Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Εκκρεμή ζητήματα ανανέωσης της πολιτικής




Η πρόταση από τη Δικτύωση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς «μιας συνδιάσκεψης για τις εναλλακτικές»1, την οποία ο Αντώνης Νταβανέλος ορίζει ως «ανοιχτή πολιτική συζήτηση με θέμα την ανάγκη για ένα κοινό μεταβατικό πρόγραμμα»2, επιχειρεί να θέσει τη μακροχρονίως επιδιωκόμενη συνάντηση/σύγκλιση των περίκλειστων σήμερα αριστερών μικρόκοσμων στο έδαφος των αναγκών της συγκυρίας, που επικαθορίζουν δραματικές εθνικές και παγκόσμιες πραγματικότητες.

Η ιδέα είναι, σε γενικές γραμμές, η εξής: υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός οργανώσεων της αυτοαποκαλούμενης επαναστατικής, αντικαπιταλιστικής, ριζοσπαστικής και πάντως αντιμνημονιακής αριστεράς. Ο κατακερματισμός αυτός τις καθιστά πολιτικώς ανυπόστατες σε μια περίοδο που τα κόμματα του κοινοβουλευτικού τόξου δεν εκπροσωπούν τις λαϊκές τάξεις, τις οποίες καταστρέφουν οι μνημονιακές πολιτικές. Επομένως, υπάρχει κενό αριστεράς στον πολιτικό χάρτη και το κοινοβούλιο. Οι επικείμενες εκλογές συνηγορούν στο θέμα της συνεργασίας επί ποινή αφανισμού. Τι χρειάζεται για να υλοποιηθεί αυτή η συνάντηση/σύγκλιση; Πολιτική βούληση συνδιαμόρφωσης ενός κοινού εναλλακτικού, μεταβατικού ή όπως αλλιώς ονομάζεται προγράμματος, που πάντως θα συνδέεται με στρατηγικούς στόχους για να μη χαθούμε στη θεωρία των σταδίων και σε στενές εθνικές ατραπούς, και το οποίο θα δώσει πολιτική διέξοδο στους αριστερούς αντιμνημονιακούς ψηφοφόρους.

Δεν θέλω ν’ αντιπαρατεθώ στην ειλικρινή προσπάθεια διαχείρισης της συγκυρίας και κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης από όσες οργανώσεις το εννοούν. Γιατί κάποιες άλλες έχουν αναγάγει την ύπαρξή τους σε επαναστατικό ιδρυματισμό που οδηγεί σε αλλεπάλληλες αρνήσεις ακόμα και για τα αυτονόητα. Θα μιλήσω όμως διαφορετικά γι’ αυτά τα οποία νομίζω ότι πρέπει σε κάθε περίπτωση να μας απασχολήσουν, ώστε ν’ ανοίξουμε, περπατώντας, δρόμους υπέρβασης της κρίσης, που σήμερα παραμένουν κλειστοί. Δρόμους υπέρβασης της κρίσης της υπαρκτής αριστεράς, η οποία έχει συρρικνωθεί δραματικά παγκόσμια, αλλά πρωτίστως της κρίσης των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών ιδεών, που έχουν καταστεί κοινωνικά ανενεργές και πολιτικά ανυπόστατες.

Για να κερδίσουμε όμως μια συνθήκη ελευθερίας στη σκέψη και τη δράση χρειάζεται να συμφιλιωθούμε με την ανολοκλήρωτη εμπειρία της Ιστορίας που αναλογεί στη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής και της αντίστοιχης συλλογικής κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Η αδημονία να παραστήσουμε αυτό που δεν είμαστε μας ακυρώνει στα ουσιαστικά που μπορούμε να κάνουμε και μας μετατρέπει σε μέρος της κρίσης στην οποία, εκόντες άκοντες, μετέχουμε. Ο ιστορικός χρόνος κατακλύζεται από γεγονότα και ρηγματώνεται από «συμβάντα», όπως αυτά ορίζονται με παρεμφερείς νοηματοδοτήσεις από σύγχρονους φιλοσόφους και πολιτικούς στοχαστές. Πρέπει να σκεφτόμαστε και να πράττουμε ριζικά, προετοιμάζοντας, αν θέλετε, την απροσδιόριστη έλευση των θεμελιακών εκείνων –απελευθερωτικών από την εκμετάλλευση και την κυριαρχία– ανατροπών, που θα προέλθουν από το «ανεξάρτητο κίνημα της τεράστιας πλειονότητας προς όφελος της τεράστιας πλειονότητας»3.

Η κοινοτοπία του πολιτικού είναι ο βάλτος που ακινητοποίησε την παγκόσμια αριστερά, η οποία, βλέποντας στον καθρέφτη της δικής της ιστορίας σημεία και τέρατα, εγκατέλειψε στα χέρια των αντιπάλων της και τα λαμπρά της δημιουργήματα για να τα αντιστρέψουν και να τα ποδοπατήσουν. Δεν μπορούμε να ζήσουμε με τ’ απομεινάρια μιας ζωής. Αντίθετα, πρέπει να λειτουργούμε σ’ ένα περιβάλλον ανοιχτών θυρών μέσα στην κοινωνική κίνηση και τις αντιστάσεις που αποδομούν τη βαρβαρότητα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού της εποχής μας, αναγνωρίζοντας και ερμηνεύοντας τις βαρβαρότητες που διαπράχθηκαν από εκμεταλλευτικά δεσποτικά καθεστώτα στο όνομα των ιδεών της ανθρώπινης χειραφέτησης.

Τίποτε, οσοδήποτε μικρό, που επιχειρείται δεν είναι μάταιο, αν σηματοδοτεί μια γενικότερη αλήθεια. Και τίποτε, οσοδήποτε μικρό, που κατακτάται δεν είναι ανάξιο αν διασώζει μια ζωή ή ένα κοινό αγαθό. Δεν πρέπει να υποταχθούμε. Αυτή είναι μια θέση που αφορά τόσο κάθε ξεχωριστό άτομο όσο και κάθε μόνιμη ή περιστασιακή συλλογικότητα. Η ανυπακοή είναι μια πολύτροπη πρακτική που πριονίζει την ισχύ της εξουσίας – άρα προϋπόθεση μιας εναλλακτικής θέσης.

Τα σημεία που ακολουθούν αφορούν στην αναγκαία, κατά τη γνώμη μου, συζήτηση που επανατοποθετεί την αριστερά στην εποχή μας και τη συγκυρία, επικεντρώνοντας στο ζήτημα της πολιτικής. Ποια πολιτική, από ποιους και με ποιες μορφές μπορεί να θέτει σήμερα τα θεμελιώδη ζητήματα και ν’ αναζητά απαντήσεις; 

1. Δημόσια πολιτική αποτίμηση της εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ

Εκκρεμεί μια δημόσια, κριτική και αυτοκριτική, πολιτική αποτίμηση της εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ από όσους/ες τον εγκατέλειψαν στη μνημονιακή του πορεία. Θα το πω κατηγορηματικά: κανείς δεν δικαιούται να επιβιβαστεί στο τρένο της μετα-ΣΥΡΙΖΑ εποχής της αριστεράς χωρίς να εκθέσει τα γεγονότα και να ερμηνεύσει τους λόγους της αποτυχίας του εγχειρήματος, αναλαμβάνοντας την ευθύνη που του αναλογεί. Πρόκειται για το στοιχειώδες βήμα πολιτικής συνέπειας και ουσιαστικής σχέσης με τον κόσμο που ακολούθησε ή συνέπλευσε με τον ΣΥΡΙΖΑ από τους δρόμους μέχρι την κάλπη. Στο θέμα αυτό κρίνεται το ήθος της δημόσιας πολιτικής που ασκεί η αριστερά και η οποία οφείλει να είναι ριζικά διαφορετική από την αστική πολιτική σύμβαση διαμεσολάβησης/απόκρυψης.

Τα αριστερά κόμματα, αν και μαζικά, εμφάνιζαν πάντα μια σοβαρή υστέρηση στο θέμα της ουσιαστικής κριτικής/αυτοκριτικής ακόμα και στις ηρωικές εποχές, ακόμα και όταν η πολιτική γραμμή άλλαζε ριζικά. Αποτελούσε και αυτό, μαζί με τους μεγάλους αγώνες, μέρος της παράδοσης του κόμματος-πρωτοπορία, που αυτοαξιολογείται εντός της ιεραρχικής κομματικής δομής με εκτιμήσεις από πάνω προς τα κάτω, χωρίς διάλογο με τον λαϊκό κόσμο τον οποίο αφορά το αντικείμενο του απολογισμού. Όσο για τη δική μας εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, οι ελάχιστες ατομικές ή συλλογικές αποτιμήσεις δεν αναιρούν τη μαζική απροθυμία μιας γενικευμένης δημόσιας αξιολόγησης – την ίδια στιγμή, μάλιστα, που προβάλλονται ως αυτονόητα νέα πολιτικά σχέδια για το μέλλον. Ο υπαρκτός ΣΥΡΙΖΑ ήταν αδύνατον να λύσει τον γόρδιο δεσμό των μνημονίων και της λιτότητας. Όσοι και όσες, εντός και εκτός, δεν μπορούσαν να το εκτιμήσουν, πρέπει να αναζητήσουν απαντήσεις, έστω ετεροχρονισμένα, στα μεγάλα ερωτήματα που ανακύπτουν. Γιατί αυτά συνδέονται ευθέως με τον τρόπο που η αριστερά αντιλαμβάνεται και ασκεί την πολιτική σήμερα.

2. Πολιτική και πολιτική εκπροσώπηση

Η πρόταση μετωπικής συνάντησης/σύγκλισης στη βάση ενός εναλλακτικού προγράμματος παραπέμπει στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του εκτός ΣΥΡΙΖΑ αριστερού χώρου. Μια ευρύτερη, πάντως, συζήτηση για την πολιτική και την πολιτική εκπροσώπηση, που θα ξεκινούσε από μια επιθυμία ανα-θεμελίωσης της (αριστερής) πολιτικής, των προϋποθέσεων, των διαδικασιών και των θεσμών της, σε αναφορά με την ταξική πάλη και τις ρήξεις που συμβαίνουν στο συνεχές του ιστορικού χρόνου, είναι απολύτως αναγκαία και θα φώτιζε σημερινά προβλήματα πολιτικής πρακτικής. Θα μας βοηθούσε να μετασχηματίσουμε τις πρακτικές μας ώστε να περάσουμε από το έδαφος της γενικευμένης ανυποληψίας της κυρίαρχης πολιτικής, η οποία ασκεί μια γενικότερη διαβρωτική επίδραση, στην πρόσληψη της πολιτικής που τείνει στην αλλαγή του σημερινού κόσμου.

Η δυναμική της πολιτικής που αποσκοπεί στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση διαφοροποιείται ριζικά, όσον αφορά τις αριστερές δυνάμεις, ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες και εξαρτάται κυρίως από την πολλαπλότητα και τη μαζικότητα της πολιτικής η οποία παράγεται μέσα στις κοινωνικές συγκρούσεις και τις μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης. Για την αριστερά η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους «εκπροσώπους» και τους «εκπροσωπούμενους» πρέπει να τείνει να καταλυθεί, πράγμα που συνέβη ιστορικά στην Παρισινή Κομμούνα, σε σημαντικές στιγμές στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος (στα καθ’ ημάς η κυβέρνηση του βουνού), καθώς και σε περιόδους που η αριστερά ήταν αντιπολίτευση σε καθεστώς διωγμών σε βάρος της και κρατικής καταστολής.

Σε κάθε περίπτωση, στα ιστορικά μαζικά κομμουνιστικά κόμματα ακόμα και ο (αυτο)προσδιορισμός τους ως πρωτοπορίες δεν δημιουργούσε διαχωριστικές γραμμές μεταξύ «εκπροσώπων» και «εκπροσωπούμενων», όπως συμβαίνει στα αστικά κόμματα. Η ίδια η έννοια της εκπροσώπησης ενέχει πάντως μια αντίφαση. Κι η αντίφαση αυτή ενεργοποιήθηκε, φτάνοντας σε ακραίες καταστάσεις κατάλυσης της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατίας, στις περιπτώσεις των κομμουνιστικών κομμάτων που επέβαλαν το «κομμουνιστικό» –άλλη αντίφαση εν τοις όροις (!)– κράτος στην κοινωνία.

Οι κομμουνιστές εκπροσωπούν ιδέες και όχι ανθρώπους. Αυτό νομίζω ότι κηρύσσει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. «Οι κομμουνιστές δεν αποτελούν ένα ξεχωριστό κόμμα, που αντιτίθεται στ’ άλλα εργατικά κόμματα. Δεν έχουν συμφέροντα που ξεχωρίζουν από τα συμφέροντα του προλεταριάτου στο σύνολο του. Δε διακηρύσσουν ξεχωριστές αρχές, που σύμφωνα μ’ αυτές θα ήθελαν να πλάσουν το εργατικό κίνημα. Οι κομμουνιστές διαφέρουν από τα άλλα εργατικά κόμματα μονάχα κατά τούτο: ότι από τη μια μεριά […] τονίζουν και επιβάλλουν τα συμφέροντα που είναι κοινά σ’ όλο το προλεταριάτο κι ανεξάρτητα από την εθνότητα. Και από την άλλη ότι […] εκπροσωπούν πάντα τα συμφέροντα του κινήματος στο σύνολό του»4.

Τα κομμουνιστικά κόμματα, όπως προσλαμβάνει τη λειτουργία τους στην επαναστατική διαδικασία η Ρόζα Λούξεμπουργκ, αποτελούν πυκνωτές του καθολικού που επιτρέπουν να λειτουργήσουν διαδικασίες πρόσβασης στην πολιτική συνολικά έναντι της πιθανής συρρίκνωσής της σ’ ένα «συνδικαλισμό» του μερικού.

Χρειάζεται να στοχαστούμε σήμερα πάνω στην υπόθεση της πολιτικής της μη κυριαρχίας που ναυάγησε στην πλήρη αντιστροφή των σοσιαλιστικών και κομμουνιστών ιδεών από τα καθεστώτα σοβιετικού τύπου.

2.1. Από το εμβληματικό 1968 στο εμβληματικό 2011

Οι κοινωνικές εξεγέρσεις και επαναστάσεις, που εκδηλώθηκαν παγκόσμια στις δεκαετίες 1960, 1970 και λίγο αργότερα, έδωσαν ορισμένες απαντήσεις στην έννοια της πολιτικής.

Ο Αλαίν Μπαντιού βλέπει τη ριζική ρήξη του Μάη με την κυρίαρχη πολιτική ακριβώς στη διάρρηξη των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στο εργατικό, το φοιτητικό/λυκειακό και το ελευθεριακό κίνημα. Γιατί η πολιτική της καθολικής πολιτικής αλλαγής δεν μπορεί να συλληφθεί μέσα από τους ισχύοντες διαχωρισμούς που επιτάσσει ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας. Αυτές οι διαχωριστικές γραμμές αμφισβητήθηκαν και στη διάρκεια των αντιμνημονιακών αγώνων στην Ελλάδα. Ο Μπαντιού μιλά, όμως, και για ένα τέταρτο Μάη στη δεκαετία που ακολούθησε το συμβάν του 1968, και αφορά στο πως κάνουμε πολιτική μετά το Μάη, ερώτημα το οποίο παραπέμπει σε κάτι βαθύτερο: τι είναι η πολιτική; Η διερεύνηση αυτού του ερωτήματος οδηγεί, σύμφωνα με τον ίδιο, στην κριτική αμφισβήτηση του ιστορικού φορέα της κοινωνικής χειραφέτησης, στην έννοια της εγγεγραμμένης δυνατότητας αυτής της χειραφέτησης στην ιστορική κίνηση κ.λπ.5 Η πολιτική των δεκαετιών 1960-1970 εγκλείει πολλαπλές δημιουργίες, υποδείξεις και αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν το επαναστατικό κίνημα στην Ευρώπη –από το Παρίσι στη Ρώμη και το Βερολίνο, την Πράγα και το Γκντανσκ–, που για να γίνουν κατανοητές, χρειάζεται μια περιήγηση στις διαφορετικές χώρες των γενικευμένων εξεγέρσεων και επαναστάσεων.

Πάντως, ο απόηχος αυτών των δεκαετιών ενεργοποιείται με τον ερχομό του τέλους του 20ου και των αρχών του 21ου αιώνα στα διεθνή κινήματα κατά του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού – στο Κίνημα των Κινημάτων. Δεν είναι μόνο οι εξεγερμένοι του Σιάτλ, της Γένοβας, της Φλωρεντίας, της Πράγας, των Βρυξελλών, της Σεβίλλης, της Αθήνας και δεκάδων άλλων πόλεων στην Ευρώπη. Είναι οι Ζαπατίστας από τη ζούγκλα Λακαντόνα του Μεξικού, τα ιθαγενικά κινήματα, οι αγρότες από τη Βραζιλία, τη Γαλλία και την Ινδία. Είναι η συνέλευση των φτωχών στην Ταϊλάνδη, οι εξεγέρσεις ενάντια στα φράγματα που καταστρέφουν χιλιάδες αγρότες και ιθαγενείς, το φοιτητικό κίνημα στην Κένυα, τα κινήματα των φτωχών μαύρων στη Νότια Αφρική, η εξέγερση του λαού της Αργεντινής με το σύνθημα «να φύγουν όλοι» και η λαϊκή αυτοοργάνωση που ακολούθησε. Είναι το κίνημα ενάντια στην εξαγορά της Παπούα-Νέα Γουϊνέα, ο συνασπισμός του Οντάριο ενάντια στη φτώχεια στην Αυστραλία και εκατοντάδες άλλα κινήματα ανά τον κόσμο.6

Το Κίνημα των Κινημάτων εκφράστηκε με μια τεράστια διασπορά στις πέντε ηπείρους. Ήταν μια αυθεντική πολιτική από τα κάτω, με πολλαπλά παγκόσμια συμβάντα που προκλήθηκαν από μια πανσπερμία κινημάτων –από το πιο ολιγομελές μέχρι το πιο μαζικό–, με ένα πλουραλισμό μέσων και αντικειμένων, αλλά και με κοινές διακηρύξεις ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, τον πόλεμο και τον ρατσισμό. Κι ενώ δεν μπορούμε να πούμε ότι άλλαξε την παγκόσμια κατάσταση, άλλαξε πάντως τα περιεχόμενα και τα μέσα της πολιτικής αντιπαράθεσης στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, παράγοντας πρωτότυπες μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης για την επιβίωση και την αξιοπρέπεια. Το σημαντικότερο: στο κίνημα αυτό βρήκαν φωνή εκατομμύρια κολασμένοι του σύγχρονου κόσμου, υποδεικνύοντας διαδικασίες δημοκρατίας και συμμετοχής, όσο και εναλλακτικά υποδείγματα διαχείρισης του φυσικού και κοινωνικού πλούτου.

Η κατάρρευση της Lehmann Brothers ξεγύμνωσε τις αρπακτικές διαστάσεις του καπιταλισμού των αγορών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που συσσωρεύει τεράστια πλούτη σε μικρές ολιγαρχίες και σύγχρονους κροίσους, βυθίζοντας στην απόλυτη ανέχεια ολόκληρες χώρες και δισεκατομμύρια ανθρώπων στον κόσμο. Η απάντηση δόθηκε από τη δεύτερη στον 21o αιώνα παγκόσμια μορφή εξεγέρσεων ενάντια στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και σύγκρουσης με τις εθνικές εξουσίες – από το ονομαζόμενο Κίνημα των Πλατειών. Με αρχή το 2009, και μέχρι το 2012, με πύκνωση κατά το εμβληματικό έτος 2011, ξεσπούν μαζικές λαϊκές εξεγέρσεις παγκόσμια: από το Ουϊσκόνσιν στη Wall Street, από το Ιράν μέχρι την Τυνησία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη, τη Συρία, όλες τις χώρες της Αραβικής Άνοιξης, από την Αγγλία μέχρι την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα. Πιο πρόσφατα, στη Γαλλία, μια μεγάλη κοινωνική συμμαχία των φτωχών των πόλεων, της μορφωμένης νεολαίας χωρίς μέλλον και της εργατικής τάξης που διαθέτει ακόμα ιδιαίτερες δεξιότητες και θέση στην παραγωγή, εμφανίστηκε στην ιστορική σκηνή.7 Επανέφερε τα μεγάλα προτάγματα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισότητας και της δημοκρατίας, δίνοντας μάχες στήθος με στήθος με τα δικτατορικά καθεστώτα και τις δυτικές δυνάμεις καταστολής. Λειτούργησε κυρίως με νέους τρόπους άμεσης συμμετοχής και αντιιεραρχικής συγκρότησης, που επιτρέπει το διαδίκτυο, αλλά και με τους παραδοσιακούς τρόπους των ενεργών εργατικών οργανώσεων που έχουν συνείδηση της τάξης τους και δεν αποτελούν άμαζες γραφειοκρατίες. Η αποτίμηση των αποτελεσμάτων που έφεραν τα κινήματα των πλατειών είναι δύσκολο να γίνει, πολύ περισσότερο που σχεδόν όλες οι χώρες της Αραβικής Άνοιξης βρίσκονται σήμερα σε εμπόλεμη κατάσταση ή έχουν δικτατορίες (Αίγυπτος). 

Το εξεγερσιακό αυτό κίνημα, όπως πολλοί διανοούμενοι το θέτουν, έχει ομοιότητες με τις γενικευμένες εξεγέρσεις και επαναστάσεις στην Ευρώπη το σωτήριον έτος 1848. Στη Γαλλία, τη νοτιοδυτική Γερμανία, τη Βαυαρία, το Βερολίνο, την Ουγγαρία, την Αυστρία, το Μιλάνο και όλη την Ιταλία, τη Βραζιλία και λίγο αργότερα την Κολομβία, ξέσπασαν αυθόρμητες εξεγέρσεις, στις οποίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο οι φτωχοί εργαζόμενοι των πόλεων, πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος. Είναι η εποχή που ο τριαντάχρονος Καρλ Μαρξ και ο εικοσιοκτάχρονος Φρίντριχ Ένγκελς γράφουν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο με τις αρχές της προλεταριακής επανάστασης, καθήκον με το οποίο είχαν επιφορτιστεί από τη Γερμανική Κομμουνιστική Λίγκα. 8

2.2. Η δική μας συμμετοχή στο Κίνημα των Κινημάτων, οι δικές μας Πλατείες, το δικό μας ΟΧΙ

Όλες οι παραπάνω αναφορές έχουν σκοπό να επαναφέρουν στη συζήτηση που αφορά την Ελλάδα, κατ’ αναλογίαν με τη διεθνή πραγματικότητα, το λαϊκό πλήθος το οποίο δημιούργησε στα καθ’ ημάς τα συμβάντα του 21ου αιώνα – αυτά τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ διέγραψε, ή μάλλον χρησιμοποίησε.

Η ελληνική συμμετοχή στο Κίνημα των Κινημάτων και στο Κίνημα των Πλατειών, που συνέπεσε με τους αντιμνημονιακούς αγώνες, υπήρξε σημαντική. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επρόκειτο να συγκροτηθεί αν δεν είχε υπάρξει το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ. Σ’ αυτό συναντήθηκε ένα μεγάλο δυναμικό ανθρώπων με αγωνιστικές παραδόσεις και κινηματικές εμπειρίες. Υπάρχει όμως και ένα πιο πρόσφατο συμβάν: το λαϊκό ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του 2015, που αποτέλεσε μια μαζική λαϊκή πολιτική, η οποία έλαβε χώρα εν γνώσει της αποφασιστικότητας των «θεσμών» να μας τσακίσουν – αλλά εν γνώσει και της παραπαίουσας κυβερνητικής πολιτικής.

Η αντιμνημονιακή κοινωνική συμμαχία, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατούσε να εκπροσωπήσει στον πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, διαμορφώθηκε αυτόβουλα ως υποκείμενο πολιτικής, που αρνήθηκε με παρρησία και χωρίς δεύτερες σκέψεις να υποταχθεί στο θανατηφόρο εναγκαλισμό του ΝΑΙ, παρά το κόστος της σύγκρουσης και την αβεβαιότητα της έκβασης μιας άνισης αναμέτρησης. Εδώ πρέπει να ξανασκεφτούμε τη δομική αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ και την ενσωμάτωσή του στη φθίνουσα και απολύτως αποστειρωμένη κοινωνικά πολιτική εκπροσώπηση που χαρακτηρίζει τα κόμματα της μετα-δημοκρατίας, ιδιαίτερα μετά την εκλογική επιτυχία του 27%. Ο λαϊκός αντιμνημονιακός αγώνας, με κορυφαία στιγμή το κίνημα της Πλατείας Συντάγματος, ώθησε τον ΣΥΡΙΖΑ να ταχθεί με την πλευρά της εξέγερσης, όχι όμως για να στηριχθεί στη δυναμική της και στη συμμετοχή των εξεγερμένων η αναπόφευκτη σύγκρουση με τους «θεσμούς» και τις μνημονιακές κυβερνήσεις της χώρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποίησε επικοινωνιακά τους αγώνες που δόθηκαν για να κερδίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να χειριστεί ερήμην των λαϊκών τάξεων τις υποθέσεις που αποτελούν ζητήματα ζωής ή θανάτου για τη δική τους κοινωνική ύπαρξη.

Κάτι δομικά ουσιώδες αναδύεται από αυτή την καταστροφική εμπειρία και παραπέμπει στα μεγάλα ζητήματα που εγείρουν οι αντιλήψεις για την πολιτική και την πολιτική εκπροσώπηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν, τελικά, ένα τυπικό κόμμα της μετα-δημοκρατίας: άμαζο, με ισχυρό εξωθεσμικό προεδρικό κέντρο και ανέλεγκτο πρόεδρο, συγκροτημένες συνιστώσες και τάσεις εντός αυτών, που τυπικά ισορροπούσαν σ’ ένα πρόγραμμα-έκθεση κοινών αντιλήψεων με γενικότητες απολύτως ασύνδετες, τόσο με την υπερκείμενη δαμόκλεια σπάθη των «θεσμών», όσο και με την παραγωγική και κοινωνική πραγματικότητα της χώρας. Αυτή η κατασκευή ονομάστηκε plan A – και συμπληρώθηκε με το plan B ως τροπολογία. Ουδέποτε υπήρξε μια ελεύθερη πολιτική συζήτηση με βάθος και ουσία για τα επίδικα της αναπόφευκτης επικείμενης σύγκρουσης με την Ευρωζώνη, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ. Και το πρόβλημα δεν είναι η μία συζήτηση. Εδώ χρειαζόταν μια συντεταγμένη συγκέντρωση ανθρώπινου δυναμικού και μια κινητοποίηση του λαϊκού κόσμου, που είχε ήδη δηλώσει με τους αγώνες του διαθεσιμότητα –άλλωστε, αυτός εργάζεται και παράγει–, ώστε να προκύψουν οι γενικές κατευθύνσεις του plan A και του plan B, και τα πρώτα μέτρα ανασυγκρότησης της χώρας. Έτσι μόνο ήταν ίσως δυνατόν να δημιουργηθούν, τόσο η απαραίτητη δυναμική για να προχωρήσει επί του πεδίου η αντιμνημονιακή ρήξη, όσο και οι ανθρώπινες δυνάμεις που θα αναλάμβαναν να διαμορφώσουν τη νέα πραγματικότητα σε όλα τα στάδια και όλα τα επίπεδα.

Είναι πολλά αυτά που πρέπει να ειπωθούν για όσα έγιναν και όσα δεν έγιναν, αλλά αυτό ξεφεύγει από την οικονομία του παρόντος κειμένου. Υπάρχει, όμως, μια θεμελιώδης αντίφαση που πρέπει να υπογραμμιστεί. Πώς μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, αφοσιωμένα για πολλά χρόνια σε ριζοσπαστικές ιδέες και κινήματα, συνηγόρησαν σε γραφειοκρατικές, α-πολιτικές κομματικές μορφές και μετα-δημοκρατικές μορφές πολιτικής εκπροσώπησης; Έχουμε ν’ αναμετρηθούμε με τον ίδιο τον εαυτό μας και ισχυρές λανθασμένες παραδόσεις, τις οποίες πρέπει να υπερβούμε.

2.3. Το κράτος ανασυγκροτείται για να καταστείλει τις παγκόσμιες αντιστάσεις ενάντια στο νεοφιλελεύθερο παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό

Την περίοδο από το εμβληματικό 1968 στο εμβληματικό 2011, μέσω του Κινήματος των Κινημάτων, η πολιτική διέφυγε από το ασφυκτικό πλαίσιο των κρατικών θεσμών και της κομματικής γραφειοκρατίας, διαρρηγνύοντας την κυρίαρχη πολιτική και προσδίδοντας νόημα και πρακτική μορφή σε μια πολιτική μη κυριαρχίας. Η απάντηση των καθεστωτικών αστικών δυνάμεων εκφράστηκε με δραστικές αλλαγές στους κρατικούς θεσμούς στις χώρες της Δύσης, οι οποίοι, μετά την αντίσταση στο φασισμό, είχαν περιλάβει σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές αναδιανομής και κοινωνικής πολιτικής, που εξισορροπούσαν τις ακραίες ταξικές αντιθέσεις.

Η αυταρχική συναινετική δημοκρατία, όπως περιγράφεται αναλυτικά από τον Νίκο Πουλαντζά, αποτελεί την κρατική μορφή που ανατρέπει τον ευνοϊκό αυτό συσχετισμό δυνάμεων και επιχειρεί, μέσω του αυταρχισμού και της συναίνεσης, να απαντήσει στην ανακύπτουσα καπιταλιστική κρίση και να ενσωματώσει τις αντιφάσεις από τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις που διατρέχουν τους κρατικούς θεσμούς, ως αποτέλεσμα των κοινωνικών συγκρούσεων και της παρουσίας κοινωνικών εστιών εντός του κράτους.

Ο Νίκος Πουλαντζάς, διαβλέποντας –στον απόηχο του Μάη, που έζησε προσωπικά–, τις νέες μορφές κρατικής κυριαρχίας, επεξεργάστηκε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και μέχρι την αυτοκτονία του το 1979 τη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου στο σοσιαλισμό, αναγνωρίζοντας την ανάγκη μιας διπλής ρήξης: από τη μια, με τις σύγχρονες μορφές του αυταρχικού κρατισμού στη Δύση, και από την άλλη, με το μονοκομματικό κράτος που επιβλήθηκε στην Ανατολή από τα καθεστώτα σοβιετικού τύπου. Η στρατηγική αυτή αφαιρεί το μονοπώλιο της πολιτικής από τα πολιτικά κόμματα –οσοδήποτε επαναστατικά–, και αναγνωρίζει την τεράστια σημασία της πολιτικής που ασκούν τα αυτόνομα κοινωνικά κινήματα, τα οποία βρίσκονται και οφείλουν να βρίσκονται σε συνεχή διαλεκτική ένταση με το κράτος και τα πολιτικά κόμματα.

Η κυβέρνηση της αριστεράς, όπως πιστοποιούν τα παραδείγματα από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, διατρέχει, εξ ορισμού θα λέγαμε, τον κίνδυνο να μεταλλαχθεί σε κρατική γραφειοκρατία και, αποστασιοποιούμενη από τα ταξικά συμφέροντα που εκπροσωπεί, να οδηγηθεί ακόμα και σε φαινόμενα εκτεταμένης διαφθοράς. Το αντίδοτο στην προοπτική ενός τέτοιου πολιτικού εκφυλισμού είναι η διαρκής πολιτική πρωτοβουλία των λαϊκών τάξεων, η παραγωγή πολιτικών γεγονότων και ανατρεπτικών συμβάντων. Πρόκειται γι’ αυτό που σε γενναίους καιρούς ονομάστηκε διαρκής επανάσταση. Είναι, επίσης, η διασπορά της εξουσίας και η δημιουργία λαϊκών πολιτικών θεσμών, η συμμετοχή στην οργάνωση της παραγωγής και τη διεύθυνση της κοινωνίας. Να θυμίσω ότι ανάλογη προβληματική πάνω σε όλα αυτά τα θέματα είχε εξοριστεί από τον ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου το Ινστιτούτο Θεωρίας φέρει μολαταύτα το όνομα του Νίκου Πουλαντζά (!). Αντιθέτως, επικρατούσαν, από τη μια πλευρά ο αρχηγισμός και οι ομαδοποιήσεις, από την άλλη ο ακτιβισμός – και ανάμεσά τους, μαύρα μεσάνυχτα. Ας επιστρέψουμε, όμως, στην περιγραφή της σημερινής πραγματικότητας. 

Σήμερα το έθνος-κράτος έχει απολέσει σταδιακά μέρος της κυριαρχίας του, μεταβιβάζοντας εξουσίες σε υπερεθνικούς ανέλεγκτους θεσμούς, οι οποίοι κινούν με ταχύτητα την παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου και την ενσωμάτωση τεράστιων περιοχών του κόσμου στις σύγχρονες μορφές εκμετάλλευσης, που προσλαμβάνουν χαρακτήρα δουλείας ή καταστάσεων απόλυτης κοινωνικής περιθωριοποίησης. Η επιβολή του νεοφιλελευθερισμού ως μονόδρομου δόγματος της κυβερνητικής πολιτικής συμβάδισε με την κήρυξη του τέλους της Ιστορίας και της πολιτικής η οποία νοηματοδοτείται από μια Ιδέα, ή ιδέες, που επανασυστήνουν τη ριζική κριτική στην καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, όπου υπάρχουν (γιατί τόσο οι δικτατορίες όσο και τα ολιγαρχικά δεσποτικά καθεστώτα διατηρήθηκαν και διατηρούνται σε μεγάλο μέρος του κόσμου), έχουν σήμερα μεταλλαχθεί σε καθεστώτα περιορισμένης ευθύνης. Τα κεντροαριστερά ή κεντροδεξιά πολιτικά κόμματα δεν διαφοροποιούνται σχεδόν σε τίποτε, η αριστερά έχει περιοριστεί δραματικά, ενώ ανερχόμενες ακροδεξιές ή φασιστικές δυνάμεις αποκτούν επικίνδυνα μεγέθη. Το πολιτικό προσωπικό, αποστασιοποιημένο από κοινωνικές εκπροσωπήσεις, αποτελεί ένα σώμα με κοινά ίδια συμφέροντα που αφορούν την αναπαραγωγή του. Οι ανέλεγκτοι διεθνείς θεσμοί και οι διεθνικές ενώσεις, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη, αποδεικνύονται οι καλύτεροι δίαυλοι αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος και διεξαγωγής του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού. Η δημοκρατία καταλύεται, ο πλούτος συσσωρεύεται σε ελάχιστα χέρια, ενώ δισεκατομμύρια ανθρώπων δοκιμάζονται από απόλυτη φτώχεια, ο δε πλανήτης απειλείται με καταστροφή. 

2.4. Το κοινωνικά ανυπόφορο και το πολιτικό αδιέξοδο

Σήμερα η ανθρωπότητα διαθέτει τεράστιες δυνατότητες αναπαραγωγής των ανθρώπινων κοινωνιών και γενικευμένης ευημερίας, που όμως λιμνάζουν μέσα σε αδιανόητα γενικευμένες, σε σχέση με προηγούμενες κοινωνίες, μορφές εκμετάλλευσης των ανθρώπων και της φύσης. Τα μέσα ελέγχου και καταστολής, οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί –μεταξύ αυτών τα πυρηνικά όπλα–, οι περιφερειακοί πόλεμοι και η εξορία σε no man's lands ως μόνιμη συνθήκη ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων, κρατούν δεμένους τους λαούς στις υπερκείμενες παντοδύναμες εξουσίες. Πάντα, όμως, τα κράτη είχαν το μονοπώλιο της δύναμης, επομένως τη δυνατότητα κατίσχυσης πάνω σε τεράστιες κοινωνικές πλειοψηφίες, και μολαταύτα η ανθρωπότητα δεν αυτοχειριάστηκε.

Από μια άποψη, είμαστε σύγχρονοι του 1848. Όπως λέει ο Hobsbawm, οι επαναστάσεις της εποχής αυτής «πέτυχαν και απέτυχαν γρήγορα και στις περισσότερες περιπτώσεις ολοκληρωτικά. Στους πρώτους λίγους μήνες, όλες οι κυβερνήσεις στην επαναστατημένη ζώνη σαρώθηκαν ή παρέλυσαν. Όλες κατέρρευσαν ή παρασύρθηκαν ουσιαστικά χωρίς αντίσταση. Ωστόσο, μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, η επανάσταση είχε χάσει την πρωτοβουλία παντού».9

Σήμερα οι λαϊκές τάξεις βρίσκονται σε μεγάλη εγγύτητα μεταξύ τους, τόσο ως προς τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν όσο και ως προς τις μορφές αντίστασης που χρησιμοποιούν. Κατά κάποιο τρόπο ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός οδήγησε σε παγκοσμιοποίηση των αντιστάσεων και των εξεγέρσεων με κοινούς στόχους και απίστευτη διάδοση/διάχυση κοινών ιδεών και πρακτικών. Από το 1968 στο 2011, τα παγκόσμια κινήματα εμφανίζονται, χάνονται και επανεμφανίζονται, κερδίζουν έδαφος και αποσύρονται, μέχρι την επόμενη αναμέτρηση. Ενώ στρέφουν τα πυρά τους στο νεοφιλελευθερισμό και αμφισβητούν την κυριαρχία του, δεν έχουν την ανάλογη πρωτοβουλία στο ζήτημα της πολιτικής εξουσίας, χάνοντας έτσι τη δυνατότητα να δημιουργηθούν συνολικές πολιτικές ανατροπές ως ριζικές απαντήσεις στα αιτήματα που αναδεικνύουν οι εξεγέρσεις.

Όπως συμβαίνει διεθνώς, έτσι και στην Ελλάδα, το πολιτικό αδιέξοδο θα επαναλαμβάνεται, αν οι μαζικές αντιστάσεις και οι πολιτικοί αγώνες εξακολουθήσουν να προσκρούουν σε μια αναντίστοιχη με τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας απάντηση στο ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Οι απαντήσεις δίδονται πρωτίστως μέσα από την εμπειρία των συγκεκριμένων κάθε φορά συμβάντων. Oφείλουν, όμως, να αναμετρηθούν με τα ιστορικά παραδείγματα, τόσο ως προς τις ριζικές αλλαγές που επέφεραν όσο και ως προς τις εξουσιαστικές μορφές που παρήγαγαν.

Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη κοινωνική αναδίπλωση. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να καταστήσει αναπότρεπτο, ελπίζουμε προσωρινά, το νεοφιλελεύθερο δόγμα there is no alternative, και να οδηγήσει στην αποξένωση του λαϊκού κόσμου από την πολιτική ως δική του υπόθεση για τη συνολική αλλαγή της ζωής του. Είπαμε ήδη ότι τα κόμματα της μετα-δημοκρατίας είναι κακέκτυπα των μαζικών αντιπροσωπευτικών κομμάτων προηγούμενων ιστορικών περιόδων, μεταξύ αυτών και των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων. Τέλος εποχής; Πράγματι, αν και δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς τελειώνει και τι πρέπει να τελειώνει για τις λαϊκές τάξεις και την αριστερά, με όλη τη συρρίκνωση, την ασάφεια και τη σύγχυση που χαρακτηρίζουν αυτή την πολιτική παράταξη σήμερα. Πώς θα βαδίσουμε, λοιπόν; Οπωσδήποτε σε ρήξη με τα σημερινά κακέκτυπα ιστορικών μορφών πολιτικών οργανώσεων που, αν και μαζικές, αφομοιώθηκαν σταδιακά από το κράτος της αυταρχικής συναινετικής δημοκρατίας και της μετα-δημοκρατίας, και απομαζικοποιήθηκαν τραγικά ή διαλύθηκαν.

Θυμάμαι ότι, μετά τη διάσπαση που ακολούθησε την αποκομμουνιστικοποίηση του ΚΚΕ εσωτερικού, συγκροτηθήκαμε στη βάση μιας δημόσιας διακήρυξης, με τίτλο «Για την επικαιρότητα του σοσιαλισμού». Ήταν περισσότερο μια ανάγκη διαχωρισμού από τη θεωρία των σταδίων και από την πολιτική του ενιαίου Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, και ταυτόχρονα μια διαπίστωση ότι υπάρχουν οι υλικές βάσεις για τον σοσιαλισμό – όχι όμως ένα πολιτικό σχέδιο. Γιατί οι πολιτικές προτάσεις, που ορθώς ορμώνται από αφετηριακές γενικού θεωρητικού και πολιτικού χαρακτήρα επιλογές, καθίστανται ανενεργές αν δεν συνδέονται με συγκεκριμένες δυνατότητες συνάντησης με τις λαϊκές τάξεις στις οποίες απευθύνονται. Αν δεν συνδέονται μ’ ένα πολιτικό σχέδιο πέραν του εαυτού τους, που να αφορά στη μεγάλη πλειονότητα του λαού.

Πάντως, για να επανέλθουμε στον ΣΥΡΙΖΑ, η εκλογική του επιτυχία προέκυψε εξαιτίας της πολιτικής ανυποληψίας των μνημονιακών παραδοσιακών αστικών κομμάτων, της αποδοχής κάθε μερικού ή γενικού αιτήματος που αναδείκνυε η κοινωνική αφύπνιση και της παρουσίας των μελών του στις κοινωνικές συγκρούσεις. Αν αποδώσουμε, όμως, την κατάρρευση μόνο στο οργανωμένο σχέδιο του προεδρικού κέντρου για την κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, σε ένα σχέδιο που αξιοποίησε τα προηγούμενα στοιχεία, θα αναγνωρίσουμε μεν τη γενικότερη σύγχυση και τη συλλογική ευθύνη του κόμματος, το οποίο παρακολουθούσε αμήχανα ή συναινούσε σ’ αυτή την πορεία, όμως δεν θα έχουμε κατανοήσει γενικότερες δομικές ανεπάρκειες που επέτρεψαν σε όλα αυτά να συμβούν.

Οι οργανώσεις, οι ομάδες και τα άτομα που διαχωρίστηκαν από τον μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και οργανώσεις που δεν είχαν ποτέ ενταχθεί, προτείνεται σήμερα να ακολουθήσουν μια πορεία που θυμίζει σε πολλά την αντιμνημονιακή εποχή του: μέτωπο οργανώσεων, κομμάτων, ανένταχτων –δηλαδή μικρόκοσμων που, (αυτο)αξιολογούμενοι, θεωρούν την ύπαρξή τους αδιαπραγμάτευτη–, διατύπωση ενός προγράμματος πάλι ως άσκηση επί χάρτου, τώρα με κυρίαρχο το plan B και κοινή παρουσία στα υφιστάμενα κοινωνικά μέτωπα. Όλα τα παραπάνω δεν κινούν το παραμικρό κοινωνικό ενδιαφέρον – άλλωστε δεν υπάρχει τρόπος να παρακολουθήσει κανείς αυτές τις διαδικασίες. Η συνάντηση/σύγκλιση θα πραγματοποιηθεί δια αντιπροσώπων. Πρόκειται για μια πρόταση επιβίωσης οργανωτικού χαρακτήρα, η οποία σύντομα θα προσκρούσει στην αδυνατότητα αποτελεσματικής παρέμβασης ακόμα και στα ελάχιστα κοινωνικά και πολιτικά μέτωπα. Κυρίως, πρόκειται για την αυταπάτη ότι οι (αυτο)αποκαλούμενες επαναστατικές, αντικαπιταλιστικές, ριζοσπαστικές οργανώσεις δεν μετέχουν της κρίσης της αριστεράς και των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών ιδεών. 

2.5. Υπάρχει Πολιτική χωρίς Ιδέα;

Η αναθεμελίωση της πολιτικής που μπορεί ν’ ανασυστήσει έναν πολιτικό χώρο μη κυριαρχίας παραπέμπει στις ιδέες που θα τον νοηματοδοτήσουν. Ο νεοφιλελεύθερος παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός μας προστάζει να ζήσουμε χωρίς ιδέα, σε μια παγκόσμια φυλακή που επιβάλλουν με την κατασταλτική τους δύναμη οι συγκεντρωμένες θεσμικά εξουσίες του κεφαλαίου, για τη συσσώρευση του οποίου πρέπει να εκχωρήσουμε ακόμα και το δικαίωμα στην επιβίωση. Το τέλος αυτό της Ιστορίας σημαίνει να ζήσουμε χωρίς Ιδέα: να εξαλειφθούν οι ιδέες που ωθούν τα εγχειρήματα της ανθρώπινης χειραφέτησης και οι οποίες δεν έχουν χρεοκοπήσει, έχουν όμως περιπέσει σε αφάνεια επειδή τις αντέστρεψαν απολύτως ανελεύθερα καθεστώτα και κόμματα που τις επικαλέστηκαν. Παρά ταύτα εμφανίζονται διαρκώς μέσα στις επαναστάσεις και τις εξεγέρσεις από το δεύτερο μισό του 20ου μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα.

Δύο μεγάλες ιδέες διατρέχουν την ανθρώπινη ιστορία: η ιδέα του δήμου και η ιδέα του κομμουνισμού, που έχουν άμεση αναφορά στη χειραφετητική πολιτική. Η πρώτη έχει ιστορία αιώνων, η δεύτερη επινοήθηκε τον 19ο αιώνα. Και οι δύο έχουν εκκενωθεί από τα νοήματά τους, που πρέπει να ανασυστήσουμε.

Η γενική συμμετοχή στα κοινά συνεπάγεται τη δημιουργία ενός δημόσιου χώρου που ανήκει σε όλους – τα «κοινά». Η αρχαία πόλις, με τη μορφή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, έθεσε το πρόβλημα της αυτοθέσμισης της κοινωνίας και το δικαίωμα του δήμου να ορίζει και να ανακαλεί τους νόμους. «Έδοξεν τη βουλή και τω δήμω» – μ’ άλλα λόγια κανείς, ούτε θεός ούτε βασιλεύς, δεν μπορεί να είναι αρμόδιος για τους νόμους και την αλλαγή τους, παρά μόνον ο δήμος. Τρεις πλευρές της πολιτικής αυτής αμεσότητας, όπως τις αναφέρει ο Κορνήλιος Καστοριάδης10, έχουν διαχρονική σημασία: ο λαός σε αντίθεση με τους αντιπροσώπους, ο λαός σε αντίθεση με τους ειδήμονες, η κοινότητα σε αντίθεση με το «κράτος»: «Η ιδέα ενός “Κράτους”, δηλαδή ενός θεσμού διακεκριμένου και χωρισμένου από το σώμα των πολιτών, ήταν αδιανόητη για έναν Έλληνα». Η πολιτική, που ασκείται άμεσα από το σώμα των Αθηναίων πολιτών, νοηματοδοτείται από τον κόσμο των ιδεών και της φιλοσοφίας –«φιλοκαλούμεν τε γάρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας» (φιλοσοφούμε χωρίς να γινόμαστε μαλθακοί)–, και ορίζεται από τις πολιτικές συγκρούσεις για τη θέσμιση της πόλεως, η οποία, όμως, είναι κοινά αποδεκτή ως υπερκείμενη πολιτική συνθήκη.

Τον 19ο αιώνα επινοείται η ιδέα του κομμουνισμού και η έννοια της ελευθερίας ως θεμελιακής συνθήκης της ανθρώπινης χειραφέτησης, που όμως προϋποθέτει την ισότητα και την υπέρβαση του καθεστώτος της ανάγκης. Οι άνθρωποι μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθεροι αν απαλλαγούν από την ανάγκη, αν η κοινωνία επιλύσει για όλους τις βασικές υλικές προϋποθέσεις επιβίωσης. «Η ωραία λέξη “κομμουνισμός”», λέει ο Αλαίν Μπαντιού, «καλύπτει μια κοινωνία ισότητας, κοινωνία της οποίας η κίνηση ρίχνει τους τοίχους και τις διακρίσεις, κοινωνία της πολυλειτουργικότητας και των πολλαπλών διαδρομών, τόσο στην εργασία όσο και στη ζωή. Αλλά “κομμουνισμός” θα πει επίσης: μορφές πολιτικής οργάνωσης, των οποίων το μοντέλο δεν είναι η ιεραρχία των θέσεων. Αυτό ήταν ο τέταρτος Μάης: το σύνολο των εμπειριών που πιστοποίησαν ότι η αδύνατη ανατροπή των κοινωνικών θέσεων ήταν πολιτικά δυνατή μέσα από μια πρωτόγνωρη μορφή λήψης του λόγου και την ψηλαφητή αναζήτηση μορφών οργάνωσης που να βρίσκονται σε αντιστοιχία με την καινοτομία του συμβάντος».11

2.6. Αντιπροσωπευτική και άμεση δημοκρατία

Ο Νίκος Πουλαντζάς, διαμορφώνοντας τη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου για τον σοσιαλισμό, θέτει το ζήτημα της συγκρουσιακής πολιτικής στις σύγχρονες, εξαιρετικά σύνθετες και μαζικές κοινωνίες, εξετάζοντας τα υποκείμενα της πολιτικής σε σχέση με το ζήτημα του κράτους. Ασκεί κριτική στη θεωρία του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, δηλαδή στην αντίληψη του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και άλλων για τη συγχώνευση κράτους και μονοπωλίων, που εκλαμβάνει το κράτος αδιαπέραστο από την ταξική πάλη – ένα εργαλείο με ουδετερότητα οργάνου. Από την άλλη, ασκεί κριτική στην εργαλειακή αντίληψη του κράτους που συνιστά τον κρατισμό της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας. Πρόκειται για «το Κράτος-Υποκείμενο, κάτοχο μιας ενδογενούς ορθολογικότητας, που την ενσαρκώνουν οι πολιτικές ελίτ και μόνοι οι μηχανισμοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας». 12 Για τον Πουλαντζά, «το Κράτος δεν πρέπει να εννοείται ούτε σαν αντικείμενο ούτε σαν υποκείμενο, αλλά σαν υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων».13

Το αστικό κράτος, όσον αφορά τη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου για τον σοσιαλισμό, υπόκειται σε ριζικές ανατροπές και μετασχηματισμούς των μηχανισμών και των θεσμών του, που ενεργοποιούνται από τις άμεσες μορφές δημοκρατίας, την ενεργό δράση και πρωτοβουλία των κοινωνικών κινημάτων. Πρόκειται για έναν συνδυασμό πολιτικής αντιπροσώπευσης, που διαφυλάσσεται όμως σε σχέση με γραφειοκρατικές διαστρεβλώσεις και την εγγενή ροπή της προς τον κρατισμό, με τη συμπληρωματική αρχή στην αρχή της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης που «συνίσταται στην ταυτόχρονη στήριξη στα κοινωνικά κινήματα της βάσης, στην προώθηση φυτωρίων άμεσης δημοκρατίας, με άλλα λόγια στη στήριξη στους λαϊκούς αγώνες που πάντα υπερβαίνουν το Κράτος. Αν περιορίσουμε στο πεδίο του Κράτους, ακόμα και υιοθετώντας τη λεγόμενη στρατηγική ρήξης, θα γλιστρήσουμε χωρίς να το καταλάβουμε στη σοσιαλδημοκρατία: εξαιτίας του ίδιου του βάρους της υλικής υπόστασης του κράτους, η αλλαγή του εσωτερικού στο κράτος συσχετισμού δυνάμεων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά με τη στήριξη στους αγώνες και τα κινήματα που υπερβαίνουν το κράτος».14

Συμπέρασμα: την (αναγκαία) πολιτική εκπροσώπηση μέσω των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων διαφυλάσσει από τον κρατισμό η άμεση δημοκρατία των θεσμών που γεννά η λαϊκή πρωτοβουλία και τα κοινωνικά κινήματα.

Σχετικά με το θέμα της πολιτικής εκπροσώπησης, ο Πουλαντζάς αντιτίθεται στις απόψεις που, στα όσα συνέβησαν στη σοβιετική Ρωσία, βλέπουν το αποτέλεσμα ενός συγκεντρωτικού λενινισμού, που εμπόδισε την ανάπτυξη της δημοκρατίας στη βάση. «Η κεντρική γραμμή του Λένιν ήταν, αρχικά, απέναντι στο σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα, στον κοινοβουλευτισμό του και στην τρομάρα που ένιωθε για το καθεστώς των συμβουλίων: ήταν η γραμμή μιας ριζικής υποκατάστασης της λεγόμενης τυπικής δημοκρατίας με τη λεγόμενη πραγματική δημοκρατία, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με μόνη την άμεση δημοκρατία, τη λεγόμενη δημοκρατία των συμβουλίων».15

Ο Πουλαντζάς βλέπει, όμως, επίσης, ένα τραγικό λάθος, το οποίο επισήμανε για τον Λένιν και τον Τρότσκι, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, φλογερή υπέρμαχος της άμεσης δημοκρατίας των Σοβιέτ: «με την κατάπνιξη της πολιτικής ζωής σ’ όλη τη χώρα, η ζωή των ίδιων των Σοβιέτ δεν θα μπορούσε να ξεφύγει μια εκτεταμένη παράλυση. Δίχως γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία τύπου και συγκεντρώσεων, δίχως ελεύθερη διαπάλη των διαφόρων απόψεων, η ζωή σβήνει σε κάθε πολιτικό θεσμό και θριαμβεύει μόνη η γραφειοκρατία».16

Όλα τα παραπάνω φωτίζουν το κεντρικό ερώτημα: πώς τίθεται και ποιες απαντήσεις μπορούν να δοθούν στο ζήτημα της πολιτικής για την κοινωνική χειραφέτηση από την εκμετάλλευση και την κυριαρχία, που θα είναι αποτέλεσμα «του ανεξάρτητου κινήματος της τεράστιας πλειονότητας προς όφελος της τεράστιας πλειονότητας».17

2.7. Εν κατακλείδι

Χρειαζόμαστε μια περίοδο θεωρητικού, πολιτικού προβληματισμού και πολιτικής δράσης χωρίς τον αυτόματο πιλότο του παρελθόντος μας, που πρέπει να ανακτήσουμε ή/και να υπερβούμε κριτικά και αυτοκριτικά, ανιχνεύοντας ένα συλλογικό μέλλον. Χρειαζόμαστε ανοιχτές διαδικασίες και ελεύθερες πρωτοβουλίες συναντήσεων, κριτική ενεργοποίηση της συσσωρευμένης γνώσης και εμπειρίας, κινηματική δράση όχι στο κενό αλλά με συνέχεια και σχέδιο για την κατάκτηση στόχων. Μικρές κινήσεις, που εμπεριέχουν αξιακά υποδείγματα, χειρονομίες που προσβλέπουν στα συμβάντα του μέλλοντος.

Δεν μπορούμε να κερδίσουμε το χαμένο χρόνο με άλματα στο κενό των εμμονών μας. Ποιος πιστεύει, πέραν των άμεσα εμπλεκομένων, ότι η μετωπική συμπαράθεση κομμάτων και οργανώσεων, των οποίων το διαφορετικό στίγμα είναι ασαφές και το μέγεθός τους δυσδιάκριτο, μπορεί να προοιωνίσει την αριστερά που θα πάρει μέρος στην αλλαγή του κόσμου –στα καθ’ ημάς: στην απαλλαγή της χώρας από τα μνημόνια και το χρέος– και θα ανασύρει από την αφάνεια τις σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδέες; 

Το ζήτημα του πώς κάνουμε πολιτική είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το περιεχόμενο της πολιτικής, με τις ιδέες για τη νέα κοινωνική οργάνωση, για τον ρόλο των άμεσων παραγωγών, για την πολιτική πρωτοβουλία των λαϊκών τάξεων. Σε κάθε περίπτωση, προϋποθέτει κομματικές μορφές απεξαρτημένες από λογικές πρωτοπορίας, ιεραρχική δόμηση και αντιμαχόμενες ομάδες σε καθεστώς αδιαφάνειας. Πολλές από τις σταθερές του παρελθόντος έχουν αμετάκλητα κριθεί από την ιστορία και πολλές ιδέες και πρακτικές που παρουσιάζονται ως δίαυλοι ανατροπής προσομοιάζουν με απαξιωμένα στερεότυπα της σύγχρονης μετα-δημοκρατίας.

Πιστεύω ότι πρέπει τουλάχιστον ν’ ανοίξουμε τη συζήτηση γι’ αυτά τα θέματα.



Βιβλιογραφία

1,2. RedNotebook , www.rednotebook.gr
Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, εκδ. Ηριδανός, ελλην. μτφρ 1975, σελ 55
ό.π., σελ 61
Alain Badiou, Η πολιτική και η λογική του συμβάντος, μτφρ. Δημήτρις Βεργέτης, Τάσος Μπέτζελος

εκδ. Πατάκη, 2008, σελ 91
Εμπειρία από Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ, αναφορές μεταξύ άλλων από το Είμαστε Παντού,

Η ακαταμάχητη άνοδος του παγκόσμιου αντικαπιταλισμού, ελλην. μτφρ. Μαρία Σκαμαγκά, εκδ. Οξύ, Ποντίκι
Μεταξύ άλλων, Paul Mason, Ο Κόσμος σε Εξέγερση, μτφρ Άλκης Καφετζής, εκδ. Δίαυλος, 2012
E. J. Hobsbawn, Η Εποχή του Κεφαλαίου, 1848 - 1875, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα

Εθνικής Τραπέζης, 1994
E. J. Hobsbawn, ο.π. σελ 31 - 32
Κορνήλιος Καστοριάδης, Xώροι του Ανθρώπου, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Ύψιλον, 1995
11. Alain Badiou, Η Κομμουνιστικική υπόθεση, ελλην. μτφρ Ηλιάδης Ν., Α.Π. Σιατίτσας Φ.,

Σωτήρης Π. Τσίχλη Μ. επιμ., Δημήτρις Βεργέτης, εκδ. Πατάκη, 2009

12,14,15,16. Νίκος Πουλαντζάς, Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός, 1973,

μτφρ. Γ. Κρητικός, εκδ. Θεμέλιο
Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι, Μεταξύ Σαρτρ και Αλτουσέρ, Παρεμβάσεις,

μτφρ. Τ. Καφετζής, εκδ. Πολύτυπο, σελ 42
Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ό.π.

1 σχόλιο:

  1. Και γιατί να μην πιστεύει η κ. Πορτάλιου οτι "πρέπει τουλάχιστον ν' ανοίξουμε τη συζήτηση γι' αυτά τα θέματα" όταν αυτόν το φιλοσοφικό - και όχι πολιτικό - λόγο τον αρθρώνει από την ασφάλεια του ιδιόκτητου σπιτιού της το οποίο κανείς δεν απειλεί να της πάρει και του οποίου το ηλεκτρικό ρεύμα κανείς δεν απειλεί να κόψει ούτε την πνίγουν τα χρέη; Όπως πολύ σωστά αναφέρει στην τελευταία παράγραφο του 2.5 "Οι άνθρωποι μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθεροι αν απαλλαγούν από την ανάγκη, αν η κοινωνία επιλύσει για όλους τις βασικές υλικές προϋποθέσεις επιβίωσης" αυτό δηλαδή το οποίο καθόλου δεν συντρέχει σήμερα για μεγάλους αριθμούς ανθρώπων στην Ελλάδα, πολύ μεγαλύτερους απ' όσο πριν την εποχή των μνημονίων. Πολιτικός λόγος και μάλιστα "αριστερός" θα ήταν λοιπόν εκείνος που κάνει κάτι προς αυτή την κατεύθυνση πρωτίστως. Πολιτικός είναι ο λόγος που φέρει άμεσα αποτελέσματα τώρα, εκείνος που αναφέρεται αφηρημένα σε άλλους χρόνους είναι φιλοσοφία. Με αυτή την έννοια η Ραχήλ Μακρή για παράδειγμα, που δεν επιλέγει τον αριστερό αυτοπροσδιορισμό, παράγει πολύ περισσότερη φιλολαϊκή πολιτική από αυτή που παράγει ολόκληρη η εξωκοινοβουλευτική αριστερά μαζί.
    Όπως πολύ σωστά αναφέρει η Πορτάλιου "(Γιατί) οι πολιτικές προτάσεις, που ορθώς ορμώνται από αφετηριακές γενικού θεωρητικού και πολιτικού χαρακτήρα επιλογές, καθίστανται ανενεργές αν δεν συνδέονται με συγκεκριμένες δυνατότητες συνάντησης με τις λαϊκές τάξεις στις οποίες απευθύνονται. Αν δεν συνδέονται μ’ ένα πολιτικό σχέδιο πέραν του εαυτού τους, που να αφορά στη μεγάλη πλειονότητα του λαού". Και θα πρόσθετα αν δεν συνδέονται με συγκεκριμένες πράξεις.Για παράδειγμα κ. Πορτάλιου ακόμα δεν έχετε κάνει μια συγκεκριμένη πράξη συμβολικής αποπομπής της Θεανώς Φωτίου από τις κοινότητες στις οποίες και οι δύο ανήκετε, την ακαδημαϊκή και την αρχιτεκτονική. Με ποιον τρόπο θα υλοποιηθεί αυτή η "Δημόσια πολιτική αποτίμηση της εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ" που αναφέρετε στην παράγραφο 1; Πώς θα αποδείξετε εμπράκτως οτι όντως έχετε διαχωρίσει τη θέση σας αν δεν κατονομάσετε πρόσωπα και πράξεις; Φυσικά αυτή η κριτική δεν αφορά προσωπικά την Ε. Πορτάλιου αλλά όλο τον κόσμο της αυτοαποκαλούμενης "αριστεράς" που νομίζει οτι είναι αυταξία και οτι δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα. Η αλήθεια είναι όμως οτι ενώ χιλιάδες άνθρωποι βουλιάζουν, πεθαίνουν, αργοσβήνουν, η αριστερά στέκει θεωρητικός θεατής και σε τίποτα δεν είναι χρήσιμη γι αυτούς. Πολύ όμορφες λοιπόν είναι οι θεωρίες σας. Και λοιπόν; Αφήστε που και αυτές πάσχουν.Για παράδειγμα η "πόλις" της αρχαίας Αθήνας στην οποία αναφέρεστε στην τρίτη παράγραφο του 2.5 βεβαίως και ήταν το αντίστοιχο του σημερινού κράτους αλλά η αμεσοδημοκρατία μπορούσε να λειτουργήσει στην Πνύκα και μόνο φυσικά για τους Αθηναίους πολίτες, εξαιτίας των αριθμών, του μεγέθους. Δεν είναι η κοινότητα το σημερινό αντίστοιχο της Αρχαίας Αθήνας, η οποία διέθετε στρατό, νόμους, πολιτικούς κλπ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή