Παρασκευή 11 Ιουνίου 2021

Κεφαλαιοποιώντας…. την επικουρική κοινωνική ασφάλιση

Ρομπόλης, Μπέτσης: Κεφαλαιοποιώντας…. την επικουρική κοινωνική ασφάλιση


Η κυβερνητική πρόθεση της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης αυξάνει, μεταξύ των άλλων, τη πυκνότητα της σχετικής αρθρογραφίας στην χώρα μας, με την διατύπωση κριτικών ή ευνοϊκών επιχειρημάτων του συγκεκριμένου εγχειρήματος, είτε τεχνικο-επιστημονικού και τεκμηριωμένου ποσοτικά χαρακτήρα, είτε αξιωματικού βολονταριστικού πολιτικού χαρακτήρα.

Στις συνθήκες αυτές αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις ελλιπούς κατανόησης της έρευνας του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας και των άλλων κριτικού χαρακτήρα μελετών, οι οποίες αναδεικνύουν, μεταξύ των άλλων, την αποτυχία της κεφαλαιοποίησης μέρους της κοινωνικής ασφάλισης σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Ανατολικής Ευρώπης.

Στο πλαίσιο αυτό διατυπώνεται ως αντεπιχείρημα η επιτυχής λειτουργία του κεφαλαιοποιητικού συνταξιοδοτικού συστήματος της Αυστραλίας, των Αγγλοσαξωνικών χωρών καθώς και χωρών της βορειοδυτικής Ευρώπης.

Όμως, στα δημοσιεύματα αυτά αλλά και σε άλλα, παρατηρείται ένα έλλειμμα κατανόησης, με την έννοια ότι η έρευνα του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας και όσων άλλων μελετών την μνημονεύουν βιβλιογραφικά, δεν αναφέρονται στα κεφαλαιοποιητικά συστήματα (π.χ. τα επαγγελματικά ταμεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα της βορειοδυτικής Ευρώπης και των Αγγλοσαξωνικών χωρών) τα οποία άρχισαν να λειτουργούν από μηδενική βάση.

Αντίθετα, αναφέρονται με τον πιο εύληπτο και τεκμηριωμένο τρόπο στην αποτυχία του πολύπλοκου και υψηλού οικονομικού, δημοσιονομικού και κοινωνικού κινδύνου εγχειρήματος της μετατροπής ενός διανεμητικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης σε κεφαλαιοποιητικό, όπως αυτό ακριβώς που προτείνεται από την κυβέρνηση για την επικουρική κοινωνική ασφάλιση στην χώρα μας.

Στην προοπτική αυτή η βασική αιτία, μεταξύ των άλλων, της αποτυχίας της μετατροπής του υπάρχοντος διανεμητικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης σε κεφαλαιοποιητικό είναι, σύμφωνα με τη σχετική έρευνα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, το κόστος μετάβασης (62 δις ευρώ εκτιμάται στην περίπτωση της χώρας μας).

Το κόστος αυτό δημιουργείται από το γεγονός ότι αφού οι νέες γενιές και οι κάτω των 35 ετών θα αποταμιεύουν για την δική τους σύνταξη με κάποιον τρόπο θα πρέπει να πληρωθούν οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων (των παππούδων και γιαγιάδων της νέας γενιάς) και των εργαζομένων άνω των 35 ετών (των γονέων της νέας γενιάς).

Αυτό το κόστος είναι αναπόφευκτο στην περίπτωση που επιχειρείται μια τέτοια μετάβαση από ένα διανεμητικό σύστημα της αλληλεγγύης των γενεών στο ατομικό κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Ειδικότερα στην Ελλάδα, αυτό το κόστος μετάβασης των 62 δις ευρώ, θα προστεθεί στο ήδη υψηλό δημόσιο χρέος των 340 δις ευρώ (206% του ΑΕΠ), το οποίο είναι σημαντικά υψηλότερο από το επίπεδο του χρέους(129,5% του ΑΕΠ) που στην ελληνική οικονομία στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας(2009-2019) οι δανειστές επέβαλαν και οι ελληνικές κυβερνήσεις υλοποίησαν, διαμέσου των τριών Μνημονίων, τις πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης και λιτότητας.

Ιδιαίτερα σήμερα, που μετά την πανδημία, « η Ελλάδα βρίσκεται σε μία ειδική συνθήκη, επειδή το χρέος της είναι το μεγαλύτερο, από 200% σε όρους ΑΕΠ, στην Ευρώπη. Αυτό καθιστά την ελληνική οικονομία ευάλωτη και είναι κάτι που η κυβέρνηση πρέπει να προσέξει, στο πλαίσιο της δημοσιονομικής εποπτείας, την διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους της. Αυτή είναι η κυρίαρχη ανησυχία και η βιωσιμότητα του χρέους θα είναι το κύριο ζήτημα» (Κ. Ρέγκλινγκ, Το Βήμα, 23/5/2021).

Επιπλέον, είναι ένα κόστος μετάβασης αχρείαστο για την ελληνική οικονομία, δεδομένου ότι η επικουρική σύνταξη, σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη του Ν. 4670/2020, είναι βιώσιμη μέχρι το 2070 και χωρίς να επιβαρύνει καθόλου τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Τα προσδοκώμενα οφέλη της προτεινόμενης μετατροπής είναι εντελώς αβέβαια και στηρίζονται σε εικασίες οι οποίες έχουν πολύ μικρή πιθανότητα να επιβεβαιωθούν σε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά ακόμα και στη περίπτωση που θα υπάρξουν οφέλη, όπως η αύξηση των μισθών που υποστηρίζεται, τότε θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ταυτόχρονα θα αυξηθούν και οι μισθοί των σημερινών εργαζομένων (άνω των 35 ετών).

Έτσι, η αύξηση των μισθών θα προκαλέσει και αύξηση των συντάξεων, την οποία θα πρέπει να χρηματοδοτήσει το κράτος, αφού υποστηρίζεται ότι οι συντάξεις δεν πρόκειται να μειωθούν, άρα θα αυξηθεί και το κόστος μετάβασης πάνω από 62 δις ευρώ. Επίσης, η αύξηση των φόρων που θα χρηματοδοτήσει το κόστος μετάβασης, όπως υποστηρίζουν κυβερνητικοί παράγοντες, θα επέλθει εφόσον οι φόροι παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα, γεγονός που βρίσκεται σε αντίφαση με τις κυβερνητικές εξαγγελίες μείωσης της φορολογίας των πολιτών.

Όμως, το ερώτημα που προκύπτει είναι: Για ποιο λόγο να διοχετεύονται οι φόροι των πολιτών για την χρηματοδότηση ενός αχρείαστου κόστους, ενώ θα μπορούσαν να διοχετεύονται σε επενδύσεις που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και θα συμβάλλουν στην βελτίωση των υποδομών της χώρας.

Το ίδιο, οι οποιεσδήποτε απώλειες και αρνητικές αποδόσεις που θα δημιουργούνται από τις κεφαλαιαγορές, σύμφωνα με κυβερνητικούς παράγοντες, θα καλύπτονται από το κράτος, με αποτέλεσμα την πρόκληση μιας πρόσθετης επιβάρυνσης για τον Κρατικό Προϋπολογισμό, όταν με το σημερινό σύστημα επικουρικής ασφάλισης ο Κρατικός Προϋπολογισμός δεν επιβαρυνθεί καθόλου.

Επιπρόσθετα, με την προτεινόμενη κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, ο κίνδυνος του πληθωρισμού και των αρνητικών αποδόσεων (κίνδυνος των κεφαλαιαγορών και χρηματαγορών) μεταφέρεται στους πολίτες, αφού θα τους πληρώνουν με τους φόρους τους από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.

Τέλος, ο δημογραφικός κίνδυνος, όπου για ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι η αύξηση του προσδόκιμου ζωής (longevity risk, βλ. EIOPA), μεταφέρεται εξ’ ολοκλήρου στον κάθε ασφαλισμένο ατομικά.

Κι’ αυτό γιατί με τον δημογραφικό κίνδυνο στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, ο νέος μελλοντικός εργαζόμενος απαιτείται, προκειμένου να λάβει την ίδια σύνταξη με τη σημερινή, είτε να εισφέρει κατά 35% υψηλότερες εισφορές, είτε να λάβει κατά 35% μικρότερη σύνταξη, είτε να εργαστεί περισσότερα χρόνια, κατά μέσο όρο 6 έτη περισσότερα.

Κατά συνέπεια αποδεικνύεται με τον πιο εύληπτο και τεκμηριωμένο τρόπο ότι δεν εμπεριέχει βεβαιότητα το επιχείρημα κυβερνητικών παραγόντων ότι οι μελλοντικές συντάξεις του κεφαλαιοποιητικού συστήματος θα είναι υψηλότερες από τις σημερινές, όταν μάλιστα αυτό αποδίδεται στις αποδόσεις των αγορών, οι οποίες, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, χαρακτηρίζονται από μεγάλη αβεβαιότητα.

▬ Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομότιμος Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου

▬ Ο Βασίλειος είναι Γ. Μπέτσης είναι Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου

Πηγή: libre.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου