Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Οι αστεακές καταβολές των οικονομικών κρίσεων - 1

Αναδημοσιεύουμε από το Rednotebook. Το παρακάτω κείμενο αποτελεί το πρώτο μέρος μιας σειράς κειμένων του Ντ. Χάρβεϋ που έχουν δημοσιευτεί στο New Left Project. Τις επόμενες μέρες θα ακολουθήσουν τα υπόλοιπα μέρη.

Τα συμβατικά οικονομικά αντιμετωπίζουν συνήθως την επένδυση στο δομημένο περιβάλλον όπως και την αστικοποίηση, ως δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα σε σχέση με τις σημαντικότερες υποθέσεις που ενυπάρχουν σε ένα είδος φανταστικής ενότητας που ονομάζεται «εθνική οικονομία».

Σε ένα άρθρο στους New York Times στις 5 Φεβρουαρίου του 2011, υπό τον τίτλο «Οι φούσκες στο στεγαστικό τομέα είναι σπάνιες», ο Ρόμπερτ Σίλλερ, ο οικονομολόγος που θεωρείται από πολλούς ως ο πλέον ειδικός στην αγορά ακινήτων δεδομένου του ρόλου του στην σύνταξη του καταλόγου Σίλλερ με τιμές ακινήτων στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθησύχαζε τους πάντες ότι η πρόσφατη φούσκα των ακινήτων ήταν ένα «σπάνιο γεγονός, το οποίο δεν επρόκειτο να επαναληφθεί για πολλές δεκαετίες». Η «γιγάντια φούσκα των ακινήτων» των αρχών της δεκαετίας του 2000 «δεν είναι συγκρίσιμη με κανέναν εθνικό ή διεθνή οικονομικό κύκλο της αγοράς ακινήτων στην ιστορία. Οι προηγούμενες φούσκες ήταν μικρότερες και περισσότερο τοπικές». Τα μόνα λογικά αντίστοιχα, διατεινόταν, ήταν οι φούσκες στην αγορά γης που συνέβησαν στις Ηνωμένες Πολιτείες στο παρελθόν, στα τέλη της δεκαετίας του 1830 και τη δεκαετία του 1850.[1] Αυτό συνιστά, όπως θα δείξω, μια ιδιαιτέρως ανακριβή ανάγνωση της καπιταλιστικής ιστορίας. Το γεγονός ότι προσπερνιέται τόσο αδιάφορα επιμαρτυρεί ένα σοβαρό τυφλό σημείο της σύγχρονης οικονομικής σκέψης. Δυστυχώς, αυτό καταλήγει να είναι ένα τυφλό σημείο και στη μαρξιστική πολιτική οικονομία.

Τα συμβατικά οικονομικά αντιμετωπίζουν συνήθως την επένδυση στο δομημένο περιβάλλον όπως και την αστικοποίηση, ως δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα σε σχέση με τις σημαντικότερες υποθέσεις που ενυπάρχουν σε ένα είδος φανταστικής ενότητας που ονομάζεται «εθνική οικονομία». Το υποπεδίο των «αστικών οικονομικών» αποτελεί ως εκ τούτου, το πεδίο στο οποίο στρέφονται οι λιγότερο σημαντικοί οικονομολόγοι, ενώ οι αναγνωρισμένοι εφαρμόζουν τις μακροοικονομικές τεχνικές τους ικανότητες αλλού. Ακόμη και όταν οι τελευταίοι καταπιάνονται με διαδικασίες που σχετίζονται με τον αστικό χώρο, το κάνουν ως εάν οι χωρικές αναδιαρθρώσεις, η περιφερειακή ανάπτυξη και η οικοδόμηση των πόλεων να είναι παράγωγα τα οποία απορρέουν απλώς και μόνο στην βάση διαδικασιών μεγαλύτερης κλίμακας οι οποίες παραμένουν ανεπηρέαστες από αυτά τα οποία παράγουν. Γι’ αυτό το λόγο, το 2009 στην έκθεση της Παγκόσμια Τράπεζας για την ανάπτυξη, η οποία για πρώτη φορά στα χρονικά έλαβε σοβαρά υπόψη της την οικονομική γεωγραφία, οι συγγραφείς δεν έκαναν καμιά νύξη ότι κάτι θα μπορούσε δυνητικά να αποβεί τόσο καταστροφικό στην αστική και περιφερειακή ανάπτυξη ώστε να αποτελέσει το έναυσμα για μια κρίση της οικονομίας συνολικά. Γραμμένη εξ ολοκλήρου από οικονομολόγους (χωρίς συμβολές από γεωγράφους, ιστορικούς ή κοινωνιολόγους) ο στόχος της ήταν υποτίθεται, να διερευνήσει την «επιρροή της γεωγραφίας στο πεδίο των οικονομικών ευκαιριών» και να αναβαθμίσει «το χώρο και τον τόπο από δευτερεύοντα στοιχεία της πολιτικής σε πρωτεύουσας σημασία ζητήματα».

Οι συγγραφείς, στην πραγματικότητα, είχαν σκοπό να δείξουν πως η εφαρμογή των συνηθισμένων συνταγών των φιλελεύθερων οικονομικών στα ζητήματα που σχετίζονται με την πόλη (όπως η μη εμπλοκή του κράτους σε οποιαδήποτε ρύθμιση των αγορών γης και ακίνητης ιδιοκτησίας και η ελαχιστοποίηση των παρεμβάσεων στον αστικό, περιφερειακό και χωρικό σχεδιασμό) συνιστούσαν τον καλύτερο τρόπο για τη συνέχιση της οικονομικής μεγέθυνσης (δηλαδή της συσσώρευσης κεφαλαίου). Παρόλο που είχαν την ευπρέπεια να «λυπηθούν» που δεν είχαν το χρόνο ή το χώρο να διερευνήσουν λεπτομερώς τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες των προτάσεών τους, πίστευαν σαφώς ότι οι πόλεις που προσφέρουν «αγορές με ρευστότητα γης και ακίνητης ιδιοκτησίας και άλλους υποστηρικτικούς θεσμούς όπως η προστασία των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, η εκτέλεση συμβάσεων και η χρηματοδότηση ακινήτων είναι πιο πιθανό να ακμάσουν στο χρόνο καθώς οι ανάγκες της αγοράς αλλάζουν. Οι ανεπτυγμένες πόλεις έχουν χαλαρώσει τους νόμους κατά ζώνες έτσι ώστε να δίνεται η δυνατότητα στους επικαρπωτές υψηλότερης αξίας να πλειοδοτούν για την πολύτιμη γη και να υιοθετούν ρυθμίσεις για τη χρήση της προκειμένου να προσαρμόζονται στους μεταβαλλόμενους ρόλους τους με την πάροδο του χρόνου.[2]

Ωστόσο, η γη δεν είναι εμπόρευμα με την συνηθισμένη έννοια. Συνιστά μια πλασματική μορφή κεφαλαίου που απορρέει από τις προσδοκίες για τις μελλοντικές τιμές των ενοικίων. Η μεγιστοποίηση της απόδοσής της έχει οδηγήσει τα χαμηλού ή ακόμη και μεσαίου εισοδήματος νοικοκυριά έξω από το Μανχάταν και το κεντρικό Λονδίνο κατά την διάρκεια των τελευταίων ετών, ενώ έχει οξύνει τις ταξικές ανισότητες. Αυτό είναι που ασκεί τόσο έντονη πίεση στην υψηλής αξίας γη του Νταράβι στο Μουμπάι (μια αποκαλούμενη παραγκούπολη που η έκθεση ορθώς περιγράφει ως ένα παραγωγικό ανθρώπινο οικοσύστημα). Η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας υποστηρίζει, εν συντομία, ένα είδος φονταμενταλισμού της ελεύθερης αγοράς που έχει προκαλέσει τόσο τις μακρο-οικονομικές αποδιοργανώσεις όπως η κρίση του 2007-9 όσο και τα κοινωνικά κινήματα της πόλης που αντιτίθεντο στον εξευγενισμό, την καταστροφή της γειτονιάς και την έξωση των πληθυσμών χαμηλού εισοδήματος για να δημιουργήσουν χώρο για υψηλότερης αξίας χρήσεις της γης.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η νεοφιλελεύθερη πολιτική για τα αστικά κέντρα (η οποία εφαρμόζεται σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση) κατέληξε στο ότι η αναδιανομή του πλούτου σε λιγότερο αναπτυγμένες γειτονιές, πόλεις και περιφέρειες ήταν αναποτελεσματική και ότι οι πόροι έπρεπε αντ’ αυτού να διοχετεύονται σε δυναμικούς «επιχειρηματικούς» πόλους ανάπτυξης. Μια χωρική εκδοχή των οικονομικών «κύλισης προς τα κάτω» θα λάμβανε υπόψη της στην παροιμιώδη μακρά διάρκεια (η οποία ποτέ δεν έρχεται) όλες αυτές τις ενοχλητικές, χωρικές και αστικές ανισότητες. Η διάθεση της πόλης ως εμπορεύματος σε αυτούς που επιδιώκουν την οικονομική ανάπτυξή και στους χρηματιστές, καταλήγει προς όφελος όλων! Η έκθεση της παγκόσμιας τράπεζας υποστήριζε ότι εάν οι κινέζοι είχαν απελευθερώσει τις χρήσεις της γης στις πόλεις τους ώστε να αποδεσμεύσουν τις δυνάμεις της αγοράς, η οικονομία τους θα είχε αναπτυχθεί ακόμη γρηγορότερα από όσο αναπτύχθηκε!

Η Παγκόσμια Τράπεζα σαφώς ευνοεί το κερδοσκοπικό κεφάλαιο και όχι τους ανθρώπους. Η ιδέα πως μια πόλη μπορεί να ευημερήσει με όρους κεφαλαιακής συσσώρευσης, ενώ οι κάτοικοί της -εκτός από τις προνομιούχες τάξεις- και το περιβάλλον να δυσπραγούν, δεν εξετάζεται ποτέ. Ακόμη χειρότερα, η έκθεση είναι συνυπεύθυνη για τις πολιτικές που εδράζονται στις ρίζες της κρίσης του 2007-2009, αν και δημοσιεύτηκε έξι μήνες μετά την χρεωκοπία της Λίμαν και σχεδόν δύο χρόνια μετά την αποτυχία της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ, οπότε το τσουνάμι κατασχέσεων διαφαινόταν πλέον καθαρά. Μας έλεγαν, για παράδειγμα, χωρίς ίχνος αυτοκριτικής, ότι:

Από τότε που ξεκίνησε η απορρύθμιση των οικονομικών συστημάτων στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, η χρηματοδότηση των ακινήτων από την αγορά έχει διευρυνθεί ραγδαία. Οι αγορές στεγαστικής υποθήκης ισοδυναμούν με περισσότερο από το 40% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος στις αναπτυγμένες χώρες, αλλά αυτό είναι πολύ μικρότερο στις αναπτυσσόμενες χώρες, με μέσο όρο λιγότερο από το 10% του ΑΕΠ. Ο ρόλος της αγοράς θα έπρεπε να είναι η πρόκληση της καλά ρυθμισμένης ιδιωτικής συμμετοχής… Η σύσταση νομικών θεμελιώσεων για απλές, εκτελεστέες και συνετές συμβάσεις ενυπόθηκης πίστης είναι μια καλή αρχή. Όταν το σύστημα μια χώρας είναι περισσότερο αναπτυγμένο και ώριμο, ο δημόσιος τομέας μπορεί να ενθαρρύνει μια δευτερογενή αγορά ενυπόθηκης πίστης, να αναπτύξει χρηματοοικονομικές καινοτομίες, και να διευρύνει την τιτλοποίηση των ενυπόθηκων δανείων. Η ιδιοκατοίκηση, η οποία είναι συνήθως το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο ενός νοικοκυριού, είναι σημαντική για την δημιουργία πλούτου, την κοινωνική ασφάλεια και την πολιτική. Οι άνθρωποι που είναι ιδιοκτήτες του σπιτιού τους ή που έχουν διασφαλίσει μια διάρκεια σε αυτό έχουν μεγαλύτερο οικονομικό συμφέρον στην κοινότητά τους και ως εκ τούτου είναι περισσότερο πιθανό να πιέσουν για λιγότερη εγκληματικότητα, ισχυρότερη διοίκηση και καλύτερες τοπικές περιβαλλοντικές συνθήκες.[3]

Αυτές οι δηλώσεις είναι εξαιρετικά εντυπωσιακές δεδομένων των πρόσφατων γεγονότων. H εκτύλιξη της υπόθεσης των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου τροφοδοτήθηκε από τους κοινότοπους μύθους για τα οφέλη της ιδιόκτητης κατοικίας για όλους και την «άρση του κινδύνου» των τοξικών υποθηκών σε υψηλής αξίας εγγυημένες χρεωστικές υποχρεώσεις (CDOs) προκειμένου να πουληθούν σε ανυποψίαστους επενδυτές. Η συνέχιση της «προαστιοποίησης» συνιστά μια διαδικασία κατανάλωσης γης και ενέργειας πέραν του ορίου για μια βιώσιμη «εκμετάλλευση» του πλανήτη γη για την ανθρώπινη κατοίκηση! Οι συγγραφείς ενδεχομένως εύλογα υποστηρίζουν ότι δεν απέφυγαν να συνδέσουν την σκέψη τους για την αστικοποίηση με ζητήματα που αφορούν την παγκόσμια υπερθέρμανση. Μαζί με τον Άλαν Γκρινσπάν, αυτοί θα μπορούσαν επίσης να υποστηρίξουν ότι αιφνιδιάστηκαν από τα γεγονότα του 2007-2009, και πως δεν θα μπορούσε να περιμένει κανείς ότι θα προέβλεπαν οτιδήποτε ανησυχητικό σχετικά με το ρόδινο σενάριο που σχεδίασαν. Εισάγοντας τις λέξεις «συνετές» και «καλά ρυθμισμένη» στο επιχείρημα τους, είχαν, όπως και έγινε, «προφυλαχθεί» έναντι μιας ενδεχόμενης κριτικής.

Από την στιγμή που παραθέτουν αναρίθμητα «συνετά επιλεγμένα» ιστορικά παραδείγματα για να υποστηρίξουν τις νεοφιλελεύθερες πανάκειες τους, πώς παρέκαμψαν το ότι η κρίση του 1973 προήλθε από μια συντριβή της παγκόσμιας αγοράς ακινήτων, η οποία διέλυσε αρκετές τράπεζες; Δεν παρατήρησαν ότι το τέλος της ραγδαίας οικονομικής Ιαπωνικής ανάπτυξης στην δεκαετία του 1990 αντιστοιχούσε στην κατάρρευση των τιμών της γης (ακόμη εξελισσόμενη)• πως το σουηδικό τραπεζικό σύστημα ήταν αναγκαίο να εθνικοποιηθεί το 1992 εξαιτίας των υπερβολών στην αγορά ακινήτων• ότι ένας από τους πυροδότες για την κατάρρευση της Ανατολικής και της Νοτιοανατολικής Ασίας το 1997-98 ήταν η υπερβολική αστική ανάπτυξη στην Ταϊλάνδη• ότι η εμπορική ακίνητη περιουσία που οδήγησε στην κρίση αποταμιεύσεων και δανείων του 1987-1990 στις Ηνωμένες Πολιτείες έδειξε τον τρόπο με τον οποίο πολλές εκατοντάδες οικονομικοί θεσμοί πτωχεύουν με κόστος μεγαλύτερο των 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τους αμερικάνους φορολογούμενους (μια κατάσταση η οποία επηρρέασε σε τέτοιο βαθμό τον Γουίλιαμς Άιζακς, τότε πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Εταιρίας Διασφάλισης των Καταθέσεων, ώστε το 1987 απειλούσε την Αμερικάνικη Ένωση Τραπεζιτών με εθνικοποίηση αν δεν άλλαζαν τις μεθόδους τους);[4]

Πού ήταν οι οικονομολόγοι της Παγκόσμιας Τράπεζας όταν συνέβαιναν όλα αυτά; Υπήρξαν εκατοντάδες οικονομικές κρίσεις από το 1973 (συγκρινόμενες με τις πολύ λίγες πριν από αυτό) και αρκετές από αυτές έχουν καθοδηγηθεί από την αστική ή ιδιοκτησιακή ανάπτυξη. Και ήταν εντελώς ξεκάθαρο στον καθένα σχεδόν που προβληματιζόταν επί τούτου, συμπεριλαμβανομένου, όπως αποδείχτηκε, του Ρόμπερτ Σίλλερ, ότι κάτι πήγαινε στραβά στις αγορές ακινήτων στις Η.Π.Α λίγο πριν ή λίγο μετά το 2000. Αλλά αυτός το αντιμετώπισε ως κάτι συγκυριακό, όχι ως συστημικό.[5] Ο Σίλλερ μπορούσε κάλλιστα να ισχυριστεί, βέβαια, ότι όλα τα προρρηθέντα παραδείγματα ήταν απλώς τοπικά γεγονότα. Αλλά τέτοια μορφή είχε η κρίση του 2007-09 υπό το πρίσμα των λαών της Βραζιλιάς και της Κίνας. Το γεωγραφικό επίκεντρο ήταν οι νοτιοδυτικές Ηνωμένες Πολιτείες και η Φλόριντα (με κάποια διάχυση στην Τζόρτζια) μαζί με ορισμένες άλλες εστιασμένες περιοχές (οι επίμονες κρίσεις κατασχέσεων οι οποίες άρχισαν ήδη από το 2005 σε φτωχές περιοχές παλαιότερων πόλεων όπως η Βαλτιμόρη και η Κλίβελαντ ήταν στενά τοπικές και «ασήμαντες» εξαιτίας του ότι αυτοί που επηρεάστηκαν ήταν αφροαμερικανοί και μειονότητες). Διεθνώς, η Ισπανία και η Ιρλανδία υπέπεσαν στο ίδιο λάθος, όπως επίσης, αν και σε μικρότερο βαθμό, η Βρετανία. Ωστόσο, δεν υπήρξαν σοβαρά προβλήματα στις αγορές ακίνητης ιδιοκτησίας στην Γαλλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Πολωνία ή, την στιγμή εκείνη, και σε ολόκληρη την Ασία.

Μια τοπική κρίση, επικεντρωμένη στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατέστη παγκόσμια με καινοφανείς τρόπους σε σχέση με περιπτώσεις όπως η Ιαπωνία ή η Σουηδία στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αλλά η κρίση των αποταμιεύσεων και των δανείων που συνέβη το 1987 (τη χρονιά μιας σοβαρής χρηματιστηριακής κρίσης η οποία ακόμη θεωρείται ως ένα εντελώς διακριτό επεισόδιο) είχε παγκόσμιες διακλαδώσεις. Το ίδιο ίσχυε και για την σε μεγάλο βαθμό παραγνωρισμένη συντριβή της παγκόσμιας αγοράς ακίνητης ιδιοκτησίας των αρχών του 1973. Η επικρατούσα άποψη πρότασσε πως μόνο η ραγδαία αύξηση της τιμής του πετρελαίου το φθινόπωρο του 1973 ήταν η πιο σημαντική αιτία. Αλλά η συντριβή της ακίνητης ιδιοκτησίας που προηγήθηκε της αύξησης στην τιμή του πετρελαίου κατά έξι μήνες σχεδόν, απέδειξε πως η ύφεση εξελίσσονταν με γοργούς ρυθμούς έως το φθινόπωρο. Η έκρηξη των τιμών μπορεί να υπολογιστεί από το γεγονός ότι τα περιουσιακά στοιχεία της επενδυτικής εταιρίας ακινήτων στις ΗΠΑ αυξήθηκαν από δύο δισεκατομμύρια δολάρια που ήταν το 1969, σε είκοσι δισεκατομμύρια δολάρια το 1973, και από το ότι η αξία των ενυπόθηκων δάνειων της εμπορικής τράπεζας αυξήθηκε από 66.7 δισεκατομμύρια δολάρια σε 113.6 δισεκατομμύρια δολάρια κατά την διάρκεια της ίδιας περιόδου. Η συντριβή στην αγορά ακίνητης ιδιοκτησίας η οποία ακολούθησε την άνοιξη του 1973, μετατράπηκε σε δημοσιονομική κρίση στο εσωτερικό της κάθε πολιτείας (η οποία δεν θα είχε συμβεί εάν η ύφεση αφορούσε αποκλειστικά τις τιμές του πετρελαίου). Η επακόλουθη δημοσιονομική κρίση της πόλης της Νέας Υόρκης  το 1975,  ήταν εξαιρετικά σημαντική επειδή εκείνο τον καιρό ήλεγχε έναν από τους μεγαλύτερους δημόσιους προϋπολογισμούς στον κόσμο (ας μην ξεχνάμε την έκκληση στον Γάλλο πρωθυπουργό και στον καγκελάριο της Δυτικής Γερμανίας να βοηθήσουν την Νέα Υόρκη προκειμένου να αποφευχθεί μια παγκόσμια εσωτερική κατάρρευση των χρηματαγορών). Η Νέα Υόρκη τότε, κατέστη το κέντρο για την επινόηση των νεοφιλελεύθερων πρακτικών διοχετεύοντας τον ηθικό πανικό στις τράπεζες και κάνοντας τους ανθρώπους να πληρώσουν μέσω της αναδόμησης των κοινοτικών συμβάσεων και υπηρεσιών. Ο αντίκτυπος της πιο πρόσφατης συντριβής της αγοράς ακίνητης ιδιοκτησίας μεταφέρθηκε επίσης στην εικονική χρεωκοπία πολιτειών όπως η Καλιφόρνια, δημιουργώντας τεράστιες πιέσεις στα δημόσια οικονομικά των πολιτειών και των κοινοτήτων και τη δημόσια απασχόληση σχεδόν παντού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ιστορία της δημοσιονομικής κρίσης της Νέας Υόρκης κατά τη δεκαετία του 1970 μοιάζει, περιέργως, με αυτή της πολιτείας της Καλιφόρνια, η οποία σήμερα διαθέτει το όγδοο μεγαλύτερο δημόσιο προϋπολογισμό στον κόσμο.[6]

Το Εθνικό Γραφείο Οικονομικής Έρευνας δημοσίευσε πρόσφατα μια μελέτη η οποία αναδεικνύει με τη σειρά της, τον ρόλο των ραγδαίων αυξήσεων των τιμών της ακίνητης ιδιοκτησίας στην πρόκληση των καπιταλιστικών κρίσεων. Από την ανάλυση των δεδομένων της ακίνητης περιουσίας στη δεκαετία του 1920, οι Goetzmann και Newman «συμπεραίνουν ότι η έκδοση τίτλων ακίνητης περιουσίας επηρέασε την κατασκευαστική δραστηριότητα ακινήτων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 και την κατάρρευση της αξίας τους, δια μέσου του μηχανισμού της κυκλικής ενυπόθηκης διασφάλισης και ενδέχεται να οδήγησαν στην επακόλουθη συντριβή της χρηματιστηριακής αγοράς του 1929-1930». Σε ό,τι αφορά τα ακίνητα, η Φλόριντα, τότε όπως και σήμερα, ήταν ένα δυναμικό κέντρο ανάπτυξης της κερδοσκοπίας με την ονομαστική αξία της οικοδομικής άδειας να αυξάνεται κατά 8.000% μεταξύ 1919 και 1925. Σε εθνικό επίπεδο οι εκτιμήσεις για τις αυξήσεις των αξιών των ακινήτων ανήλθαν στο 400% κατά προσέγγιση την ίδια περίοδο. Αλλά αυτό ήταν ένα δευτερεύουσας σημασίας ζήτημα συγκρινόμενο με την εμπορική ανάπτυξη η οποία ήταν σχεδόν  εξολοκλήρου επικεντρωμένη στη Νέα Υόρκη και το Σικάγο, όπου όλοι οι τρόποι οικονομικής υποστήριξης και οι διαδικασίες τιτλοποίησης λειτούργησαν ως πρώτες ύλες τροφοδότησης για μια ραγδαία αύξηση των τιμών «η οποία ήταν εφάμιλλη μόνο με αυτή των μέσων της δεκαετίας του 2000». Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το διάγραμμα των Goetzmann και Newman το οποίο απεικονίζει την κατασκευή υψηλών κτιρίων στην Νέα Υόρκη. Η ραγδαία αύξηση των τιμών της ακίνητης ιδιοκτησίας που προηγήθηκε της συντριβής των ετών 1929, 1973, 1987 και 2000 είναι ολοφάνερη. Αυτοί επισημαίνουν ενδεικτικά ότι τα κτίρια που βλέπουμε στη Νέα Υόρκη συμβολίζουν «κάτι περισσότερο από μια αρχιτεκτονική τάση• αυτά συνιστούσαν σε μεγάλο βαθμό την εκδήλωση ενός διευρυμένου οικονομικού φαινομένου». Σημειώνοντας πως οι τίτλοι των ακίνητων περιουσιών της δεκαετίας του 1920 ήταν όλοι τους τόσο «τοξικοί όσο είναι και σήμερα», συνέχισαν  για να καταλήξουν στο ότι: «η γραμμή του ορίζοντα της Νέας Υόρκης είναι μια αδρή υπενθύμιση της ικανότητα της τιτλοποίησης να συνδέει το κερδοσκοπικό κοινό με κτιριακά εγχειρήματα. Μια ολοένα και μεγαλύτερη κατανόηση της πρώιμης αγοράς τίτλων ακίνητης περιουσίας έχει τη δυνατότητα να μας παράσχει πολύτιμες πληροφορίες όταν κατασκευάζουμε μοντέλα για τα σενάρια της χειρότερης πιθανής εκδοχής στο μέλλον. Η αισιοδοξία στις χρηματαγορές έχει τη δύναμη να αυξήσει τις τιμές του χάλυβα, αλλά δεν έχει την ικανότητα να χρηματοδοτήσει την κατασκευή ενός κτιρίου.[7]

Οι ραγδαίες αυξήσεις και πτώσεις των τιμών στην αγορά ακίνητης ιδιοκτησίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις κερδοσκοπικές χρηματιστηριακές ροές, και αυτές οι αυξομειώσεις των τιμών έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη μάκρο-οικονομία γενικά, όπως και τα κάθε είδους εξωτερικά αποτελέσματα επιτείνουν την εξάντληση των πόρων και την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Επιπλέον, όσο μεγαλύτερο είναι το μερίδιο της αγοράς ακίνητης ιδιοκτησίας στο ΑΕΠ τόσο πιθανότερο είναι η σύνδεση χρηματοδότησης και επένδυσης στο δομημένο περιβάλλον να καταστεί μια ενδεχόμενη πηγή κρίσεων χαμηλής έντασης. Στην περίπτωση των αναπτυσσόμενων χωρών, όπως η Ταϊλάνδη, όπου οι υποθήκες ακίνητης περιουσίας, αν η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας είναι σωστή, αντιστοιχούν μόνο σε 10% του ΑΕΠ, μια συντριβή της ακίνητης ιδιοκτησίας θα μπορούσε βέβαια να συμβάλει, αν και όχι ολοκληρωτικά, στην ενίσχυση μιας μακρο-οικονομικής κατάρρευσης (του είδους που συνέβη το 1997-98), ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου το χρέος των υποθηκών ακίνητης περιουσίας αντιστοιχεί σε 40% του ΑΕΠ, σίγουρα θα μπορούσε να παράξει, και πράγματι παρήγαγε την κρίση του 2007-09.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου