής κινητοποίησης αποκλεισμού των γραφείων της Χ.Α. σε όλη την Ελλάδα.



Το φασισμό τσακίζει η πάλη του Λαού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου