Του Δ. ΜΠΕΛΑΝΤΗ*
Το προληπτικό κλείσιμο
του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου και ιδίως της Νομικής Σχολής καθώς
επίσης και του Οικονομικού Πανεπιστημίου (Α.Σ.Ο.ΕΕ.) κατά τις μέρες του
γιορτασμού του Πολυτεχνείου από τις πανεπιστημιακές αρχές, η βία κατά
των φοιτητών και ουσιαστικά η κραυγαλέα συνέχιση ενός πανεπιστημιακού λοκ άουτ
που ξεκίνησε με τις πρόσφατες ενέργειες του Πρυτάνεως του
Καποδιστριακού Πανεπιστημίου κ. Φορτσάκη, συνιστούν πρωτοφανή πολιτική
πρόκληση για την μεταδικτατορική περίοδο στην Ελλάδα.
Ουσιαστικά, το τωρινό κλείσιμο του πανεπιστημίου πάνω στον γιορτασμό του
Πολυτεχνείου και η περιφρούρησή του από τα ΜΑΤ μας
λέει ότι οι φοιτητές δεν δικαιούνται να γιορτάσουν την επέτειο του
φοιτητικού και εργατικού-λαϊκού ξεσηκωμού με τον τρόπο που αυτοί
προκρίνουν, ότι οι σχολές ανήκουν στην αστυνομοκρατία και στις ειδικές
δυνάμεις της, που μόνο αυτές εκφράζουν το πνεύμα του γιορτασμού, που
μόνο αυτές «δικαιώνουν» με την παρουσία τους την γιορτή της δημοκρατίας.
Μας λένε, ξετσίπωτα, και κάτι παραπάνω.
Ότι αφού οι κυρίαρχες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις εξευτέλισαν και
παραποίησαν επί δεκαετίες το νόημα του αντιδικτατορικού ξεσηκωμού, τώρα επιχειρούν ένα βήμα παραπάνω : θέλουν να κλείσουν την αυλαία του Πολυτεχνείου και να καταργήσουν αυτήν την λαϊκή επέτειο μνήμης και
αυτήν την γιορτή της δημοκρατίας. Άλλωστε, ποια δημοκρατία θέλετε να
τιμήσετε ; βλέπετε γύρω σας καμία «δημοκρατία» ; μπορεί ο λαός να
αποφασίσει για τίποτε το ουσιαστικό ; μπορεί ο λαός να πει με εκλογές ή
με δημοψήφισμα «τέρμα στην λιτότητα και τα μνημόνια» ; Ακόμη και οι
ίδιες οι βουλευτικές εκλογές, η επιτομή του αστικού
κοινοβουλευτισμού, θεωρούνται επικίνδυνες για το καθεστώς των μνημονίων
και προτείνεται συνταγματική ρύθμιση που θα επιτάσσει (!!!) την
εξάντληση της τετραετίας. Αγνοώντας αυτό που κάποτε η ίδια η καραμανλική
Δεξιά έθεσε στο Σύνταγμα του 1975, δηλαδή το ενδεχόμενο μιας βαθειάς δυσαρμονίας
ανάμεσα στην κυβέρνηση και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και στην
λαϊκή προδιάθεση και το πολιτικό αίσθημα της κοινωνίας. Αφού ο λαός
κηρύσσεται ρητώς ως «αναρμόδιος» και ως ανήμπορος, η επέτειος του Πολυτεχνείου γίνεται απλώς ένας βραχνάς για την εξουσία : πρόκληση βιαίων επεισοδίων , έλλειμμα ασφάλειας,
ανάγκη περισσότερης αστυνομοκρατίας, υπεράσπιση του δικαιώματος στην
«ασφάλεια» απέναντι στο εργατικό κίνημα και την νεολαία και υπέρ των
δήθεν απαιτητικών για ασφάλεια μικροαστών και αστών.
Συνεπώς, το πανεπιστήμιο δεν μπορεί να λειτουργεί ως θύλακας δημοκρατίας, διαλόγου, νεολαιίστικης και λαϊκής μνήμης. Μια ολόκληρη πολιτική εξολόθρευσης του πανεπιστημιακού ασύλου από τους νόμους Γιαννάκου και Διαμαντοπούλου μέχρι και σήμερα, εξολόθρευσης της νεολαιίστικης διαμαρτυρίας, πολιτικοποίησης, θεσμικής ύπαρξης του φοιτητικού κινήματος,
εξολόθρευσης του πολιτικού και κοινωνικού πολιτισμού της Μεταπολίτευσης
–πολιτισμός, βλέπετε, είναι το υποκειμενικό κοινωνικό βίωμα και το
κοινωνικό φαντασιακό και όχι η «κατανομή των κονδυλίων» - ,μια ολόκληρη
τέτοια πολιτική κορυφώνεται με το λοκ άουτ ενάντια στην επέτειο του
Πολυτεχνείου.
Ποιος,
όμως, εκπροσωπεί το πανεπιστήμιο , ποιος εκπροσωπεί την ασφάλεια σε αυτό
και τι είναι η ασφάλεια σε αυτό ; Κάθε λίγο και λιγάκι μας λένε στα
κανάλια ότι ο κίνδυνος συνίσταται σε «βανδαλισμούς» ή
σε άσκηση βίας εντός του πανεπιστημίου . Όλα αυτά από μόνα τους είναι
κατακριτέα, όταν συμβαίνουν, αφού το πανεπιστήμιο από την γενεαλογία
του είναι χώρος έρευνας και διαλόγου και όχι βίας. Όμως, βία δεν είναι
μόνον η προσβολή της σωματικής ακεραιότητας κάποιου ή η υλική καταστροφή
κάποιου υλικού ή άυλου πράγματος.
Είναι και η περικοπή δαπανών που νεκρώνει το πανεπιστήμιο, την γνώση και την έρευνα.
Είναι και
η επίθεση στο διοικητικό προσωπικό με τις διαθεσιμότητες και τις
απολύσεις και η κατάργηση της εργασιακής και λειτουργικής υποδομής του
πανεπιστημίου.
Είναι και
η οικονομική καταστροφή των εργατικών και μεσαίων στρωμάτων, που
απαγορεύει στα παιδιά τους να σπουδάσουν και να διαμείνουν σε άλλες
πόλεις.
Είναι και
η έμφαση στην υπερχειλή αστυνόμευση του πανεπιστημίου από αστυνομικούς
κρατικούς και ιδιωτικούς, ως να προκύπτει μια νέα φύση του
πανεπιστημίου ως θεσμού όχι απλώς ιδεολογικής πειθάρχησης/ εγχάραξης
αλλά και στρατοπέδευσης των νέων και μεταμόρφωσης του κέντρου της γνώσης
σε έναν νέο εργασιακό στρατώνα.
Είναι και
η εξαθλίωση των ίδιων των πανεπιστημιακών δασκάλων, που τους παρέχει
μια δυνατότητα να λειτουργήσουν –επιτέλους- για πρώτη φορά στην
Μεταπολίτευση (πλην σημαντικών εξαιρέσεων) ως «δημόσιοι διανοούμενοι»
έξω από τον ως τώρα ελεφάντινο πύργο τους.
Είναι και
η λογική που λέει ότι αφού δεν μπορέσαμε να καταργήσουμε το άρθρο 16
του Συντάγματος με την αναθεώρηση, τώρα μεταμορφώνουμε στην πράξη το
πανεπιστήμιο σε αστυνομοκρατούμενο ιδιωτικό κολλέγιο των Η.Π.Α.
Και αύριο τι άλλο θα επιχειρήσουν ακόμη οι κ. πρυτάνεις, όσοι
τουλάχιστον ακολουθούν το κυβερνητικό μπλοκ και τους επισφαλείς και
«ολοκληρωτικούς» δρόμους και προοπτικές του ; Θα αρκεσθούν στο λοκ
άουτ και την φύλαξη των ΜΑΤ ; Αν τα ΜΑΤ δεν είναι επαρκή για να
επιβάλουν την σιγή του νεκροταφείου , ποιόν θα επιστρατεύσουν ; Τις
ειδικές δυνάμεις του στρατού ή την εθνοφρουρά που θα συγκροτηθεί
ειδικά, προκειμένου να έχουμε και στην Ελλάδα αιματηρές σκηνές τύπου
Μπέρκλεϋ, Κολούμπια και Κεντ της δεκαετίας του 1970 ; Ο υπό ανοχή
πολιτικός αυταρχισμός μπορεί να οδηγήσει σε έναν αυταρχικό κατήφορο
χωρίς τέλος.
Χρειάζεται, όμως, οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της Αριστεράς να αντιδράσουν έγκαιρα,
καθιστώντας το πρόβλημα των συλλογικών πολιτικών δικαιωμάτων και της
δημοκρατίας, το πρόβλημα της ελεύθερης λειτουργίας του δημοσίου
πανεπιστημίου, κεντρικό διακύβευμα στην ελληνική κοινωνία. Να
αντιδράσουν χτες και όχι μεθαύριο, όταν τα παραπάνω θα έχουν πια
εμπεδωθεί, όταν τα δικαιώματα θα θεωρούνται «τρομοκρατία», κατά τον κ. Μαρκόπουλο και τους άλλους κοινοβουλευτικούς της Νέας Δημοκρατίας.
Στα πλαίσια αυτού του άρθρου, δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα το αν η κυβέρνηση Σαμαρά και οι σύμμαχοί της κλιμακώνουν τον αυταρχισμό
για να αποπροσανατολίσουν δια της «ανάγκης ασφάλειας» τους πολίτες από
την λιτότητα ή από τις δόσεις του ΕΝΦΙΑ. Όλα αυτά, ως παράμετροι, είναι
πραγματικά. Και η 11η Σεπτέμβρη, άλλωστε, «αποπροσανατόλισε» τους
εργαζόμενους των ΗΠΑ από τον νεοφιλελευθερισμό και τα οικονομικά μέτρα
του, αλλά ήταν ένα αντικειμενικό πολιτικό πρόβλημα και διακύβευμα:
άνθρωποι πέθαναν εξαιτίας της. Το ζήτημα του πόσο και αν είμαστε
πολιτικά ελεύθεροι, του κατά πόσο τα ΑΕΙ είναι “χώροι ελευθερίας” ή δεσμωτήρια ψυχών,
του κατά πόσο η μνήμη του ιστορικού παρελθόντος του τόπου αυτού μπορεί
να καθηλώνεται και να εξοβελίζεται από κυβερνήσεις, αστυνομικές και
ιδιωτικές φρουρές και υπάκουους πρυτάνεις, του κατά πόσο οι χώροι
γνώσης θα φυλάσσονται ασφυκτικά από τους σύγχρονους ανάλογους Ζοζέφ Φουσέ, φον Πουτκάμερ ,Τζωρτζ Έντγκαρ Χούβερ, Αλμπέρτο Ντάλα Κιέζα και Ρούντολφ Ντιλς
των δυνάμεων καταστολής και εκείνους τους πανεπιστημιακούς δασκάλους
που θέλουν να «συνεργασθούν» αρμονικά μαζί τους, είναι κάτι απείρως
σημαντικότερο –όσο και αν αυτό ξενίζει κάποιους συμπολίτες μας σε ανάγκη
ή και εμάς τους ίδιους ως οικονομικά όντα- από τις δόσεις του ΕΝΦΙΑ ή
από τα ποσοστά μείωσης των συντάξεων. Όπως έλεγε ο Λένιν στο «Τι να
κάνουμε», ένα βιβλίο που έχει και αρετές και όχι μόνο μειονεκτήματα, η
Αριστερά, το πολιτικό της υποκείμενο, είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα
πολιτικοποιημένο συνδικάτο, είναι ο εγγυητής των πολιτικών δικαιωμάτων
της κοινωνίας, είναι ο φορέας της πολιτικοποίησης του οικονομικού ή και
της πολιτικής υπέρβασης και ανατροπής του ισχύοντος οικονομικού δια της δομικής μεταβολής της πολιτικής εξουσίας.
Είναι η προτεραιότητα της πολιτικής, η πολιτική στο τιμόνι κατά τον πρόεδρο Μάο. Ή, αλλοιώς, δεν είναι απολύτως τίποτε. Σε ποιόν ανήκει, άραγε, το πανεπιστήμιο ;
Προφανώς, απολύτως συναφές με το θέμα του λοκ άουτ ενός υπό εκκόλαψη
αστυνομικού κράτους είναι το ζήτημα «σε ποιόν ανήκει το πανεπιστήμιο».
Το πανεπιστήμιο είναι από τον Μεσαίωνα μέχρι και σήμερα αυτοδιοικούμενος
δημόσιος θεσμός, δεν είναι ούτε ιδιωτικό κολλέγιο ούτε και παρακλάδι
της κεντρικής διοίκησης και των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους.
Δεν είναι ιδιοκτησία των πρυτανικών αρχών ή των συμβουλίων διοίκησης ή
πράγμα κατά το δοκούν διοικούμενο από τον Πρύτανη ή τα άλλα
πανεπιστημιακά όργανα ως ιδιωτική τους περιουσία. Τα όργανα του
πανεπιστημίου είναι εξουσιοδοτημένα να προστατεύουν την
εύρυθμη λειτουργία και την ασφάλεια των πανεπιστημιακών χώρων και
εγκαταστάσεων από πιθανές εστίες απειλής, όχι, όμως, να παρακωλύουν την
πρόσβαση των φοιτητών και των πολιτών στο πανεπιστήμιο και την ελεύθερη
δημόσια λειτουργία του, διοικητική ή ακαδημαϊκή. Η προσφυγή στις
δυνάμεις της τάξης δεν μπορεί να χωρεί χωρίς την τέλεση ποινικού
αδικήματος και ιδίως σοβαρού, αυτόφωρα διαπραττόμενου. Οι νεότερες του
νόμου 1268/1982 ρυθμίσεις έχουν αρχίσει να ανοίγουν
επικίνδυνα την πρόσβαση των δυνάμεων καταστολής στο πανεπιστήμιο με
αποτέλεσμα την παρακώλυση και του νόμιμα προστατευόμενου φοιτητικού
συνδικαλισμού αλλά και της ίδιας της ελεύθερης ακαδημαϊκής ελευθερίας
και λειτουργίας- η διδασκαλία στο πανεπιστήμιο είναι δημόσια όχι μόνο
χάριν των φοιτητών αλλά και χάριν κάθε ενδιαφερόμενου να αποκτήσει
γνώσεις πολίτη, το πανεπιστήμιο δεν είναι μόνο χορηγός επαγγελματικών
γνώσεων και εφοδίων αλλά και θεσμός εκπαίδευσης της κοινωνίας. Επίσης,
οι πολίτες που θέλουν να εξυπηρετηθούν από τις διοικητικές υπηρεσίες
του πανεπιστημίου δεν είναι δυνατόν να περνούν από κλειδαριές και
κάγκελα και να έχουν πρόσβαση μόνο μέσω ραντεβού. Άλλο το ζήτημα του
πιθανού θεμιτού ελέγχου των στοιχείων του εισερχόμενου, αν δεν είναι
φοιτητής ή διδάσκων.
Αυτά τα μέτρα θα ήταν αδιανόητα ακόμη και για τις υπηρεσίες της κεντρικής κρατικής διοίκησης, σκεφτείτε μια Δ.Ο.Υ. με κάγκελα και
αστυνομικούς, όπου εισέρχεσθε με ραντεβού ή και με προσωπικό κωδικό
και θα δείτε το μέλλον της χώρας κατά τις πρυτανικές αρχές του ΕΚΠΑ.
Είναι η λογική της «εταιρείας» και του «μαγαζιού»
και όχι του αυτοδιοικούμενου δημόσιου θεσμού που οδηγεί σε αυτά τα
μέτρα. Το πανεπιστήμιο πρέπει να μεταμορφωθεί, κατά τις βουλές του
μονοπωλιακού κεφαλαίου, σε ένα στρατοπεδικό ιδιωτικό εκπαιδευτήριο,
μέχρις ότου απαξιωθεί και ιδιωτικοποιηθεί ακόμη και τυπικά. Αυτή,
ακριβώς, η τελολογία καθοδηγεί, δυστυχέστατα, την πολιτική των
σημερινών πανεπιστημιακών αρχών. Πολύ περισσότερο, τα όργανα του
πανεπιστημίου και οι πρυτάνεις δεν έχουν καμία εξουσία να απαγορεύσουν
και μάλιστα την χρήση των πανεπιστημιακών χώρων για τον γιορτασμό
ιστορικών επετείων του φοιτητικού κινήματος, του λαού και της
δημοκρατίας στην χώρα μας. Τέτοιες μέθοδοι «εξαίρεσης» θυμίζουν χαρακτηριστικά τα μέτρα της απριλιανής δικτατορίας και όχι τους αγώνες εναντίον της.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί μάλιστα ότι μια τέτοια διοικητική πρακτική
κατά της λαϊκής και κοινωνικής μνήμης έχει στο δημοκρατικό πολίτευμα
και αξιόποινες διαστάσεις τουλάχιστον ως προς την μορφή της παράβασης
υπαλληλικού καθήκοντος (259 Π.Κ.), καθώς βλάπτει παρανόμως τουλάχιστον τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητος.
Όμως, το πρόβλημα δεν είναι βασικά νομικό ούτε προσωπικό, είναι πρωτίστως πολιτικό.
Κανείς δεν δικαιούται να ενεργεί κατά τρόπο που παρεμποδίζει την
ανάκληση της ιστορικής μνήμης, που παρεμποδίζει τον γιορτασμό της ρήξης
με την δικτατορία ως κορυφαία δημόσια λειτουργία του αυτοδιοικούμενου
δημόσιου πανεπιστημίου. Κανείς δεν δικαιούται να προκαλεί την εικόνα του
κλειστού και αστυνομοκρατούμενου πανεπιστημίου κατά τον γιορτασμό του Πολυτεχνείου. Κανείς δεν δικαιούται να ανάγει κατά τρόπο έκδηλο την μεταπολιτευτική δημοκρατία σε κάτι το «κακό» και το «αποκηρυκτέο»
και να καταστέλλει την ανάμνηση της επιδίωξής της και του «δικαιώματος
αντίστασης» στην τυραννία ως κάτι το εξοβελιστέο και το τελικά ποταπό.
Όλη η «ύβρις» και ο κοπετός, η
χειμαρρώδης λεκτική αισχρότητα της ακραίας πια Δεξιάς και της συμμάχου
της Κεντροαριστεροδεξιάς κατά της Μεταπολίτευσης, βρίσκει την καθαρή
αποτύπωσή της στην «Νομική των ΜΑΤ» – την ίδια Νομική που γέννησε τον
Φλεβάρη του ’73, τον προπομπό του Πολυτεχνείου- και στην ΑΣΟΕΕ των
πραιτωριανών του κράτους και του μνημονιακού μπλοκ. Θα τους το επιτρέψουμε ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου