Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

Ο Ντάνιελ Μπλέικ δεν ψάχνει στ’ αλήθεια για δουλειά και πρέπει να τιμωρηθεί,




ὅτι εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω. ἀκούομεν γάρ τινας περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως, μηδὲ ἐργαζομένους, ἀλλὰ περιεργαζομένους
Β’ Επιστολή Παύλου προς Θεσσαλονικείς, 10-11

Λίγο πριν τα 60, ο Ντάνιελ Μπλέικ παθαίνει καρδιακή προσβολή εν ώρα εργασίας και η καρδιολόγος του τον προειδοποιεί ότι δεν μπορεί να ξαναγυρίσει στη δουλειά. Οι κοινωνικές υπηρεσίες της περιοχής του, ωστόσο, έχουν άλλη άποψη. Ο ίδιος παίρνει αρχικά το επίδομα αναπηρίας, για να το χάσει όμως λίγο μετά την πρώτη συνέντευξη: με βάση το ερωτηματολόγιο, η αρμόδια σύμβουλος δεν βλέπει θέμα αναπηρίας και δεν επικοινωνεί καν με τη γιατρό του Μπλέικ. Μόνη δυνατότητα πια είναι το επίδομα ανεργίας. Όμως για να το παίρνει αυτό, η γραφειοκρατία των κοινωνικών υπηρεσιών πρέπει να πειστεί ότι ο Μπλέικ ψάχνει στ' αλήθεια για δουλειά…

Θα μπορούσε να είναι απλά το σενάριο της τελευταίας ταινίας του Κεν Λόουτς, που παίζεται ακόμα στην «Αλκυονίδα»: μια κινηματογραφική κριτική της βρετανικής κοινωνικής πολιτικής που, εύλογα, δεν ενθουσίασε τον υπουργό Εργασίας της κυβέρνησης Κάμερον. Όμως με τη νέα χρονιά μπορεί να είναι κάτι ακόμα πιο κοντινό μας. Γι’ αυτό προϊδεάζει το ποινολόγιο του ΟΑΕΔ για τους ανέργους, που σύμφωνα με το δημοσίευμα του Ριζοσπάστη (15.12.2016) θα αποκτήσει νομική ισχύ μέσα στο 2016.

Όσοι εγγεγραμμένοι στα μητρώα του ΟΑΕΔ δεν αποδεικνύουν με στοιχεία ότι ψάχνουν δουλειά, είτε επιδοτούνται είτε όχι, αντιμετωπίζουν ένα φάσμα ποινών που ξεκινά από τη στέρηση του δικαιώματος να ξαναγραφτούν στο Μητρώο Ανέργων για ένα χρονικό διάστημα, προχωρά στην πλήρη διαγραφή τους από το Μητρώο, περνά στην αναστολή της επιδότησης και καταλήγει στην πλήρη διακοπή του επιδόματος. Αν θέλει να αποφύγει τις ποινές, ο άνεργος θα πρέπει να προσκομίζει ανά διαστήματα «αποδεικτικά αιτήσεων για εργασία, αλληλογραφίας με εργοδότες, συμμετοχής σε διαγωνισμούς, συνεντεύξεων με εργοδότες, επικοινωνίας ή συνεργασίας με ιδιωτικούς ή δημόσιους φορείς απασχόλησης, δημοσίευσης αγγελιών αναζήτησης εργασίας ή ανταπόκρισης σε αγγελίες, καθώς και κάθε είδους έγγραφο από το οποίο αποδεικνύονται προσπάθειες ενεργού αναζήτησης εξαρτημένης ή μη εργασίας» (!). Όχι παίζουμε...
Εκσυγχρονισμός επί ποινή οικονομικού στραγγαλισμού


Γιατί, όμως, τόση βιασύνη να θεσμοθετηθεί το ποινολόγιο μέσα στη χρονιά; Είναι μόνο η θέληση της κυβέρνησης να παρουσιάσει μειωμένη την επίσημη ανεργία; Όσο κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτέλεσε εξαίρεση στον κανόνα που θέλει τα statistics επιστήμη του κράτους (ας θυμηθούμε πόσο πανηγυρίστηκε ως «μείωση της ανεργίας» η αύξηση της μερικής απασχόλησης[1]), οι λόγοι τώρα δεν είναι κυρίως πολιτικοί. Ως γνωστόν, σημαντικό μέρος των προγραμμάτων του ΟΑΕΔ εξαρτάται οικονομικά από το ΕΣΠΑ και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο. Το δημοσίευμα του Ριζοσπάστη λοιπόν, που δεν έχει διαψευστεί, συνδέει το ποινολόγιο με την «ομαλή χρηματοδότηση από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ». Ο «εκσυγχρονισμός», δηλαδή, γίνεται και πάλι προϋπόθεση για να αποφευχθεί ο οικονομικός στραγγαλισμός από τους «εταίρους».
«Πρόνοια» υπό τον όρο της υπερεκμετάλλευσης

Στο εξής, λοιπόν, υποχρέωση κάθε εγγεγραμμένου στα μητρώα του ΟΑΕΔ, είτε αυτός παίρνει επίδομα είτε όχι, θα είναι η «αποδοχή κάθε πρότασης της αρμόδιας Υπηρεσίας του Οργανισμού, η οποία αφορά σε θέση εργασίας [...], σε επαγγελματική κατάρτιση, σε συμβουλευτική υπηρεσία ή σε άλλη συμφωνημένη δράση στο πλαίσιο του Ατομικού Σχεδίου Δράσης».

Σκέφτομαι επιχειρήματα υπέρ: Ένα μέρος των «δράσεων» αυτών αφορούν κοινωφελή εργασία στους Δήμους. Σε κάθε περίπτωση, δε, η εισήγηση που δέχτηκε να εφαρμόσει η διοίκηση του ΟΑΕΔ επιτρέπει στους ανέργους να αρνούνται μια δουλειά αν ο μισθός είναι χαμηλός ή η απόσταση από το σπίτι τους μεγάλη. Όμως ο αντίλογος δεν είναι καθόλου πειστικός. Όχι μόνο γιατί οι Δήμοι «αποτελούν τον προπομπό για την εκτεταμένη δοκιμή και λειτουργία όλων των νέων μορφών απασχόλησης (5μηνα, 8μηνα, ωφελούμενοι, ενοικιαζόμενοι κ.λπ.), ενάντια σε κάθε προοπτική σταθερής και μόνιμης δουλειάς», όπως θυμίζει ο Χρήστος Κάτσικας (Εφημερίδα των Συντακτών,19.12.2016). Αλλά κυρίως γιατί, κάνοντας ανέκδοτο τη δέσμευση του 2015 για αύξηση του κατώτατου μισθού ώστε «να μη δημιουργηθεί σοκ στην αγορά», η κυβέρνηση έχει επιτρέψει την έκθεση των ανέργων στο διαρκές σοκ των μισθών γύρω στα 300 ευρώ – ακόμα και κάτω, δηλαδή, από το επίδομα ανεργίας.
Workfare ή Δίνοντας αντι-κίνητρα για την απασχόληση

Από αυτό το σημείο εκκίνησης, από όσα συμβαίνουν δηλαδή ήδη στην παραγωγή, είναι που της ζητείται να αποδείξει στην πράξη πως η κοινωνική πολιτική της δεν δημιουργεί «εξαρτήσεις» των ανέργων από το κράτος, αλλά τους δίνει «κίνητρα για απασχόληση». Kι αυτή είναι η ορολογία που υποστηρίζει τη διεθνή στροφή της κοινωνικής πολιτικής από το welfare στο workfare – στη λογική ότι ο άνεργος δεν είναι κάποιος που πετάχτηκε έξω από την αγορά εργασίας ως αυτή έχει σήμερα, αλλά ένας «φτωχός», για τον οποίο η κρατική πρόνοια πρέπει να παρέχεται υπό αυστηρούς όρους και ανταλλάγματα σε εργασία, αλλιώς τον κάνει τεμπέλη, δηλαδή «αντιπαραγωγικό».
Η «πρόνοια» εξαρτάται από τον μισθό

Έχοντας αφήσει τον ορισμό του κατώτατου μισθού στην «αγορά», άρα ένα υπερόπλο επί των ανέργων στα χέρια των επιχειρήσεων, και έχοντας διατηρήσει την πρόσβαση των εργοδοτών στα μητρώα ανέργων (έστω με εξαιρέσεις στα στοιχεία διάκρισης όπως το φύλο ή η ηλικία), η κυβέρνηση εκβιάζεται τώρα διπλά από τους «εταίρους» – και μεταφέρει με τη σειρά της στους άνεργους τον εκβιασμό.

Ήδη από το περασμένο καλοκαίρι της ζητείται να προσαρμόσει το ποσοστό του επιδόματος ανεργίας επί του βασικού μισθού, ώστε τα 360 ευρώ του επιδόματος να «χτίζονται» ανάλογα με τις εισφορές τους ως εργαζόμενων (σε καιρούς ανεργίας και κρίσης…), και οι άνεργοι να έχουν κίνητρο για περισσότερη απασχόληση. Το «στατιστικό» επιχείρημα είναι ότι στη Γαλλία το επίδομα αντιστοιχεί στο 48% του βασικού μισθού, στη Γερμανία στο 35% και στην Ιρλανδία στο 23%, όταν στην Ελλάδα φτάνει το 68% – αλλά με τον βασικό, εδώ, στα 586 ευρώ[2]. Στο αίτημα αυτό έρχεται να προστεθεί τώρα και ο εκβιασμός με το ποινολόγιο, επί ποινή οικονομικού στραγγαλισμού του ΟΑΕΔ: είτε επιδοτούμενος είτε απλά εγγεγραμμένος, λοιπόν, όποιος απορρίπτει τις προτάσεις του Ατομικού Σχεδίου Δράσης, προτάσεις στο περιβάλλον της γνώριμης εργασιακής ζούγκλας που προαναφέραμε, δεν θα αναγνωρίζεται καν ως άνεργος.
Εκσυγχρονισμός σε βαθμό κοινωνικού εκφασισμού

Προχωρώντας ένα βήμα πιο μακριά στη λογική της «πρόνοιας υπό τον όρο της εργασίας» (workfare), είναι τελείως δευτερεύον αν η κεντρική διοίκηση διαθέτει σήμερα έναν μηχανισμό τόσο ευρείας και συστηματικής επιτήρησης εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων, σαν αυτόν που απαιτεί ο ευρω-εκσυγχρονισμός του ΟΑΕΔ. Το μείζον είναι ότι, ήδη μέσα στο τρέχον έτος, με την ανεργία στα γνωστά επίπεδα και τις ομαδικές απολύσεις επί θύραις, ανοίγει μια πραγματική εφιαλτική δυνατότητα: ο τρόπος με τον οποίο θα αξιοποιηθεί, εναπόκειται στην επινοητικότητα της αυριανής κυβέρνησης – ενώ βρίσκεται ήδη στο τραπέζι η πρόταση της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων τα γραφεία του ΟΑΕΔ να περάσουν στους Δήμους. Το πρόβλημα, με άλλα λόγια, είναι αυτός ο ίδιος ο «εκσυγχρονισμός» της κοινωνικής πολιτικής: ο κατακερματισμός, η εξατομίκευσή της και η μεταβίβαση τελικά στον άνεργο της ευθύνης για την ανεργία, ώστε το εναπομείναν κοινωνικό κράτος να μην είναι καν αντιστάθμισμα, αλλά μηχανισμός διαιώνισης του άθλιου υπάρχοντος. Η «εκσυγχρονιστική» αυτή λογική είναι απολύτως ευρωπαϊκή, έρχεται όμως από πολύ παλιά: από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και την υποχρεωτική εργασία των νόμων μετά το 1924 για την κοινωνική ασφάλιση:


Η ένταξη των άνεργων σε ένα σύ­στημα δημοτικής Πρόνοιας δημιούργησε μια στρατιά ανθρώπων υποχρεωμένων να ζητιανεύουν ελεημοσύνη από κάποιον γραφειοκράτη, ο οποίος συχνά έκρινε τις ανάγκες τους στη βάση των υποκειμενικών του εντυ­πώσεων. Οι άνεργοι μπορούσαν να αποκτήσουν κοι­νωνική ασφάλιση μόνο εφόσον κατάφερναν να πείσουν τον αρμόδιο σε μια πρόσωπο-με-πρόσωπο συνέ­ντευξη, με αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να γίνουν πρόσφοροι σε κάθε είδους εκβιασμό. Επιπλέον, η προσωπική ζωή όλων αυτών των ανθρώπων καταγρα­φόταν λεπτομερώς (κάτι που υπήρξε εξαιρετικά σημα­ντικό για το μεταγενέστερο ναζιστικό καθεστώς).

Ωστόσο, το πρόβλημα δεν σταματούσε εκεί. Όπως προαναφέραμε, τα επιδόματα που δίνονταν από τα δημοτικά συμβούλια θα έπρεπε κάποια στιγμή να α­ποπληρωθούν. Με άλλα λόγια, ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων βρέθηκε δεσμευμένος με μακροχρόνια δάνεια απέναντι στις αρμόδιες αρχές (σημειωτέο ότι ο Χίτλερ σε μια επιτήδεια κίνησή του κατήργησε όλα αυτά τα χρέη το 1935 με σχετικό διάταγμα). Οι συνθή­κες αυτές εξηγούν και το γιατί, καθώς η Κρίση οξυνόταν, ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός ατόμων επέλεγε να μην πάρει κανένα επίδομα και κατά συνέπεια να μην καταχωρείται στις επίσημες λίστες ανεργίας. Αυ­τές είναι εξάλλου και οι ρίζες του πολιτικού, οικονομι­κού, κοινωνικού και στατιστικού προβλήματος της αποκαλούμενης “κρυμμένης ανεργίας” κατά τη διάρ­κεια της Μεγάλης Κρίσης[3].

_________________

Σημειώσεις

[1] Η πολιτική χρήση, από την κυβέρνηση, της έκθεσης του Πληροφοριακού Συστήματος ΕΡΓΑΝΗ (βλ. εδώ http://www.ypakp.gr/uploads/docs/10001.pdf) συναντά αναπόφευκτα αντιρρήσεις ακόμα και στον πιο φιλικό Τύπο. Βλ. Τζ. Ρούσσος, «Η πικρή αλήθεια των αριθμών», Εφημερίδα των Συντακτών 9.10.2016 [http://www.efsyn.gr/arthro/i-pikri-alitheia-ton-arithmon]

[2] «Ανατροπές στο επίδομα ανεργίας του ΟΑΕΔ στο ‘πακέτο’ για τα εργασιακά www.dikaiologitika.gr, 5.6.2016

[3] Σέρτζο Μπολόνια, Ναζισμός και εργατική τάξη, antifa scripta, 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου