Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

Η απρόσμενη αναμέτρηση: ο κορωνοϊός και ο καπιταλισμός






Είναι μάλλον ταιριαστό το γεγονός ότι η σοβαρή απειλή του κορωνοϊού έπληξε το μεγαλύτερο μέρος της Δύσης στις ειδούς του Μαρτίου, την ημέρα που κατά παράδοση υπολογίζονταν οι εκκρεμείς οφειλές στην Αρχαία Ρώμη. Η προηγούμενη εβδομάδα ήταν ένα πραγματικό τρενάκι του τρόμου. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) δήλωσε ότι η μόλυνση είναι τελικά πανδημία, οι κυβερνήσεις προσπαθούσαν να ανταποκριθούν, ο ιός κυριάρχησε στις ειδήσεις, καθώς και στην πληθώρα πληροφοριών στα κοινωνικά δίκτυα, πόλεις ακόμη και ολόκληρες χώρες κατέβασαν ρολά, αγορές κάθε είδους έκλεισαν και οι εταιρίες ανακοίνωσαν απολύσεις και διακοπή λειτουργίας. Έγινε ξεκάθαρο ότι ανεξάρτητα από την προέλευση, τα μονοπάτια και τη θνησιμότητα του ιού που ονομάζεται Covid-19, αυτός επρόκειτο να δοκιμάσει σκληρά τον δυτικό καπιταλισμό και τους μηχανισμούς αντιμετώπισης που διαθέτει. Σχεδόν παντού, ο καπιταλισμός τα ήθελε και τα ‘παθε. Άλλωστε, τα προβλήματα και οι ανισορροπίες έχουν συσσωρευτεί στο δυτικό καπιταλιστικό σύστημα εδώ και τέσσερις δεκαετίες, φαινομενικά από τότε που πήρε το νεοφιλελεύθερο δρόμο από την κρίση της δεκαετίας του 1970 και συνέχισε να τον ακολουθεί, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις κρίσεις και τα προβλήματα που προκάλεσε.

Κατά τη διάρκεια αυτών των δεκαετιών, ο δυτικός καπιταλιστικός κόσμος αγόραζε χρόνο, συσσωρεύοντας δημόσιες και ιδιωτικές οφειλές, για να αποτρέψει τo ξεκαθάρισμα των αγορών του, ένα πρόβλημα που ο νεοφιλελευθερισμός, με την αμείλικτη πτωτική του πίεση στους μισθούς και τις τιμές, επιδείνωσε περαιτέρω.

Η κρίση του 2008 υπήρξε η προηγούμενη στιγμή αλήθειας. Ωστόσο, δεν οδήγησε σε σοβαρό αναπροσανατολισμό της πολιτικής, μόνο σε μια κοινωνικοποίηση πληθώρας ιδιωτικών χρεών, καθώς οι τράπεζες που θεωρούνταν «υπερβολικά μεγάλες για να αποτύχουν» εξυγιάνθηκαν και τα στελέχη τους που θεωρούνταν «υπερβολικά σπουδαίοι για να φυλακιστούν» συνέχισαν τις παλιές πρακτικές τους. Μόνο οι κοινοί θνητοί έχασαν σπίτια και δουλειές κι έπρεπε να υπομείνουν τη δυστυχία ελέω λιτότητας στο όνομα της σταθεροποίησης των δημόσιων οικονομικών.

Η σημερινή πανδημία είναι βέβαιο ότι θα είναι διαφορετική, όχι επειδή είναι πιο θανατηφόρα από ό,τι οι προηγούμενες (δεν είναι) ούτε γιατί προκαλεί όλεθρο στις χρηματοπιστωτικές αγορές, (όπως οι περισσότερες κρίσεις της νεοφιλελεύθερης εποχής), αλλά επειδή εκθέτει τις αδυναμίες, τις στρεβλώσεις και τις ανισορροπίες της παραγωγής που έχει διαμορφώσει ο νεοφιλελευθερισμός εδώ και τέσσερις δεκαετίες

Ο νεοφιλελευθερισμός υποτίθεται ότι θα αναζωογονούσε τον καπιταλισμό, θα αποκαθιστούσε τα «ζωώδη ένστικτα» της αγοράς που μέχρι τότε φέρονταν να είχαν ήδη πληγεί από τον «θανάσιμο εναγκαλισμό» του κράτους. Ωστόσο, ποτέ δεν το έκανε αυτό. Τα ποσοστά ανάπτυξης τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες παρέμειναν σταθερά κάτω από εκείνα της «στατικής» μεταπολεμικής «Χρυσής Εποχής» του καπιταλισμού. Αντ’ αυτού, το σύστημα παραγωγής που ορίζεται από τον δυτικό καπιταλισμό επεκτάθηκε, τουλάχιστον με τρεις τρόπους. Χωρικά – περικύκλωσε τον κόσμο. Χρονικά – εντάθηκε με την παραγωγή που ανταποκρίνεται στη ζήτηση, τα χαμηλά ή ανύπαρκτα αποθεματικά και το ελάχιστο οικονομικό μαξιλάρι για να αντιμετωπίσει τυχόν απρόβλεπτες συνθήκες. Τέλος, από κοινωνικής άποψης, πίεσε σκληρά τους εργαζόμενους και τις μικρές επιχειρήσεις, εξαναγκάζοντας τους να προσφέρουν εργασία και προϊόντα με χαμηλές αμοιβές και τιμές ενώ αναλάμβαναν κάθε είδους κοινωνικούς και οικονομικούς κινδύνους.

Βεβαίως, οι πληγές που έχουν ήδη προκαλέσει ο ιός αλλά και η μάχη εναντίον του, ακόμα και αυτά που θα συμβούν στο μέλλον, ήταν και θα είναι δαπανηρά: οι τομείς-κλειδιά της παγκόσμιας οικονομίας δεν μπορούν να τεθούν εκτός λειτουργίας για μήνες χωρίς τεράστιες δαπάνες. Ωστόσο, μια υγιής δομή με έστω και λίγο «λίπος» προς ξόδεμα, θα είχε αντισταθεί πολύ καλύτερα από την στεγνή, επισφαλή, τσιτωμένη παραγωγική δομή που ήδη όδευε προς ξεκαθάρισμα.

Τη δεύτερη εβδομάδα του Μαρτίου, όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναβάθμισε τον Covid-19 σε «παγκόσμια πανδημία», σημειώθηκε πρωτοφανής δυσφορία στις παγκόσμιες αγορές. Οι χρηματιστηριακές αγορές στις ΗΠΑ υπέστησαν τη μεγαλύτερη πτώση τους στη διάρκεια μιας ημέρας μετά την συντριβή του 1987, παρά την έκτακτη μείωση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα και την υπόσχεση της να εισφέρει τρισεκατομμύρια στο σύστημα την προηγούμενη εβδομάδα. Αυτή η «διόρθωση» όμως δεν έγινε με άνεση. Παραδόξως, οι χρηματιστηριακές αγορές, που συνήθως θεωρούνταν πιο επικίνδυνες, δεν ήταν οι μόνες. Οι αγορές ομολόγων μικρότερου ρίσκου υπέφεραν επίσης, όπως και οι αγορές των «ασφαλέστερων» περιουσιακών στοιχείων, των αμερικανικών κρατικών ομολόγων και οι αγορές χρυσού, καθώς οι επενδυτές ζητούσαν ρευστότητα.

Επιπλέον, ο «πόνος» δεν ήταν μόνο οικονομικός. Καθώς η μια χώρα μετά την άλλη επέβαλε περιορισμούς επί περιορισμών στις μετακινήσεις, στις αεροπορικές εταιρείες, στις εταιρείες κρουαζιέρας, στα αεροδρόμια και σε άλλες εταιρείες που συνδέονται με τα ταξίδια, μαζί με τεράστια τμήματα του μεγάλου και παραφουσκωμένου τομέα υπηρεσιών, που βασίζονται κυρίως στην παραγωγή και κατανάλωση πρόσωπο με πρόσωπο, προκάλεσαν κλεισίματα, περικοπές και απολύσεις. Οι αλυσίδες εφοδιασμού διερράγησαν και οι καταρρέουσες αγορές συμπίεσαν την παραγωγή. Ως κερασάκι στην τούρτα, η διαφωνία μεταξύ του Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών (ΟΠΕΚ) και των συμμάχων του οδήγησε σε έναν πόλεμο μείωσης των τιμών που έκανε την παραγωγή σχιστολιθικών πετρωμάτων στην Αμερική, ένα από τα σουξέ της αμερικανικής οικονομίας σε μια κατά τα άλλα ζοφερή δεκαετία.

Παρόλο που η ένταση αυτής της δυσφορίας οφείλεται σε λόγους πολύ πιο πέρα από τον ιό, οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις προφανώς θα ερμήνευαν την πανδημία ως υπεύθυνη για την ύφεση. Ο Τζορτζ Μπους ο νεώτερος είχε καταλήξει, έτσι κι αλλιώς, στο ότι η 9η Σεπτεμβρίου ευθυνόταν για την ύφεση, η οποία όμως είχε ήδη αρχίσει μήνες πριν. Κάλεσε λοιπόν τους Αμερικανούς να επιδείξουν τον πατριωτισμό τους κάνοντας ψώνια.

Υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερα ξεχωριστά στοιχεία για τη μακρόχρονη κατανόηση των δυτικών καπιταλιστικών κοινωνιών που αντιμετωπίζουν τη «χειρότερη κρίση της δημόσιας υγείας γι’ αυτή τη γενιά».

Το πρόβλημα της ζήτησης και οι λύσεις νομισματικής πολιτικής

Το πιο σημαντικό από όλα ήταν το χαμηλό επίπεδο της συνολικής ζήτησης του καταναλωτή και των επενδύσεων σε σχέση με την παραγωγική ικανότητα, για να μην αναφέρουμε το παραγωγικό δυναμικό, που προκάλεσε την επιβράδυνση της ανάπτυξης στη δεκαετία του 1970. Ο νεοφιλελευθερισμός, η ευνοούμενη λύση της Δύσης, όχι μόνο δεν το αντιμετώπισε, αλλά κατέστησε τα πράγματα χειρότερα, διευκολύνοντας την οικονομική «επένδυση», συμπιέζοντας τους μισθούς και τις κυβερνητικές δαπάνες και αυξάνοντας την ανισότητα. Τέτοιου τύπου επενδύσεις βάζουν χρήματα μόνο στις τσέπες εκείνων που δεν θα τα ξοδέψουν ούτε θα τα επενδύσουν παραγωγικά, θα αυξήσουν μόνο τα τεράστια ποσά που χρεώνουν σε κερδοσκοπικές αγορές. Το να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτό το πρόβλημα αναβλήθηκε. Πρώτον λόγω της αύξησης του δανεισμού της κυβέρνησης για τη χρηματοδότηση των μη αναγκαίων κοινωνικών δαπανών, δεύτερον με ολοένα και πιο ξεδιάντροπες φορολογικές περικοπές για τους πλούσιους αλλά και τεράστιες αυξήσεις στις στρατιωτικές δαπάνες, σε επιδοτήσεις στις επιχειρήσεις και στη συνέχεια μέσω του ιδιωτικού χρέους που κορυφώθηκε με την κρίση του 2008.

Αυτή η ανάπτυξη που προσέφεραν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές οφείλονταν κυρίως στις «επενέργειες του πλούτου» της φούσκας ακινήτων. Επέτρεψαν την αύξηση της κατανάλωσης μόνο σε μια στενή ελίτ. Τα τελευταία δέκα χρόνια της «λιτότητας», ακόμη και αυτού του τύπου η ανάπτυξη έχει «στεγνώσει» και η Δύση κατέγραψε τους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης οποιασδήποτε δεκαετίας νεοφιλελευθερισμού. Η νεοφιλελεύθερη επιλογή εξαντλείται, ακόμη και ως στρατηγική για μια αναιμική ανάπτυξη. Οι συνθήκες ζήτησης κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών ήταν υποτονικές, με τις περισσότερες νέες καταναλωτικές και επενδυτικές ανάγκες να εμφανίζονται στην Κίνα και σε άλλες μη δυτικές χώρες.

Η κρίση ζήτησης που προέκυψε από την τρέχουσα πανδημία έχει επιδεινώσει αυτή την ήδη κακή κατάσταση. Είναι γεγονός ότι οι ανισότητες, που συσσωρεύονταν κατά τις νεοφιλελεύθερες δεκαετίες, θα επιδείνωναν την εξάπλωση της πανδημίας και ότι με τη σειρά της εκείνη θα επιδεινώσει την ανισότητα. Η εξέλιξη αυτή θα εντείνει την κρίση ζήτησης.

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, οι δυτικές κυβερνήσεις και οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν βρει έναν νέο τρόπο να αγοράζουν χρόνο για το καπιταλιστικό σύστημα: παριστάνουν ότι αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της ανάπτυξης μόνο μέσω της νομισματικής πολιτικής. Κρατούν το κοινό υπνωτισμένο ως υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και ως ειδικοί στο να τραβούν έξυπνους, ακόμη και περίεργους, λαγούς νομισματικής πολιτικής από τα καπέλα τους – τα χαμηλότερα επιτόκια, τα αρνητικά επιτόκια, την ποσοτική χαλάρωση, την πολιτική καθοδήγησης των κεντρικών τραπεζών και ό,τι δεν δημιουργεί την εντύπωση ότι απομυζούν κάθε κύτταρο για να σώσουν την παγκόσμια οικονομία. Ωστόσο, όλα συνιστούν ένα τυπικό αποπροσανατολισμό: ο John Maynard Keynes προειδοποίησε πολύ καιρό πριν ότι θα ερχόταν η στιγμή που η νομισματική πολιτική δεν θα ήταν «επαρκής από μόνη της για να καθορίσει τον βέλτιστο ρυθμό επένδυσης» και ως εκ τούτου τον αποδεκτό ρυθμό ανάπτυξης. Η αποτελεσματικότητά του θα ισοδυναμούσε με “μια τρύπα στο νερό”.

Αυτό από το οποίο αποσπά την προσοχή του κοινού όλη αυτή η συζήτηση για τη νομισματική πολιτική, είναι η δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή οι αυξήσεις στις δημόσιες δαπάνες και στις επενδύσεις. Ενώ τμήματα του οικονομικού τύπου το αναγνωρίζουν αυτό, ουτοπικά φαντάζονται ότι μια μικρή δόση θα αποδειχθεί επαρκής. Ξέχασαν ότι ο Κέινς είχε συνεχίσει, στην επόμενη πρόταση, λέγοντας: «Θεωρώ λοιπόν ότι μια σχετικά εκτεταμένη κοινωνικοποίηση των επενδύσεων θα αποδειχθεί το μόνο μέσο για να προσεγγιστεί η πλήρη απασχόληση». (Για τον Κέινς, η πλήρης απασχόληση ήταν ο πρωταρχικός στόχος της οικονομικής πολιτικής, η οποία δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι ήταν το πρώτο βήμα, πέρα από τον καπιταλισμό, προς μια καλύτερη κοινωνία).

Περιττό να πούμε ότι αυτό που ο Κέινς χαρακτήριζε “μια σχετικά εκτεταμένη κοινωνικοποίηση των επενδύσεων” θα ισοδυναμούσε με κάποιο είδος σοσιαλισμού, στον οποίο οι κυβερνήσεις σπεύδουν να πραγματοποιούν επενδύσεις, όχι για κανέναν άλλο λόγο παρά επειδή ο ιδιωτικός τομέας δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμεί να τις κάνει. Για να το θέσουμε με άλλο τρόπο, η κλίμακα του «δημοσιονομικού ακτιβισμού» που θα απαιτηθεί για την αποκατάσταση ενός αποδεκτού επιπέδου ανάπτυξης, απασχόλησης και ζήτησης θα είναι πράγματι τόσο μεγάλη που θα εγείρει ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα. Αν οι καπιταλιστές είναι ανίκανοι και απρόθυμοι να κάνουν το ένα και μοναδικό πράγμα που κάνει τα χειρότερά τους χαρακτηριστικά ανεκτά, δηλαδή να επενδύσουν ώστε να δημιουργήσουν απασχόληση, ποια είναι τότε η αξία χρήσης της καπιταλιστικής τάξης; Γιατί πρέπει τα δημοκρατικά μας κράτη να τους αφήνουν να έχουν τον έλεγχο της οικονομίας; Ο καπιταλισμός βρίσκεται σε αυτό το σημείο την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον. Η σημερινή κρίση μπορεί να κάνει αδύνατο το να το αγνοήσουμε.

Η νομισματική πολιτική βγαίνει εκτός πορείας

Ενώ η εστίαση στη νομισματική πολιτική αποπροσανατόλισε την προσοχή του κοινού από τον πολύ αναγκαίο δημοσιονομικό ακτιβισμό, προκάλεσε, παρ’ όλ’ αυτά μεγάλο χάος και πλέον ενδέχεται να έχει εξαντλήσει ακόμη κι αυτή τη διεστραμμένη της χρησιμότητα. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας, ο μεγαλύτερος ωφελούμενος της απορρύθμισης του νεοφιλελευθερισμού, καθώς και οι δυσμενείς συνθήκες ζήτησης που δημιούργησε, οι οποίες έστειλαν κεφάλαια σε αγορές περιουσιακών στοιχείων και όχι σε παραγωγικές επενδύσεις, αντιμετωπίζει τώρα την κατάρρευση της ίδιας του της βάσης. Η συντριβή της χρηματιστηριακής αγοράς το 1987 ήταν η πρώτη μεγάλη οικονομική κρίση της νεοφιλελεύθερης εποχής και ο τότε πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Άλαν Γκρίνσπαν, απάντησε με το περίφημο πακέτο Γκρίνσπαν, αποκαθιστώντας ουσιαστικά την εξαφάνιση της ρευστότητας- ξαναγεμίζοντας το ποτήρι με κρασί – διατηρώντας έτσι το πάρτυ των κερδοσκόπων. Έκτοτε, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και οι αδελφές δυτικές κεντρικές τράπεζες ανταποκρίθηκαν σε χρηματοπιστωτικές κρίσεις με περαιτέρω εισροές ρευστότητας, τόσο με τη μείωση των επιτοκίων όσο και, αμεσότερα, με την αγορά λιγότερων περιουσιακών στοιχείων, γνωστή και ως ποσοτική χαλάρωση.

Οι πρακτικές αυτές αιτιολογούνταν ως απαραίτητες για την αποκατάσταση των επενδύσεων, της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης. Ωστόσο, το μόνο που αποκατέστησαν είναι η ικανότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα να συνεχίσει την αντιπαραγωγική του αισχροκέρδεια, που δημιουργεί ανισότητα. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν μια σειρά από φούσκες στο χώρο των ακινήτων, οι οποίες αύξησαν την περιουσία του 1% του πληθυσμού και, σε μικρότερο βαθμό, του 10%, και προκάλεσαν μεγάλη οικονομική δυσπραγία στο 90%, όταν ξέσπασαν. Η αισχρή αυτή συλλογή περιλαμβάνει το κραχ της χρηματιστηριακής αγοράς του 1987, τις διάφορες χρηματοπιστωτικές κρίσεις στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του ’90 που κορυφώθηκαν με την οικονομική κρίση της Ανατολικής Ασίας το 1997-8, τη συντριβή dot-com του 2000 και την κρίση του 2008.

Ενώ η νομισματική πολιτική συνέχισε να αναπληρώνει το κρασί στο ποτήρι, το πάρτυ των κερδοσκόπων ήταν σαφώς χειρότερο. Οι διεθνείς ροές κεφαλαίων, για παράδειγμα, παραμένουν 65% χαμηλότερες από την αιχμή τους πριν από το 2008, παρά τη γενναιοδωρία των κεντρικών τραπεζών. Οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα βαραίνονται από τα υψηλότερα ελάχιστα αποθεματικά που επέβαλε η κατά τ’ άλλα αναποτελεσματική επαναρύθμιση μετά την κρίση. Λαμβάνοντας υπόψη πόσο χρήσιμο είναι το χρηματικό ρίσκο για να κερδίσει κανείς χρήματα στις σημερινές χρηματοπιστωτικές αγορές, η τεράστια κλίμακα των χρημάτων που αναζητούν επιστροφές δεν μπορεί παρά να μειώσει τα περιθώρια. Έτσι, ακόμη και αυτή η σχετικά αδύναμη πολιτική έχει επηρεάσει τα κέρδη του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Παρόλα αυτά, την τελευταία δεκαετία παρατηρήθηκε μια σημαντική φούσκα στη χρηματιστηριακή αγορά, η οποία φαίνεται να έχει πλέον ξεσπάσει. Η επείγουσα μείωση επιτοκίων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και η υπόσχεση της να ρίξει τρισεκατομμύρια στο σύστημα την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου δεν δούλεψε. Σε απάντηση, ανακοίνωσε την περαιτέρω μείωση των επιτοκίων σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα, περισσότερες αγορές αξιών και τη συνηθισμένη υπόσχεση να «χρησιμοποιήσει όλο το φάσμα των εργαλείων» την Κυριακή 15 Μαρτίου λίγο πριν ξεκινήσουν οι αγορές στην Ανατολή. Με αυτή την κίνηση, η Fed έχει εξαντλήσει όλα τα πυρομαχικά της. Από το 2015, είχε αυξήσει τα επιτόκια με ρητό σκοπό να κρατήσει κάποιο μαξιλαράκι για μια άλλη κρίση, για να είναι τότε σε θέση να μειώσει τα επιτόκια. Κατά τους τελευταίους έξι μήνες τα έχει χάσει όλα, το μεγαλύτερο μέρος το έχασε τον Μάρτιο του 2020. Δεν έχει απομείνει τίποτα. Τα αρνητικά επιτόκια είναι πλέον καυτά. Ακόμα και οι πιο ριψοκίνδυνοι Ευρωπαίοι δεν έχουν αποτολμήσει να επεκταθούν πέρα ​​από το -0.5 τοις εκατό και η Fed μέχρι τώρα ήταν απρόθυμη να πάει ως την αρνητική κλίμακα. Με αυτό σαν δεδομένο, το γεγονός ότι οι αγορές αρνήθηκαν να ανταποκριθούν την επόμενη μέρα, πέφτοντας σαν πέτρες από το πρωί στην Ανατολή μέχρι το βράδυ στη Δύση, έδωσε μια ανατριχιαστική ετυμηγορία σχετικά με τις δυνατότητες της νομισματικής πολιτικής.

Ανεξάρτητα από το πόσο υψηλές αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων πηγαίνουν σε οποιαδήποτε κερδοσκοπική φρενίτιδα, ανεξάρτητα από το πόσο η Ομοσπονδιακή Τράπεζα τις ενθαρρύνει, τελικά καθορίζονται από τη βαρύτητα της παραγωγικής οικονομίας, τις ανάγκες και τις επιθυμίες της. Η φούσκα dot-com αναγκάστηκε να ξεσπάσει, δεδομένης της αξίας των τόσων πολλών αποθεμάτων της. Οι στεγαστικές και πιστωτικές φούσκες ξέσπασαν το 2008, όταν έπρεπε να αυξηθούν τα επιτόκια για να διατηρηθεί η αξία του δολαρίου εν μέσω αυξήσεων των τιμών των βασικών εμπορευμάτων, με αποτέλεσμα να επιβραδυνθούν οι αυξήσεις των τιμών των κατοικιών και να υπάρξουν όλο και περισσότερες «υπερτιμημένες υποθήκες», υψηλότερης αξίας από τις τιμές των σπιτιών που είχαν χρησιμοποιηθεί ως υποθήκη. Σήμερα το πρόβλημα για τη χρηματιστηριακή αγορά μπορεί να έχει προκληθεί από την πανδημία αλλά αγγίζει τα βαθύτερα, θεμελιακά της προβλήματα.

Καθώς οι αγορές αξιών, οι οποίες χρηματοδοτούν την κερδοσκοπία στην αξία των ήδη παραγόμενων περιουσιακών στοιχείων, αυξήθηκαν σε μέγεθος κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, ξεπέρασαν κάθε λογικό ποσοστό έναντι της παραγωγικής δραστηριότητας – επένδυσης στην παραγωγή νέων αγαθών και υπηρεσιών (αυτό που ορισμένοι αποκαλούν «πραγματική» οικονομία ) – ακόμη και αν στηρίζονταν σε αυτή. Στην παρούσα κρίση, το σχετικό σχήμα εμπιστοσύνης είναι το ακόλουθο: Οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δέχονται καταθέσεις παραγωγικών εταιρειών ως χρηματοδότηση ύψιστης ποιότητας. Ωστόσο, υπό την επίδραση των διαταραχών της προσφοράς και της ζήτησης, οι παραγωγικές εταιρείες αποσύρουν αυτές τις καταθέσεις και μάλιστα δανείζονται χρήμα. Επιπλέον, όλες οι μεγάλες εταιρίες αυτό ακριβώς το κάνουν μαζί και ταυτόχρονα.

Παρότι αυτό δεν έχει προκαλέσει άμεση τραπεζική κρίση, το πρόβλημα μπορεί να μην βρίσκεται και πολύ μακριά: όπως πρόσφατα επεσήμανε ένας αρθρογράφος των Financial Times, ακόμα και η μεταρρύθμιση Dodd-Frank και άλλες κανονιστικές ρυθμίσεις μετά το 2008, που έκαναν τις τράπεζες πιο ανθεκτικές, απαιτούν από αυτές να έχουν ένα ελάχιστο επίπεδο αντίστοιχων ποιοτικών καταθέσεων. «Η τόσο γρήγορη απώλεια αυτών των καταθέσεων απειλεί το προφίλ ρευστότητας και την κανονιστική συμμόρφωση των ίδιων των τραπεζών. Κι ακόμα δεν έχουμε αρχίσει να βλέπουμε την άνοδο των εταιρικών υποβαθμίσεων και των πτωχεύσεων που θα δημιουργήσουν ακόμη μεγαλύτερη πίεση χρηματοδότησης».

Η προσφορά ρευστότητας εκ μέρους της Fed δεν λειτουργεί πλέον, διότι αυτό που χρειάζεται σήμερα η οικονομία είναι ένας τρόπος για να δημιουργηθεί ζήτηση, τόσο ζήτηση καταναλωτών όσο και επενδύσεων, με σκοπό την αποκατάσταση και την επέκταση της παραγωγής. Στις τρέχουσες συνθήκες χαμηλών ιδιωτικών δαπανών και επενδύσεων, αυτό μπορεί να είναι μόνο έργο των κυβερνήσεων. Αυτό όμως δημιουργεί πρόβλημα. Από τη μια πλευρά, χωρίς αυτή τη ρευστότητα, μια γενικευμένη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, πολύ πιο βαθιά από την προσωρινή πτώση στην παραγωγή και την κατανάλωση – που μόνο η πανδημία θα προκαλούσε, δεν βρίσκεται και πολύ μακριά. Από την άλλη πλευρά, αν η κυβέρνηση κάνει πραγματικά αυτό που χρειάζεται, θα θέσει ένα ερωτηματικό για το μέλλον του καπιταλισμού.

Η παραγωγική οικονομία σε τεταμένα όρια

Όπως έχουμε σημειώσει, το χρονικά, χωροταξικά και κοινωνικά υπερπαραγωγικό σύστημα που διαμορφώθηκε στις τέσσερις δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού, ήδη επρόκειτο να οδηγηθεί σε εκκαθάριση. Ενώ για περίπου μια δεκαετία μετά το 1995, οι δυτικές αλυσίδες εφοδιασμού έφθασαν σχεδόν στην Κίνα, η ανάπτυξή τους ήδη επιβραδυνόταν πολύ πριν την κρίση του 2008, χάρη σε ένα σύνθετο σύνολο παραγόντων όπως ο κορεσμός των δυτικών αγορών που στραγγαλίστηκε από τον νεοφιλελευθερισμό και η αύξηση των μισθών στην Κίνα. Μετά το 2008 και την έναρξη της λιτότητας, τα αποτελέσματα δεκαετιών «συμφωνιών ελευθέρων συναλλαγών», που στην πραγματικότητα ήταν συμφωνίες για τη διευκόλυνση των ξένων επενδύσεων, ανεμπόδιστων από τις εργασιακές, περιβαλλοντικές και άλλες προδιαγραφές, άρχισαν να επιστρέφουν στην πατρίδα τους, στη Δύση. Παρά τις αναφορές που υποστηρίζουν ότι τα δυτικά επίπεδα μισθών και απασχόλησης δεν είχαν καμία σχέση με το εμπόριο, στην πραγματικότητα, οι εμπορικές συμφωνίες ροκάνιζαν και τα δύο, ειδικά τους εργάτες στη Δύση.

Ενώ αυτή η δυσαρέσκεια θα έπρεπε να απαντηθεί από το προοδευτικό κίνημα, οι δεκαετίες εξευτελισμού της Αριστεράς από την σε άνοδο νεοφιλελεύθερη δεξιά και οι δεκαετίες «νομιμοφροσύνης» των παραδοσιακά αριστερών κομμάτων (πιθανώς χάρη στους δικούς τους ιστορικούς και βαθιά ριζωμένους περιορισμούς), κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αντ ‘αυτού, καθώς ο δεξιός λαϊκισμός εκμεταλλεύτηκε αυτή τη δυσαρέσκεια, διαιρώντας έντεχνα κι εκλογικά, όπως με το Brexit και τους εμπορικούς πόλεμους, ενώ παράλληλα ελάχιστα έκανε για να την αντιμετωπίσει, το αποτέλεσμα έχει αποσταθεροποιήσει περαιτέρω τις ήδη ισχνές διεθνείς παραγωγικές ρυθμίσεις του πλανήτη. Η επιδημία του κοροναϊού έχει μόνο επιταχύνει το ρυθμό προς την αναμέτρηση.

Η κρίση της διαχείρισης κρίσεων

Το τελικό στοιχείο σε αυτό το «κακό κοκτέιλ» σχετίζεται με τους μηχανισμούς μέσω των οποίων έχουν ιστορικά αντιμετωπιστεί οι κρίσεις στον καπιταλισμό – το κράτος και η πολιτική. Οι δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού έχουν διαβρώσει τόσο τις κρατικές όσο και τις ευρύτερες πολιτικές ικανότητες στις δυτικές κοινωνίες και δεν μπορούμε να στηριχθούμε σε αυτές για να δώσουμε μια συνεπή απάντηση στην τρέχουσα κρίση, είτε στον έλεγχο και τον τερματισμό της πανδημίας βραχυπρόθεσμα, είτε στον μακροπρόθεσμο οικονομικό αναπροσανατολισμό που θα είναι απαραίτητος.

Αυτό φαίνεται σαφέστερα από την υποτονικότητα των δυτικών απαντήσεων στην πανδημία. Έχοντας ξοδέψει αρκετούς μήνες στο να βρίσκουν λάθη στην ανταπόκριση της Κίνας, η ίδια η αντίδραση της Δύσης υπολείπεται αρκετά σε σχέση μ’ εκείνη του Πεκίνου. Η έκθεση της Μεικτής Αποστολής για την νόσο του κορονοϊού 2019 (Covid-19) μεταξύ ΠΟΥ-Κίνας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι:

Μπροστά σε έναν προηγουμένως άγνωστο ιό, η Κίνα έχει αναπτύξει ίσως την πιο φιλόδοξη, ευκίνητη και επιθετική προσπάθεια περιορισμού της ασθένειας στην ιστορία. Η στρατηγική που στήριξε αυτήν την προσπάθεια συγκράτησης ήταν αρχικά μια εθνική προσέγγιση που προωθούσε την καθολική παρακολούθηση της θερμοκρασίας, την κάλυψη και το πλύσιμο των χεριών. Ωστόσο, καθώς εξελίχθηκε το ξέσπασμα και αποκτήθηκε γνώση, υιοθετήθηκε μια προσέγγιση επιστήμης και ρίσκου. Τα ειδικά μέτρα περιορισμού προσαρμόστηκαν σε επαρχιακό, νομαρχιακό και ακόμη και σε κοινοτικό επίπεδο, στην ικανότητα εγκατάστασης και στη φύση της νέας μετάδοσης του κορωνοϊού εκεί.

Η αντίθεση με τη Δύση δεν θα μπορούσε να είναι πιο έντονη. Πάρτε ως παράδειγμα τα δύο κορυφαία νεοφιλελεύθερα έθνη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο. Και στα δύο, τέσσερις δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού έχουν μειώσει την κρατική ικανότητα, κατέστρεψαν κρίσιμους θεσμούς και έχασαν το καλύτερο προσωπικό τους. Και στις δύο, οι πολιτικές ελίτ έχουν χάσει την αξιοπιστία τους και τα πολιτικά συστήματα έχουν αναστατωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε επέτρεψαν σε τσαρλατάνους να καταλάβουν τα ανώτατα πολιτειακά τους καθήκοντα. Πώς μπορούν αυτά τα εξαντλημένα συστήματα να παράγουν την πολιτική προθυμία και την κρατική ικανότητα αντιμετώπισης της κρίσης που εκτυλίσσεται; (Μπορούμε να προσθέσουμε εδώ ότι η πανδημία δοκιμάζει επίσης την ίδια την αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης.)

Στις ΗΠΑ, με ένα ιδιωτικό ιατρικό σύστημα, η ασφάλιση, το κόστος και άλλες εμπορικές παράμετροι, εξακολουθούν να υπαγορεύουν μια ασυνάρτητη απάντηση στην οποία ακόμη και οι διαγνωστικοί έλεγχοι παραμένουν αδιαφανείς, αφήνοντας το πραγματικό μέγεθος της πανδημίας να παραμένει ένα μυστήριο. Το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου παραπάνω από μια δεκαετία λιτότητας είχε ήδη αφήσει την Εθνική Υπηρεσία Υγείας (NHS) ανίκανη να αντιμετωπίσει τις συνήθεις, εποχιακές εξάρσεις της γρίπης, χωρίς να αναβάλει τις εκλογικές διαδικασίες, επιδίωξε να αναδείξει την αναγκαιότητα ως αρετή, υποστηρίζοντας ότι στόχευε στην «ανοσία αγέλης». Αυτή δεν ήταν παρά μια αποστειρωμένη κήρυξη πτώχευσης με έντονη επίγευση γενοκτονίας. Θεωρώντας ότι η πανδημία θα έπληττε τους φτωχούς σκληρότερα, αποδεχόμενη ότι ο ιός θα εξαπλωθεί, δεκάδες «αγαπημένοι» θα πεθάνουν και μόνο ο πιο ικανός θα επιβιώσει, ήταν σαν να λέει «αφήστε το διάβολο να πάρει τον τελευταίο που θα μείνει». Σε όλο τον δυτικό κόσμο, η κυριαρχία των συστημάτων πληροφοριών από τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης και τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης παρήγαγε ένα επίπεδο παρερμηνειών και δυσλειτουργιών, που μπορούν μόνο να εντείνουν τα προβλήματα.

Επιπλέον, οι ανικανότητες του εκάστοτε έθνους εντείνονται από τους διεθνείς ανταγωνισμούς και τις εντάσεις, καθιστώντας δύσκολη μια διεθνώς συντονισμένη απάντηση. Οι ρίζες των αντιπαλοτήτων, που χαρακτηρίζουν τον εικοστό πρώτο αιώνα, έγκεινται βεβαίως στη μετατόπιση του οικονομικού κέντρου βάρους του κόσμου μακριά από τη Δύση. Βέβαια, αυτή η μετατόπιση εντάθηκε από την αργή ανάπτυξη της Δύσης κατά τις νεοφιλελεύθερες δεκαετίες και από την ικανότητα της Κίνας και ορισμένων άλλων κυβερνήσεων να αποφύγουν ή να προσαρμοστούν στις διακυμάνσεις της. Η Δύση εδώ και πολύ καιρό είχε αρχίσει να αντιδράει άσχημα σε αυτή τη μετατόπιση: εντείνοντας τον στρατιωτικό και τον οικονομικό πόλεμο εναντίον των αντιπάλων και των “ανερχόμενων”. Η άνοδος του λαϊκισμού έχει μόνο χειροτερέψει τα πράγματα.

Ενώ το επίπεδο διεθνούς ομαλότητας μετά το 2008 σκιαγραφούταν με υπερβολική αισιοδοξία και οι προσπάθειες των G20 ελάχιστα κατάφεραν να μετριάσουν την κρίση, η εποχή του «America First» και το Brexit δείχνουν ένα νέο επίπεδο διαφωνίας. Η προσπάθεια του Τραμπ να προσφέρει μεγάλα ποσά σε φαρμακευτικές εταιρείες για αποκλειστική πρόσβαση σε ένα εμβόλιο, είναι ίσως ο πιο πρόσφατος «πάτος» στη συμπεριφορά των δυτικών κρατών εν μέσω της κρίσης. Ακόμη και το να μάθουμε από την επιτυχία της Κίνας δέχεται αντιστάσεις στις περισσότερες πολιτικές της Δύσης και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τόσο πολύ ώστε να μην αναφέρονται οι ιατρικές πρόοδοι προς την επιτυχή θεραπεία, πόσο μάλλον να συζητούνται ή να υιοθετούνται. Εν τω μεταξύ, τα διεθνή καθεστώτα κυρώσεων εμποδίζουν τις «δαιμονικές κυβερνήσεις», όπως εκείνη της Βενεζουέλας, να αγοράζουν φάρμακα για θεραπεία.

Εάν η πανδημία του κοροναϊού έπληττε μια υγιή και αρμονική παγκόσμια οικονομία, θα είχε προκαλέσει μεγάλη ζημιά, αλλά η ζημιά θα ήταν περιορισμένη σε χρόνο και χώρο. Εντούτοις, πλήττει μια παγκόσμια οικονομία και ένα καπιταλιστικό σύστημα ήδη αποδυναμωμένο από δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού. Η επίδρασή της είναι, και θα παραμείνει, άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτές τις υποκείμενές της αδυναμίες. Θα πρέπει να είναι σαφές από τα προηγούμενα ότι η κατάσταση περιέχει μεγάλες δυνατότητες για ανάκαμψη της αριστεράς. Αυτό όμως ας το αφήσουμε για κάποια άλλη χρονική στιγμή.


Μετάφραση: antapocrisis


Η Radhika Desai είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Μανιτόμπα στον Καναδά και επί του παρόντος εργάζεται ως διευθύντρια της Ερευνητικής ομάδας της Γεωπολιτικής Οικονομίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου