Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

Ξανά για την "Ελληνικός Χρυσός"

Με αφορμή την προχτεσινή υπογραφή από τον Υπουργό Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Γιώργο Παπακωνσταντίνου, της Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ) του έργου των Μεταλλευτικών Μεταλλουργικών Εγκαταστάσεων Μεταλλείων Κασσάνδρας Χαλκιδικής της εταιρείας Ελληνικός Χρυσός ΑΕΜΒΧ (ο υπουργός αυτός θα μείνει στην ιστορία), αναδημοσιεύουμε κείμενο του εκπροσώπου του Α.Χ.Μ.ΜΕΤ. στην Επιστημονική Επιτροπή Μεταλλειολόγων του ΤΕΕ με την οποία διαχωρίζει τη θέση του από τη στάση των υπολοίπων της Επιτροπής να σταθούν υπέρ της επένδυσης κρίνοντας περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονομικα τις επιπτώσεις. Για καλύτερη ενημέρωση στο θέμα δείτε επίσης :
Περιφρόνησαν για μια ακόμα φορά το λαό της Χαλκιδικής και υπέγραψαν την έγκριση για επέκταση των μεταλλείων
Παρατηρητήριο Μεταλλευτικών Δραστηριοτήτων


Το τελευταίο χρονικό διάστημα, ως λογικό επακόλουθο της βαθιάς οικονομικής κρίσης, έχει ανοίξει με όρους  επιτακτικούς η συζήτηση για την αναγκαιότητα βιομηχανικών επενδύσεων στα πλαίσια της ευρύτερης ανάταξης των παραγωγικών δομών σε εγχώριο επίπεδο. Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί και η «Ελληνικός Χρυσός ΑΕ» στην ΒΑ Χαλκιδική.
Συνοπτικά, το ζήτημα της εξόρυξης χρυσού, αποτελεί ένα χρόνιο πεδίο συζητήσεων και αντιπαραθέσεων, τα τελευταία τουλάχιστον 25 χρόνια, στην συγκεκριμένη περιοχή, με άξονες τόσο τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της συγκεκριμένης δραστηριότητας όσο και ευρύτερα τις οικονομικές και κοινωνικές απολήξεις στην περιοχή αλλά και ευρύτερα.  Από το 2003 και μετά, και κυρίως την τελευταία τριετία, ο διάλογος (με ιδιαίτερα έντονο τόνο σε ορισμένες περιπτώσεις) περιστρέφεται γύρω από την αδειοδότηση και την έναρξη εργασιών της Ελληνικός Χρυσός ΑΕ και την δημιουργία μεταλλουργίας χρυσού, αργύρου και χαλκού στην περιοχή του Μαντέμ Λάκκου. Παράλληλα με την ίδρυση μεταλλουργικής μονάδας χρυσού, αργύρου και χαλκού, το επενδυτικό σχέδιο αποσκοπεί στην επέκταση και τον εκσυγχρονισμό των υφιστάμενων μεταλλείων Μαύρων Πετρών, Σκουριών και Ολυμπιάδας, εργοστασίων εμπλουτισμού και λιμενικών εγκαταστάσεων Στρατωνίου και στην εντατική μεταλλευτική έρευνα για τον εντοπισμό νέων κοιτασμάτων που θα μπορούν να τροφοδοτήσουν με πρώτες ύλες τη μεταλλουργική μονάδα και να επιμηκύνουν τον ορίζοντα λειτουργίας της επένδυσης.
Τα ερωτήματα που έχουν δημιουργηθεί, αφορούν κυρίως 3 ζητήματα :


1.        Τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της επένδυσης. Είναι αλήθεια πως η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων που έχει εκπονηθεί, αποτελεί την πιο λεπτομερή και πληρέστερη μελέτη μέχρι σήμερα για την συγκεκριμένη περιοχή (σε πλήρη αντίθεση με το παρελθόν). Παρόλα αυτά, έχουν δημιουργηθεί πλήθος ερωτημάτων που μέχρι στιγμής δεν έχουν απαντηθεί επαρκώς. Οι αρνητικές γνωματεύσεις του ΤΕΕ Κεντρικής Μακεδονίας και της ομάδας εργασίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αναδεικνύουν στοιχεία που χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης και απάντησης, ώστε να υπάρχουν οι απαραίτητες τροποποιήσεις (ή ακόμα και να κριθούν ως αβάσιμοι οι προβληματισμοί και οι διαφωνίες που εγείρονται, με επαρκή τεκμηρίωση). Φυσικά πρέπει να ληφθεί υπόψη και η γνωμάτευση του κλιμακίου Επιθεωρητών Περιβάλλοντος του ΥΠΕΚΑ και του ΙΓΜΕ. Οι ενστάσεις που έχουν διατυπωθεί αφορούν τις επιπτώσεις που θα υπάρχουν στο φυσικό περιβάλλον της περιοχής, τις δασικές εκτάσεις και την πανίδα (που εμπεριέχει προστατευόμενα είδη), την επιβάρυνση των υδάτινων πόρων της περιοχής, την αέρια ρύπανση, την επιβάρυνση του θαλάσσιου περιβάλλοντος (λιμάνι Στρατωνίου, παράκτιες ζώνες) και την διάθεση των στερεών και υγρών αποβλήτων. Επίσης οφείλει να αποσαφηνισθεί το ζήτημα της χρήσης κυανίου (το οποίο κατά το παρελθόν αποτέλεσε και το κύριο σημείο αντιπαράθεσης). Με βάση το σχεδιασμό της επιχείρησης, θα βασίζεται στη μέθοδο ακαριαίας τήξης (flash smelting) που θεωρείται από τις ασφαλέστερες και περιβαλλοντικά φιλικότερες μεθόδους σε παγκόσμια κλίμακα. Παρόλα αυτά μένει ανοιχτό «παραθυράκι» χρήσης κυανίου σε περίπτωση αδυναμίας εφαρμογής της συγκεκριμένης μεθόδου. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της προστασίας του περιβάλλοντος, οφείλει να αποτελεί προτεραιότητα και σε καμία περίπτωση να μην μένουν αναπάντητα ερωτήματα πριν την εκκίνηση οποιασδήποτε δραστηριότητας, ειδικά τέτοιου μεγέθους, λαμβάνοντας υπόψη τις υπάρχουσες επιστημονικές / τεχνικές δυνατότητες. Ειδικότερα για τον κλάδο μας, το ζήτημα του περιβάλλοντος έχει βαρύνουσα σημασία, και μας επιτάσσει αυξημένη ευαισθησία ως προς αυτό, αφενός λόγω της φύσης των δραστηριοτήτων, που χωρίς τον κατάλληλο έλεγχο και πρόληψη μπορούν να δημιουργήσουν σε μη αναστρέψιμες περιβαλλοντικές βλάβες και αφετέρου λόγω παρελθόντων ελλείψεων και λαθών σε πολλές περιπτώσεις, που έχουν οδηγήσει την κοινή γνώμη σε μια αποστροφή προς τις μεταλλευτικές δραστηριότητες η οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχεί στις πραγματικές δυνατότητες του κλάδου και του ρόλου που μπορεί να έχει στην αναπτυξιακή δραστηριότητα.
2.        Τις οικονομικές επιπτώσεις της επένδυσης και την «ανταποδοτικότητα» της ως προς το δημόσιο και εθνικό συμφέρον (και όχι ως προς την εταιρεία). Έχουν διατυπωθεί πολλές ενστάσεις τόσο για την σύμβαση που υπεγράφη με την Ελληνικός Χρυσός όσο και για τις επιπτώσεις στην οικονομική ζωή της περιοχής. Είναι μεν αλήθεια πως, σε δύσκολες όντως εποχές, μία τέτοια επένδυση θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας (αν και οι ισχυρισμοί για τις 4 – 5 χιλιάδες έμμεσες θέσεις εργασίας, δεν προκύπτουν από πουθενά), αλλά δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα καμία προσπάθεια δημιουργίας ενός ισοζυγίου μεταξύ των θέσεων εργασίας που θα δημιουργηθούν και αυτών που θα χαθούν από άλλες δραστηριότητες, που προφανώς και θα επηρεασθούν αρνητικά από την επένδυση (π.χ. αλιεία, τουρισμός). Τα οικονομικά οφέλη της εταιρείας (που υπολογίζονται κοντά στα 400 εκ. Ευρώ τον χρόνο) είναι τρομερά δυσανάλογα με τα οφέλη που θα έχει το ελληνικό κράτος και η ελληνική κοινωνία (τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο), σημείο ιδιαίτερα καίριο αυτές τις δύσκολες εποχές. Αντίθετα, ακόμα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τιμή των 11 εκατ. ευρώ που καταβλήθηκε για την πώληση των Μεταλλείων Κασσάνδρας στην Ελληνικός Χρυσός το 2003 ήταν κατώτερη της πραγματικής τους αξίας. Η πώληση πραγματοποιήθηκε χωρίς ανοικτό διαγωνισμό ή εκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων των μεταλλείων από ανεξάρτητο εκτιμητή. Επίσης, η πωλητήρια σύμβαση προέβλεπε απαλλαγή από τους φόρους συναλλαγών. Η Επιτροπή έλαβε σχετική καταγγελία τον Ιούλιο του 2007. Έκθεση σχετικά με την Ελληνικός Χρυσός, η εκπόνηση της οποίας ανατέθηκε λίγο μετά την πώληση, υπολόγισε την αξία των μεταλλείων σε 25 εκατ. ευρώ. Οι φόροι που θα έπρεπε να είχαν καταβληθεί επί της πώλησης ανέρχονται σε 1,34 εκατ. Ευρώ. Η σημασία του συγκεκριμένου ζητήματος είναι τεράστια, ειδικά σε μία περίοδο που η γενικευμένη αίσθηση, είναι αυτή του ξεπουλήματος των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας (και δικαίως).
3.        Την κοινωνική αποδοχή της επένδυσης. Είναι προφανές πως καμία δραστηριότητα σε τοπικό επίπεδο, δεν μπορεί να συντελεστεί αν δεν υπάρχει και η αποδοχή της τοπικής κοινωνίας. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι παρελθούσες καταστροφικές (με ευθύνη των προηγούμενων εταιρειών αλλά και των εκάστοτε κυβερνήσεων και υπουργείων) δραστηριότητες, η ελλιπής ενημέρωση και πολύ περισσότερο η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε προσπάθειας ειλικρινούς και εποικοδομητικής προσέγγισης της τοπικής κοινωνίας έχουν συντελέσει στην δημιουργία ενός διχασμένου και «εκρηκτικού» κλίματος. Οι προσπάθειες εκβιαστικών διλημμάτων και η χρησιμοποίηση της ανεργίας ως μοχλός πίεσης δεν συνάδουν με το πνεύμα που θα έπρεπε να διέπει την προσπάθεια αναδιάταξης της παραγωγικής διαδικασίας της χώρας, σε μία εποχή που δείχνει πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος ανοικοδόμησης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής των πολιτών, πέρα από την συμπόρευση της επενδυτικής δραστηριότητας με την κοινωνική αποδοχή και ωφέλεια. Το πρώτο βήμα δεν μπορεί να είναι άλλο από την εκτενή ανάλυση και την επιχειρηματολογία ως προς το θετικό πρόσημο της επένδυσης, στους άξονες που αναφέρονται παραπάνω (περιβαλλοντική προστασία, ευρύτερη οικονομική επίπτωση και ωφέλεια), αν φυσικά όντως η επένδυση καλύπτει αυτές τις προϋποθέσεις. Άλλωστε και πρόσφατες παρόμοιες περιπτώσεις (π.χ. Κερατέα) έδειξαν με τον πλέον σαφή τρόπο, πως χωρίς την αποδοχή του κοινωνικού συνόλου, καμία επένδυση, όχι απλά δεν μπορεί να λειτουργήσει εποικοδομητικά, αλλά ούτε καν να πραγματοποιηθεί.
Τα τρία παραπάνω ζητήματα, αποτελούν αυτή τη στιγμή ανοιχτά θέματα. Μέχρι να καταστεί δυνατή, η πλήρης επίλυση και απάντησή τους, είναι προφανές πως δεν μπορεί να υπάρξει μια μονοσήμαντη τοποθέτηση (θετική ή αρνητική). Παράλληλα, η Επιστημονική Επιτροπή, όπως και το Τεχνικό Επιμελητήριο, δεν δύναται ούτε και επιθυμεί να απαντάει σε τόσο κρίσιμα ερωτήματα, υπό το πρίσμα εκβιαστικών χρονικών ορίων. Το ζήτημα της Ελληνικός Χρυσός, είναι γνωστό εδώ και χρόνια. Αν η εταιρεία ή το Υπουργείο, επιθυμούσε την εμπλοκή του δυναμικού του ΤΕΕ, είχαν άπλετο χρόνο να το ζητήσουν. Δεν είναι δυνατόν να τίθεται το ερώτημα επιτακτικά, στη μορφή «απάντηση τώρα, γιατί αλλιώς θα χαθεί η επένδυση και μαζί της και οι θέσεις εργασίας» και με αυτό τον τρόπο να μετατοπίζεται η ευθύνη προς την πλευρά του ΤΕΕ ή οποιουδήποτε άλλου φορέα. Η επιστημονική μας ιδιότητα αλλά και η κοινωνική μας ευθύνη δεν μας επιτρέπουν, ελαφρά την καρδία να απαντάμε, σε αυτά τα ζητήματα. Ούτε έχουμε διάθεση η γνωμοδότηση μας να αποτελέσει διαπραγματευτικό χαρτί άσκησης πιέσεων από οποιαδήποτε πλευρά. Ελλείψει μιας ενδελεχούς ανάλυσης όλων των παραμέτρων, μια τοποθέτηση «στο πόδι» από πλευράς μας, θα λειτουργούσε είτε αποτρεπτικά για μία επένδυση που ειλικρινά πιστεύουμε πως υπό προϋποθέσεις μπορεί να συμβάλει θετικά, είτε ως «χείρα βοηθείας» προς την εταιρεία για την ευκολότερη, πιο «αναίμακτη» και άνευ όρων αδειοδότηση των προβλεπόμενων δραστηριοτήτων.  Τα παραπάνω δεν αποτελούν υπεκφυγή ούτε και επιθυμούμε να «πετάμε το μπαλάκι στην κερκίδα». Αυτό το πράττει την συγκεκριμένη στιγμή το Υπουργείο, που μετά την παντελή αποτυχία μιας αστείας «δημόσιας διαβούλευσης», δεν έχει την δυνατότητα να προχωρήσει σε συγκερασμό των εκατέρωθεν απόψεων και να προβεί στο αυτονόητο, δηλαδή τον έλεγχο και διασφάλιση του κοινωνικού συμφέροντος, στην προκειμένη περίπτωση υπό το πρίσμα μιας συγκεκριμένης επένδυσης εκμετάλλευσής του (ούτως ή άλλως πλούσιου) ορυκτού πλούτου της Ελλάδας.
Συνοψίζοντας :
•        Ως Επιστημονική Επιτροπή, είναι πάγια η θέση μας, υπέρ των επενδύσεων που αφορούν τον κλάδο της μεταλλευτικής. Η εξορυκτική δραστηριότητα οφείλει να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης. Η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της χώρας μπορεί να αποτελέσει σημαντικό εργαλείο για την αντιμετώπιση της ανεργίας, για την προσπάθεια αποκέντρωσης και ενίσχυσης της περιφέρειας αλλά και για την δημιουργία εξαγώγιμων προϊόντων και την εν γένει ενίσχυση της λεγόμενης πραγματικής οικονομίας. Τα παραπάνω για να λειτουργήσουν και να αποδώσουν (σε αντίθεση με πλήθος περιπτώσεων κατά το παρελθόν) σε οποιαδήποτε επένδυση, οφείλουν να έχουν ως γνώμονα την ενίσχυση του κοινωνικού συνόλου (οικονομικά αλλά και ως προς την γενικότερη ποιότητα ζωής, δημόσια υγεία και ασφάλεια κτλ.) και την περιβαλλοντική προστασία.
•        Στην συγκεκριμένη περίπτωση, της Ελληνικός Χρυσός ΑΕ, θεωρούμε πως υπάρχουν ακόμα προβληματισμοί και ερωτήματα, μείζονος σημασίας, που δεν μπορούν να προσπεραστούν ως ασήμαντα. Δεν θεωρούμε a priori πως αυτό σημαίνει εξοστρακισμό της δυνατότητας για μια τέτοια επένδυση (το αντίθετο, όπως αναφέρεται και πιο πάνω), αλλά πιστεύουμε πως είναι απαραίτητη η περαιτέρω διερεύνηση του ζητήματος. Τα χρονικά πλαίσια δεν μπορούν να αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα, για μια διαδικασία που, όπως αναφέρεται, θα διαρκέσει τουλάχιστον 30 χρόνια, ενώ οι επιπτώσεις της (θετικές ή αρνητικές) θα έχουν ορίζοντα πολλών δεκαετιών ακόμα και μετά το πέρας του έργου. Πιστεύουμε πως το Υπουργείο θα έπρεπε να δημιουργήσει ομάδα εργασίας, όπου θα ληφθούν υπόψη όλα τα στοιχεία και θα υπάρξει μια τελική γνωμοδότηση σχετικά με το θετικό ή αρνητικό πρόσημο της επένδυσης. Φυσικά το ΤΕΕ με το επιστημονικό του προσωπικό θα αποτελέσει αρωγό σε μία τέτοια προσπάθεια, που δεν θα γίνεται με γνώμονα της εύκολες εντυπώσεις (όπως η υποτιθέμενη «δημόσια διαβούλευση») ούτε και θα επηρεάζεται από μικροσυμφέροντα, και θα δημιουργήσει ένα συνολικά αποδεκτό πλαίσιο για την επένδυση. Αν το Υπουργείο αδυνατεί να προχωρήσει σε περαιτέρω κινήσεις (επί της ουσία δηλαδή να επιτελέσει τον ρόλο του, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία) και επειδή η σοβαρότητα και ωριμότητα με την οποία αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς μας, τον θεσμικό μας ρόλο σαν Επιστημονική Επιτροπή και ΤΕΕ αλλά και η υποχρέωση που μας προσδίδει η ιδιότητα μας σαν επιστήμονες μηχανικοί απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, δεν μας επιτρέπει να αντιμετωπίζουμε αυτά τα θέματα με την ελαφρότητα και την προχειρότητα (ή την επιτηδευμένη δυστοκία) που το πράττει η πολιτική «ηγεσία» του τόπου, προτείνουμε την δημιουργία ομάδας εργασίας από το ίδιο το ΤΕΕ, στην οποία θα συμμετέχουν όλες οι αρμόδιες επιτροπές και οι εμπλεκόμενοι φορείς.      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου