Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Η “έξοδος στις αγορές” και η συγκυρία

Tου Ηλία Ιωακείμογλου από την Εποχή

«Η εμπιστοσύνη στην Ελλάδα επισφραγίστηκε από τον πιο αντικειμενικό κριτή, από τις ίδιες τις αγορές», τόνισε ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς μετά από τη θετική υποδοχή που επιφύλαξαν στο πενταετές ελληνικό ομόλογο. Ποιος είναι όμως αυτός ο αντικειμενικός κριτής, τι ακριβώς επιβράβευσε, και γιατί διάλεξε αυτή τη στιγμή; Ήδη από τη δεκαετία του ‘90, οι χρηματιστικές αγορές αποτελούν έναν μηχανισμό που επιβλέπει την αποφασιστικότητα με την οποία οι κυρίαρχες τάξεις κάθε εθνικού κοινωνικού σχηματισμού αντιμετωπίζουν τις πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων, απορυθμίζουν την αγορά εργασίας, μειώνουν τους μισθούς, παραδίδουν στην ιδιωτική πρωτοβουλία κλάδους παραγωγής αγαθών ή υπηρεσιών του δημόσιου τομέα, αυξάνουν τα κέρδη. Εάν οι «αγορές» σχηματίσουν την εντύπωση ότι οι συνθήκες που επικρατούν σε μια χώρα δεν διασφαλίζουν το μέσο κέρδος ή ότι η επικινδυνότητα για τις επιχειρήσεις είναι αυξημένη ή ότι ο κόσμος της εργασίας δεν υπομένει καρτερικά τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις και τις μειώσεις των μισθών, τιμωρούν τις εργαζόμενες τάξεις στην χώρα αυτήν, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Πρόκειται, επομένως, για μια υπερεθνική τυραννία του κεφαλαίου επί της εργασίας, για έναν μηχανισμό πειθάρχησης της εργασίας στις απαιτήσεις της κερδοφορίας. Πρόκειται για την ανώτερη μορφή διεθνισμού του Κεφαλαίου διότι αποτελεί συνένωση των εθνικών, μεμονωμένων κεφαλαίων, σε έναν ενιαίο μηχανισμό επίβλεψης και τιμωρίας των κατακερματισμένων, εγκλωβισμένων στα στενά εθνικά πλαίσια, δυνάμεων της εργασίας.
Κρίσιμη καμπή
Επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, η επιβράβευση ή τιμωρία που επιβάλλουν οι χρηματιστικές αγορές, αφορά στην αντίθεση του κόσμου της εργασίας με το κεφάλαιο, δεν αφορούν στη διαχείριση της οικονομίας για την άνοδο της γενικής ευημερίας. Έτσι και στην Ελλάδα: Δεν επιβραβεύουν τη μείωση της ανεργίας αλλά την άνοδό της ως αναγκαία συνθήκη για τη μείωση των μισθών και την συνακόλουθη αύξηση των κερδών. Δεν επιβραβεύουν την μείωση της παραγωγής, της απασχόλησης, των επενδύσεων, αλλά την άνοδο των κερδών. Οι χρηματιστικές αγορές επιβραβεύουν την κυβέρνηση Σαμαρά επειδή ολόκληρο το βάρος της προσαρμογής των ελλειμμάτων στην Ελλάδα κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια μεταφέρθηκε στους εργαζόμενους, στις υποτελείς κοινωνικές τάξεις. Αυτά επιβραβεύουν και έτσι νομιμοποιούν το βασικό αξίωμα του νεοφιλελευθερισμού ότι δίκαιο έχουν οι ισχυροί, όχι οι αδύναμοι, όπως ισχυρίζεται η Αριστερά.
Στο σημείο αυτό, όμως, προκύπτει το ερώτημα για ποιο λόγο η επιβράβευση αυτή ήρθε στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Προφανώς σχετίζεται με τις επερχόμενες εκλογές, πλην όμως σχετίζεται και με κάτι πιο σημαντικό: Καθώς περνούν τα χρόνια, η όλη διαδικασία της ύφεσης και της πολιτικής της εξαθλίωσης, της αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους, της ανεργίας και της απαξίωσης της εργασίας, απέκτησε την λογική του οικονομικού δαρβινισμού, τη λογική της εκκαθάρισης των μη ανταγωνιστικών ή λιγότερο ανταγωνιστικών κεφαλαίων και των μη ανταγωνιστικών ανθρώπων ώστε η ελληνική οικονομία, αν και συρρικνωμένη, να βρει, τελικά ένα νέο μοντέλο συσσώρευσης κεφαλαίου μέσω μιας διαδικασίας «δημιουργικής» καταστροφής και ιστορικής ήττας των δυνάμεων της Αριστεράς. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τώρα ότι πλησιάζουμε πλέον στην καμπή εκείνη του δρόμου όπου η άρχουσα τάξη, οι σύμμαχοί της στην Ευρώπη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι, μπορούν να ελπίζουν περισσότερο σε μια παγίωση των κατακτήσεών τους στην Ελλάδα, καθώς αρχίζουν πλέον να διακρίνουν το περίγραμμα ενός νέου ολοκληρωμένου καθεστώτος συσσώρευσης κεφαλαίου (το οποίο θα έχει ενσωματώσει ως οργανικά στοιχεία του όλες τις βαρβαρότητες που μας έχει επιβάλλει η μνημονιακή πολιτική). Από όπου απορρέει και η επιβράβευση των χρηματιστικών αγορών στην ελληνική αστική τάξη και τους εκπροσώπους της.
Αντίφαση
Η σημερινή συγκυρία χαρακτηρίζεται, λοιπόν, από μια αντίφαση: Από τη μια, είμαστε σε μια ιστορικά σπάνια συγκυρία κατά την οποία οι «πάνω» βυθίζουν τους «κάτω» στην εξαθλίωση, τη φτώχεια και την ανθρωπιστική κρίση, και επιπλέον δεν πείθουν για την ικανότητά τους να κυβερνήσουν ως ηγεμόνες, δηλαδή ως εκφραστές του γενικού συμφέροντος, ως οργανωτές της παραγωγής και μιας κοινωνικά αποδεκτής διανομής του προϊόντος: η παρούσα ιστορική στιγμή είναι μια περίοδος κρίσης της πολιτικής ηγεμονίας της αστικής τάξης επειδή δεν μπορεί η τάξη αυτή να παρουσιάσει το ιδιοτελές συμφέρον της ως γενικό συμφέρον. Από την άλλη, όμως, οι δυνάμεις της αστικής τάξης βρίσκονται πλέον αρκετά κοντά στην οριστική μορφοποίηση, θεσμική κατοχύρωση, και παγίωση ενός νέου καθεστώτος συσσώρευσης κεφαλαίου με τα βάρβαρα χαρακτηριστικά που ήδη γνωρίζουμε.
Βρισκόμαστε, έτσι, σε μια ιστορική συγκυρία που περιέχει μεγάλο ανατρεπτικό δυναμικό, για την εκμετάλλευση του οποίου, όμως, τα χρονικά περιθώρια στενεύουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου