Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

Σκέψεις για την κρίση στη Μέση Ανατολή και για το προσφυγικό ζήτημα


του Δημήτρη Μπελαντή από εδώ

Η πολύ μεγάλη όξυνση του προσφυγικού ζητήματος στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της ανατολικής Μεσογείου αποτελεί μια κρίσιμη καμπή για τις κοινωνίες της περιοχής αλλά και γενικότερα για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η καμπή αυτή συναρτάται με όψεις κρίσης και κοινωνικής αποσταθεροποίησης της Ευρώπης ως πολιτικού, κοινωνικού και πολιτισμικού χώρου, όψεις κοινωνικής καταστροφής αλλά και άνθισης ενός πολιτικού και πολιτισμικού μηδενισμού, όπου η λατρεία της αγοράς, της οικονομικής ισχύος και του πολιτισμικού ναρκισσισμού οδηγεί στην πολύμορφη απόσυρση της αστικής δημοκρατίας και της δημόσιας πολιτικής· στην άνοδο ενός «ολοκληρωτικού καπιταλισμού» (δανείζομαι τον όρο, παρά τις διαφωνίες μου, λόγω έλλειψης πρόσφορων εννοιών) και σε μορφές υβριδικής συνύπαρξης ενός αντιδραστικού εθνικισμού και κλίματος ξενοφοβίας/ρατσισμού στην Ευρώπη με ένα σαρωτικό για τη δημοκρατία και τη δημοκρατική κρατική κυριαρχία κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου. 

Οι πρόσφυγες στις πόρτες μας αναδεικνύουν την ανάγκη ενός νέου αριστερού και κομμουνιστικού, συγκεκριμένου και μάχιμου, ανθρωπισμού, που θα συνδυάζει την ταξικότητα με την απόπειρα επανάκτησης μιας πανταχόθεν πληττόμενης ανθρώπινης ουσίας μας. Αυτή η ανάγκη δεν είναι ταυτόσημη με τον ρηχό «ανθρωπισμό» τύπου ΣΚΑΪ, Εκκλησίας και ΜΚΟ (που είναι και κάπως φειδωλός προς τους μη συμπολίτες μας), αλλά με μια αναγκαία προσπάθεια να ανακτήσουμε τη χαμένη υποκειμενικότητά μας, ακόμη και με το κόστος το πολύ πολύ να πάψουμε να είμαστε αρκετά «αλτουσεριανοί». Θα ήθελα, λοιπόν, να αναδείξω ορισμένες πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές όψεις του ζητήματος.

1. Το προσφυγικό ως αποτέλεσμα της κατάργησης κρατικών δομών

Αυτό που ζουν οι κοινωνίες της Μέσης Ανατολής, από τη Συρία ως το Ιράκ αλλά και άλλες ασιατικές κοινωνίες, όπως το Αφγανιστάν, είναι αποτέλεσμα μιας στρατηγικής συστηματικής αποσταθεροποίησης κάποτε ισχυρών κρατικών και κυβερνητικών δομών στην Ασία. Η Συρία του Μπάαθ, το Ιράκ του Μπάαθ, η Λιβύη, ο Λίβανος, ακόμη και το Αφγανιστάν αρκετά παλιότερα (επί σοβιετικής κατοχής) ήταν κράτη, που παρουσίαζαν μια ικανότητα κοινωνικής, οικονομικής και κρατικής αναπαραγωγής και συντήρησης των πληθυσμών τους. Αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι ήταν δημοκρατικά ή σοσιαλιστικά καθεστώτα, αντίθετα ήταν καθεστώτα αυταρχικά, αντιδημοκρατικά (με την εξαίρεση ίσως του Λιβάνου) και συχνά προσωποπαγή, ιδίως τα μπααθικά καθεστώτα ήταν η απόληξη μιας εκφυλισμένης πια παλιάς κοινωνικής επανάστασης. Βεβαίως, το πρόβλημα της Δύσης δεν έγκειτο στην αντιδημοκρατικότητά τους –η Δύση στήριζε και την Τουρκία ή την Σαουδική Αραβία σταθερά–, αλλά στη λειτουργία τους ως σχετικά ανεξάρτητων περιφερειακών παικτών, που θα μπορούσαν να απειλήσουν τα οικονομικά και γεωπολιτικά τη συμφέροντα. Οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ –αλλά και η ισραηλινή επιθετικότητα κατά του Λιβάνου– σηματοδότησαν μια στρατηγική «ελεγχόμενης» αρχικά και μετά ανεξέλεγκτης αποσταθεροποίησης αυτών των κρατικών και κοινωνικών δομών. Εστιάζοντας στο παράδειγμα του μακρού πολέμου των ΗΠΑ με το Ιράκ (1991-2003), καταλαβαίνουμε ότι σε τελική ανάλυση οι ΗΠΑ νίκησαν μάλλον παρά ηττήθηκαν. Και αυτό με την έννοια ότι πιο στρατηγικά οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μάλλον στόχευαν στην κατάργηση του Ιράκ ως κράτους παρά στη σταθερή εγκαθίδρυση μιας φιλοαμερικανικής κυβέρνησης στην Βαγδάτη. Η διαίρεση του Ιράκ σε ζώνες ανομίας και καταστροφής τους φαινόταν ως ενδιαφέρων στόχος. Και σε μεγάλο βαθμό, το πέτυχαν. Βεβαίως, στηρίζοντας τις φονταμενταλιστικές ομάδες κατά των αραβικών καθεστώτων (Αλ Κάιντα, ΙSIS κλπ) τροφοδότησαν τους ασκούς του Αιόλου, πράγμα που μπορεί να εξηγηθεί από τον παράγοντα απροσδιοριστίας και «χάους» στην διεθνή πολιτική. Δεν το επεδίωξαν μόνο αλλά και τους προέκυψε. Σαν να έβγαλαν το τζίνι από το μπουκάλι,.

Στη συνέχεια, το ενδιαφέρον για την Αριστερά αλλά και πολύ αντιφατικό κίνημα της Αραβικής Άνοιξης αποσταθεροποίησε περαιτέρω τα καθεστώτα του τέως αραβικού εθνικισμού χωρίς να μπορεί να προτείνει, παρά την τεράστια κοινωνική και λαϊκή κινητοποίηση, μια ισορροπία πραγματικά βιώσιμη, δημοκρατική και μη φιλοϊμπεριαλιστική. Κατά την γνώμη μου, αυτό συνδέεται και με μια ιστορικών διαστάσεων αποτυχία της Αριστεράς, του μαρξισμού και των φιλοδιαφωτιστικών/κοσμικών κινημάτων στον ισλαμικό κόσμο – αλλά αυτό είναι αντικείμενο μιας άλλης συζήτησης. Είναι αρκετά εμφανές ότι η αντιφατικότητα και η υβριδικότητα των αντιαυταρχικών αυτών κινημάτων περιέλαβε και δυνάμεις καθαρά φονταμενταλιστικές ισλαμιστικές, αλλά και δυνάμεις ελεγχόμενες πολιτικά ή στηριζόμενες πολιτικά από τον δυτικό ιμπεριαλισμό, πράγμα που φάνηκε με την διευρυμένη λαϊκή βάση της ανόδου του δικτάτορα Σίσσι στην Αίγυπτο και της πτώσης του Μόρσι ή από τα διάφορα Συμβούλια της αντιπολίτευσης στην Συρία, με έδρες δυτικές μητροπόλεις.

Είναι, λοιπόν, σωστό να ειπωθεί ότι τα παλιά εθνικιστικά καθεστώτα στη Μέση Ανατολή συμπαρέσυραν στην αποσταθεροποίησή τους τις υφιστάμενες κρατικές δομές, με αποτέλεσμα ένα πολυπαραγοντικό χάος και διάλυση στην περιοχή. Ο ρόλος του δυτικού κυρίως ιμπεριαλισμού στη διαδικασία αυτή είναι κεντρικός και πρέπει να τονιστεί. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι υπήρξαν όντως βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις προς το δυτικό ιμπεριαλισμό, που θα έπρεπε ντε και καλά να είναι υποστηρίξιμες από την ευρωπαϊκή και διεθνή αντιιμπεριαλιστική Αριστερά. Μπορεί μεν το λεγόμενο «καθεστώς Άσαντ» να ήταν γεωπολιτικά και κοινωνικά σταθερότερο και «επωφελέστερο» κάπως κοινωνικά από το χάος και την απόλυτη καταστροφή, τον κρανίου τόπο που βασιλεύει σήμερα στην Συρία, αλλά ποιος μπορεί στα σοβαρά να υποστηρίξει ότι η αποκατάστασή ενός καθεστώτος, που επίσης πολέμησε τον ίδιο του τον πληθυσμό χωρίς πολλές αναστολές, είναι βιώσιμη, δημοκρατική και «αριστερή» λύση; Εκτός αν έχουμε πια παραδιευρύνει την έννοια της «Αριστεράς» και σε αυτόν τον τομέα. Πολύ περισσότερο ενδιαφέρον έχουν για εμάς δημοκρατικές και αριστερές μαχόμενες ομάδες, όπως των Κούρδων και των δημοκρατών Τούρκων και Αράβων, αλλά είναι ακόμη αρκετά αμφίβολο, αν μπορούν να αποτελέσουν συνολική πολιτική λύση στην περιοχή.

Ο ρόλος λοιπόν του ιμπεριαλισμού, ιδίως αλλά όχι αποκλειστικά του δυτικού ιμπεριαλισμού, είναι κομβικός για τη μεγάλη διαστολή του προσφυγικού ζητήματος, αλλά πρέπει να σταθμιστεί και με το μεγάλο ζήτημα τι είδους κρατικός χάρτης μπορεί να προκύψει, αν θα είναι ο παλιός ή ένας τροποποιημένος κρατικός χάρτης και ποιος θα τον διαμορφώσει πολιτικά και κοινωνικά στην περιοχή. Με λίγα λόγια, ποιοι είναι οι σύμμαχοί μας, ποιους αξίζει να υποστηρίξουμε και σε ποιες κρατικές και κυβερνητικές δομές αποβλέπουμε. Γιατί οι σταθερές ως υποστάσεις κρατικές δομές είναι μεν αναγκαίες για την αντιμετώπιση του διαρκούς πολέμου, αλλά πρέπει να έχουν και μια κοινωνική και δημοκρατική βάση, που να μπορεί να τις στηρίξει. Μια αποκατάσταση των καθεστώτων τύπου παλιού αραβικού εθνικισμού, και μάλιστα στην εκφυλισμένη τους εκδοχή, δεν είναι σε καμία περίπτωση μια σύγχρονη βιώσιμη λύση. Δεν ισχύει δε πάντοτε ότι ο εχθρός του εχθρού μας είναι φίλος μας, ακόμη και αν αποφύγουμε ορθώς τις ίσες αποστάσεις. Σε μεγάλο βαθμό, και αν εξαιρέσουμε τις δημοκρατικές κουρδικές και αραβικές δυνάμεις, μιλάμε για μια σύγκρουση βαρβαροτήτων, για έναν Τριακονταετή Πόλεμο στην περιοχή χωρίς ορατό τέλος και επίλυση.

Επίσης, η αποκατάσταση βιώσιμων χωρών στην ανατολική Μεσόγειο, αναγκαία προϋπόθεση για μια μακροχρόνια επίλυση του προσφυγικού ζητήματος, συνδέεται και με το ζήτημα της ενδοϊμπεριαλιστικής διένεξης. Δεν είναι απολύτως καθαρό το πού αποβλέπει η σύγκρουση ανάμεσα στη Ρωσία και την Τουρκία και η πιθανή σύγκρουση ανάμεσα σε ΗΠΑ-Δύση και Ρωσία (ας αναφερθεί εδώ πάντως ότι κάποιοι στρατηγικοί αναλυτές των ΗΠΑ γράφουν εδώ και πολλά χρόνια για μια πιθανή σύγκρουση Τουρκίας και Ρωσίας). Επίσης, η τελευταία αντίθεση μεταξύ Δύσης και Ρωσίας δεν είναι τόσο απόλυτη, αφού αναδεικνύονται και όψεις συνεργασίας στη σύγκρουση αυτήν μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ έναντι των φονταμενταλιστών και της στήριξής τους από την Τουρκία και τη Σαουδική Αραβία. Η παρέμβαση της Ρωσίας στην περιοχή επίσης δεν είναι μια γενική παρέμβαση για το «δίκαιο» και τη «δημοκρατία-σταθερότητα», αλλά μια όψη της αντεπίθεσης της ιμπεριαλιστικής Ρωσίας στην υπαρκτή γεωπολιτική της περικύκλωση από τις ΗΠΑ και τις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Άρα, ούτε με την Ρωσία μπορεί κανείς ως Αριστερά να έχει στρατηγικές, πάγιες και αδιατάρακτες φιλίες. Επίσης, η διάλυση των κρατικών δομών αντί της σταθερής κατοχής των ζωνών αυτών φαίνεται να είναι μια επιλογή αρεστή και στον ρωσοκινεζικό πόλο και όχι μόνο στον δυτικό ιμπεριαλιστικό πόλο-δεν έχουμε εδώ από την μια το «φως» και από την άλλη το «σκότος». Η τεχνολογία της διάλυσης περιοχών και δομών ως μορφή ιμπεριαλιστικού ελέγχου είναι πια «φτηνότερη» και ευχερέστερη από τη στρατιωτική και πολιτική τους κατοχή.

Εν ολίγοις, η καταστροφή της Μέσης Ανατολής και η δημιουργία του προσφυγικού ζητήματος είναι μια τεχνολογία ιμπεριαλιστικού ελέγχου, ακόμη και αν αυτή η στρατηγική δεν είναι απόλυτα προβλεπόμενη, αλλά συνδυάζεται για όλους τους παίκτες με όψεις «χάους».

2. Η χρεοκοπία της ενωμένης Ευρώπης και η στάση της ελληνικής κυβέρνησης

Έχει φανεί καθαρά μετά τις αντιδράσεις πολλών κυβερνήσεων της Ε.Ε., και ιδίως αυτών της νότιας, κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, ότι ακόμη και στο επίπεδο του ανθρωπισμού και της συλλογικής και αλληλέγγυας στάσης απέναντι στην προσφυγική δυστυχία, την οποία η Ε.Ε. έχει καίρια συνδιαμορφώσει μαζί με τις ΗΠΑ, η Ε.Ε. είναι μια ηθικά και πολιτικά χρεοκοπημένη δύναμη ή συμμαχία δυνάμεων. Είναι μια μηχανή αποπτώχευσης και αντιδημοκρατικού παροξυσμού. Τα περί δημοκρατικών αξιών και κοινωνικής συνοχής της Ευρώπης μόνο ως ανέκδοτο πια μπορούν να ακούγονται. Το κλείσιμο των συνόρων και οι πολύμορφοι «φράχτες» που στήνουν κυβερνήσεις όπως η Ουγγαρία, η Σλοβενία, η Σλοβακία, η Αυστρία (αλλά και κυβερνήσεις εκτός Ε.Ε., όπως η ΠΓΔΜ) καταδεικνύουν όχι μόνο έντονο ρατσισμό αλλά και μια στάση, όμοια με αυτήν που δείχνουν οι τοπικές κοινωνίες προς τους ΧΥΤΑ: οι πρόσφυγες είναι ηθικά και κοινωνικά «σκουπίδια», που πρέπει να παραμείνουν έξω από την πόρτα μας. Kαλό είναι να τους «συμπαθούμε», αλλά μακριά από μας. Ουσιαστικά, αυτές οι κυβερνήσεις καταδικάζουν την Ελλάδα γιατί δεν πνίγει ή δεν έπνιξε τους πρόσφυγες στο Αιγαίο. Την καταδικάζουν γιατί, παρά την αρχική αδιαφορία και μη έντονη εκδήλωση ενδιαφέροντος από το ελληνικό κράτος, η Ελλάδα κυρίως ως θερμή κοινωνική ευαισθησία, και δευτερευόντως, από ένα σημείο και μετά, και ως κρατική υπόσταση, ανταποκρίθηκε και ανταποκρίνεται σημαντικά στο πρόβλημα. Την καταδικάζουν, γιατί κυρίως ο λαός της και η κοινωνία της, και σε μικρότερο βαθμό και η κυβέρνησή της, δεν άφησαν το πρόβλημα αποκλειστικά στους εθνικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς και στη FRONTEX. Ο ελληνικός λαός ιδίως, σε μια συγκυρία φρικτής μνημονιακής διαχείρισης και αποπτώχευσης, έχει υπερβεί εαυτόν σε πρακτικές αλληλεγγύης και συμπαράστασης σε σχέση με άλλους ευρωπαϊκούς λαούς.

Εδώ ας σημειωθεί και πέρα από το ζήτημα της φύσης και της λειτουργίας της Ε.Ε/ ότι κάποιοι -ακόμη και στην Αριστερά- θεώρησαν κάποτε ότι η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, της Τσεχοσλοβακίας, ακόμη και η δεξιόστροφη διάλυση του «ανύπαρκτου σοσιαλισμού» και της ΕΣΣΔ ανοίγει δυνατότητες για την αυτοδιάθεση των εθνών και τη δημοκρατική τους πορεία, πιθανόν ακόμη και δυνατότητες για το σοσιαλισμό. Το πόσο δημοκρατικά λειτούργησαν αυτές οι «διαλύσεις» το βλέπουμε σήμερα στα πρόσωπα του κ. Φίτσο και των λοιπών ουσιαστικά ακροδεξιών στον δήθεν «φιλελευθερισμό» τους υπουργών της Μεσευρώπης (Mitteleuropa), υπουργών που επίσης τρέφουν έντονο θαυμασμό για όλους τους κατά καιρούς πολέμιους του κομμουνισμού. Το βλέπει κανείς στην άνοδο των ακροδεξιών σχηματισμών μέσα από τη ρητορική και την πρακτική του «ριζοσπαστικού Κέντρου» σε όλη την Ευρώπη. Αυτοί που κάποτε έβλεπαν τον εθνικισμό μόνο στην περίπτωση της Σερβίας και τον θεωρούσαν ανύπαρκτο στη διαδικασία αναγέννησης των γερμανικών μετααποικιών, πρέπει να δουν τις συνέπειες εκείνης της εξέλιξης.

Η διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος είναι πεδίο αντιφάσεων και συγκρούσεων. Η γερμανική αστική/ιμπεριαλιστική τάξη δεν έχει ακριβώς την ίδια γραμμή με τους δορυφόρους της. Δεν γνωρίζω αν αυτό είναι συνέπεια μιας «κατανομής ρόλων», αλλά η ηγεσία Μέρκελ κινείται περισσότερο προς μια λογική «κατανομής των ροών» και ανοίγματος των συνόρων. Πιθανόν, αυτό να συνδέεται και με μια δυνατότητα επωφελούς ένταξης ενός ειδικευμένου και μορφωμένου εργατικού δυναμικού, όπως αυτό της συριακής μεσαίας τάξης, στη γερμανική καπιταλιστική μηχανή, κάτι που μπορεί να είναι μη πρόσφορο για τους «δορυφόρους» λόγω της ανεπαρκούς κοινωνικής υποδομής τους. Για άλλους «κατάρα», για άλλους «ευλογία». Πιθανόν, να συνδέεται και με όψεις διαχείρισης του «αλληλέγγυου φιλελευθερισμού» στη γερμανική κοινωνία από την πλευρά της κυβέρνησης του Μεγάλου Συνασπισμού CDU-SPD και έναντι μιας σκληρής Δεξιάς που αναπτύσσεται. Όσο εχθρικοί και να είμαστε προς τη γερμανική ιμπεριαλιστική ηγεσία, αυτή την αντίφαση οφείλουμε να τη δούμε. Όπως και το γεγονός ότι, ακόμη και για λόγους ιμπεριαλιστικής «πατρωνείας», πιθανόν η γερμανική ηγεσία δεν θέλει να αφήσει την κυβέρνηση Τσίπρα μόνη και «αβοήθητη» σε αυτή την κρίση. Αυτή η διάσταση σημαίνει και αντιμεταθέσεις ρόλων, που ξεπερνούν τα απλουστευτικά σχήματα του τύπου «όλες οι αστικές κυβερνήσεις είναι ρατσιστικές και ξενόφοβες το ίδιο», άποψη που μπορεί να εκπλαγεί δυσάρεστα από την φορά των πραγμάτων.

Όσον αφορά την διαχείριση της κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου, ας ξεκινήσουμε από την εμπλοκή των μηχανισμών FRONTEX και NATO, μηχανισμών διεθνούς αστυνόμευσης και καταστολής. Ιδίως η εμπλοκή του ΝΑΤΟ στο προσφυγικό είναι μια απαράδεκτη καταστροφική επιλογή για πολλούς λόγους. Το ΝΑΤΟ από την ίδια την φύση του δεν είναι ένας μηχανισμός «ανθρωπιστικής διάσωσης», αλλά ένας μηχανισμός «ανθρωπιστικού πολέμου» και «φιλάνθρωπων σφαγών». Αυτό σημαίνει ότι η εμπλοκή του α) οξύνει τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό για το ποιος θα διαχειριστεί αυτή την εμπλοκή, β) οξύνει μια κατασταλτική και αποτρεπτική αντιμετώπιση των προσφύγων, γ) ανοίγει τη ζώνη του Αιγαίου στην πολεμική σύγκρουση της Μέσης Ανατολής και μπορεί να μας εμπλέξει σε πόλεμο μεγάλης εμβέλειας και δ) δημιουργεί προβλήματα εθνικής κυριαρχίας και ασφάλειας, και πιθανόν στέρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων (για κάποιους αδιάφορο, για άλλους πάλι καθόλου). Ανεξάρτητα από το αν ο Τσίπρας εμπλέκει το ΝΑΤΟ από σκοπιμότητα ιμπεριαλιστικής συμπόρευσης ή υποτέλειας ή από διαχειριστική ανικανότητα, σε κάθε περίπτωση η στάση του αυτή πρέπει να καταγγέλλεται και να καταπολεμείται. Το ΝΑΤΟ πρέπει να φύγει από το Αιγαίο.

Όμως, το ζήτημα του ΝΑΤΟ και των κατασταλτικών μηχανισμών τύπου FRONTEX δεν εξαντλεί την στάση της κυβέρνησης Τσίπρα. Ορισμένες φορές, πρέπει να λέμε κάποιες αλήθειες, όσο δυσάρεστο και αν είναι αυτό. Η σοσιαλφιλελεύθερη και καπιταλιστική αυτή κυβέρνηση δεν δείχνει στο προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα τον χειρότερο εαυτό της, αντίθετα μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι δείχνει τον «σχετικά καλύτερο». Η επίθεση πολλών ΜΜΕ στις δηλώσεις Μουζάλα για τη σχετική μονιμότητα του προσφυγικού ζητήματος στην Ελλάδα, μετά το κλείσιμο των συνόρων άλλων κρατών της Ευρώπης, εκθέτουν κυρίως αυτά τα ΜΜΕ και την Δεξιά παρά τον Μουζάλα και την κυβέρνηση Τσίπρα στο προκείμενο ζήτημα. Ο Μουζάλας είπε μια σημαντική αλήθεια αντί να την κρύψει ή συγκαλύψει και, αν/εφόσον αυτή η δήλωση συνοδευθεί και από μια αντίστοιχη υποστηρικτική κρατική πρακτική, στην περίπτωση αυτή θα υπάρχει μια θετική εξέλιξη, πάντοτε στα πλαίσια μιας αστικής καπιταλιστικής διαχείρισης σε μνημονιακά και νεοφιλελεύθερα όρια. Η ρητορική περί «απουσίας του κράτους» πιο πολύ ενισχύει την Δεξιά/Ακροδεξιά και την εθνικιστική ρητορική παρά την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και μετανάστες. Ο κρατικός μηχανισμός στο συγκεκριμένο ζήτημα, παρά τα χάλια του γενικότερα και τη μνημονιακή του αποδιάρθρωση, μάλλον θετικά κινητοποιείται σε συνεργασία και με αυτοδιοικητικές ή εθελοντικές δομές, σε συνθήκες πρακτικά πολύ δύσκολα ελέγξιμες. Άλλωστε, όταν ανοίγει η μετακίνηση ενός πληθυσμού δεκάδων χιλιάδων ατόμων, ακόμη και πολύ πιο αναπτυγμένοι και «μη μνημονιακοί» κρατικοί μηχανισμοί δύσκολα αντεπεξέρχονται. Ή μήπως, αν ήταν στην κυβέρνηση κάποια αντιπολιτευτική οργάνωση της Αριστεράς, θα τα κατάφερνε πολύ καλύτερα σε σχέση με την παρούσα διαχείριση; Κατά τη γνώμη μου, το κρίσιμο ζήτημα είναι η θετικά αλληλέγγυα στάση του ελληνικού λαού και ιδίως των απλών και εργαζομένων ανθρώπων. Αν η κυβέρνηση στηρίξει πρακτικά αυτήν την αλληλέγγυα στάση με όσες δυνάμεις έχει και συνεχίσει στην κατεύθυνση που δείχνει να κινείται, αυτό θα είναι ένα θετικό βήμα, το μοναδικό και αποκλειστικό για μια κυβέρνηση άγριας καπιταλιστικής διαχείρισης και ιμπεριαλιστικής υποτέλειας.

Από την άλλη πλευρά, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι πολιτικοί πρόσφυγες (και κατά την γνώμη μου η διαφορά από τους μετανάστες εννοιολογικά δεν είναι αρνητική αλλά αναγκαία, όσο αλληλέγγυοι και να είμαστε προς τους μετανάστες, καθώς ενισχύει την ηθική ευθύνη των χωρών της Δύσης) και δεν είναι «παραβατικοί» ή «εγκληματίες», όπως υποστηρίζουν οι δεξιοί σχηματισμοί και κάποια ΜΜΕ. Χρειάζεται να υπάρξουν και να αναπτυχθούν ανοιχτές και υποστηρικτικές δομές φιλοξενίας και όσο το δυνατόν αξιοπρεπούς διαμονής, και όχι νέα στρατόπεδα και καταναγκαστικές δομές φρούρησης και πειθαρχικού ελέγχου. Δεν υπάρχει κανείς λόγος να ενισχύσουμε την δυστυχία των συνανθρώπων μας, για την οποία τα κράτη και οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. συνευθύνονται.

3. Το προσφυγικό ζήτημα ως ζήτημα ταξικής, ανθρώπινης και εθνικής καταπίεσης/αλληλεγγύης

Για τους αριστερούς και τους κομμουνιστές, ιδίως στην Ελλάδα, η ιδιότητα του πολιτικού πρόσφυγα είναι μια κατάσταση με την θετική έννοια του όρου ταυτοτική και υπαρξιακή. Όλη η Ιστορία μας και εδώ και σε άλλες χώρες είναι μια Ιστορία πολιτικών προσφύγων. Είναι η Ιστορία των εξόριστων στα ξερονήσια, των εξόριστων της χούντας στην Δυτική Ευρώπη, των πολιτικών προσφύγων μετά τον Εμφύλιο, ενός πολύ μαζικού ρεύματος που επανήλθε στην Ελλάδα εν μέρει και μετά από άπειρα χρόνια. Είναι, ακόμη, η Ιστορία ενός κράτους-έθνους που ανασυντάχθηκε από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας μετά το 1922.

Αλλά και για την διεθνή πραγματικότητα, η ιδιότητα του πρόσφυγα ήταν η ιδιότητα δεκάδων χιλιάδων Εβραίων και αριστερών ή κομμουνιστών αγωνιστών στον Μεσοπόλεμο, η ιδιότητα του Μπρεχτ, του Άισλερ και του Μπένγιαμιν, του Τολιάτι και της Πασιονάρια, της σχολής της Φραγκφούρτης, των γερμανών, ιταλών και ισπανών κομμουνιστών, σοσιαλιστών και αναρχικών προσφύγων, και τόσων άλλων απέναντι στον ναζισμό, τον φασισμό και τον πόλεμο. Αυτόν τον πυρήνα της έννοιας του πρόσφυγα αξίζει να τον θυμόμαστε και σήμερα, όπου η έννοια έχει αντικειμενικά και δικαίως διασταλεί.

Από μια σκοπιά, είναι σωστό να λέμε ότι το προσφυγικό ζήτημα είναι ταξικό ζήτημα – όπως ακριβώς και το ζήτημα των μεταναστών χωρίς χαρτιά. Όχι, όμως, απαραίτητα με την έννοια ότι οι Σύριοι πρόσφυγες είναι κατά προέλευση εργάτες, πράγμα που στο σύνολό του δεν είναι καθόλου ακριβές: οι Σύριοι είναι κυρίως μορφωμένα μεσοαστικά στρώματα και δευτερευόντως εργάτες. Η ταξικότητα του προσφυγικού ιδίως της Συρίας είναι η ταξικότητα των ανθρώπων που διώκονται από τον πόλεμο του ιμπεριαλιστικού διεθνούς κεφαλαίου αλλά και από τον πόλεμο των τοπικών αρχουσών τάξεων και ελίτ. Είναι η ταξικότητα πληθυσμών, που η ίδια η Δύση θέλει να τους μετατρέψει σε εργάτες ή σε ειδικευμένο εργατικό δυναμικό στην καλύτερη περίπτωση και σε ένα ντεκλασσέ πληβειακό και άνεργο στρώμα στη χειρότερη των περιπτώσεων. Η εργατική ή η πληβειακή ταξικότητα μπορεί να μην είναι μια ταξικότητα που αυτοί οι άνθρωποι «επέλεξαν» ή όπου ως τώρα ανήκαν, αλλά η ταξικότητα όπου αντικειμενικά καταλήγουν μέσα από την κοινωνική τους «υποβάθμιση» μέσα από τον πόλεμο. Όμως, η ελληνική και η ευρωπαϊκή εργατική τάξη και οι λαϊκές τάξεις οφείλουν να δουν αυτούς τους ανθρώπους ως κοινωνικούς και ταξικούς τους ομόλογους και συμμάχους. Ιδίως τα συνδικάτα και οι αριστερές οργανώσεις έχουν εδώ ένα σοβαρό καθήκον.

Από την άλλη πλευρά, είναι πολύ καθαρό ότι οι πρόσφυγες, εντασσόμενοι σε ένα καθεστώς ρυθμιστικής ανομίας και εξαίρεσης, και μάλιστα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία είναι ήδη από μόνη της ένα «εργαστήριο εξαίρεσης», είναι άνθρωποι οι οποίοι αποστερούνται σημαντικά από την ιστορικά διαμορφωμένη ανθρώπινη ουσία τους και από την συμμετοχή τους στα αγαθά και τις πρόνοιες της οργανωμένης κοινωνίας. Είναι άνθρωποι φανερά δεύτερης κατηγορίας, ένα είδος homines sacri κατά την έννοια του Τζόρτζιο Αγκάμπεν: ένα είδος απαλλοτριωμένων ανθρώπων. Από αυτήν την άποψη, η ανθρωπιστική αλληλεγγύη όχι ως φιλανθρωπία αλλά ως στοιχείο εγγύησης της κοινής ταυτότητας και της κοινής ανθρώπινης μοίρας έχει μια πολύτιμη διάσταση. Καθώς και ως στοιχείο έστω και βραχυχρόνιας οργανικής ένταξης στις διαδικασίες των κοινωνιών όπου εισέρχονται, εν προκειμένω της ελληνικής κοινωνίας.

Τέλος, πράγμα που δεν είναι καθόλου ασήμαντο, οι πρόσφυγες, οι οποίοι θα παραμείνουν για άγνωστα πολύ χρόνο μακριά από την πατρίδα τους, υφίστανται ένα ζήτημα εθνικής αποστέρησης και εθνικής καταπίεσης. Οι πρόσφυγες δεν είναι υποκειμενικά απάτριδες ή α-εθνικά στοιχεία (πολύ περισσότερο αντιεθνικά), παρότι αντικειμενικά οδηγούνται σε μια απόλιδα κατάσταση. Το γεγονός ότι ο ιμπεριαλισμός ή/και το καθεστώς της χώρας τους, καθώς και άλλες τοπικές φατρίες, τους ωθούν εκτός του κράτους τους και του εθνικού τους χώρου είναι φυσικό να συνεπάγεται ένα πολιτικό, πολιτισμικό και συναισθηματικό πλήγμα για αυτούς. Η καταστολή την οποία υφίστανται είναι μια καταστολή όχι μόνο ταξική, κοινωνική, φυσική και ανθρώπινη, αλλά και μια καταστολή ενάντια στον εθνικό τους πολιτισμό και την εθνική τους ταυτότητα. Καμία αλληλέγγυα δράση και υποστήριξη δεν μπορεί να αγνοεί ή να υποβαθμίζει στο όνομα του κοσμοπολιτισμού αυτή τη σημαντική παράμετρο, καθώς οι άνθρωποι είναι η δική τους κοσμοεικόνα και όχι η προβολή της δικής μας πάνω τους.

4. Κλείνοντας

Από ό,τι φαίνεται, το προσφυγικό ήρθε για να μείνει στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Αυτό δεν είναι μια διαπίστωση μόνο του αρμόδιου υπουργού και άλλων κυβερνητικών και διακυβερνητικών αξιωματούχων. Είναι μια πραγματικότητα, την οποία οφείλουμε να αποδεχθούμε και απέναντι στην οποία πρέπει να δείξουμε τον καλύτερο εαυτό μας και αυτό πέρα από το συχνά μη εύλογο ερώτημα του «πόσες» ροές μπορεί να αντέξει η χώρα. Η Ευρώπη και η Ελλάδα ειδικότερα διέρχονται από μια μεγάλη και πολύπλευρη κρίση, τόσο πολιτική και κοινωνική, όσο και βιοπολιτική, όπου το προσφυγικό είναι ένα σημαντικό τμήμα ενός πολύ ευρύτερου ψηφιδωτού μιας σκληρής μεταβατικής περιόδου. Το τέλος αυτής της περιόδου μπορεί να είναι μια νέα περίοδος πολύμορφων εξεγέρσεων ή μια νέα περίοδος «μεσαιωνισμού», όπου η εικόνα της Συρίας σήμερα μπορεί να είναι η εικόνα των ευρωπαϊκών χωρών αύριο. Το μέλλον ανοίγεται μπροστά μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου