Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

Οι αστεακές καταβολές των οικονομικών κρίσεων, μέρος 2ο

Σε συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης, το κείμενο του Ντ. Χάρβεϋ.

H μαρξιστική θεώρηση

Mε την αστική θεωρία, η οποία αν δεν είναι ολότελα τυφλωμένη, στην καλύτερη περίπτωση στερείται διορατικότητας αναφορικά με το ζήτημα της σχέσης της αστικής ανάπτυξης με τις μακροοικονομικές κρίσεις, είναι πιθανό να σκεφτόταν κάποιος ότι οι μαρξιστές κριτικοί με τις περίφημες μεθόδους του ιστορικού υλισμού, θα είχαν βρει ένα εύκολο πεδίο για αυστηρή καταγγελία των διογκούμενων ενοικίων και των εξώσεων, χαρακτηριστικό αυτού στο οποίο οι Μαρξ και Ένγκελς αναφέρονταν ως δευτερεύουσες μορφές εκμετάλλευσης οι οποίες επιβάλλονται στις εργατικές τάξεις από τους εμπόρους καπιταλιστές και τους ιδιοκτήτες γης. Θα είχαν ασκήσει κριτική στην οικειοποίηση του αστικού χώρου μέσω του «εξευγενισμού», στην οικοδόμηση πολυτελών συγκροτημάτων κατοικιών και στην εξέλιξη του αστικού περιβάλλοντος στο να μοιάζει με θεματικά πάρκα της Ντίσνεϋλαντ, με τις βάρβαρες συνθήκες της ζωής, της στέρησης στέγης, της έλλειψης οικονομικά προσιτής στέγασης και της διαρκούς υποβάθμισης του αστικού περιβάλλοντος (τόσο στο επίπεδο το φυσικό, όπως για παράδειγμα στην ποιότητα του αέρα, όσο και στο κοινωνικό, όπως με την λεγόμενη «καλόβουλη αμέλεια» των εκπαιδευτικών δομών) για την πλειοψηφία του πληθυσμού. Τέτοιες απόψεις εκφράζονται σε ένα περιορισμένο κύκλο μαρξιστών πολεοδόμων (συμπεριλαμβάνω και τον εαυτό μου μεταξύ τους). Αλλά είναι γεγονός ότι η δομή της σκέψης στους μαρξιστικούς κύκλους είναι απελπιστικά παρόμοια με αυτή των αστικών οικονομικών. Οι «πολεοδόμοι» αντιμετωπίζονται ως ειδικοί, ενώ ο πραγματικά σημαντικός πυρήνας της μαρξιστικής μακροοικονομικής θεωρίας βρίσκεται αλλού. Και πάλι ο μύθος της εθνικής οικονομίας κερδίζει έδαφος γιατί αυτό είναι το πεδίο για το οποίο έχουμε τα περισσότερα στοιχεία και, για να είμαστε δίκαιοι, αυτό είναι το πεδίο που λαμβάνονται μερικές από τις πιο σοβαρές πολιτικές αποφάσεις. Ο ρόλος της στεγαστικής αγοράς στη δημιουργία των συνθηκών της κρίσης κατά τη διετία 2007 – 2009 και το αποτέλεσμα της ανεργίας και της λιτότητας (το περισσότερο από το οποίο αποτυπώθηκε στο τοπικό και στο κοινοτικό επίπεδο) δεν έχει γίνει επαρκώς κατανοητό, αφού μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει καμία σοβαρή απόπειρα σύνθεσης και κατανόησης των διαδικασιών αστικοποίησης και οικοδόμησης του αστικού περιβάλλοντος σε συνάρτηση με τη γενική θεωρία των νόμων και της κίνησης του κεφαλαίου. Ως αποτέλεσμα, αρκετοί μαρξιστές θεωρητικοί, οι οποίοι αγαπούν «μέχρι θανάτου» τις κρίσεις, τείνουν να μεταχειρίζονται την πρόσφατη κατάρρευση του οικονομικού συστήματος ως μια προφανή επιβεβαίωση της αγαπημένης τους εκδοχής της μαρξιστικής θεωρίας για τις κρίσεις (π.χ. μείωση του ποσοστού κέρδους, υποκατανάλωση ή ο,τιδήποτε σχετικό).
Ο Μαρξ ο ίδιος θα μπορούσε σε κάποιο βαθμό να κατηγορηθεί ότι, άθελα του, συνέβαλε στην διαμόρφωση αυτής της κατάστασης. Στη εισαγωγή των Grundrisse, σημειώνει ότι ο σκοπός της συγγραφής του Κεφαλαίου είναι η ερμηνεία των γενικών νόμων της κίνησης του κεφαλαίου. Αυτό σήμαινε ότι επικεντρωνόταν σχεδόν αποκλειστικά στην παραγωγή και στην απόσπαση της υπεραξίας, ενώ αφαιρούσε και απέκλειε ό,τι αποκαλούσε «ιδιαιτερότητες» της διανομής (τόκος, ενοίκια, φόροι, ακόμη και μισθοί και ποσοστά κέρδους) αφού αυτές ήταν τυχαίες και συμπτωματικές σε κάποιο δεδομένο χρόνο και χώρο. Επίσης, δεν ασχολούταν με τις ιδιαιτερότητες των σχέσεων ανταλλαγής, όπως για παράδειγμα την προσφορά και την ζήτηση και την κατάσταση του ανταγωνισμού. Όταν η προσφορά και η ζήτηση είναι σε ισορροπία, υποστήριζε, δεν μπορούν να εξηγήσουν τίποτα, ενώ οι καταναγκαστικοί νόμοι του ανταγωνισμού λειτουργούν ως υποκινητές και όχι ως αιτίες των γενικών νόμων της κίνησης του κεφαλαίου. To γεγονός αυτό αναπόφευκτα προκαλεί τη σκέψη του τι γίνεται όταν αυτός ο μηχανισμός της υποκίνησης λείπει, ειδικά σε συνθήκες μονοπωλίων, και τι γίνεται όταν συμπεριλαμβάνουμε τον χωρικό ανταγωνισμό στον τρόπο που σκεφτόμαστε, που είναι όπως ξέρουμε πάντα, μία μορφή μονοπωλιακού ανταγωνισμού (όπως στην περίπτωση του εσωτερικού αστικού ανταγωνισμού).

Καταλήγοντας, ο Μαρξ απεικονίζει την συσσώρευση ως μια «μοναδικότητα» (μια «σπινοζική» σύλληψη, την οποία οι Χαρντ και Νέγκρι έχουν τελευταία προσπαθήσει να αναβιώσουν). Ως τέτοια είναι χαοτική, απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη, γι’ αυτό, σύμφωνα με το Μαρξ, βρίσκεται γενικά έξω από το πεδίο της πολιτικής οικονομίας (η μελέτη των αξιών χρήσεως, όπως διακηρύττει στην πρώτη σελίδα του Κεφαλαίου, είναι «δουλειά» της ιστορίας και όχι της πολιτικής οικονομίας). Ο Μαρξ επίσης, αναγνώριζε ένα ακόμη πεδίο, αυτό της μεταβολικής σχέσης με τη φύση, η οποία είναι μια οικουμενική συνθήκη που εντοπίζεται σε όλες τις μορφές ανθρώπινης κοινωνίας και γι΄ αυτό δεν συνδέεται με κάποιο τρόπο με την κατανόηση των γενικών νόμων της κίνησης του κεφαλαίου ως ειδικής κοινωνικής και ιστορικής κατασκευής. Γι’ αυτό το λόγο, θέματα που αφορούν το περιβάλλον έχουν μία σκιώδη παρουσία στο Κεφάλαιο (γεγονός που δε σημαίνει βέβαια ότι ο Μαρξ τα θεωρούσε ασήμαντα ή ήσσονος αξίας, όπως ακριβώς και δεν απόρριπτε την κατανάλωση ως άσχετη με το ευρύτερο πλαίσιο των πραγμάτων)[8]. Σχεδόν σε ολόκληρο το Κεφάλαιο, ο Μαρξ παραμένει συνεπής στο πλαίσιο που έθεσε στην Grundrisse. Επικεντρώνεται στην παραγωγή υπεραξίας ως γενικευμένο φαινόμενο και περιθωριοποιεί όλα τα υπόλοιπα. Αναγνωρίζει σε διάφορα σημεία ότι υπάρχουν προβλήματα σε αυτή την προσέγγιση. Υπάρχει, σημειώνει, μια «διπλή τοποθέτηση» - γη, εργασία, χρήμα, εμπορεύματα είναι κρίσιμα στοιχεία της παραγωγής, ενώ τόκος, ενοίκια, μισθοί και κέρδη αποκλείονται από την ανάλυση ως ιδιαιτερότητες της διανομής!

Η αρετή της προσέγγισης του Μαρξ είναι ότι επιτρέπει μία σαφή κατανόηση των γενικών νόμων κίνησης του κεφαλαίου, κατασκευασμένη με τρόπο αφαιρετικό, πέρα από τις ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής του (όπως για παράδειγμα τις κρίσεις του 1847–48 και 1857–58). Γι’ αυτό και μπορούμε να τον διαβάζουμε σήμερα με τρόπους που τον κάνουν επίκαιρο στην εποχή μας. Όμως, αυτή η προσέγγιση έχει κάποιο κόστος. Ξεκινώντας, ο Μαρξ καθιστά σαφές πως η ανάλυση μιας πραγματικά υπάρχουσας καπιταλιστικής κοινωνίας/κατάστασης προϋποθέτει μία διαλεκτική σύνθεση των οικουμενικών, των γενικών, των συγκεκριμένων και των μοναδικών πτυχών μιας κοινωνίας που έχει οικοδομηθεί ως οργανική ολότητα. Κατά συνέπεια, δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε γεγονότα οποιασδήποτε τρέχουσας συγκυρίας (όπως η κρίση του 2007–09) αποκλειστικά με αναφορά στους όρους των γενικών νόμων της κίνησης του κεφαλαίου (αυτή είναι μία από τις ενστάσεις μου σε εκείνους που προσπαθούν να εντάξουν τα γεγονότα της σημερινής κρίσης σε μια θεωρία  για την πτωτική τάση του κέρδους). Από την άλλη, δεν μπορούμε να επιχειρήσουμε μια τέτοια εξήγηση χωρίς αναφορά στους γενικούς νόμους της κίνησης (αν και ο ίδιος ο Μαρξ εμφανίζεται να το κάνει αυτό στην περιγραφή του στο Κεφάλαιο της «ανεξάρτητης και αυτόνομης» χρηματοπιστωτικής και εμπορικής κρίσης του 1847 – 48 ή, ακόμη πιο έντονα, στις ιστορικές μελέτες του 18η Μπρυμαίρ και Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία, όπου οι γενικοί νόμοι της κίνησης του κεφαλαίου ποτέ δεν αναφέρονται)[9].
Επιπλέον, οι αφαιρέσεις στο επιλεγμένο από τον Μαρξ επίπεδο γενικότητας αρχίζουν να υποχωρούν, καθώς επεκτείνεται η ανάλυση στο Κεφαλαίο. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα επ΄ αυτού, αλλά ένα είναι το πιο σημαντικό και σε κάθε περίπτωση το πιο σχετικό με το επιχείρημα εδώ, το οποίο συνδέεται με τον τρόπο κατά τον οποίο ο Μαρξ χειρίζεται το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αρκετές φορές στον πρώτο τόμο και κατ’ επανάληψη στον δεύτερο τόμο, ο Μαρξ  επικαλείται το πιστωτικό σύστημα μόνο για το θέσει παράπλευρα ως ένα γεγονός σχετικό με τη διανομή, το οποίο ακόμη δεν είναι προετοιμασμένος να αξιολογήσει. Οι γενικοί νόμοι της κίνησης του κεφαλαίου που μελετά στον δεύτερο τόμο, ειδικότερα εκείνοι της κυκλοφορίας του σταθερού κεφαλαίου και των περιόδων εργασίας, οι περίοδοι παραγωγής, οι περίοδοι κυκλοφορίας και οι περίοδοι αναδιάρθρωσης, όλες καταλήγουν όχι μόνο να επικαλούνται το πιστωτικό σύστημα, αλλά και να το καθιστούν αναγκαίο. Σε αυτό το σημείο γίνεται πολύ επεξηγηματικός. Όταν σχολιάζει πως το αναπτυγμένο χρηματικό κεφάλαιο πρέπει να είναι πάντα  μεγαλύτερο από αυτό που εφαρμόζεται κατά την παραγωγή υπεραξίας  με σκοπό την διαχείριση διαφοροποιημένων φάσεων αναδιάρθρωσης, σημειώνει πως οι αλλαγές στις στιγμές αναδιάρθρωσης μπορούν να απελευθερώσουν κάποια από τα χρήματα που έχουν προηγουμένως παραχθεί. «Αυτό το χρηματικό κεφάλαιο που απελευθερώνεται από την κίνηση αναδιάρθρωσης (μαζί με το χρηματικό κεφάλαιο που απελευθερώνεται από τη διαδοχική παλινδρόμηση του σταθερού κεφαλαίου και αυτού που απαιτείται για τη δημιουργία  μεταβλητού κεφαλαίου σε κάθε εργασιακή διαδικασία) πρέπει να παίξει ένα σημαντικό ρόλο, από τη στιγμή που το πιστωτικό σύστημα έχει αναπτυχθεί, και επίσης πρέπει να δημιουργήσει τα θεμέλια γι’ αυτό[10]. Από αυτό και άλλα συναφή σχόλια γίνεται σαφές ότι το πιστωτικό σύστημα γίνεται απολύτως απαραίτητο  για την κυκλοφορία του κεφαλαίου και κάποια ανάλυση του πιστωτικού συστήματος πρέπει να ενσωματωθεί στους γενικούς νόμους της κίνησης του κεφαλαίου. Αυτό θέτει ένα σοβαρό πρόβλημα γιατί όταν φτάνουμε στην ανάλυση του πιστωτικού συστήματος στον τρίτο τόμο, βρίσκουμε ότι το επιτόκιο καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση και από την κατάσταση του ανταγωνισμού, δύο ιδιαιτερότητες οι οποίες νωρίτερα έχουν αποκλειστεί από το θεωρητικό επίπεδο της γενικότητας με την οποία ο Μαρξ δουλεύει.

Το αναφέρω αυτό γιατί η σημασία των κανόνων που  έθεσε ο Μαρξ στις έρευνες του στο Κεφάλαιο έχουν σε μεγάλο βαθμό αγνοηθεί. Όταν αυτοί οι κανόνες τείνουν όχι μόνο να απαξιώνονται αλλά και να παραβιάζονται, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της πίστωσης και του τόκου: τότε, νέες προοπτικές θεώρησης ανοίγονται, οι οποίες υπερβαίνουν τις ενοράσεις που ο Μαρξ έχει ήδη παραγάγει. Ο Μαρξ στην πραγματικότητα αναγνωρίζει ότι αυτό μπορεί να συμβεί ήδη από την αρχή των προσπαθειών του.

Στα Grundrisse λέει λοιπόν για την κατανάλωση, την πιο  «απείθαρχη» από τις κατηγορίες που αναλύει εξαιτίας των μοναδικοτήτων που εμπλέκονται, ότι ενώ, όπως η μελέτη της χρήσης αξιών, «στην πραγματικότητα ανήκει έξω από τα οικονομικά», η πιθανότητα υπάρχει για την κατανάλωση να λειτουργήσει «στο σημείο εκκίνησης της παραγωγής και να εγκαινιάσει ολόκληρη τη διαδικασία από την αρχή»[11]. Αυτή είναι συγκεκριμένα η περίπτωση της παραγωγικής κατανάλωσης, η διαδικασία της εργασίας καθαυτής. Γι’ αυτό ο Τρόντι και εκείνοι που ακολούθησαν τα βήματα του, όπως ο Νέγκρι,  έχουν απόλυτο δίκιο να βλέπουν την εργασιακή διαδικασία να συγκροτείται καθαυτή ως μοναδικότητα –χαοτική, απείθαρχη, απρόβλεπτη και γι αυτό πάντοτε δυνητικά επικίνδυνη για το κεφάλαιο– εσωτερικευμένη στους γενικούς νόμους της κίνησης του κεφαλαίου[12]! Οι μνημειώδεις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι καπιταλιστές όσο προσπαθούν να κινητοποιήσουν τα «ζωώδη πνεύματα» των εργατών για να παράγουν υπεραξία σηματοδοτεί την ύπαρξη αυτής της μοναδικότητας στην καρδιά της παραγωγικής διαδικασίας (αυτό δεν είναι πουθενά πιο προφανές όσο στον κατασκευαστικό κλάδο, όπως θα δούμε παρακάτω). Εσωτερικεύοντας το πιστωτικό σύστημα και τη σχέση μεταξύ του επιτοκίου και του ποσοστού κέρδους στο πλαίσιο των γενικών νόμων της παραγωγής, της κυκλοφορίας και της υλοποίησης του κεφαλαίου, καταλήγουμε σε μια μορφή "αντιφατικής αναγκαιότητας", αν πρέπει να εφαρμόσουμε τα θεωρητικά εργαλεία του Μαρξ για την ανάλυση πιο απτών γεγονότων.

Η ενσωμάτωση της πίστης στη γενική θεωρία πρέπει ωστόσο να γίνει με προσοχή, με τρόπους που διατηρούν, αν και σε μια διαφορετική κατάσταση, τις θεωρητικές ενοράσεις που έχουν ήδη επιτευχθεί. Λαμβάνοντας υπόψη το πιστωτικό σύστημα για παράδειγμα, δεν μπορούμε να το μεταχειριζόμαστε αποκλειστικά ως μία ενότητα καθαυτή, ένα είδος άνθησης κεφαλαίου εντοπισμένης στη Γουολ Στριτ ή στην πόλη του Λονδίνου που κινείται ελεύθερα από κάθε σχέση με συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες. Αρκετή από την πιστωτική δραστηριότητα μπορεί να είναι πράγματι κερδοσκοπικού χαρακτήρα και μία αηδιαστική εκδήλωση του ανθρώπινου πόθου για χρυσάφι και εξουσία που απορρέει από το χρήμα. Αλλά αρκετή από αυτή είναι απαραίτητη και θεμελιώδης για τη λειτουργία του κεφαλαίου. Τα  όρια μεταξύ αυτού που είναι αναγκαίου και αυτού που είναι (α) κατ’ ανάγκη πλασματικό (όπως στην περίπτωση του κρατικού χρέους και του χρέους ενυπόθηκων δανείων) και (β) υπερβολή, δεν είναι εύκολο να οριοθετηθούν.

Το να προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τη δυναμική τη πρόσφατης κρίσης και των αποτελεσμάτων της χωρίς αναφορά στο πιστωτικό σύστημα (με ενυπόθηκα δάνεια αξίας περίπου ίσης με το 40% του ΑΕΠ στις ΗΠΑ), στον καταναλωτισμό (70% της κινητήριας δύναμης στην οικονομία των ΗΠΑ, συγκριτικά με 35% στην Κίνα) και την κατάσταση του ανταγωνισμού (τη μονοπωλιακή δύναμη στη χρηματοπιστωτική αγορά, την αγορά ακινήτων, το λιανικό εμπόριο και πολλές άλλες αγορές), θα ήταν μία γελοία προσπάθεια. 1,4 τρις δολάρια σε ενυπόθηκα δάνεια, αρκετά από αυτά τοξικά, βρίσκονται στις δευτερεύουσες αγορές της Fannie Mae και της Freddie Mac στις ΗΠΑ, πιέζοντας έτσι την κυβέρνηση να δώσει 400 δις δολλάρια σε μία δυνητική προσπάθεια διάσωσης (με τα 142 δις να έχουν ήδη ξοδευτεί). Για να καταλάβουμε αυτό, χρειάζεται να αποκωδικοποιήσουμε αυτό που ο Μαρξ μπορεί να εννοούσε με την κατηγορία του «πλασματικού κεφαλαίου» και της σύνδεσής του με τις αγορές γης και στέγασης. Χρειαζόμαστε ένα τρόπο να κατανοήσουμε πως η τιτλοποίηση, όπως το θέτουν οι Goetzmann and Newman, συνδέει «το κεφάλαιο ενός κερδοσκοπικού κοινού σε κατασκευαστικά επιχειρηματικά εγχειρήματα». Δεν ήταν, άλλωστε, η κερδοσκοπία στις αξίες γης, στέγης και ενοικίων που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην δημιουργία της κρίσης;

***

Το πλασματικό κεφάλαιο για τον Μάρξ δεν είναι αποκύημα της φαντασίας του θολωμένου από την κοκαΐνη μυαλού ορισμένων τραπεζιτών της Γουόλ Στριτ. Είναι μία φετιχοποιημένη κατασκευή που σημαίνει, δεδομένου του ορισμού του φετιχισμού από τον Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, ότι είναι αρκετά πραγματικό και, ταυτόχρονα, ένα επιφανειακό φαινόμενο που αποκρύπτει κάτι σημαντικό για τις υποκείμενες κοινωνικές σχέσεις.  Όταν μία τράπεζα δανείζει στο κράτος και λαμβάνει τόκο σε αντάλλαγμα, εμφανίζεται σαν να κάνει κάτι παραγωγικό το κράτος, σαν κάτι που παράγει αξία, όταν στις περισσότερες περιπτώσεις (αλλά όχι σε όλες, όπως θα δείξω παρακάτω) αυτό που συμβαίνει μέσα στο κράτος (όπως η διενέργεια πολέμων) δεν έχει καμία σχέση με την παραγωγή αξίας. Όταν  μία τράπεζα δανείζει ένα καταναλωτή για να αγοράσει ένα σπίτι και σε αντάλλαγμα εξασφαλίζει μία ροή τόκων, το παρουσιάζει σα να συμβαίνει κάτι με το σπίτι το οποίο παράγει άμεσα αξία, όταν στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Όταν οι τράπεζες εκδίδουν ομολογιακό δάνειο για την κατασκευή νοσοκομείων, πανεπιστημίων και σχολείων  με αντάλλαγμα τον τόκο, τότε δημιουργείται η εντύπωση ότι παράγεται άμεσα αξία από αυτούς τους θεσμούς, ενώ δε συμβαίνει κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα. Όταν οι τράπεζες δανείζουν για αγορά γης και στέγασης, τότε η διανεμητική κατηγορία του ενοικίου απορροφάται από τη ροή της κυκλοφορίας του πλασματικού κεφαλαίου.[13] Όταν οι τράπεζες δανείζουν σε άλλες τράπεζες ή όταν η Κεντρική Τράπεζα δανείζει σε εμπορικές τράπεζες που δανείζουν σε κερδοσκόπους γης με σκοπό την είσπραξη προσόδων, τότε το πλασματικό κεφάλαιο μοιάζει όλο και περισσότερο με μία αέναη παλινδρόμηση σε μύθους που έχουν χτιστεί πάνω σε άλλους μύθους. Αυτά όλα είναι παραδείγματα ροής πλασματικού κεφαλαίου. Και είναι αυτές οι ροές που μετατρέπουν την πραγματική αγορά ακινήτων σε μια μη πραγματική αγορά ακινήτων.

Το σημείο που θέλει να τονίσει ο Μαρξ είναι ότι ο τόκος που πληρώνεται προέρχεται από κάπου αλλού – από φορολογία ή άμεση απόσπαση από την παραγωγή υπεραξίας ή από φόρους στα έσοδα (μισθούς και κέρδη). Και για τον Μαρξ, βέβαια, το μόνο μέρος όπου η αξία και η υπεραξία δημιουργούνται είναι η εργασιακή διαδικασία της παραγωγής. Αυτό που συμβαίνει με την κυκλοφορία του πλασματικού κεφαλαίου μπορεί να είναι κοινωνικά αναγκαίο για τη διατήρηση του καπιταλισμού. Μπορεί να είναι ένα τμήμα του αναγκαίου κόστους παραγωγής και αναπαραγωγής. Δευτερεύουσες μορφές υπεραξίας μπορεί να εξαχθούν από καπιταλιστικές επιχειρήσεις μέσω της εκμετάλλευσης των εργαζομένων από τους λιανοπωλητές, τις τράπεζες και τα επενδυτικά κεφάλαια. Αλλά το σημείο που θέλει να αναδείξει ο Μαρξ είναι ότι αν δεν υπάρχει αξία και υπεραξία στην παραγωγή γενικά, τότε αυτοί οι τομείς δε μπορούν να υπάρχουν ανεξάρτητα. Αν δηλαδή δε παράγονται παπούτσια και μπλούζες, τότε τί θα πουλήσουν οι λιανέμποροι;

Υπάρχει ωστόσο ένα στοιχείο που είναι εξαιρετικά σημαντικό. Κάποια από τη ροή του πλασματικού κεφαλαίου μπορεί πράγματι να σχετίζεται με την δημιουργία αξίας. Όταν μετατρέπω το υποθηκευμένο μου σπίτι σε ένα «κάτεργο» που απασχολεί οικονομικούς μετανάστες χωρίς χαρτιά, τότε το σπίτι γίνεται σταθερό κεφάλαιο στην παραγωγή. Όταν το κράτος χτίζει δρόμους και άλλες υποδομές που λειτουργούν ως συλλογικά μέσα παραγωγής για το κεφάλαιο, τότε αυτά πρέπει να κατηγοριοποιηθούν ως «παραγωγικές κρατικές δαπάνες». Όταν το νοσοκομείο ή το πανεπιστήμιο γίνεται μέρος για καινοτομία και σχεδιασμό νέων φαρμάκων, εξοπλισμού και των σχετικών, γίνεται ένας τόπος παραγωγής. Ο Μαρξ δε θα ενοχλείτο καθόλου με αυτές τις παρατηρήσεις. Όπως λέει για το  σταθερό κεφάλαιο, αν κάτι λειτουργεί ως σταθερό κεφάλαιο ή όχι εξαρτάται από τη χρήση του και όχι από τα φυσικά του χαρακτηριστικά του[14]. Το σταθερό κεφάλαιο μειώνεται όταν τα πατάρια παραγωγής υφασμάτων μετατρέπονται σε συγκροτήματα σπιτιών ενώ τα μικροδάνεια μετατρέπουν τις καλύβες των χωρικών σε ένα (πολύ φτηνότερο) σταθερό κεφάλαιο παραγωγής!

Αρκετή από την αξία και την υπεραξία που δημιουργείται στην παραγωγή συλλέγεται για να διέλθει, με κάθε τρόπο, μέσα από περίπλοκα μονοπάτια, μέσα από πλασματικά κανάλια. Και όταν οι τράπεζες δανείζουν σε άλλες τράπεζες, είναι σαφές ότι κάθε είδους κοινωνικά μη απαραίτητων πληρωμών και οι κερδοσκοπικών κινήσεων γίνονται δυνατές, λόγω της συνεχόμενης εναλλαγής των κυμαινόμενων αξιών. Αυτές οι αξίες εξαρτώνται από μία κριτική διαδικασία «κεφαλαιοποίησης». Μια ροή εσόδων από κάποιο περιουσιακό στοιχείο, όπως γη, ιδιοκτησία ή οτιδήποτε λαμβάνει μια αξία κεφαλαίου στην οποία μπορεί να εμπορεύεται ανάλογα με το επιτόκιο και το προεξοφλητικό επιτόκιο που καθορίζονται από τις συνθήκες προσφοράς και ζήτησης στην αγορά χρήματος. Με ποιο τρόπο θα αποτιμήθουν τέτοια περιουσιακά στοιχεία όταν δεν υπάρχει αγορά έγινε ένα τεράστιο πρόβλημα το 2008, το οποίο δεν έχει λυθεί ακόμη. Το ερώτημα του πόσο τοξικά είναι τα περιουσιακά στοιχεία που έχει στην κατοχή της η Fannie Mae, προκαλεί σχεδόν σε όλους πονοκέφαλο (υπάρχει εδώ ένας σημαντικός παραλληλισμός με την Αντιδικία για την Αξία του Κεφαλαίου, που ξέσπασε και σχεδόν αμέσως θάφτηκε στα συμβατικά οικονομικά στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλες τις άβολες αλήθειες)[15]. Το πρόβλημα που θέτει το πιστωτικό σύστημα είναι πως είναι ζωτικής σημασίας για την παραγωγή, κυκλοφορία και πραγματοποίηση των ροών κεφαλαίου, ενώ την ίδια στιγμή είναι η επιτομή όλων των κερδοσκοπικών και άλλων «παράλογων οικονομικών μορφών». Είναι αυτό που οδήγησε τον Μαρξ να χαρακτηρίσει τον Isaac Pereire, ο οποίος μαζί με τον αδερφό του Emile, ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της κερδοσκοπικής ανακατασκευής της αστικής υποδομής του Παρισιού υπό τον Haussmann, σαν κάποιον που είχε «τον όμορφα ανακατεμένο χαρακτήρα του απατεώνα και του προφήτη»[16].

Σημειώσεις:
8. Karl Marx, Grundrisse, London: Penguin, 1973, σελ.88-100.
9. David Harvey, `A Commentary on Marx΄s Method in Capital΄, προσεχώς στο Historical Materialism.
10. Karl Marx. Capital, Τόμος 2, London: Penguin, 1978, σελ.357 (η υπογράμμιση δική μου).
11. Marx, Grundrisse, σελ. 89.
12. Mario Tronti, `The Strategy of Refusal΄, Turin: Einaudi, 1966, διαθέσιμο στο http://libcom.org; Antonio Negri, Marx Beyond Marx: Lessons on the Grundrisse, London: Autonomedia, 1989.
13. Karl Marx, Capital, Τόμος 3, London: Penguin, 1978, κεφάλαια 24 και 25.
14. David Harvey, The Limits to Capital, Oxford: Blackwell, 1982, κεφάλαιο 8.
15. Marx, Capital, Τόμος 3, σελ.597; Geoffrey Harcourt, Some Cambridge Controversies in the Theory of Capital, Cambridge: Cambridge University Press, 1972.
16. Marx, Capital, Τόμος 3, σελ.573. Και ο Isaac και ο Emile, παρεμπιπτόντως, ήταν μέλη του ουτοπικού κινήματος του Σαιντ-Σιμόν πριν το 1848.

Μετάφραση: Μιχάλης Βεληζιώτης, Αλίκη Κοσυφολόγου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου