Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Εθνική σωτηρία ή μετάβαση προς τον σοσιαλισμό;

Αναδημοσίευση από RedNoteBook, του Ηλία Ιωακείμογλου. 
Φαίνεται ότι κερδίζει έδαφος στο εσωτερικό του Σύριζα η άποψη ότι ο σημερινός στόχος του κόμμματός μας δεν είναι η μετάβαση στον σοσιαλισμό, αλλά η Εθνική και Κοινωνική Σωτηρία. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, αφού τα ποσοστά μας έχουν καθηλωθεί περί το 30% και το ΚΚΕ αρνείται μέχρι τέλους κάθε συνεργασία ή στήριξη κυβέρνησης της Αριστεράς, θα πρέπει να γίνει μια στροφή στον πολιτικό ρεαλισμό. Που σημαίνει ότι ο σοσιαλισμός δεν βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη των ταξικών αγώνων. Που σημαίνει ότι πρέπει τώρα να σχηματίσουμε μια κυβέρνηση πλατειάς κοινωνικής ενότητας για την ανακοπή της καταστροφικής μνημονιακής πολιτικής και να αφήσουμε για κάποιο μεταγενέστερο στάδιο τον στρατηγικό μας στόχο που είναι ο σοσιαλισμός. Πρόκειται για μία άποψη που διατείνεται ότι ορισμένες κοινωνικές τάξεις ή μερίδες τάξεων απευθύνουν στην Ιστορία το αίτημα για την ανοικοδόμηση του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα και για την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν οι εργαζόμενες τάξεις από την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, όχι όμως ως στοιχεία μιας διαδικασίας μετάβασης στον σοσιαλισμό, αλλά ως στοιχεία μιας διαδικασίας παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας και απονομής κοινωνικής δικαιοσύνης. Είναι ένα κοινωνικό αίτημα που λέει: Είμαστε στη μάχη του μερικού, όχι του όλου, ας βάλουμε τώρα σε αναστολή το όραμα, ας ασχοληθούμε με την αποκατάσταση των ζημιών που έχουν υποστεί οι μη προνομιούχοι και το κοινωνικό κράτος. Αυτό το αίτημα, βεβαίως, δεν αντανακλά τις προθέσεις και τις επιθυμίες του λαού της Αριστεράς, της κοινωνικής Αριστεράς που μέχρι σήμερα στήριξε και συγκρότησε τον Σύριζα, αλλά ενός άλλου λαού, πιθανότατα μικροαστικής πασοκικής προέλευσης, που θέλει να ξαναδεί τη ζωή του να επανέρχεται στις ράγες μιας κανονικής ζωής χωρίς στερήσεις και χωρίς υποβάθμιση, αλλά και χωρίς μεγάλες ανατροπές. Αυτός ο ιδιόρρυθμος λαός του Κέντρου, εάν υπάρχει ακόμη, θέλει να ανατρέψουμε την μνημονιακή πολιτική αλλά να αφήσουμε άθικτο το κεφαλαιοκρατικό σύστημα. Η μετριοπαθής άποψη που κερδίζει έδαφος στο εσωτερικό του κόμματός μας ισχυρίζεται ότι επειδή μια κυβέρνηση του Σύριζα δεν μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικά στις δυνάμεις της Αριστεράς χρειαζόμαστε συμμαχίες στο Κέντρο και για αυτόν τον λόγο θα πρέπει να αναζητήσουμε τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή με αυτόν τον λαό του Κέντρου που θέλει να ανατρέψουμε την μνημονιακή πολιτική αλλά να αφήσουμε ήσυχο το κεφαλαιοκρατικό σύστημα.

Τα ερωτήματα που θα μπορούσε κάποιος να θέσει σε αυτήν την πολιτική τοποθέτηση είναι πολλά. Θα μπορούσαμε π.χ. να θέσουμε το ερώτημα εάν πράγματι υπάρχει αυτός ο "λαός του Κέντρου" που υποτίθεται ότι διατυπώνει ένα τέτοιο αίτημα (ανατροπής της μνημονιακής πολιτικής χωρίς να θιγούν οι θεμελιακές ισορροπίες του κεφαλαιοκρατικού συστήματος). Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε ποιά είναι τα σημάδια που αφήνει στη συγκυρία ένας τέτοιος υποτιθέμενος λαός -διότι εάν δεν αφήνει σημάδια, σαν τον Θεό, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι υπάρχει.

Ωστόσο, στο άρθρο αυτό ας περιοριστούμε σε ένα άλλο ερώτημα, ίσως πιο σημαντικό:
Είναι άραγε δυνατή η διόρθωση των επιπτώσεων της μνημονιακής πολιτικής, των ανισοτήτων και των κοινωνικών αδικιών, της αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους και της αποδυνάμωσης της δημοκρατίας, χωρίς να τα θέσουμε όλα αυτά επάνω στα πιθανά μονοπάτια μιας μετάβασης προς τον σοσιαλισμό;

Είναι άραγε εφικτό, μια κυβέρνηση κοινωνικής διάσωσης, με κορμό τον Σύριζα, να αποκαταστήσει τις ζημιές που έχει προκαλέσει η μνημονιακή πολιτική στις υποτελείς κοινωνικές τάξεις, και μόνον εν συνεχεία να αναλάβει, ως κυβέρνηση της Αριστεράς πλέον, πολιτικό αγώνα για την μετάβαση στον σοσιαλισμό;


Η απάντηση που δίνει το άρθρο αυτό είναι ότι πρόκειται για μία και την αυτή διαδικασία, για μια ενιαία διαδικασία όπου η αποκατάσταση των ζημιών και του κοινωνικού κράτους έχει ως προϋποθέσεις μια σειρά ρήξεων και διαρθρωτικών αλλαγών που εκ των πραγμάτων θα πλήττουν το κεφαλαιοκρατικό σύστημα στον πυρήνα του. Η "κοινωνική διάσωση" είναι εφικτή μόνον ως η εναρκτήρια φάση μιας μετάβασης στον σοσιαλισμό.

Μια γενική θεωρητική αιτιολόγηση της θέσης αυτού του άρθρου, πιθανότατα, δεν θα ήταν αρκούντως πειστική. Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να σκεφτούμε, με δύο παραδείγματα, πώς συγκεκριμένα θα μπορούσε να λύσει ορισμένα βασικά προβλήματα μια κυβέρνηση κοινωνικής διάσωσης, και ίσως τότε γίνει αντιληπτό από τους μετριοπαθείς συντρόφους ότι εάν δεν επιχειρήσουμε να αναδείξουμε τις εργαζόμενες τάξεις σε ηγετική δύναμη αυτής της χώρας, εάν δηλαδή δεν βάλουμε πλώρη για τον σοσιαλισμό τώρα, εάν δεν θίξουμε το κεφαλαιοκρατικό σύστημα στον πυρήνα του, καμιά κοινωνική διάσωση δεν είναι εφικτή, και θα καταλήξουμε ακόμη ένα ζόμπι της αριστεράς, ακόμη ένα έκθεμα στο μουσείο των αποτυχημένων αριστερών πειραμάτων διαχείρισης του καπιταλισμού.

Παράδειγμα 1: Η επαναφορά των μισθών του ιδιωτικού τομέα στο επίπεδο του αναγκαίου μισθού

Η κυβέρνηση της Αριστεράς ή της Εθνικής και Κοινωνικής Σωτηρίας θα πρέπει να βασιστεί αναγκαστικά στην ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης προκειμένου να αντιστρέψει την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης και να μειώσει το ποσοστό ανεργίας, που είναι ένα μέγεθος στρατηγικής σημασίας, όχι μόνο για τον συσχετισμό δυνάμεων στην αγορά εργασίας, αλλά και για τον συνολικό συσχετισμό στο σύνολο της κοινωνίας. Προφανές σημείο εκκίνησης μιας τέτοιας πορείας θα είναι η ακύρωση της αντεργατικής μνημονιακής νομοθεσίας που άλλαξε τους θεσμούς της αγοράς εργασίας, ευνόησε τους εργοδότες στις διαπραγματεύσεις με τους εργαζόμενους και τους επέτρεψε να μειώσουν θεαματικά τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα. Μια τέτοια θεσμική παρέμβαση στην αγορά εργασίας θα αποσκοπεί στην αποκατάσταση του κατώτατου μισθού στα προηγούμενα επίπεδά του και στην αύξηση του μέσου μισθού στο επίπεδο του αναγκαίου μισθού (δηλαδή του μισθού που επέτρεπε στους εργαζόμενους πριν την κρίση να συντηρηθούν, να αναπαράγονται, να συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή και να είναι σεβαστοί από το κοινωνικό τους περιβάλλον), όχι μόνο για την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και για την αύξηση της εσωτερικής ζήτησης που θα πυροδοτήσει την έναρξη μιας διαδικασίας μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας.

Μια τέτοια θεσμική παρέμβαση, όμως, δεν θα είναι καθόλου αρκετή, διότι οι εργοδότες, ακόμη και μετά την ακύρωση των μνημονιακών νόμων, θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν τους χαμηλούς μισθούς και τις μεσαιωνικές σχέσεις εργασίας που απολαμβάνουν τώρα. Θα επινοήσουν τρόπους παράκαμψης ή παραβίασης των νόμων, μεταξύ άλλων εκβιάζοντας τους εργαζόμενους με απόλυση σε μια περίοδο δραματικής ανεργίας. Θα χρειαστεί, λοιπόν, εκτός από την ακύρωση των μνημονιακών νόμων, και μια σειρά άλλων παρεμβάσεων, όπως η επανίδρυση της Επιθεώρησης Εργασίας και η στελέχωσή της με αδιάφθορα στελέχη μεγάλου ταξικού σθένους, η νέα νομοθεσία που θα επιβάλει υψηλές ποινές στους εργοδότες που παραβιάζουν τον νόμο ή καταφεύγουν σε άλλες παράνομες πρακτικές, η ενθάρρυνση των εργαζομένων να οργανωθούν σε πρωτοβάθμια σωματεία, η πολιτική και ιδεολογική τους στήριξη για να ανακτήσουν την μαχητικότητά τους, η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου της συνδικαλιστικής δραστηριότητας, ο συνδικαλιστικός ακτιβισμός στις επιχειρήσεις και άλλα.

Κοινωνική Διάσωση από την μνημονιακή καταστροφή δεν υπάρχει χωρίς να ανατρέψουμε τον συσχετισμό δυνάμεων στην αγορά εργασίας μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, χωρίς να θίξουμε το δικαίωμα του καπιταλιστή να αναρτά στην είσοδο της επιχείρησής του την πινακίδα "Απαγορεύεται η είσοδος στους μη έχοντες εργασία΄, χωρίς να αφήσουμε την δημοκρατία να εισέλθει στον χώρο της επιχείρησης που είναι σήμερα χώρος της προσωπικής δικτατορίας του αφεντικού, χωρίς να αναμορφώσουμε τη νομοθεσία για τον συνδικαλισμό. Αυτά όμως είναι καθήκοντα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς που βάζει τη χώρα σε διαδικασία μετάβασης στον σοσιαλισμό -ένα καθήκον που προφανώς δεν θα ήθελε ούτε θα μπορούσε να αναλάβει μια κυβέρνηση "Εθνικής και Κοινωνικής Σωτηρίας".

Παράδειγμα 2: Η ανταγωνιστικότητα, η διεύθυνση και η οργάνωση της παραγωγής

Οι εξαγωγικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας δεν εξαρτώνται μόνο από τις τιμές και τη ζήτηση στις χώρες προορισμού των ελληνικών εξαγωγών. Το ίδιο ισχύει και για τις εισαγωγές: δεν εξαρτώνται μόνο από τις τιμές και τη ζήτηση στην εγχώρια αγορά. Τόσο οι εξαγωγές όσο και οι εισαγωγές, επομένως και η διαφορά τους που είναι το εμπορικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών, εξαρτώνται και από την διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Τι είναι όμως η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα; Είναι όλοι οι παράγοντες πλην της τιμής και της ζήτησης: οι ανταγωνιστικές επιδόσεις εξαρτώνται από την ποιότητα των προϊόντων, τον γεωγραφικό προσανατολισμό των εξαγωγών προς αναπτυσσόμενες και μεγάλες αγορές, την εξειδίκευση στην παραγωγή προϊόντων για τα οποία η διεθνής ζήτηση είναι μεγάλη και αυξανόμενη, τη φήμη και την εικόνα των προϊόντων, τα εμπορικά δίκτυα που χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή των ελληνικών προϊόντων, και άλλα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά.

Η ανάλυση των στοιχείων του εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας δείχνει ότι τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι σε μεγάλο βαθμό διαρθρωτικά, ανάγονται στην μειωμένη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Με άλλα λόγια, οι μεταβολές των τιμών και της ζήτησης δεν δικαιολογούν την μακροχρόνια επιδείνωση των εξαγωγικών επιδόσεων. Καμία χώρα δεν είναι ικανή να αυξήσει τις εξαγωγές της για προϊόντα για τα οποία μειώνεται η ζήτηση διεθνώς, όσο χαμηλές τιμές και αν έχουν. Ούτε μπορεί να αυξήσει τις εξαγωγές της εάν η ποιότητά τους δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των αγορών, ή εάν οι αγορές προορισμού των εξαγωγών βρίσκονται σε μαρασμό. Εάν υπάρχει κακή προσαρμογή των επιχειρήσεων στα χαρακτηριστικά των προϊόντων που ζητούν τώρα οι διεθνείς αγορές, εάν η ποιότητα των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων δεν είναι υψηλή, εάν η κλαδική σύνθεση των εξαγωγών δεν προσαρμόζεται στη σύνθεση του διεθνούς εμπορίου, εάν με δυο λόγια η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα είναι μειωμένη, τότε ο υπεύθυνος δεν μπορεί να είναι άλλος από αυτόν που οργανώνει και διευθύνει την παραγωγή, είτε σε επίπεδο επιχείρησης, είτε σε επίπεδο συνολικής οικονομίας. Δεν μπορεί να είναι άλλος από την κοινωνική τάξη των κεφαλαιοκρατών, από τους μάνατζερ, από την ανώτατη και ανώτερη γραφειοκρατία των υπουργείων που σχετίζονται με την οικονομία και την ανάπτυξη, από τους καθεστωτικούς οικονομολόγους που «αποδεικνύουν» ακατάπαυστα ότι για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα αρκεί να μειωθεί το κόστος εργασίας.

Η παραγωγική αναδιάρθρωση που επαγγέλλεται ο Σύριζα δεν μπορεί να μην λαμβάνει υπόψη της αυτό το θεμελιώδες δεδομένο:
Κεφαλαιοκράτες, στελέχη επιχειρήσεων, γραφειοκράτες, καθεστωτικοί οικονομολόγοι και πολιτικοί, αποδεικνύουν καθημερινά, επί δεκαετίες, ότι δεν θέλουν ή δεν μπορούν να διευθύνουν και να οργανώσουν την παραγωγή με τρόπο τέτοιο ώστε να βελτιωθεί η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Θέλουν χαμηλούς μισθούς, χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές και εισόδημα υψηλό. Επιμένουν δε σε αυτήν την απαίτησή τους παρά τις συνεχείς αποτυχίες στον εξαγωγικό τομέα.

Πολλοί σύντροφοι στον Σύριζα, και κυρίως στους άλλους χώρους της ελληνικής Αριστεράς, πιστεύουν ότι η ανταγωνιστικότητα δεν είναι δικό μας θέμα, αλλά ότι είναι θέμα της επιχειρηματικής τάξης. Στους κόλπους του ΚΚΕ δε, θεωρείται εσχάτη ταξική προδοσία ακόμη και η επιστημονική έρευνα γύρω από το ζήτημα αυτό. Ιδού, λοιπόν, σε ποιό σημείο φτάνουμε σήμερα, όταν η ανταγωνιστικότητα επαφίεται στις διαθέσεις της τάξης των κεφαλαιοκρατών: Προτιμούν να ασκούν μια πολιτική της φτώχειας που καταβαραθρώνει το επίπεδο διαβίωσης των μισθωτών στο σημερινό χαμηλό επίπεδο των εξαγωγών, αντί να αυξάνει το επίπεδο των εξαγωγών στο επίπεδο του αναγκαίου μισθού, του δίκαιου μισθού, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί πριν την κρίση.

Προκειμένου οι εργαζόμενες τάξεις στην Ελλάδα να ξαναβρούν το προηγούμενο επίπεδο διαβίωσής τους, τον "αναγκαίο μισθό", τον δίκαιο μισθό, αυτόν που τους επέτρεπε πριν την κρίση να συντηρηθούν, να αναπαράγονται, να συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή και να είναι είναι σεβαστοί από το κοινωνικό τους περιβάλλον, η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα θα πρέπει να βελτιωθεί, και μάλιστα κατά πολύ ώστε να μπορεί να στηρίξει το επίπεδο διαβίωσης που είχαμε πριν την κρίση. Όταν η κυβέρνηση της Αριστεράς ή της Κοινωνικής Διάσωσης θα έχει αλλάξει την εργατική νομοθεσία, όταν θα έχει επανιδρύσει την Επιθεώρηση Εργασίας ώστε να ελέγχει τους εργοδότες, όταν οι δικές μας δυνάμεις θα έχουν οργανωθεί σε νέα, αγωνιστικά, εργατικά συνδικάτα, δηλαδή όταν θα  έχει αρχίσει η αύξηση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα και η ευνοϊκή τους επίπτωση στην μεγέθυνση του ΑΕΠ θα έχει εκδηλωθεί, η κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της αύξησης των εισαγωγών (αγαθών και υπηρεσιών) προκειμένου να διατηρήσει βαθμούς ελευθερίας έναντι των πιστωτών. Για να το επιτύχει αυτό βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, διαθέτει ικανά εργαλεία, όπως, μεταξύ άλλων, την αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος των πιο εύπορων τάξεων που είναι οι μεγάλοι "εισαγωγείς" καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών. Μακροπρόθεσμα όμως θα πρέπει η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα να βελτιωθεί κατά πολύ.

Και για να συμβεί αυτό θα πρέπει αυτές οι ίδιες οι εργαζόμενες τάξεις να πάρουν στα χέρια τους την διεύθυνση και την οργάνωση της παραγωγής. Θα πρέπει να γίνουν οι ηγετικές δυνάμεις της χώρας, να πραγματοποιήσουν αυτές οι ίδιες την παραγωγική αναδιάρθρωση που χρειαζόμαστε, να διευθύνουν και να οργανώσουν την παραγωγή με τέτοιο τρόπο ώστε να βελτιωθεί η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Εάν δεν μπορούν οι κεφαλαιοκράτες, μπορούμε εμείς! Κάθε επιχείρηση που εγκαταλείπεται από τα αφεντικά πρέπει να περνάει στα χέρια των εργαζομένων. Οι προϋποθέσεις δεν είναι λίγες: θα πρέπει να υπάρξει συνδικαλιστική, νομική, ιδεολογική, ηθική, πολιτική και επιστημονική στήριξη των εργαζομένων που θα θελήσουν να πάρουν στα χέρια τους τις ορφανές επιχειρήσεις. Μετά, για την επιτυχία του εγχειρήματος, θα πρέπει να υπάρξει προώθηση νέων μορφών οργάνωσης της εργασίας που θα υπερβαίνουν τα τυπικά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά της εργασίας (ειδικευμένη/ ανειδίκευτη εργασία, εκτέλεση/ διεύθυνση, διανοητική/χειρωνακτική εργασία, ιεραρχικές σχέσεις, δεσποτισμός και αδιαφάνεια κλπ). 

Κοινωνική Διάσωση από την μνημονιακή καταστροφή δεν υπάρχει χωρίς να θίξουμε τα ιερά και τα όσια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής: το δικαίωμα του καπιταλιστή να διευθύνει εκείνος και μόνον εκείνος την παραγωγή, να την οργανώνει και να καρπώνεται τα οφέλη, να αποφασίζει τι και πώς θα παράγουμε εμείς, οι άμεσοι παραγωγοί, για λογαριασμό του και προς όφελός του. Αυτό όμως, μπορεί και πρέπει να γίνει από την κυβέρνηση της Αριστεράς -ένα καθήκον που προφανώς δεν θα ήθελε ούτε θα μπορούσε να αναλάβει μια κυβέρνηση "Εθνικής και Κοινωνικής Σωτηρίας".

Κοινωνική διάσωση μπορεί να υπάρξει μόνο στον δρόμο προς τον σοσιαλισμό

Αυτά τα δύο παραδείγματα και πολλά άλλα ακόμη, που δεν τα συζητάμε, μάς δείχνουν ότι οι ταξικές μάχες που θα χρειαστούν για να επιτύχουμε όσα περιλαμβάνονται στην έννοια της "κοινωνικής σωτηρίας", δεν μπορούν να ενταχθούν στο σχέδιο μιας Κυβέρνησης Κοινωνικής Σωτηρίας, ενώ αντιθέτως αποτελούν απαραίτητα στοιχεία ενός προγράμματος μετάβασης στον σοσιαλισμό. Κοινωνική διάσωση μπορεί να υπάρξει μόνο στον δρόμο προς τον σοσιαλισμό.

Δεν μπορεί να υπάρξει πρώτα ένα ιστορικό στάδιο Κοινωνικής Σωτηρίας, και αφού ολοκληρωθεί, να υπάρξει ένα άλλο ιστορικό στάδιο, αυτό της μετάβασης στον σοσιαλισμό. Μια τέτοια αντίληψη μάς φέρνει πίσω στην σταλινική θεωρία των σταδίων, στον θεωρητικό πρωτογονισμό.

Οι στόχοι μας, οι βραχυπρόθεσμοι και οι μακροπρόθεσμοι, οι τακτικοί και οι στρατηγικοί, βρίσκονται πάνω στο ίδιο ιστορικό μονοπάτι, είναι στοιχεία μίας ενιαίας διαδικασίας. Οι πρώτες μάχες θα προαναγγέλουν τον προορισμό, θα τον προετοιμάζουν, και θα είναι νικηφόρες μόνο με αυτήν την προϋπόθεση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου