Για τη νέα ελληνική μετάφραση του «Κεφαλαίου» του Μαρξ (εκδ. ΚΨΜ) από εδώ
Η νέα ελληνική έκδοση του Κεφαλαίου του Μαρξ (1052 σελ.) είναι, αφεαυτής, εκδοτικό και επιστημονικό γεγονός, για τα ελληνικά γράμματα. Πολύ περισσότερο που η μετάφραση, που βασίζεται στην πιο πρόσφατη και οριστική έκδοση του Κεφαλαίου από τα MEGA (2013) αξιοποιεί όλη την πρόσφατη έρευνα, και πλαισιώνεται από την εισαγωγή, τις πραγματολογικές σημειώσεις και τα Ευρετήρια και Παραρτήματα (τα τελευταία καταλαμβάνουν 300 σελίδες), αναδεικνύοντας τις διαδοχικές επεξεργασίες του μαρξικού. Ο έπαινος είναι παραπάνω από επιβεβλημένος, προς όλους τους ανθρώπους (τον μεταφραστή και την ευρύτερη ομάδα που τον πλαισίωσε, καθώς και τις εκδόσεις ΚΨΜ) που αναμετρήθηκαν χρόνια με το γιγάντιο εγχείρημα αντιμεπίζοντας όλες τις δυσκολίες: γλωσσικές, επιστημονικές, χρονικές και υλικές. Μιλήσαμε, με την ευκαιρία αυτής της σημαντικής στιγμής με τον μεταφραστή Θανάση Γκιούρα, καθηγητή πολιτικής θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
συνέντευξη του μεταφραστή Θανάση Γκιούρα
Τη συνέντευξη πήρε ο Στρατής Μπουρνάζος
Η παρούσα ελληνική έκδοση ακολουθεί την έκδοση των ΜEGA. Ας ξεκινήσουμε από τα MEGA, αυτό το μεγάλο επιστημονικό και εκδοτικό εγχείρημα.
O MΑΡΞ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΤΕΙΒΙΝΤ ΛΙΒΑΙΝ |
Τα MEGA αποτελούν ακρωνύμιο της ονομασίας Marx-Engels-Gesamtausgabe, δηλαδή της έκδοσης τωνΑπάντων των δύο συγγραφέων. Συγχρόνως βέβαια –κατά διαβολική, ως είθισται να λέγεται, σύμπτωση– το ακρωνύμιο ταυτίζεται με την ελληνική λέξη «μέγα», η οποία χρησιμοποιείται εκγερμανισμένη στην καθομιλουμένη γερμανική και σε άλλες γλώσσες. Πρόκειται λοιπόν, αν ακολουθήσουμε το λογοπαίγνιο, για μια μεγαλειώδη από κάθε άποψη έκδοση, οι απαρχές της οποίας φθάνουν μέχρι τη μεσοπολεμική περίοδο χωρίς τότε να τελεσφορήσει, καθώς ο πρωτεργάτης της προσπάθειας και ένας από τους πρώτους «μαρξολόγους» του 20ού αιώνα, ο Σοβιετικός Ντάβιντ Ριαζάνοφ, εκτελέστηκε στο πλαίσιο των σταλινικών εκκαθαρίσεων, επειδή, όπως ειπώθηκε, προκαλούσε σύγχυση στο προλεταριακό κίνημα. Το εγχείρημα ξεκίνησε και πάλι μετά τον πόλεμο τη δεκαετία του 1970, γι’ αυτό και μιλάμε για MEGA2, για την δεύτερη φάση των MEGA. Πρόκειται για ένα εγχείρημα διεθνούς εμβέλειας, το οποίο συντονίζεται από την Ακαδημία Επιστημών του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου, και έχει ως σκοπό να δημοσιεύσει σε επιστημονικά επιμελημένες εκδόσεις όλα τα κείμενα, τα χειρόγραφα και τις ευρισκόμενες επιστολές του Μαρξ και του Ένγκελς. Στην τελική μορφή προβλέπεται να περιλαμβάνει 114 τόμους. Στο Συνέδριο που οργανώνουν οι εκδόσεις ΚΨΜ στις 18 και 19 Μαρτίου θα υπάρξει εισήγηση από τον συντονιστή της Ακαδημίας, τον Γκέραλντ Χούμπμαν (Gerald Hubmann) ακριβώς για τα MEGA. Η βοήθεια της Ακαδημίας ήταν μεγάλη, τόσο αναφορικά με την ενημέρωση για την πορεία της διεθνούς έρευνας όσο και για τις διάφορες δυνατότητες προσέγγισης των μαρξικών κειμένων. Το γεγονός ότι πλέον έχουν δημοσιευθεί στα MEGA όλα τα χειρόγραφα του Μαρξ για το Κεφάλαιο, δηλαδή τόσο αυτά που επιμελήθηκε ο Ένγκελς όσο και εκείνα που δεν έλαβε υπόψη, μας επιτρέπει να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για την πρόθεση του Μαρξ.
Ποιοι ήταν οι λόγοι που σας οδήγησαν στην απόφαση να μεταφράσετε το Κεφάλαιο;
Όπως πολλές μεταφράσεις επιστημονικών κειμένων στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες, έτσι και αυτή έχει τις καταβολές της σε ανάγκες της πανεπιστημιακής διδασκαλίας. Οι αρχικές προσεγγίσεις έγιναν σε ορισμένα από τα πιο γνωστά τμήματα του πρώτου τόμου, όπως το όγδοο και το εικοστό τέταρτο κεφάλαιο, για να επεκταθούν αργότερα στο συνολικό έργο. Από την πλευρά μου σημαντικό ρόλο έπαιξε η εμπειρία που αποκόμισα από τη μετάφραση του έργου του Μαξ Βέμπερ Οικονομία και κοινωνία (εκδ. Σαββάλας, 2005-2011), που ανέρχεται σε έξι τόμους και πραγματοποιήθηκε σε αντίστοιχη συνεργασία με την Ακαδημία Επιστημών της Βαυαρίας, η οποία συντονίζει την αντίστοιχη έκδοση Απάντων του Βέμπερ.
Πώς ξεκίνησε το εγχείρημα; Ποιοι συλλάβατε την ιδέα της νέας μετάφρασης, πώς συνεργαστήκατε; Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία;
Λοιπόν, όπως είπα, το 2005 είχε τελειώσει η μετάφραση του Βέμπερ και ξεκίνησα τις πρώτες πειραματικές προσεγγίσεις στο κείμενο του Μαρξ. Οι πρώτες γραφές συζητήθηκαν επανειλημμένα στην ομάδα που είχαμε σχηματίσει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης από τον Θωμά Νουτσόπουλο, τον Διονύση Γράβαρη, τον Ηλία Γεωργαντά και εμένα. Κάποια στιγμή στις αρχές του 2006 γεννήθηκε η πεποίθηση ότι θα έπρεπε να προχωρήσουμε στη συνολική μετάφραση, πράγμα που ήθελε όμως άλλου είδους προετοιμασία και προεργασία. Λίγο μετά ξεκίνησα και τις επαφές με την Ακαδημία στο Βερολίνο. Η συνεργασία διαμορφώθηκε ως εξής: Εγώ ήμουν ο μεταφραστής, ενώ την επιμέλεια την είχε αναλάβει κυρίως ο Θωμάς μαζί με τον Διονύση, σε συνεννόηση μαζί μου. Ο Ηλίας είχε πάντα έτοιμες προτάσεις λύσεων για μεταφραστικές δυσκολίες, καθώς επίσης συνέλαβε και διεκπεραίωσε την εξαιρετική ιδέα για τη συλλογή του εποπτικού υλικού που περιλαμβάνεται στο CD της έκδοσης. Δεν μπορώ να μην αναφέρω τις μικρές πινελιές του Διονύση: για παράδειγμα, στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο ο Μαρξ παραθέτει ένα ποίημα του Αντίπατρου του Θεσσαλονικέα από την Παλατινή Ανθολογία, σε γερμανική μετάφραση του βαρόνου Στόλμπεργκ. Δεδομένου βέβαια ότι η επαναμετάφραση «δεύτερο χέρι» από τα γερμανικά αποκλειόταν, εντοπίσαμε το πρωτότυπο και ο Διονύσης ανέλαβε την μετάφραση, διασώζοντας και τον ρυθμό. Υπήρξαν κι άλλα τέτοια στιγμιότυπα.
Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν αφενός η διακρίβωση της ορθότητας των κατηγοριών και εννοιών και αφετέρου η όσο το δυνατόν διάσωση του ύφους του πρωτοτύπου, το οποίο δεν είναι ενιαίο αλλά πολυποίκιλο. Ό,τι και να πω εδώ θα είναι λίγο για να αναδείξω τον κόπο που κατέβαλλαν εδώ κυρίως ο Θωμάς Νουτσόπουλος και η Βάσω Μπαχούρου, η γλωσσική επιμελήτρια. Νομίζω ότι το τελικό αποτέλεσμα μας ξεπέρασε όλους.
Ας πούμε δυο λόγια για τα προηγούμενα μεταφραστικά εγχειρήματα, και κυρίως για τον Σκουριώτη και τον Μαυρομμάτη.
Νομίζω ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κατάσταση που δεν απαντά συχνά στη γραμματολογία, και είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική για την πορεία της ελληνικής Αριστεράς. Να πω εξαρχής ότι υπάρχει μεγάλο ερευνητικό έλλειμμα ως προς τα όποια παρασκήνια και τα εμπλεκόμενα πρόσωπα σ’ αυτές τις μεταφράσεις, και η πλήρωσή του αποτελεί πρόκληση για έναν ερευνητή. Με εξαίρεση την απόπειρα των αδελφών Πουρνάρα τη μεσοπολεμική περίοδο, το Κεφάλαιο μεταφράζεται πλήρες στην Ελλάδα με τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου. Η λεγόμενη «μετάφραση Μαυρομμάτη» αποτελεί εφαρμογή της αντίστοιχης απόφασης της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ τον Οκτώβριο του 1951 και είναι έτοιμη ήδη μέσα στη δεκαετία του 1950. Μέσα από μια μικρή έρευνα που κάναμε στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) ανακαλύφθηκαν μέλη του επιτελείου που πιθανά να ενεπλάκησαν στο εγχείρημα της μετάφρασης, σημειωτέον και των τριών τόμων. Τα ονόματα που αναφέρονται ως Μεταφραστές Α και Β σε μισθολογικές καταστάσεις του εκδοτικού μηχανισμού του ΚΚΕ περιλαμβάνουν τους Θόδωρο Παπαδόπουλο, Θανάση Παπαδόπουλο, Γιάννη Ποπόφ, Κόλια Αναστασιάδη, Κώστα Ρουσόπουλο, Δόμνα Χριστέα, Νίκο Μπονιάκο, Αντώνη Βογιάζο και Γιάννη Μανιά, με τον Π. Μαυρομμάτη να παραμένει πάντα στη θέση του Θεωρητή. Δεν αποκλείεται να υπήρχαν και άλλα άτομα, και σε κάθε περίπτωση αξίζει και επιβάλλεται μια έρευνα για την πορεία και την τύχη αυτών των ανθρώπων.
Η ΠΡΩΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ «ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ», ΑΜΒΟΥΡΓΟ 1867 |
Αντίστοιχη απόφαση λαμβάνει και ο Γιάννης Σκουριώτης, ο οποίος μεταφράζει και αυτός την ίδια περίοδο, τη δεκαετία του 1950, τους τρεις τόμους. Εδώ οι γνώσεις μας είναι ακόμη λιγότερες. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι πρόκειται για την δουλειά ενός και μόνο ανθρώπου, χωρίς καμία βοήθεια. Θα ήταν όχι μόνο ενδιαφέρον αλλά και δίκαιο να γίνουν γνωστά τα ονόματα που ενεπλάκησαν στις δύο μεταφράσεις, έστω και ως δακτυλογράφοι. Αυτό είναι σημαντικό για να κατανοήσουμε τις μεταφραστικές αποφάσεις, τις γλωσσικές προτιμήσεις και την προσέγγιση στο κείμενο· για παράδειγμα, οι δύο μεταφράσεις διαφέρουν γλωσσικά σε σχέση με την επιλογή εννοιών αλλά και του «εκδοχής της δημοτικής που χρησιμοποιούν. Η μετάφραση Σκουριώτη έχει προ πολλού σταματήσει να κυκλοφορεί στο εμπόριο, ενώ η μετάφραση Μαυρομμάτη έχει μέχρι σήμερα την ίδια στοιχειοθεσία όπως τη δεκαετία του 1950.
Σε τι διαφοροποιείται η παρούσα έκδοση από τις προηγούμενες;
Στη νέα εξαρχής μετάφραση του πρωτοτύπου, στην πλαισίωση με νέο υλικό, στη νέα στοιχειοθεσία. Οι πραγματολογικές σημειώσεις στο κυρίως κείμενο αναδεικνύουν όχι μόνο ιστορικές λεπτομέρειες, αλλά και λογοπαίγνια του Μαρξ, και καταγράφουν όλους τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες που συνυφαίνονται στην ανάπτυξη του έργου. Οι ξενόγλωσσες υποσημειώσεις από τα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά μεταφράστηκαν εξαρχής, ενώ παρατίθενται, στο πρωτότυπο, στο Παράρτημα Ι.
Το Παράρτημα ΙΙ περιέχει το πρώτο κεφάλαιο της πρώτης έκδοσης, του 1867, μαζί με το αντίστοιχο παράρτημα για την αξιακή μορφή. Γιατί αυτό; Διότι εδώ η ανάπτυξη των κατηγοριών έχει πρόδηλο τον εγελιανό χαρακτήρα της και είναι σαφής η προσπάθεια του Μαρξ για τη θεμελίωση νέων κατηγοριών καθώς και για τις μεταβάσεις μεταξύ των κατηγοριών. Δεδομένου όμως ότι η παρουσίαση είναι ιδιαίτερα «σφιχτή», όταν ο Ένγκελς είδε τα τυπογραφικά δοκίμια πρότεινε στον Μαρξ μια περαιτέρω ανάπτυξη, πιο διασαφηνιστική. Για τον λόγο αυτό ο Μαρξ συνέταξε ένα παράρτημα με το οποίο εξηγεί το περιεχόμενο του πρώτου κεφαλαίου. Εδώ γίνεται πρώτη φορά αναφορά στον Αριστοτέλη και τη δική του σύλληψη της αξίας. Φαίνεται όμως ότι η διάταξη αυτή δεν ικανοποίησε τον Μαρξ, και όταν του δόθηκε η ευκαιρία έσπευσε να την θεραπεύσει. Αυτό φαίνεται στο Παράρτημα ΙΙΙ, όπου περιέχονται οι χειρόγραφες σημειώσεις και διορθώσεις του Μαρξ ενόψει της δεύτερης έκδοσης. Μετά από ενημέρωση του εκδότη για την πρόθεση μιας δεύτερης έκδοσης ο Μαρξ επεξεργάζεται την πρώτη έκδοση το διάστημα από τον Δεκέμβριο του 1871 μέχρι τον Ιανουάριο του 1872, δίνοντας σχεδόν αποκλειστική έμφαση στα πρώτα κεφάλαια, δηλαδή τη θεωρία της αξίας. Σκοπός του είναι να παρουσιάσει ένα νέο κείμενο μέσα από τον συνδυασμό του πρώτου κεφαλαίου και του παραρτήματος για την αξιακή μορφή. Οι ανεκτίμητες αυτές σημειώσεις παρουσιάζονται πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό, δείχνοντας τον Μαρξ ακριβώς στην έντονη αναζήτηση της ορθής έκφρασης για τη σύλληψη της αξίας. Το Παράρτημα IV αφορά τις διεξοδικές συμπληρώσεις που έκανε ο Μαρξ στη γαλλική έκδοση (1875), τις οποίες δεν έλαβε υπόψη του ο Ένγκελς στις δικές του εκδόσεις του Κεφαλαίου. Εδώ οι συμπληρώσεις, πέρα από τις κατά τόπους διασαφηνίσεις όρων για το γαλλικό κοινό, αφορούν κυρίως την περαιτέρω ανάπτυξη του νόμου της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, στο εικοστό τρίτο κεφάλαιο. Τέλος, στο Παράρτημα V περιέχονται οι Πρόλογοι του Ένγκελς και οι δικές του σημειώσεις στις κατοπινές εκδόσεις του Κεφαλαίου. Νομίζω ότι ο Ένγκελς ως προσωπικότητα και ως συγγραφέας αξίζει μια δική του μελέτη, και σε κάτι τέτοιο στρέφεται σταδιακά η διεθνής έρευνα, αφήνοντας κατά μέρος τον αυτοχαρακτηρισμό του ως «δεύτερο βιολί» στη σχέση με τον Μαρξ.
Τόσο η σημασία της πρώτης έκδοσης, όσο και η σημασία των σημειώσεων του 1871-72 καθώς και εκείνη της γαλλικής έκδοσης, έγιναν σαφείς μόλις το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα· έτσι, με την παρούσα έκδοση ο αναγνώστης διαθέτει σε έναν τόμο καρπούς της πλέον πρόσφατης διεθνούς έρευνας. Ο λειτουργικός χαρακτήρας της έκδοσης ολοκληρώνεται με τα Ευρετήρια ονομάτων και όρων, που επιτρέπουν, ιδιαίτερα το τελευταίο, πολλαπλές προσβάσεις στο κείμενο.
Όπως επισημαίνουν οι εκδότες, η νέα μετάφραση αξιοποιεί τα αποτελέσματα της πρόσφατης γραμματολογικής και θεωρητικής έρευνας. Δώσε μας ένα παράδειγμα.
Θα έλεγα ότι το σημαντικότερο στοιχείο είναι η ανάγνωση της θεωρίας της αξίας. Με την απόδοση του όρου Substanz ως υπόσταση και όχι ως ουσία της αξίας διανοίγεται μια πολύ βαθύτερη οπτική για τη σύλληψη της αξιακής μορφής, στην οποία αποσκοπεί ο Μαρξ. Η προσέγγιση αυτή εμπλουτίζεται από το ότι στην έκδοση περιλαμβάνονται τα σημαντικότερα κείμενα από το χέρι του Μαρξ που αφορούν τη θεμελίωση της θεωρίας της αξίας, όπως είπα, τόσο το πρώτο κεφάλαιο της πρώτης έκδοσης όσο και οι πολύτιμες σημειώσεις του 1871-72. Τουλάχιστον για τη θεωρία της αξίας ο αναγνώστης δεν έχει στη διάθεσή του απλώς ένα κείμενο, αλλά μια εργαλειοθήκη με τα σημαντικότερα στάδια ανάπτυξης αυτής της θεμελιώδους θεωρίας. Σημαντικές νέες πλευρές υπάρχουν επίσης και για το νόμο της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης.
Στον Πρόλογο των συντελεστών γράφετε ότι αντί να επιστήσετε την προσοχή του αναγνώστη στην ιδιομορφία του κειμένου, ως είθισται, του απευθύνετε ευθέως την παραίνεση να «αντικρίσει» ευθέως την πραγματικότητα που τον περιβάλλει πλέον διεθνώς. Γιατί;
Για τον απλό λόγο ότι, ενάμιση αιώνα μετά την έκδοση του Κεφαλαίου, ο παγκόσμιος χάρτης έχει συγκροτηθεί και ανασυγκροτείται διαρκώς υπό την επίδραση του κεφαλαίου, της αυτοαξιοποιούμενης αξίας που δεν λαμβάνει υπόψη ανθρώπους και κοινωνίες. Κινούμαστε σαφώς εντός αυτού του ορίζοντα, με την Ελλάδα να είναι δυστυχώς κραυγαλέο παράδειγμα για το τι σημαίνει αξιοποίηση του κεφαλαίου εις βάρος ολόκληρων πληθυσμών και γενεών. Το κεφάλαιο συνεπώς δεν είναι μια επί χάρτου άσκηση, αλλά μια πραγματικότητα με πλευρές οδυνηρά απτές. Σαφώς δεν είναι απλά ένα οικονομολογικό πόνημα, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε εντελώς συνοπτικά, μια διεξοδική πραγματεία για την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο στη σύγχρονη κοινωνία. Βεβαίως, ισχύει πάντα αυτό που λέει ο Γκαίτε: το δυσκολότερο πράγμα είναι να δεις αυτό που είναι μπροστά σου.
Το «Κεφάλαιο — μια διαρκής αναγνωστική πρόκληση», λέτε στην αρχή του Προλόγου. Γιατί πρόκληση, και μάλιστα διαρκής; Και κάνετε λόγο για «ένα έργο ανοιχτό». Πώς το εννοείτε;
ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΧΕΓΚΕΛ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΤΕΙΒΙΝΤ ΛΙΒΑΙΝ |
Η διαρκής πρόκληση αναφέρεται στην πραγματικότητα για την οποία μόλις έγινε λόγος. Είναι διαρκής όσο θα υπάρχει ο ειδικά κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, καθώς η θεωρία του Μαρξ είναι η μοναδική που προσφέρει μια εις βάθος εξήγηση και κριτική αυτού του τρόπου, της ανθρώπινης εκμετάλλευσης όπως είπαμε. Είναι ένα έργο ανοικτό, όχι μόνο επειδή ο Μαρξ δεν το ολοκλήρωσε, αλλά συνέχισε να το αναδιατυπώνει μέχρι και τη δεκαετία του 1870, αλλά και επειδή μπορεί να εμπλουτιστεί και να διευρυνθεί από την κίνηση του ίδιου του αντικειμένου σήμερα, του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής που περιβάλλει ποικιλότροπα όλο τον πλανήτη. Ο Μαρξ ξεκινά μια κριτική της πολιτικής οικονομίας, τονίζοντας ότι αυτή η επιστήμη πραγματεύεται τις βασικές διαδικασίες παραγωγής και αναπαραγωγής της σύγχρονης, κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Η ανάλυση πραγματικών διαδικασιών και η αναπαράσταση αυτών των διαδικασιών στις εμπλεκόμενες συνειδήσεις προχωρούν παράλληλα στο βιβλίο με έναν τρόπο που τροφοδότησε πολλές επιστημονικές συζητήσεις τον εικοστό αιώνα.
Τέλος, τι θα έλεγες, με λίγα λόγια, σε έναν νέο αναγνώστη που πιάνει τον τόμο στα χέρια του;
Για κάθε νέα γενιά ισχύει εν προκειμένω η ρήση του ποιητή, «Για σένα μιλά αυτή η ιστορία!» (De te fabula narratur!) — που χρησιμοποιεί και ο Μαρξ ήδη στον Πρόλογο της πρώτης έκδοσης. Σαφώς, η ανάγνωση του Κεφαλαίου προϋποθέτει κάποια προεργασία, καθώς και απαιτεί επανειλημμένες αναγνώσεις. Ο εντελώς «ερασιτέχνης» αναγνώστης θα μπορούσε να ξεκινήσει με έναν «περίπατο» στο εποπτικό υλικό, για να έρθει έτσι σε επαφή όχι μόνο με την παρελθοντική αλλά και την παροντική ιστορία. Μια πρώτη εργοβιογραφική ενημέρωση φιλοδοξεί να δώσει ο Πρόλογος των συντελεστών. Από εκεί και πέρα θα μπορούσε κανείς είτε να ακολουθήσει την παρουσίαση του ίδιου του Μαρξ, ο οποίος τονίζει ότι η μεγάλη δυσκολία βρίσκεται στα πρώτα κεφάλαια, είτε να εντρυφήσει σε συγκεκριμένα σημεία όπως η εργάσιμη ημέρα, το εργοστάσιο, η πρωταρχική συσσώρευση, για να απαντήσει σε ερωτήματα που έχει σχηματίσει. Δεν είναι ένα πατερικό κείμενο αλλά μια κριτική ανάπτυξη που βοηθά στην κατανόηση του δικού μας προβληματικού παρόντος. Ο ίδιος ο Μαρξ λέει ότι προϋποθέτει αναγνώστες που θέλουν να σκέπτονται αυτόνομα, και ως μεταφραστής μπορώ μόνο να προσυπογράψω αυτή τη δήλωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου