Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

η θεωρία

Αναδημοσίευση από το βυτίο
(ποστίδιο παρασκευασμένο για τις Μητροπολιτικές Ιστορίες, το οποίο είχε την παράδοξη τύχη να δραματοποιηθεί κιόλας, πιθανώς ότι πιο αλλόκοτο έχω νιώσει τα τελευταία χρόνια. το αναρτώ κ εδώ για να μπορώ να κάνω αύριο την ανασκόπησή μου.)
Έχω μια θεωρία. Η ζωή μας δεν αποτελείται κυρίως από τις μεγάλες αποφάσεις, τις κομβικές επιλογές και άλλα τέτοια μεγαλόστομα. Αντιθέτως, είναι οι μικρές ενδιάμεσες διάρκειες, όλα αυτά τα κάθε μέρα μεταξύ των λίγων οριακών στιγμών που ξεσπούν κατά καιρούς πάνω στα κεφάλια μας. Τα ανιαρά πήγαινε έλα στη δουλειά, οι μεσημεριανοί καφέδες στο κέντρο το Σάββατο, τα μεθύσια που επαναλαμβάνονται Πέμπτες βράδια μαζί με φίλους χωρίς ιδιαίτερο λόγο ή κεντρικό θέμα συζήτησης. Έξοδοι, εκδρομές, ωραίες ταινίες, γλυκά φιλιά, ανάλαφροι ύπνοι κάτω απ’ τα σκεπάσματα.
Όλες αυτές οι συμβουλές και οι φανφάρες του στιλ «άδραξε τη μέρα» πασχίζουν να ανακαλύψουν ένα νόημα που πιθανότατα δεν κρύβεται, αλλά απλά δεν υπάρχει. Δεν χρειάζονται υπερμεγέθεις στόχοι και φιλόδοξοι σκοποί. Ζούμε μαζί με αυτούς που γουστάρουμε κάθε μέρα, κάθε νύχτα, περιμένοντας να γίνει κάτι φοβερά οριακό. Περιμένοντας όμως, έχουμε ήδη ζήσει.
Με άλλα λόγια, μ’ αρέσει να στέκομαι χαλαρός και ακίνητος απέναντι στα φαινόμενα. Αφήνω τα πράγματα να κυλάνε γύρω μου και πηγαίνω ήρεμος, εκεί που με βγάζει η περίσταση. Προτιμώ να παίρνει η ζωή τις αποφάσεις αντί για μένα.
Η θεωρία μου μάλιστα, σε γενικές γραμμές λειτουργεί μια χαρά.
***
Προχθές, άργησα λίγο να φτάσω στο γραφείο. Νύσταζα, έχασα το λεωφορείο για λίγο, δηλαδή βαρέθηκα να τρέξω. Αν έτρεχα θα το προλάβαινα, αλλά μου φάνηκε ανούσιο. Όταν έφτασα, η ατμόσφαιρα ήταν κάπως βαριά. Δεν έδωσα σημασία, προχώρησα κατευθείαν προς την καφετιέρα, γέμισα το ποτήρι και κρύφτηκα πίσω απ’ την οθόνη μου. Πρωτοσέλιδα, ξένος τύπος, mail.
Σε λίγο, ήρθαν δύο συνάδελφοι. Η Λένα είπε με πολύ σοβαρό ύφος ότι πρωί πρωί ανακοινώθηκαν δύο ακόμη απολύσεις. Ήταν τα άτομα νούμερο εννέα και δέκα που απολύονταν τους τελευταίους τρεις μήνες. Ο ένας απ’ τους δύο, ο νούμερο εννέα, μου ήταν συμπαθής. Κάναμε διάλειμμα αρκετές φορές μαζί, τρώγοντας κάτι μέτρια σάντουιτς με σολομό και άλλα αλλόκοτα συστατικά και μιλώντας κυρίως για μπάσκετ ή τα πόδια της κοπέλας που σέρβιρε τα σάντουιτς. Η Λένα τώρα μιλούσε όλο και πιο δυνατά. Έλεγε ότι ο Χρήστος (το νούμερο εννέα δηλαδή), έφυγε ξαφνικά και είναι ζήτημα πότε και σε πόσες δόσεις θα πάρει την όποια αποζημίωση. Όταν έφευγε λέει ήταν κάτωχρος. Το πρόσωπο του με την ώρα γινόταν γκρι. Έχει γυναίκα, παιδί. Δεν έχει δουλειά. Ύστερα, η Λένα άρχισε ένα παραλήρημα με κεντρική φράση το κάτι πρέπει να κάνουμε. Γύρω απ’ αυτήν, έχτιζε το λόγο της με διάφορες ιδέες, όπως να πάμε στον διευθυντή, να του μιλήσουμε, να τον ρωτήσουμε, να το πάρει πίσω, να μας πει τι ακολουθεί. Να συνεννοηθούμε. Την κοίταζα διερευνητικά. Τη διέκοψε ο άλλος συνάδελφος.  Διέκοψε το λόγο, τον ενθουσιασμό, την απελπισία της. Της είπε ότι αυτά δεν γίνονται και ότι έχει αναλάβει δύο καινούρια project. Δεν γίνονται αυτά. Θα χάσουμε όλοι τη δουλειά μας.
Τα κεφάλια τους γύρισαν κατευθείαν προς τα μένα. Με κοιτούσαν επίμονα. Περίμεναν μια απάντηση, μια λέξη που θα έστρεφε την κατάσταση προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Περίμεναν μια μικρή ανάλυση ή ίσως να σηκωθώ και να βαδίσω προς τα άλλα γραφεία. Να μιλήσω με τους υπόλοιπους. Τους κοίταζα απ’ την καρέκλα μου. Η Λένα, ίσως ο πιο κοντινός μου άνθρωπος στην εταιρεία, έσφιξε κάπως αστεία τα χείλη. Περίμενε από μένα κάτι. Με ρώτησε τι πιστεύω, τι να κάνουμε. Είπε κάτι συναισθηματικό. Ψέλλισε κάτι περί αλληλεγγύης. Με κοίταξε. Παρέμεινα στη θέση μου σιωπηλός. Σε λίγο δεν τους έβλεπα. Ήταν διάφανοι. Δεν είπε κανείς τους τίποτα. Έφυγαν για τα γραφεία τους.
***
Το απόγευμα δεν ήθελα να μπω στο λεωφορείο. Περπάτησα για ώρα μέχρι που βρέθηκα στα στενά κάθετα της Πατησίων. Κάθισα να πάρω μια ανάσα στα σκαλάκια μιας πολυκατοικίας. Στο βάθος δεξιά φωνές. Μια φιγούρα τρέχει από κει προς το μέρος μου. Μετανάστης απ’ τα βάθη της Ασίας επιδιδόταν σε τρελό σπριντ σε πεζόδρομο αγνώστου ονόματος μεταξύ Αριστοτέλους και Γ’ Σεπτεμβρίου. Περνώντας από μπροστά μου, γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε καθώς κάπνιζα αργά το τσιγάρο μου. Έτρεχε με όλη του τη δύναμη σε πλήρη πανικό. Τα μάτια του κόντευαν να πεταχτούν έξω. Με κοίταξε και προς στιγμή νόμισα πως κάτι μου έλεγε. Πριν σκεφτώ τι μπορεί να ήταν αυτό, καμιά δεκαριά ζευγάρια πόδια πέρασαν από μπροστά μου. Αυτή τη φορά το τρέξιμο ήταν βαρύ, όχι τόσο γρήγορο, αλλά πιο αποφασιστικό. Οι σόλες των παπουτσιών μοιάζαν λες και χτυπούσαν τις μισοβγαλμένες πλάκες. Σήκωσα να δω το πλήθος των τρεχαλητζίδων, μα είδα μόνο κάτι λευκά, γυαλισμένα κεφάλια και δυο τρία στρατιωτικά κουρέματα. Σε λίγο χάθηκαν από μπροστά μου, στρίβοντας στην Γ’ Σεπτεμβρίου. Οι φωνές που ακούγονταν φανέρωναν ότι το περιστατικό δεν είχε σταματήσει. Τράβηξα μερικές τζούρες ακόμη. Κάθισα για κανένα πεντάλεπτο στα σκαλιά, ύστερα σηκώθηκα και ξεκίνησα προς το σπίτι.
***
Σήμερα έφτασα στην ώρα μου, ίσως και λίγο νωρίτερα, στο γραφείο. Είχε απεργία, τα μέσα δε λειτουργούσαν, οπότε ξεκίνησα πολύ νωρίς για να προλάβω την κίνηση. Έβαλα καφέ. Με είδε ο συνάδελφος με τα δύο καινούρια project. Ανταλλάξαμε καλημέρες. «Τα έμαθες;» Με ρώτησε. Χθες το απόγευμα, απολύθηκε και η Λένα.
***
Την πήρα τηλέφωνο, ήταν στην πορεία. Της είπα να περιμένει, θα κατέβαινα να τη βρω, να πάμε για ένα καφέ, να τη συναντήσω. Άργησα αλλά έφτασα. Την βρήκα στην Αμαλίας. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνιχτική. Η ίδια, δακρυσμένη. Της είπα να πάμε προς Ακρόπολη, να κεράσω μπύρα, φαγητό. Επέμενε ότι δεν ήθελε να φύγει ακόμη, ήταν νωρίς. Της είπα ότι υποφέρει, τα μάτια της είναι κόκκινα, βήχει. Χαμογέλασε, με γέμισε μαλόξ. Το πρόσωπό μου έγινε ίδιο με των διπλανών. Λευκά στρογγυλά σχήματα, παλιάτσοι στην λεωφόρο Αμαλίας.
Έμεινα, δεν ήθελα να την αφήσω μόνη. Πηγαίναμε μπρος πίσω, απ’ τη βουλή ως το ζάππειο και πάλι στη βουλή. Ένα πλήθος κόσμου σε διαρκή κίνηση. Φωνές, διάσπαρτα συνθήματα, πανό που καλούσαν σε δράση. Κάποια στιγμή, πλησιάσαμε αρκετά τη βουλή. Σταθήκαμε για κανένα πεντάλεπτο. Η κατάσταση έδειχνε να ηρεμεί. Ύστερα δυο τρία μπαμ, μερικά δακρυγόνα και κάποιοι που έτρεχαν προς κάθε κατεύθυνση. Πέταξα κάτω το τσιγάρο, έτοιμος να ακολουθήσω το ρυθμό και την κατεύθυνση των γύρω μου. Σηκώνοντας όμως το κεφάλι, νόμισα πως είδα τον μετανάστη απ’ την Γ’ Σεπτεμβρίου. Σάστισα. Πριν προλάβω να συνέλθω άκουσα τις σόλες που χτυπούσαν με φόρα το οδόστρωμα. Φευγαλέες σκιές κοντοκουρεμένων κεφαλιών. Γύρισα να δω καλύτερα. Μπροστά μου ο Χρήστος, δηλαδή το νούμερο εννέα. Αγέλαστος, με σκληρό ύφος, στεκόταν ακίνητος μπροστά μου.
Η φωνή της Λένας με ξύπνησε. Ήταν καμιά δεκαριά μέτρα πιο πίσω και ούρλιαζε να πάω προς το μέρος της. Μπροστά μου δεν ήταν κανένας μετανάστης ή κανένα νούμερο εννέα. Άντρες με βαριές στολές και ασπίδες έτρεχαν κατά πάνω μου. Οι μπότες τους τώρα χτυπούσαν το έδαφος κι αυτό έτριζε για μένα. Δε θα περνούσαν από μπροστά μου για να στρίψουν σε κάποια Γ’ Σεπτεμβρίου. Έτρεχαν εδώ και τώρα στην Αμαλίας κατά πάνω μου.
Έχω μια θεωρία. Η ζωή μας δεν αποτελείται κυρίως από τις μεγάλες αποφάσεις, τις κομβικές επιλογές και άλλα τέτοια μεγαλόστομα. Αντιθέτως, είναι οι μικρές ενδιάμεσες διάρκειες, όλα αυτά τα κάθε μέρα μεταξύ των λίγων οριακών στιγμών που ξεσπούν κατά καιρούς πάνω στα κεφάλια μας. Προτιμώ να παίρνει η ζωή τις αποφάσεις αντί για μένα.
Έμεινα ακίνητος. Έβλεπα ένα ανάποδο γκλομπ να στριφογυρίζει μπροστά μου. Έμεινα ακριβώς στο σημείο που ήμουν. Είδα μόνο ένα μαύρο γκλομπ. Τίποτα άλλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου