Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Μάνδρα - Η κρίση της Αττικής


Συνεργεία της Πακιστανικής Κοινότητας βοηθούν πλημμυροπαθείς στη Μάνδρα.




Δήμητρα Κυρίλλου, Κώστας Πίττας από το http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1032


Στην τραγωδία της Μάνδρας συμπυκνώθηκαν οι καταστροφικές επιλογές της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπως αναλύουν η Δήμητρα Κυρίλλου και ο Κώστας Πίττας.
Τα ξημερώματα της 15ης Νοέμβρη μια πολύ δυνατή νεροποντή που κατέβαζε τεράστιους όγκους νερού και λάσπης πλημμύρισε την εργατούπολη της Μάνδρας, στέλνοντας στο θάνατο 23 ανθρώπους. Εκατοντάδες φτωχός κόσμος είδε τα σπίτια του να καταστρέφονται σε λίγα λεπτά. Δρόμοι μετατράπηκαν σε ορμητικούς χείμαρρους, μαγαζιά, σχολικά κτήρια, γεφύρια, υποδομές και δίκτυα κατέρρευσαν ή θάφτηκαν σε τόνους λάσπης. Για πολλές μέρες όλη η περιοχή ήταν χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και πόσιμο νερό. Τα σχολεία έκλεισαν για βδομάδες. Η έμπρακτη αλληλεγγύη στους πληγέντες από τα εργατικά σωματεία, τις μεταναστευτικές κοινότητες, τις ομάδες συμπαράστασης, ήταν η βασική πηγή βοήθειας που προσπαθούσε να καλύψει την έλλειψη της κρατικής στήριξης που έφτανε με το σταγονόμετρο και στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην αυτοθυσία των εργαζόμενων του ΕΚΑΒ, του Θριάσιου νοσοκομείου, της ΕΥΔΑΠ, της πυροσβεστικής, των δήμων.
Η Μάνδρα αποτελεί τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος της πρωτεύουσας –απέχει από την πλατεία Συντάγματος περίπου 20 χιλιόμετρα, όσο και η Εκάλη. Τα «ακραία καιρικά φαινόμενα» –αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής– χτυπούν στον ίδιο βαθμό και τις δυο περιοχές. Η φονική αιτία, όμως, που θρηνούμε νεκρούς από πλημμύρες στις εργατογειτονιές της Μάνδρας –ή του Μοσχάτου, του Ρέντη, του Περιστεριού, της Νίκαιας παλιότερα– και όχι στις «κηπουπόλεις» της Φιλοθέης, του Παλιού Ψυχικού και της Εκάλης, είναι οι ανάλγητες ταξικές επιλογές ενός συστήματος που μόνη προτεραιότητα έχει το κυνήγι του κέρδους. 
Στο Θριάσιο, τα μοντέρνα συγκροτήματα logistics και η Αττική Οδός (καμάρια όλων των πρόσφατων κυβερνήσεων) είναι σε απόσταση αναπνοής από τις εργατογειτονιές και τα μπαζωμένα ρέματα της Μάνδρας. Μπορεί η εικόνα να μην είναι ακριβώς η ίδια σε όλο το Λεκανοπέδιο, αλλά τα προβλήματα είναι. Ρέματα που καλύφτηκαν ή προγραμματίζεται να καλυφθούν με τη δικαιολογία μιας δήθεν «ανάπλασης». Ελεύθεροι χώροι –όσοι απέμειναν– που αποδίδονται στο ιδιωτικό κεφάλαιο για ανέγερση φαραωνικών κτηριακών συγκροτημάτων εμπορικών κέντρων, καζίνο, «συνεδριακών» και «πολιτιστικών» κέντρων –όπως του Λάτση στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού ή του Ιδρύματος Νιάρχου στον παλιό ιππόδρομο στην Καλλιθέα. Μια παραλιακή ζώνη στο Σαρωνικό που όλο και περισσότερο γίνεται απροσπέλαστη ή απαγορευτικά ακριβή για τον απλό κόσμο. Οδικοί άξονες ταχείας κυκλοφορίας που χωρίζουν γειτονιές και ανθρώπους χωρίς καμιά δυνατότητα φυσικής επικοινωνίας. Πάρκα, από τα λίγα που υπάρχουν, που αποψιλώνονται για κατασκευή ποδοσφαιρικών γηπέδων για τους κάθε λογής Μελισσανίδηδες.

Είναι φανερό ότι όταν στο τέλος αυτού του καταλόγου «κάνουν ταμείο» στα υπουργεία και την Περιφέρεια Αττικής, δεν υπάρχουν λεφτά για αντιπλημμυρικά έργα, νοσοκομεία, μαζικές συγκοινωνίες και κάθε λογής υπηρεσίες που εξυπηρετούν τις πραγματικές ανάγκες του απλού κόσμου: στο Θριάσιο υπάρχει μόνο ένα νοσοκομείο –με μεγάλες ελλείψεις προσωπικού όπως όλα τα νοσοκομεία– για μια περιοχή πολλών τετραγωνικών χιλιομέτρων από τις πιο φτωχές του Λεκανοπέδιου.
Οι ταξικές επιλογές με βάση τις οποίες εξελίχθηκε αυτή η φονική «ανάπτυξη» της Αττικής καταστρέφουν τις ζωές της εργατικής τάξης. Αυτή τη διαπίστωση για τις μεγαλουπόλεις έκαναν πάνω από ενάμιση αιώνα πριν οι κλασικοί του μαρξισμού μελετώντας την κατάσταση στις μητροπόλεις του καπιταλισμού και τις εργατογειτονιές τους.
Ο Ένγκελς και οι εργατογειτονιές
«Όταν όμως η τάξη που κατέχει την πολιτική και κοινωνική εξουσία καταδικάζει εκατοντάδες προλετάριους σε μια τέτοια κατάσταση που αναγκαστικά είναι εκτεθειμένοι σ’ έναν πρόωρο και ανώμαλο θάνατο, όταν αφαιρεί από χιλιάδες όντα τα απαραίτητα μέσα ύπαρξης, επιβάλλοντάς τους συνθήκες ζωής τέτοιες που τους γίνεται αδύνατο να επιβιώσουν, όταν τους αναγκάζει με το ισχυρό χέρι του νόμου να παραμένουν σ’ αυτή την κατάσταση ώσπου ν’ ακολουθήσει ο θάνατος, όταν πολύ καλά γνωρίζει ότι αυτές οι χιλιάδες τα όντα θα γίνουν θύματα αυτών των συνθηκών ύπαρξης, κι ωστόσο τις αφήνει να υπάρχουν, τότε πρόκειται για μια δολοφονία… που δεν μοιάζει δολοφονία γιατί δεν βλέπουμε τον δολοφόνο, γιατί ο δολοφόνος φαίνεται να είναι όλοι και κανένας, γιατί ο θάνατος του θύματος φαίνεται φυσικός».1
Το παραπάνω απόσπασμα από το βιβλίο του Ένγκελς Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία γράφτηκε πάνω από 170 χρόνια πριν, αλλά είναι εξίσου –αν όχι περισσότερο– επίκαιρο σήμερα. Στα μέσα του 19ου αιώνα, καθώς ο καπιταλισμός αναπτυσσόταν ραγδαία, ο Μαρξ κι ο Ένγκελς διαπίστωναν ότι, ακριβώς επειδή είναι ένα σύστημα που στον πυρήνα του έχει ταυτόχρονα την εκμετάλλευση και τον ανταγωνισμό, έχει την τάση να υπονομεύει την ίδια τη διαδικασία πάνω στην οποία στηρίζεται κάθε μορφή ανθρώπινης κοινωνίας, δηλαδή την αλληλεπίδραση με τη φύση. Όμως, όπως έλεγαν, «τα γεγονότα μάς θυμίζουν σε κάθε βήμα, πως δεν κυριαρχούμε καθόλου πάνω στη φύση όπως ένας κατακτητής πάνω σ’ έναν ξένο λαό, αλλά πως ανήκουμε στη φύση με τη σάρκα, το αίμα και το μυαλό μας, πως είμαστε μέσα της».2
Μπορεί ο Ένγκελς να μην μπορούσε να προβλέψει το 1845 την πιο δραματική εκδήλωση της καταστροφικής τάσης του καπιταλισμού προς το περιβάλλον σε παγκόσμια κλίμακα, δηλαδή την κλιματική αλλαγή, αλλά περιγράφει και αναλύει με προφητικό τρόπο τις καταστροφικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις της τυφλής αυτοεπέκτασης του κεφάλαιου και τις τραγικές συνέπειές τους στις εργατογειτονιές των πόλεων όπως «το Μπράντφορντ που βρίσκεται στις όχθες ενός μαυρισμένου από το κάρβουνο, δυσώδους μικρού ποταμιού και είναι τυλιγμένο σε ένα σύννεφο καπνού... Στο Λονδίνο», συνεχίζει, «είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς την ακανόνιστη συσσώρευση των σπιτιών που στοιβάζονται, με όλη τη σημασία της λέξης, το ένα πάνω στο άλλο, γεγονός που προκαλεί καθαρή πρόκληση για κάθε ορθολογιστική αρχιτεκτονική», αφού τα πάντα κτίζονται «σε σημείο που να μην μένει ούτε ένας πόντος κενός ανάμεσα στα σπίτια…».3 
Στην Κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία ο Ένγκελς δείχνει, ότι μέσα στον καπιταλισμό υπάρχει μια διπλή συγκεντρωτική τάση: η συγκέντρωση του πληθυσμού συνοδεύει τη συγκέντρωση του κεφάλαιου. «Αντιλαμβάνεται τις πόλεις σαν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η αστική τάξη κατέχει το κεφάλαιο, δηλαδή τα μέσα παραγωγής, τα χρησιμοποιεί και καθορίζει τις συνθήκες της πιο προσοδοφόρας, δηλαδή επικερδούς γι’ αυτήν, χρήσης τους. Με βάση αυτή τη διαπίστωση φέρνει στο άπλετο φως τη φρίκη και τις αντιθέσεις της πολεοδομικής πραγματικότητας στον καπιταλισμό, τον πλούτο και τη φτώχεια δίπλα δίπλα, τη λαμπρότητα και την ασχήμια».4
Το πώς διαμορφώνονται οι πόλεις στον καπιταλισμό, το τι πολιτικές επιλογές γίνονται από τις κυβερνήσεις, το τι οικιστικοί και συγκοινωνιακοί σχεδιασμοί εφαρμόζονται, το ποια έργα έχουν προτεραιότητα και ποια μένουν στα συρτάρια και δεν υλοποιούνται ποτέ, όλα αυτά που ορίζουν τη ζωή εκατομμυρίων εργατριών και εργατών όχι μόνο μέσα στο χώρο εργασίας, αλλά και στο σπίτι, στη γειτονιά, στη μετακίνηση, καθορίζονται σε τελική ανάλυση από «την πιο επικερδή» –ανάλογα με την εποχή– χρήση της γης για την άρχουσα τάξη.
Ο Ένγκελς περιγράφει ζωντανά αυτή την πραγματικότητα όταν διηγείται το πώς: «Μια μέρα συζητούσα στο Μάντσεστερ μ’ έναν από αυτούς τους αστούς για την αξιοθρήνητη και άθλια οικοδόμηση, για την τρομακτική κατάσταση των εργατικών συνοικιών και δήλωνα ότι ποτέ μου δεν είχα δει μια τόσο κακοκτισμένη πόλη. Ο άνθρωπος με άκουσε ήρεμα και, στη γωνιά του δρόμου όπου με άφησε, μου δήλωσε: ‘Και παρόλα αυτά, εδώ κερδίζονται κολοσσιαίες περιουσίες. Εις το επανιδείν, κύριε’».5 
Οι πολεοδομικές προτεραιότητες των κυρίαρχων τάξεων δεν περιορίζονται ‘μόνο’ στα άμεσα οικονομικά οφέλη, αλλά επεκτείνονται και σε πολιτικές επιλογές που στοχεύουν και στο τσάκισμα της εργατικής αντίστασης απέναντι σε αυτές τις καταστροφικές προτεραιότητες. Από την ίδια τη θέση τους στον καπιταλισμό, οι πόλεις γίνονται εστίες ταξικής πάλης, και γι’ αυτό η άρχουσες τάξεις φτάνουν μέχρι και να ξανασχεδιάζουν τις πόλεις τους προσπαθώντας να εμποδίσουν μελλοντικές εξεγέρσεις. Σ’ ένα άλλο βιβλίο του, Το ζήτημα της κατοικίας, ο Ένγκελς γράφει για το πώς την επομένη της επανάστασης του 1848 στο Παρίσι, ο βαρόνος Οσμάν ανέλαβε να ξανακτίσει την πρωτεύουσα της Γαλλίας. Έφτιαξε μεγάλες λεωφόρους αρκετά φαρδιές ώστε να επιτρέπουν την επέλαση του ιππικού και να δυσκολεύουν το στήσιμο οδοφραγμάτων, αλλά ταυτόχρονα ισοπέδωσε ολόκληρες περιοχές που ήταν σύμβολα επαναστατικής παράδοσης ενώ σχεδίασε την πόλη έτσι ώστε «να είναι ορατά τα κτίρια-σύμβολα της κεντρικής εξουσίας».6
Με ένα διαλεκτικό τρόπο ο Ένγκελς βλέπει την καπιταλιστική πόλη σαν χώρο που διαμορφώνει για την εργατική τάξη συνθήκες αλλοτρίωσης, αλλά και συνθήκες συλλογικής αντίστασης. Από τη μια πλευρά, «αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες τα πρόσωπα που συνθλίβονται και συνωθούνται δεν είναι μήπως όλοι τους άνθρωποι που διαθέτουν το ίδιο συμφέρον στην αναζήτηση της ευτυχίας;… Κι ωστόσο, αυτοί οι άνθρωποι διασταυρώνονται τρέχοντας, σαν να μην έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους… Η αποσύνθεση της ανθρωπότητας σε μονάδες, αυτή η εξατομίκευση του κόσμου έχει προωθηθεί εδώ στο ακρότατο όριό της». Από την άλλη, όμως, «οι μεγάλες πόλεις είναι οι εστίες του εργατικού κινήματος, εκεί που οι εργάτες αρχίζουν να σκέπτονται πάνω στην κατάστασή τους και να παλεύουν. Εκεί εκδηλώνεται η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, απ’ αυτές προήλθαν οι εργατικές ενώσεις και ο σοσιαλισμός».7
Ο Ένγκελς με τις αναλύσεις του τόσο για τον καπιταλισμό, όσο και για τις συνέπειές του στο περιβάλλον και τη ζωή των ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις, προσφέρει το βασικό πλαίσιο για να κατανοήσουμε ποιος ευθύνεται για τη συνολική υποβάθμιση των συνθηκών ζωής στις εργατογειτονιές.
Η Αθήνα στο Μεσοπόλεμο
Όταν η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους το 1834, ήταν μια επαρχιακή κωμόπολη δέκα χιλιάδων κατοίκων και ο Πειραιάς ένα ασήμαντο λιμάνι. Όμως, στις αρχές του 20ου αιώνα ο πληθυσμός είχε πολλαπλασιαστεί. Η αστική πρωτεύουσα ήταν ήδη μια πόλη έντονων χωροκοινωνικών διαιρέσεων, όπου τα ανώτερα στρώματα κατοικούσαν στο ανατολικό τμήμα της κεντρικής περιοχής και τα κατώτερα στρώματα στο δυτικό τμήμα της πόλης, κοντά στους τόπους εργασίας τους. Στις λαϊκές γειτονιές ως τη δεκαετία του 1920 δεν υπήρχε εκτεταμένη υδροδότηση, ούτε αποχετευτικό δίκτυο, ούτε σύστημα περισυλλογής ομβρίων υδάτων. Το 1896 μια καταιγίδα πλημμύρισε το Μοσχάτο και το Ρέντη: καταστράφηκαν σπίτια και πνίγηκαν δεκαεπτά άτομα.8
Η μεγάλη καμπή ωστόσο στην πολεοδομική-οικιστική διαμόρφωση της Αττικής ήρθε στον Μεσοπόλεμο. Δυο αλληλοσυνδεόμενοι παράγοντες είναι αυτοί που την καθόρισαν. Αφ’ ενός, οι κερδοσκοπικές στρατηγικές του ελληνικού και ξένου κεφάλαιου στα πλαίσια της ραγδαίας καπιταλιστικής ανάπτυξης της Ελλάδας τη συγκεκριμένη περίοδο (με τις τράπεζες να παίζουν κυρίαρχο ρόλο). Και αφ’ ετέρου, η εγκατάσταση με το τέλος του Μικρασιατικού πολέμου το 1922, μισού εκατομμύριου προσφύγων στην Αττική, διπλασιάζοντας τον πληθυσμό της.
Η εμπλοκή κομματιών του ελληνικού κεφάλαιου στον τομέα των κατασκευών, μπορεί να αξιοποίησε κερδοφόρα τη φτώχεια και τις επείγουσες ανάγκες στέγασης της συντριπτικής πλειοψηφίας των προσφύγων, όμως αποτελούσε μια συνολικότερη επιλογή. Το παράδειγμα της «Σύμβασης Μακρή», ενός προγράμματος κατασκευής αυτοκινητοδρόμων (1926) στο οποίο εμπλεκόταν πλήθος συμφερόντων, από διεθνείς και ελληνικές τράπεζες μέχρι τοπικές κατασκευαστικές εταιρείες, τσιμεντοβιομηχανίες κλπ, είναι χαρακτηριστικό. 
Ο Παυσανίας Μακρής, ένας εμπορικός αντιπρόσωπος του βρετανικού πετρελαϊκού κολοσσού Shell, «ανέλαβε το ρόλο μεσάζοντα ανάμεσα στο κράτος και έναν ευρύτερο επιχειρηματικό συνασπισμό (Shell, αγγλικοί τραπεζικοί όμιλοι, Εθνική Τράπεζα, ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες) που άρθρωνε τα συμφέροντά του γύρω από το τρίπτυχο βενζίνη-αυτοκίνητο-κατασκευή… Οι εκρηκτικές πληθυσμιακές και οικονομικές ανακατατάξεις της περιόδου, οι οποίες συνοδεύτηκαν από τη σταδιακή αύξηση της κυκλοφορίας του αυτοκινήτου δημιούργησαν τις λειτουργικές ανάγκες για την επέκταση του οδικού δικτύου, ενώ η κατασκευή του αναδείχθηκε σε προνομιακό πεδίο επένδυσης κεφαλαίων… Το πρόγραμμα εθνικής οδοποιίας προωθήθηκε από αυτόν τον επιχειρηματικό όμιλο σε κενό κρατικού προγραμματισμού. Το συγκεκριμένο εγχείρημα απέκτησε ιδιαίτερη σημασία και για τη μετέπειτα εξέλιξη του κατασκευαστικού τομέα της χώρας».9
Στα πλαίσια αυτής της «νέας» επιχειρηματικής δραστηριότητας του ελληνικού καπιταλισμού στο χώρο των κατασκευών, «αξιοποιήθηκαν» και οι πρόσφυγες. Οι πρώτοι τέσσερις μεγάλοι προσφυγικοί οικισμοί που κατασκεύασε το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων εκτός της πολεοδομικής ζώνης της Αθήνας (Καισαριανή, Νέα Ιωνία, Βύρωνα και Κοκκινιά) και οι επόμενοι από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (Καλλιθέα, Δουργούτι και αλλού) –που φυσικά δεν προσφέρονταν δωρεάν, αλλά με ενοίκιο– προφανώς δεν επαρκούσαν για τη στέγαση των προσφύγων. 
Η Εθνική Τράπεζα, εκμεταλλευόμενη τις κρατικές διευκολύνσεις που αφορούσαν τους προσφυγικούς οικισμούς, άρχισε να χορηγεί δάνεια στους πρόσφυγες με δυσμενείς όρους. Τις ίδιες διευκολύνσεις έσπευσαν να εκμεταλλευτούν και ιδιωτικές επιχειρήσεις που, έχοντας στην κυριότητά τους μεγάλες εκτάσεις γης εκτός πολεοδομικής ζώνης, πετύχαιναν την έγκριση ρυμοτομικών σχεδίων και έπειτα με δελεαστικές διαφημίσεις στις εφημερίδες πουλούσαν πανάκριβα αγρούς ή βραχότοπους ως οικόπεδα. Έτσι προωθήθηκε ένα καθεστώς λαϊκής ιδιοκατοίκησης σε μικρά κτίσματα μέσω ενυπόθηκων δανείων που χορηγούσε η Εθνική Τράπεζα. 
Οι κυρίαρχες τάξεις συνέχισαν να ζουν στον δικό τους αυστηρά διαχωρισμένο κόσμο. Οι πρώτες πολυκατοικίες που εμφανίστηκαν στις κεντρικές συνοικίες της Αθήνας ήταν ιδιόκτητες, προορίζονταν για την αστική και μεγαλο-μεσαία τάξη και διέθεταν θέρμανση, υδραυλικά, μπαλκόνια, ανέσεις αδιανόητες για την πλειοψηφία του κόσμου. Παράλληλα δημιουργούνται οι πρότυπες «κηπουπόλεις» σε προνομιακές θέσεις (Ψυχικό, Φιλοθέη, Εκάλη). 
Η κατανομή αυτή δημιούργησε και την ντε φάκτο διαίρεση του τότε συγκροτήματος της πρωτεύουσας στη βιομηχανική-προλεταριακή δυτική πλευρά και την πιο “καλοστεκούμενη” ανατολική, στην οποία εγκαταστάθηκαν σταδιακά οι υπηρεσίες του τριτογενούς τομέα. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα σχεδόν τα νοσοκομεία χτίστηκαν στην ανατολική Αθήνα.
Την ίδια περίοδο συγκεκριμενοποιήθηκαν οι διαδικασίες και το θεσμικό πλαίσιο10 που καθόρισαν την «αξιοποίηση» της αστικής ιδιοκτησίας. Η προστασία της φύσης –και των ρεμάτων– όχι μόνο δεν αποτελούσε ζήτημα, αλλά «ενοχλούσε» το οδικό δίκτυο και την επιλογή για πυκνή δόμηση. «Θάπτομεν τον Ιλισό», δήλωνε περιχαρής ο δικτάτορας Μεταξάς το 1937. Αυτή η πολιτική εξαφάνισε τα ρέματα, μπλόκαρε τη φυσική δίοδο της βροχής και καταδίκαζε τις «χαμηλές συνοικίες» σε μόνιμο πλημμυρικό κίνδυνο. Ο τρόπος αντιμετώπισης του οικιστικού ζητήματος φαίνεται χαώδης και τελικά αποδείχτηκε από πολλές απόψεις καταστροφικός, ωστόσο δεν ήταν τυχαίος, ήταν εξαρχής δεμένος με τα συμφέροντα και τις επιλογές της κυρίαρχης τάξης.
Ο δεύτερος διπλασιασμός της πρωτεύουσας
Ο κύκλος αστικοποίησης που ξεκίνησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο στηρίχτηκε στις ίδιες βασικές αρχές που τέθηκαν στον Μεσοπόλεμο. Το μόνο που άλλαζε κατά περιόδους ήταν οι ακριβείς όροι και κατευθύνσεις της οικιστικής επέκτασης, ποτέ η βασική φιλοσοφία. Ένα νέο στοιχείο είναι η καθιέρωση της πολυκατοικίας, τώρα σαν μαζικός τρόπος κατοικίας μέσω του θεσμού της αντιπαροχής. Οι συντελεστές δόμησης στο Κέντρο εκτοξεύονται σε βάρος του δημόσιου χώρου. Πριν επέλθει ο κορεσμός μιας περιοχής, έχει ήδη ξεκινήσει η επέκταση της επόμενης και παραδίπλα της αυθαίρετης δόμησης, που κάποτε θα ενταχθεί στο σχέδιο πόλης, κατά τα γνωστά.
Τη δεκαετία του ’50 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος, υπουργός Δημοσίων Έργων της δεξιάς κυβέρνησης και μετά πρωθυπουργός διεύθυνε τον νέο κύκλο κερδοσκοπίας (και απορρόφησης των κονδυλίων του σχεδίου Μάρσαλ) σε δυο άξονες: οικοδομή-ιδιωτική κατασκευή και πετρελαιοκίνηση (Ι.Χ. και ιδιωτικά λεωφορεία σε βάρος των μέσων σταθερής τροχιάς). Οι τραπεζίτες με τα δάνειά τους έπαιζαν και πάλι τον πρώτο (και εξαιρετικά επικερδή) ρόλο στην υλοποίηση αυτών των στρατηγικών επιλογών του ελληνικού καπιταλισμού, που σημάδεψε την ανάδυση νέων ελληνικών κατασκευαστικών εταιριών και μια ακμάζουσα και κερδοφόρα βιομηχανία δομικών υλικών (τσιμέντο, χάλυβας), ειδών υγιεινής, οικοσυσκευών, κλπ.
 Μέσα στις επόμενες τρεις δεκαετίες η πρωτεύουσα είδε τον πληθυσμό της να διπλασιάζεται για δεύτερη φορά: τώρα δεν ήταν οι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία αλλά οι χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες από την ύπαιθρο που η πτώση της αγροτικής παραγωγής τούς έσπρωχνε μαζικά για να βρουν δουλειά στην οικοδομή και στα εργοστάσια της Αττικής. Το 1951 το 57% του ενεργού πληθυσμού απασχολούνταν στη γεωργία και το 16% στη βιομηχανία. Το 1971 τα ποσοστά είχαν αλλάξει: το 46% στη γεωργία και το 25% στη βιομηχανία. 
Ήταν τώρα σειρά των Δυτικών εργατουπόλεων, πέραν του Κηφισού. Η «αυθαίρετη» οικοδόμηση φτάνει στο κατακόρυφο, αλλά αυτός που καθορίζει τον τρόπο της οικιστικής επέκτασης στο Λεκανοπέδιο δεν είναι οι μικροϊδιοκτήτες ή έστω οι μικροεργολάβοι, αλλά οι τράπεζες που στρώνουν το έδαφος για τον ξέφρενο οικοδομικό οργασμό –λιγότερο εκείνη την εποχή μέσω των άμεσων στεγαστικών δανείων, πολύ περισσότερο μέσω των κερδοφόρων πιστώσεων στις κατασκευαστικές εταιρείες και στις βιομηχανίες τσιμέντου, χάλυβα κλπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διάρκεια της Χούντας «οι επενδύσεις σε κατοικίες απορροφούσαν ως το 1973 γύρω στο 30% του συνόλου των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και όλες μαζί οι δαπάνες για ‘κτίρια και λοιπές κατασκευές’ αντιπροσώπευαν ποσοστό μεγαλύτερο του 67%».11
Τα ρέματα υπήρξαν παράπλευρη απώλεια αυτή της διαδικασίας. Η έκταση και η ένταση της αστικής ανάπτυξης τα «κατάπιε» ή τα μετέτρεψε σε οχετούς κάτω από το οδικό δίκτυο, αφήνοντας κάποια τμήματα που υποβαθμίστηκαν από παράνομες επιχειρήσεις ή μετατράπηκαν σε σκουπιδότοπους. Όταν η ανεπάρκεια άρχισε να προκαλεί υπερχειλίσεις και καταστροφές, οι κρατικοί φορείς παραιτήθηκαν οριστικά από την αντίληψη των ρεμάτων ως τμήματος της φύσης μέσα στην πόλη, γιατί αυτό θα συνεπαγόταν ρήξη με την κερδοσκοπική οικιστική πολιτική. Η διευθέτηση και κάλυψη των ρεμάτων βασίστηκε στη θεώρησή τους όχι σαν οικοσυστήματα αλλά σαν αντικείμενο δημοσίων έργων: σε λογικές εγκιβωτισμού της φυσικής κοίτης, συνήθως αποσπασματικά, σε κατασκευές δικτύων ομβρίων για την «αντιπλημμυρική θωράκιση» μιας μεμονωμένης περιοχής, που τελικά επιβαρύνει τη ροή και πλημμυρίζει τις χαμηλότερες υψομετρικά ζώνες. Η επέκταση του οδικού δικτύου και η κατασκευή μεγάλων λεωφόρων δυσχέραινε ακόμη περισσότερο την κατάσταση με την αλλοίωση των φυσικών στοιχείων και τη διαδοχή ετερογενών τμημάτων. Σε συνδυασμό με τις πυρκαγιές που αποψίλωσαν τις ορεινές λεκάνες και επιτάχυναν την απορροή, η κατάσταση έγινε εκρηκτική. 
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 η υποβάθμιση της ζωής στην Αθήνα και τις εργατοσυνοικίες της είχε αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη. Η «συλλογική κατανάλωση» στους τομείς κατοικία, υγεία, εκπαίδευση, συγκοινωνίες πραγματοποιήθηκε σποραδικά, ενώ άλλοι τομείς (αθλητισμός, πολιτισμός, αναψυχή) είχαν μείνει τελείως στο περιθώριο.12 Η άνοδος του εργατικού κινήματος της μεταπολίτευσης και η αυξανόμενη ευαισθητοποίηση για το περιβάλλον έβαλαν πιέσεις στις κυβερνήσεις να αναβαθμίσουν τη «συλλογική κατανάλωση».
Κάτω από αυτές τις πιέσεις οι πρώτες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ μετά το 1981 αναγνώρισαν τα προβλήματα και προχώρησαν σε μια σειρά παραχωρήσεων. Η ίδρυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) και η αναβάθμιση φορέων, όπως ο Οργανισμός Σχολικών Κτηρίων και ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ), ήταν χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της πολιτικής. Στον τομέα του περιβάλλοντος πάρθηκαν μέτρα όπως η εισαγωγή του Δακτυλίου στην κίνηση των ΙΧ στο Κέντρο της Αθήνας για την αντιμετώπιση του «νέφους» και η (δυστυχώς) βραχύβια δωρεάν μετακίνηση στις αστικές συγκοινωνίες μέχρι τις 8.30πμ. 
Στο ίδιο μήκος κύματος ο Αντισεισμικός Κανονισμός, το Ρυθμιστικό Σχέδιο (Τρίτση), ο Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός του 1985, όπως και η ίδρυση νέων τοπικών πολεοδομικών γραφείων και η στελέχωση των τεχνικών υπηρεσιών των Δήμων ήταν προσπάθειες εξορθολογισμού και ελέγχου της κατάστασης και περιείχαν θετικά σημεία. Δεν αποτέλεσαν όμως μια άλλη πολιτική για το οικιστικό γιατί υπάκουαν στην ίδια περίπου λογική με πριν, και πολύ σύντομα καθορίστηκαν ξανά από τις προτεραιότητες του γνωστού κυκλώματος της κατασκευής. Στη Μάνδρα πχ, που από οικισμός έγινε κωμόπολη εκείνη την εποχή, οι συντελεστές δόμησης είχαν μεν ελαττωθεί, αλλά η επέκτασή της έγινε πάνω σε ρέματα –και μάλιστα από το 2003 διαθέτει εγκεκριμένο σχέδιο πόλης που προβλέπει αστικές χρήσεις πάνω στην κοίτη τους!
Νεοφιλελεύθερη επέκταση
Οι δεκαετίες πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και η στροφή των κυβερνήσεων σε νεοφιλελεύθερες πολιτικές σήμαιναν αλλαγές προς το χειρότερο για ολόκληρο το Λεκανοπέδιο. Η όποια –έστω και διστακτική– κρατική παρέμβαση περιορίστηκε σε ένα χαλαρό ρόλο «ρυθμιστή της αγοράς», προάγγελο των ΣΔΙΤ, του outsourcing και της ιδιωτικοποίησης κάθε κοινωφελούς δημόσιας υπηρεσίας.
Οι «δυνάμεις της αγοράς» αναλαμβάνουν το κτίσιμο των νέων περιφερειακών κέντρων της Αττικής και στήνεται ένας τρελός χορός κερδοσκοπίας πάνω στη γη, που φυσικά τον σέρνουν ξανά οι τράπεζες με την «ευγενή συνεισφορά» των διαφόρων στοχευμένων Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τα αντίστοιχα ΕΣΠΑ της εποχής), κύρια στην κατασκευή μεταφορικών υποδομών (μετρό, οδικοί άξονες). Από το 1998 ως το 2008 οι αξίες των ακινήτων και των μισθώσεων αυξάνονται συνεχώς, 255% σε δέκα χρόνια –μια κερδοσκοπική φούσκα13, που πάνω της πατάει η γεωγραφική επέκταση της πρωτεύουσας που καλύπτει πλέον όλο το λεκανοπέδιο με ό,τι αυτό συνεπάγεται για ρέματα, ορεινούς όγκους κλπ. Η κατασκευή με συμβάσεις παραχώρησης της εκμετάλλευσης σε ιδιώτες και στη συνέχεια η πλήρης ιδιωτικοποίηση της Αττικής Οδού (έκτασης 3.260 στρεμμάτων) και του αεροδρόμιου Ελ. Βενιζέλος (12.160 στρεμμάτων), μαζί με το μετρό και τις επεκτάσεις του, συμβάλλουν στο να “φέρουν πιο κοντά” τα περιφερειακά κέντρα του πολεοδομικού συγκροτήματος. 
Με την ανάδειξη αυτών των νέων τοπικών κέντρων είναι δεμένες όλες οι καινούργιες κατασκευές που καταπίνουν τους ελεύθερους χώρους στην Αττική –από τις πλαγιές των βουνών και τα Μεσόγεια μέχρι τη θάλασσα. Τεράστια εμπορικά κέντρα και malls. Ογκώδη εκθεσιακά και «συνεδριακά» κέντρα συνδυασμένα με τουριστική ιδιωτική εκμετάλλευση. Εγκαταστάσεις logistics σε κτήρια εργοστασίων που κλείνουν. Νέες επιχειρήσεις που στήνονται στα γρήγορα σε απομακρυσμένες ΒΙ.ΠΕ. (οι περισσότερες για να βάλουν λουκέτο λίγο αργότερα αφού πρώτα έχουν κερδοσκοπήσει με τις επιδοτήσεις). Ένας οικοδομικός οργασμός στηριγμένος στην κερδοσκοπία της γης τσιμεντώνει ολόκληρες περιοχές γύρω από το αεροδρόμιο στα Σπάτα, το παραλιακό μέτωπο του Σαρωνικού, μαζί με τα περιβόητα Ολυμπιακά έργα. Αυτοκινητόδρομοι ταχείας κυκλοφορίας με πανάκριβα διόδια, σαν την Αττική Οδό και την Περιφερειακή Υμηττού ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια, για να «εξυπηρετήσουν» τους εργαζόμενους που πια είναι αναγκασμένοι να διανύουν μεγάλες αποστάσεις για να πάνε στη δουλειά τους –στην πραγματικότητα για τα κέρδη των βαρόνων των κατασκευαστικών ομίλων και των τραπεζιτών. Οι αυτοκινητόδρομοι «ελκύουν» ακόμα περισσότερα αυτοκίνητα, μέχρι να κορεστούν οπότε προκύπτει «ανάγκη» για νέους. Ένας φαύλος κύκλος.
Ταυτόχρονα, οι τράπεζες αξιοποιώντας τις ψηλές κερδοσκοπικές «αντικειμενικές αξίες», ξεχύνονται σε ένα άνευ προηγουμένου κυνήγι «πελατών» για στεγαστικά δάνεια, εγκλωβίζοντας χιλιάδες εργατικές οικογένειες σε ένα καταναγκαστικό κύκλο δανεισμού και χρέους χωρίς τελειωμό. Την ίδια ώρα το ποσοστό των παροχών για στέγαση επί του συνόλου των (ήδη περικομμένων) κοινωνικών παροχών είναι μόλις 0,2% το 2004. Δέκα χρόνια αργότερα, το 2014, αναγράφεται στο σχετικό πίνακα ως 0%!14 Να θυμηθούμε ότι το 2012 καταργείται ο ΟΕΚ, η μοναδική υπηρεσία με αντικείμενο έναν κεντρικό σχεδιασμό της εργατικής κατοικίας (παρά τη μεγάλη απεργία των εργαζόμενων).
Η Αττική των μνημονίων 
Οι περικοπές και οι ιδιωτικοποιήσεις των Μνημονίων ήρθαν να αποτελειώσουν ό, τι είχε μείνει όρθιο. Οι πλημμύρες της Μάνδρας ανέδειξαν αυτή την πραγματικότητα με τον πιο τραγικό τρόπο. Υποστελεχωμένες και διαλυμένες υπηρεσίες και κρατικός μηχανισμός απροετοίμαστος, χωρίς εξοπλισμό, υποστήριξη και σχέδιο. Στις περιοχές της Αττικής που υπάρχει πρόβλεψη πως υφίσταται κίνδυνος πλημμυρών, σύμφωνα με την «Προκαταρκτική Μελέτη Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας των Λεκανών Απορροής Ποταμών του Υδατικού Διαμερίσματος Αττικής», κατοικούν πάνω από 3 εκατομμύρια άνθρωποι. Αλλά για όλες αυτές τις περιοχές οι οριστικές μελέτες κινδύνων από τις πλημμύρες δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμη. Να μη μιλήσουμε για τα απαιτούμενα μέτρα προστασίας και την υλοποίησή τους. 
Η αιτία βρίσκεται στη διάλυση λόγω περικοπών –και την επακόλουθη ιδιωτικοποίηση– των δημόσιων οργανισμών και δομών και των παρεχόμενων υπηρεσιών και έργων –είτε άμεσα, είτε μέσω ΣΔΙΤ. Ποιος «επενδυτής» θα ενδιαφερθεί για έργα που δεν είναι επικερδή; Που δεν συνδέονται με εμπορική εκμετάλλευση και ανταποδοτικές χρήσεις; Αυτό που συμβαίνει είναι το αντίθετο: τα κερδοφόρα έργα που προωθούνται με fast truck διαδικασίες συχνά επιδεινώνουν την κατάσταση, καθώς λόγω μείωσης κόστους δεν παίρνουν υπόψη το σύνολο των επιδράσεων της κατασκευής στο περιβάλλον. Οι εργολάβοι της Αττικής οδού π.χ. κατασκεύασαν επιλεκτικά διάφορα αποσπασματικά έργα (διευθετήσεις, δηλαδή τσιμεντώματα, εκτροπές ρεμάτων) με νέα παράλληλα (και χρυσοπληρωμένα) έργα που τελικά αύξησαν τον πλημμυρικό κίνδυνο στα χαμηλά της. 
Όπως τονίζουν σε κοινή ανακοίνωσή τους οι σύλλογοι δασολόγων, δασοπόνων και δασοφυλάκων, με πολύ λιγότερες δαπάνες, θα μπορούσαν να έχουν σχεδιαστεί και υλοποιηθεί έργα ορεινής υδρονομίας: με αναδασωτικά προγράμματα, με ορεινά έργα διευθέτησης των χειμάρρων, με σταθεροποίηση των πρανών και των δασικών εδαφών με τεχνικά έργα και φυτεύσεις στις ψηλές ζώνες των ρεμάτων, περνώντας στη λογική της διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος στον ορεινό χώρο, εκεί που δημιουργείται το πρόβλημα, διαμορφώνοντας συνθήκες μείωσης της χειμαρρικότητας και συγκράτησης του νερού και των φερτών υλών, ώστε να διευκολύνεται η κατείσδυση στο έδαφος. Και αντίστοιχα, σε ότι αφορά στη διαχείριση του προβλήματος στα πεδινά θα έπρεπε να ενισχύεται η αποκάλυψη των κλειστών ρεμάτων, επιτρέποντας στα μεγάλα πλημμυρικά φορτία να διέρχονται χωρίς προβλήματα και να εκτονώνονται σε μεγαλύτερους υδάτινους αποδέκτες και όχι στον αστικό ιστό. Τέτοιες δράσεις θα μπορούσαν να είναι μέρος μιας συνολικής εναλλακτικής πρότασης για ν’ αλλάξουμε τις πόλεις. Αλλά δεν επιλέχθηκαν. 
Τα λεφτά που δόθηκαν το 2017 για αντιπλημμυρική προστασία μιας πόλης 4,5 εκατομμυρίων είναι μόλις το 5% των συνολικών έργων καθώς το μεγαλύτερο ποσό θα πάει για έργα «ανάπλασης» που διεκδικούν λογής-λογής κερδοσκόποι. Η Μάνδρα και τα ρέματά της δεν είναι μοναδική περίπτωση. Ρέμα Αχαρνών, ρέμα Εσχατιάς, Ποδονίφτης, ρέμα Χαλανδρίου, Πικροδάφνη, μεγάλο ρέμα Ραφήνας είναι μόνο μερικά παραδείγματα μπαζωμένων ή προς μπάζωμα ρεμάτων που εγκυμονούν κινδύνους για τα ίδια και τους περιοίκους τους. Τα σχέδια των υπουργείων –όταν υπάρχουν– προβλέπουν τις χειρότερες επιλογές: μόλις τον περασμένο Ιούλη, το περιφερειακό συμβούλιο Αττικής, ενέκρινε την «Ίδρυση Επιχειρηματικού Πάρκου» στον Ασπρόπυργο χωρίς να τηρούνται βασικότατες προϋποθέσεις και όροι της πολεοδομικής και περιβαλλοντικής νομοθεσίας, σε μια περιοχή που διασχίζεται από 7 ρέματα που δεν έχουν οριοθετηθεί! 
Εστίες αντίστασης
 Είναι άμεση προτεραιότητα για το εργατικό κίνημα να στηρίξει τους κατοίκους της Μάνδρας και όλων των περιοχών που πλήγηκαν από τις πλημμύρες. Να απαιτήσουμε άμεσα μέτρα για την ένδυση, τη στέγαση, τη σίτιση, την αποκατάσταση των ζημιών σε σπίτια και υποδομές, τις αποζημιώσεις.
Όμως για να μην θρηνήσουμε κι άλλους νεκρούς πρέπει να σταματήσουμε τις καταστροφικές επιλογές ενός συστήματος που μόνο στόχο έχει το κέρδος. Κι αυτό σημαίνει πάλη για την ανατροπή των περικοπών και των ιδιωτικοποιήσεων, πάλη για μαζικές προσλήψεις και για επανίδρυση οργανισμών σαν τον ΟΕΚ και τον ΟΣΚ, λεφτά για μέτρα ολοκληρωμένης και σχεδιασμένης αντιπλημμυρικής προστασίας. Σημαίνει διαγραφή του χρέους και κρατικοποίηση με εργατικό έλεγχο των τραπεζών και των μεγαλοεργολάβων που αυγατίζουν τα κέρδη τους ρημάζοντας τις ζωές των ανθρώπων στις εργατογειτονιές της Αττικής και όλης της χώρας.
Από την εποχή του Μαρξ και του Ένγκελς μέχρι σήμερα οι εργατογειτονιές των καπιταλιστικών μητροπόλεων υπήρξαν κέντρα αντίστασης –από τις φαβέλες του Σάο Πάολο και τα προάστια του Παρισιού, του Λονδίνου και του Λος Άντζελες, μέχρι την Κερατέα. «Εστίες εξέγερσης» που χρειάζεται να συνδεθούν με την οργανωμένη εργατική τάξη και τα συνδικάτα της, εκεί που πραγματικά βρίσκεται η τεράστια δύναμη του εργατικού κινήματος. Η Μεταπολίτευση είναι γεμάτη από τέτοιους αγώνες: από τους παραπηγματούχους του Περάματος μέχρι το μαζικό κίνημα για φτηνά εισιτήρια στις αστικές συγκοινωνίες. Οι κάτοικοι της Μάνδρας που διαδήλωσαν στην πανεργατική απεργία στις 14 Δεκέμβρη δίπλα στα πανό των σωματείων από τα νοσοκομεία και την ΕΥΔΑΠ ήταν βήμα στην κατεύθυνση αυτής της ενότητας: της κοινής δράσης ανάμεσα στο οργανωμένο εργατικό κίνημα και κάθε τοπικής Κίνησης ή Επιτροπής που αντιστέκεται στην καταστροφή του περιβάλλοντος και της ζωής των ανθρώπων στις περιοχές που ζει, εργάζεται και κινείται η εργατική τάξη.
«Και τότε», όπως γράφει ο Ένγκελς στην τελευταία φράση του βιβλίου του, «θ’ αντηχήσει πάνω απ’ όλη τη χώρα η πολεμική κραυγή: ‘Πόλεμος στα παλάτια, ειρήνη στις καλύβες’! Θα είναι, όμως, πια πολύ αργά για να μπορέσουν οι πλούσιοι να προφυλαχθούν». Γιατί τότε θα έχει ανοίξει ο δρόμος για την ανατροπή και για το κτίσιμο μιας κοινωνίας που οι επιλογές της θα καθορίζονται από τις πραγματικές ανάγκες της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων κι όχι από τα αιματοβαμμένα κέρδη μιας μειοψηφίας καπιταλιστών. n

Σημειώσεις
1. Φ. Ένγκελς, «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία», Μπάυρον, 1985, τ. 1, σ. 163-64.
2. Φ. Ένγκελς, «Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου», Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2011, σ. 24.
3. Φ. Ένγκελς, «Η κατάσταση…», σ. 117.
4. Ανρί Λεφέβρ, «Μαρξισμός και πόλη», Οδυσσέας, 1976, σ. 11 και 13 
5. Φ. Ένγκελς, «Η κατάσταση…», σ. 204.
6. Φ. Ένγκελς, «Το ζήτημα της κατοικίας», Κλασικά Κείμενα, 1977, σ. 78.
7. Φ. Ένγκελς, «Η κατάσταση…», σ. 68 και 200.
8. Ματούλα Σκαλτσά, Για μια κοινωνική χαρτογράφηση της Αθήνας του 19ου αιώνα στο «Νεοελληνική πόλη», ΕΜΝΕ, 1985, τ. Α, σελ. 104 και Λίλα Λεοντίδου, «Πόλεις της σιωπής», Πολιτιστικό ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, 1990, σελ 147.
9. Α. Σακελλαρίδου, Π. Σαμαρίνης, Ε. Χατζηκωνσταντίνου, Το εγχείρημα κατασκευής υποδομών στη μεσοπολεμική Ελλάδα στο συλλογικό έργο «Η Ελλάδα στο Μεσοπόλεμο», Αλεξάνδρεια, 2017, σελ. 83, 94, 101.
10. Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός ΓΟΚ 1923, Ν.Δ. για σύσταση Οικοδομικών συνεταιρισμών κλπ.
11. Τράπεζα της Ελλάδος, «Τα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928-1978», 1978, σελ. 633-634.
12. Θωμάς Μαλούτας: Συλλογική κατανάλωση στην Ελλάδα, στο συλλογικό έργο «Η νεοελληνική πόλη», Εξάντας, 1989, σελ 102.
13. Κωστής Χατζημιχάλης, «Κρίση χρέους και υφαρπαγή γης», ΚΨΜ, 2014, σελ. 77.
14. Νίκος Κουραχάνης, «Κοινωνικές πολιτικές στέγασης», Παπαζήση, 2017, σελ. 114.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου