Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Περί ανέμων και χρημάτων

Περί ανέμων και χρημάτων, του Δημήτρη Κούλαλη



Από την “ενεργειακή πενία” των Ελλήνων, στα φόρα των υποψήφιων “πράσινων” επενδυτών του ενεργειακού θησαυροφυλακίου της χώρας. Από τα τιμολόγια του ρεύματος των Γερμανών καταναλωτών στο Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ κι από κει στο πραγματικό διακύβευμα της εποχής μας: Τον έλεγχο της ενέργειας με τους όρους της ελεύθερης αγοράς.

ΕΛΛΟΓΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ

Το «Planet of the Humans», των Μάικλ Μουρ και Τζεφφ Γκιμπς και το «Η επιστροφή του Προμηθέα» των Κατζουράκη και Βατικιώτη είναι δύο ντοκιμαντέρ που αξίζει να παρακολουθήσεις. Πρόκειται για δύο εξαιρετικά ερευνητικά φιλμ που τολμούν να ασχοληθούν με την επόμενη μέρα στην ενέργεια, απαντώντας τόσο στους (ακροδεξιούς) αρνητές της κλιματικής κρίσης, όσο και σε αυτούς που ψέγουν όσους αρθρώνουν έστω και τον παραμικρό ενδοιασμό για τον τρόπο μετάβασης στη νέα, «πράσινη» εποχή.

Πάλι καταφεύγετε σε βολικά για το αφήγημα σας δίπολα, θα σχολιάσουν τα χυδαία αντηχεία του καθεστώτος. Κάθε άλλο, θα απαντούσαμε. Πρόκειται απλά για τις κυρίαρχες πολιτικές εκφράσεις της καινούριας ενεργειακής πραγματικότητας.

Η συγκυρία αυτή βρίσκει ένα μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων να δηλώνει ότι εντάσσει τον εαυτό του στους ενεργειακά φτωχούς. Στα νοικοκυριά, δηλαδή που δαπανούν άνω του 10% του ετήσιου οικογενειακού τους εισοδήματος για την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών.

Σύμφωνα με έρευνα της ΕΚΠΟΙΖΩ το 2018, το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 51%. Αναμφίβολα, πρόκειται για ένα τρομακτικό νούμερο, λαμβάνοντας κανείς υπόψη ότι βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, το 2017 το 35% του πληθυσμού διαβιούσε κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ το ποσοστό των ατόμων με υλικές στερήσεις άγγιζε το 36%. Επομένως, τόνιζε παλαιότερα ο Λ. Βατικιώτης, η ενεργειακή φτώχεια υπερβαίνει κατά πολύ την συμβατικά οριζόμενη φτώχεια, πράγμα που σημαίνει ότι ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας που δεν εντάσσεται στα φτωχότερα στρώματα, συμπεριλαμβάνεται στους ενεργειακά φτωχούς.

Γιατί τα θυμίζουμε όλα αυτά; Μα, γιατί η «ενεργειακή πενία» είναι καρπός, μεταξύ άλλων, της ανόδου των τιμών της ενέργειας και της καθόδου των εισοδημάτων. Στη μεταμνημονιακή Ελλάδα των «αρίστων» έχουμε κι απ’ τα δύο.

Απ’ την Ολυμπιάδα μέχρι τώρα, τα νοικοκυριά της χώρας είδαν την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος να εκτινάσσεται (από 0,3 Ευρώ/ΜWH στα 30 ευρώ), ιδίως μέσω του Ειδικού Τέλους Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ), του μηχανισμού έμμεσης επιδότησης των ανανεώσιμων πηγών από τους καταναλωτές. Αξιοσημείωτη είναι και η αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης πετρελαίου: από τα 21 ευρώ το χιλιόλιτρο, το 2009à στα 280 ευρώ τα επόμενα χρόνια.

Αυτά τα στοιχεία εξηγούν ενδεχομένως γιατί το 2016 στο ερώτημα «μπορεί το νοικοκυριό σας να διατηρήσει το σπίτι σας κατάλληλα ζεστό;», η Ελλάδα βρισκόταν στη δεύτερη θέση με τις περισσότερες αρνητικές απαντήσεις (29,1%), σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για την Ενεργειακή φτώχεια. Αλλά και γιατί το 42,2% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα δήλωσε το 2019 ότι το τελευταίο δωδεκάμηνο άφησε απλήρωτο τον λογαριασμό του ρεύματος στην κύρια κατοικία του. Ας σημειωθεί εδώ ότι ο μέσος όρος στην ΕΕ ήταν πολύ πιο χαμηλός: 8,1%.

Στη μία άκρη του κάδρου, λοιπόν, η ενεργειακή φτώχεια. Στην άλλη η τιμολογιακή αύξηση. Και στη μέση η ιδιωτικοποίηση της ενέργειας. Η τελευταία, μάλιστα, με πράσινο φιόγκο, καλυμμένη μέσα στο κουτί της βίαιης απολιγνιτοποίησης και της ταχύτατης μετάβασης στην εποχή των ΑΠΕ.

Ο διακόπτης των νοικοκυριών στα χέρια ιδιωτών

Όπως ήδη αφήσαμε να εννοηθεί, το κεντρικό σκαρίφημα του ενεργειακού τοπίου της χώρας από δω και πέρα περιλαμβάνει σειρά αποκρατικοποιήσεων, με τη ΔΕΠΑ Υποδομών και Εμπορίας, καθώς και τον ΔΕΔΔΗΕ να βρίσκονται από το περασμένο φθινόπωρο υπό το σφυρί του δημοπράτη.

Αναφορικά με τη ΔΕΠΑ, η κυβέρνηση της ΝΔ είχε εξ αρχής καταστήσει σαφή την πρόθεση της να προχωρήσει στην πώληση ολόκληρης της συμμετοχής του Δημοσίου στην εταιρεία (65%). Πατώντας στα χνάρια της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, οι κινούντες τα νήματα του μητσοτακικού επιτελικού κράτους, σχεδίασαν την πώληση δύο χωριστών θυγατρικών: Της ΔΕΠΑ Εμπορίας (συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής στην ΕΠΑ Αττικής και των συμβάσεων με διεθνείς προμηθευτές), και της ΔΕΠΑ Υποδομών (στην οποία εμπεριέχονται οι συμμετοχές σε εταιρείες διανομής σε Αττική, Θεσσαλονίκη, Θεσσαλία κ.ά).

Όσον αφορά τη θυγατρική της ΔΕΗ, ΔΕΔΔΗΕ βασική επιδίωξη είναι η πώληση του 49% του διαχειριστή χαμηλής τάσης σε στρατηγικού χαρακτήρα επενδυτή- με τις Goldman Sachs και Eurobank να αναλαμβάνουν την απαιτούμενη μελέτη για να προχωρήσει η διαδικασία- καθώς και το κλείσιμο όλων των μονάδων λιγνίτη της εταιρείας έως το 2023. Παρά το γεγονός ότι ο επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) δήλωσε πρόσφατα ότι μια απότομη μετάβαση σε οικονομία χαμηλού άνθρακα θα είχε σημαντική επίπτωση σε οικονομικούς κλάδους που είναι ευαίσθητοι στο κλίμα, προκαλώντας αύξηση των ζημιών του τραπεζικού συστήματος έως και 60%. 

Από το μενού δεν απουσιάζει και η περαιτέρω αποκρατικοποίηση του ΑΔΜΗΕ (διαχειριστή δικτύων υψηλής τάσης). Φυσικά, με τις ευλογίες της Κομισιόν

Ουσιαστικά, πρόκειται για την εφαρμογή του « target model», του Ευρωπαϊκού Μοντέλου Στόχος στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, σε συνδυασμό με τη διείσδυση των ΑΠΕ (κατά 35%, εντός μιας δεκαετίας).

Στόχος της επιχείρησης, λέει ο Γ. Στάσης, πρώην CEO της ENEL Ρουμανίας, εκλεκτός του Υπερταμείου και νυν διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ, είναι μέχρι το 2024 το μερίδιο της στις ΑΠΕ να φτάσει το 10%-20% από 2,5% που είναι σήμερα.

Πρόθεση που άφησε το αποτύπωμά της και στον νέο περιβαλλοντικό νόμο που πέρασε μέσα στην καραντίνα η ΝΔ καθώς για την επίσπευση των διαδικασιών αδειοδότησης προβλέπεται η μεταφορά της εν λόγω διαδικασίας για τα έργα ΑΠΕ από τη ΡΑΕ σε τρίτο φορέα, με έκδοση υπουργικής απόφασης.

«Αν και στη χώρα μας το περιβάλλον έχει βιαστεί πολλές φορές μέσω διαφόρων νομοθετημάτων, ποτέ δεν είχε αντιμετωπιστεί σε τέτοιο βαθμό ως εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης», λέει στον «Ημεροδρόμο» ο δημοσιογράφος της «Εφ. Συν», Τάσος Σαραντής. Τονίζοντας ότι «η απλοποίηση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης απαξιώνει την επιστημονική εκτίμηση των πιθανών επιπτώσεων σε αυστηρά προστατευόμενες περιοχές για ιδιωτικά και δημόσια έργα», καθώς κι ότι με «την κατάργηση του υποχρεωτικού περιβαλλοντικού ελέγχου- και την παράβλεψη της γνώμης των τοπικών κοινωνιών- για έργα που ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον μέσα σε περιοχές Natura (…) παραβιάζεται εκτενώς το ευρωπαϊκό δίκαιο».

ΤΙΝΑ κάνουμε; Η κυβέρνηση «εκμεταλλεύεται ότι έχει πράσινη και φιλελεύθερη ως προς τη λειτουργία των αγορών ατζέντα» κι αυτό βγαίνει προς τα έξω… Μια ατζέντα, βέβαια, το περιεχόμενο της οποίας ο κ. Χατζηδάκης και σειρά υπουργών της ΝΔ γνωστοποίησαν στους υποψήφιους κλειδοκράτορες του ενεργειακού θησαυροφυλακίου της χώρας τον περασμένο Γενάρη, όταν, στα πλαίσια του επιχειρηματικού φόρουμ που διοργανώθηκε στο Παρίσι με θέμα «Ελλάδα στρατηγικός διάλογος στη νοτιοανατολική Ευρώπη», συναντήθηκαν με τους ανθρώπους της EDF ( η γαλλική ΔΕΗ που διαθέτει χαρτοφυλάκιο ΑΠΕ στην Ελλάδα), της Engie (συνεργάτη της ΤΕΡΝΑ), της Total, καθώς και της RTE (εταιρεία μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία), της IMERYS (του παγκόσμιου γίγαντα στην εκμετάλλευση ορυκτού πλούτου) κ. ά.

Η κυβέρνηση και τα φίλια προς αυτή Μέσα –όντας καλοταϊσμένα- μιλούν για νέα εποχή στο ενεργειακό περιβάλλον και για εναρμόνιση της Ελλάδας με τους διεθνείς περιβαλλοντικούς κανόνες. Ωραία, θα πούμε εμείς. Προσθέτοντας ότι, ευρισκόμενοι, ως παγκόσμια κοινότητα στο +5 της κλιματικής κρίσης είναι κρίσιμη η μετάβαση σ’ αυτή τη νέα εποχή. Εκείνο, όμως, που προξενεί εντύπωση είναι ότι, σχεδόν όλα, τα νέα «πράσινα μέτρα», όπως ήδη αναφέραμε, συνοδεύονται από μικρότερες ή μεγαλύτερες ιδιωτικοποιήσεις της ενεργειακής παραγωγής. Γεγονός που, ενδεχομένως, να σημαίνει, όπως θα δούμε στη συνέχεια ότι η καινούρια αυτή «κανονικότητα» φέρνει μαζί της και το τέλος της αντιμετώπισης της ενέργειας –και του περιβάλλοντος- ως δημόσιου αγαθού.

Το παράδειγμα της Γερμανίας

«Εάν μια χώρα με τον πλούτο και τη βιομηχανία της Γερμανίας δεν είναι σε θέση να απεξαρτηθεί από τον άνθρακα, τότε πώς αυτό μπορεί να συμβεί αλλού;», διερωτάται ο Ottmar Edenhofer, οικονομολόγος και διευθυντής του Ινστιτούτου Potsdam Research for Climate Impact Research.

Το ερώτημά του δεν είναι καθόλου ρητορικό.

Όταν η Μέρκελ ανήλθε στην εξουσία, οι ΑΠΕ αντιστοιχούσαν στο 10% της ενεργειακής παραγωγής στη Γερμανία. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο αριθμός αυτός έφτασε το 40%, επιτρέποντας στο πολιτικό προσωπικό της χώρας να δεσμευθεί να αυξήσει αυτό το ποσοστό κατά 25%, έως το 2030. Ενώ, παράλληλα ανακοινώθηκε η πρόθεση να τερματιστεί η λειτουργία των πυρηνικών εργοστασίων μέχρι το 2022.

Το 2018, το Βερολίνο παραδέχθηκε ότι δεν θα καταστεί εφικτός ο στόχος μείωσης των εκπομπών CO2 κατά 40% έως το 2020 (αύξηση των ρυπογόνων εκπομπών κατά 5%). Την ίδια ώρα που οι σκιές γύρω από τις πιθανολογούμενες ισχυρές πιέσεις που άσκησε το λόμπι της αυτοκινητοβιομηχανίας έπνιγαν το «οικολογικό» προφίλ της Καγκελαρίου. Παράλληλα, πλήθαιναν και οι φωνές που χαρακτήριζαν ανέφικτη, με τον τότε υπάρχοντα σχεδιασμό, τη συνολική κάλυψη από τις ΑΠΕ των αναγκών του δικτύου.

Τα στατιστικά δεδομένα μαρτυρούν ότι ο λιγνίτης αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 1/5 της παραγωγής ρεύματος σε αυτή τη μεγάλη χώρα της Ευρώπης, έχοντας μεταξύ των καταναλωτών του ομίλους- μεγαθήρια όπως η Siemens, η Daimler και άλλες. Γεγονός που δίνει το δικαίωμα στον καθηγητή ενεργειακής πολιτικής στο Παν/μιο της Οξφόρδης, κ. Dieter Helm να χαρακτηρίσει την πρωτοπόρα δύναμη της ΕΕ ως μία από τις πιο «βρώμικες –περιβαλλοντικά- χώρες στην Ευρώπη»

Όμως, πέραν της διαπιστωμένης αποτυχίας αποδέσμευσης από τα ορυκτά (ηθελημένης, για πολλούς) υπάρχει κι ο κοινωνικός αντίκτυπος της μεταπήδησης στην «πράσινη ενέργεια» με τους όρους της ελεύθερης αγοράς.

Κατά την εφαρμογή του «Energiewende», του σχεδίου ενεργειακής μετάβασης, η προσαύξηση των τιμών στα ενεργειακά προϊόντα των ΑΠΕ ανά κιλοβατόρα οδήγησε σε τιμολογιακή αύξηση της τάξης του 20%.

Όπως έγραφε το περιοδικό Spiegel πριν μερικά χρόνια: «Ο πρώην υπ. Περιβάλλοντος Jürgen Trittin είχε δεσμευτεί στην αρχή ότι η μετάβαση στις ΑΠΕ δεν θα κόστιζε- στους καταναλωτές- περισσότερο απ’ ό, τι μια μπάλα παγωτού». Μερικά χρόνια αργότερα «οι καταναλωτές κατέληξαν να πληρώνουν όλο το μενού με τα παγωτά».

Πράγματι, οι Γερμανοί φορολογούμενοι πλήρωσαν 20δισ. ευρώ για ενέργεια παραγόμενη, μεταξύ άλλων, από τις ΑΠΕ, χωρίς το κόστος να περιλαμβάνει τις έμμεσες χρεώσεις που σχετίζονταν με τα έργα ή και την πιθανή αποζημίωση με δημόσιο χρήμα που δινόταν στις βιομηχανίες ανά την επικράτεια, όταν διαπιστωνόταν ενεργειακό έλλειμμα. Η περίπτωση της χαλυβουργίας ArcelorMittal στο Αμβούργο είναι χαρακτηριστική.

Το 2013, οι αναλυτές προέβλεπαν ότι ένα μέσο νοικοκυριό θα δαπανά μηνιαίως 90 ευρώ για ηλεκτρική ενέργεια, ποσό διπλάσια αυξημένο σε σχέση με το 2000, όταν κάθε χρόνο 300χιλ. νοικοκυριά μένουν στο σκοτάδι, εξαιτίας της αδυναμίας αποπληρωμής του λογαριασμού ρεύματος. Αξιοποιώντας τα παραπάνω στοιχεία η Έκθεση με τίτλο: «Ανταγωνισμός στον καιρό της ενεργειακής μετάβασης» κατέληγε ότι η πολιτική της Γερμανίας επιβραβεύει τις πιο αναποτελεσματικές εγκαταστάσεις, δε συμβάλει στην προστασία του περιβάλλοντος –και- θέτει τους φτωχότερους σε μειονεκτική θέση.

Η πάλη των τάξεων στα πόδια του Προμηθέα; Πολύ λυρικό για τον κόσμο των στοιχείων, θα πουν κάποιοι. Ίσως να έχουν δίκιο. Ακόμη κι αν αναφέρουμε ότι 2.300 επιχειρήσεις με φουσκωμένους ισολογισμούς κατάφεραν να απαλλαγούν από την πρόσθετη (φορολογική) επιβάρυνση για την ενέργεια που καταναλώνουν, επικαλούμενες τον διεθνή ανταγωνισμό, τη στιγμή που οι μικρότερης ισχύος εταιρείες κατέβαλαν κανονικά την επιπλέον «πράσινη» χρέωση. Όμως, ο ποιητικός λόγος εδώ βοηθά να μεταβούμε λίγο πιο ομαλά στο επίκεντρο της μεγάλης εικόνας διεθνώς. Σε ένα παιχνίδι δημοκρατίας που, όπως λέει στον Ημεροδρόμο ο κ. Νικολακάκης, πρώην καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης θέτει μπροστά μας ένα μεγάλο δίλημμα: «Είτε θα υπάρχει ένας διαμοιρασμός της ενέργειας, είτε θα βρίσκεται στα χέρια μιας υπερβιομηχανίας απόλυτου ελέγχου».

Επομένως, έρχεται να συμπληρώσει ο ακτιβιστής, κ. Günter Schulz , «η αντίσταση απέναντι στα αιολικά πάρκα δεν έχει καμία σχέση με την άρνηση της κλιματικής αλλαγής. Το πρόβλημα είναι ότι η Γερμανία μετατόπισε τον ενεργειακό της προσανατολισμό προς τις ΑΠΕ, αφενός με μεγάλο κόστος για τους ευάλωτους οικονομικά καταναλωτές, αφετέρου χωρίς να ενισχύσει την εφοδιαστική της επάρκεια ή να επιτύχει τη μείωση εκπομπών CO2». Ως εκ τούτου, «οι ζημιές που προκαλούνται είναι μεγαλύτερες από τα οφέλη», καταλήγει.

Χάντρες και καθρεφτάκια με… ανταλλάγματα

Και τότε, γιατί, ενώ υπάρχει το παράδειγμα της πρωτοπόρου δύναμης της ευρωενωσιακής αρτηριοσκλήρυνσης, η «ιστορική πρωτοβουλία» του Ταμείου Ανάκαμψης, για τα 750 δισ. ο λόγος, κινείται ακριβώς στην ίδια κατεύθυνση; Με το συνολικό σχέδιο ανάκαμψης για την Ευρώπη (που προβλέπει εκτός των άλλων την πριμοδότηση των ΑΠΕ με 256 δισ. τον χρόνο) να μην αποσαφηνίζει για χώρες όπως η Ελλάδα, ούτε τους τύπους των ΑΠΕ, ούτε το είδος και την ποσότητα των ορυκτών καυσίμων που θα συμπληρώσουν την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στο σύνολό της;

Πιθανότατα, η απάντηση βρίσκεται στα ψιλά γράμματα του νέου χρηματοδοτικού μηχανισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη στήριξη νέων έργων ανανεώσιμης ενέργειας, που επιτρέπει στα «συνεισφέροντα κράτη μέλη» να προχωρούν στην υλοποίηση έργων ανανεώσιμης ενέργειας σε άλλα κράτη μέλη που επιθυμούν να φιλοξενήσουν τέτοια έργα, με αντάλλαγμα την ενίσχυση της τοπικής απασχόλησης κ.ά. 

Ίσως έτσι εξηγείται, γιατί κατά την πρόσφατη υπογραφή από τον κ. Χατζηδάκη της κατασκευής της μεγάλης υποθαλάσσιας ηλεκτρικής διασύνδεσης στην Κρήτη, τέθηκε ο στόχος της παραγωγής 2.500 ΜW, όταν για να είναι «ενεργειακά επαρκές και ασφαλές το νησί» χρειάζονται 700MW.

Μπορεί, πάλι η απάντηση να βρίσκεται στη σύμβαση της Gazprom Export με την Mytilineos. Του εξαγωγικού βραχίονα της Gazprom, δηλαδή με την εταιρεία που κόντραρε στα ίσα το Δημόσιο πριν μερικά χρόνια για τα χρέη της εταιρείας Αλουμίνιον, συμφερόντων Μυτιληναίου, προς τη ΔΕΗ και τη ΔΕΠΑ και που σήμερα ελέγχει το 40% των συνολικών εισαγωγών στην ελληνική αγορά (LNG και αέριο αγωγών). Του ομίλου που θα ενισχυθεί σημαντικά με την απολιγνιτοποίηση μέχρι οι ΑΠΕ να αποκτήσουν- αν αποκτήσουν- την κρίσιμη μάζα που θα λειτουργήσει ως εγγυητής της ηλεκτροτροφοδοτικής ασφάλειας της χώρας.

Έτσι είναι. Ο «σοβαρός κρατικός παρεμβατισμός του Ρήγκαν και της Θάτσερ», για τον οποίο έκανε λόγο προ ολίγων ημερών ο κ. Μυτιληναίος (Protergia) δεν επιδοτεί τις αντικαταστάσεις κουφωμάτων στα φτωχά σπίτια, μέτρο εξίσου αποτελεσματικό στη μείωση του διοξειδίου του άνθρακα, όσο κι οι ΑΠΕ. Αντιθέτως, προχωρά, επικαλούμενος τις ανθρωπογενείς επιπτώσεις στο κλίμα, σε μια νέα μεταφορά κεφαλαίου. Σε ένα νέο πολιτικό αφήγημα πίσω από το οποία κρύβεται το πραγματικό διακύβευμα του καιρού μας: Το παιχνίδι του ελέγχου της ενέργειας στη νεοαποικιοκρατική εποχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου