Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Η Αριστερή Ιδεολογία στην Πολεοδομία στην Ελλάδα, από το 1960 ως το 1990 (Μέρος Β συνέχεια)

Γεγονότα στον Πολεοδομικό Χώρο
Τα Συνέδρια του ΣΑΔΑΣ
Βασικό ρόλο έπαιξαν στον τομέα αυτόν, αρχιτέκτονες όπως ο Νίκος Σιαπκίδης, που ήταν από τα στελέχη του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, Γενικός Γραμματέας του ΣΑΔΑΣ εκείνη την  εποχή, αλλά και Διευθυντής Σύνταξης της «Επιθεώρησης Τέχνης», ο Κώστας Μπίτσιος, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, ως πρόεδροι του ΣΑΔΑΣ, και πολλοί άλλοι· ανέπτυξαν έντονη δράση, η οποία ξεκίνησε με την επαναδραστηριοποίηση του συλλόγου, με αποκορύφωμα την έκδοση του «Δελτίου Συλλόγου Αρχιτεκτόνων», το πρώτο τεύχος του οποίου κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 1961,  και τη διεξαγωγή των Συνεδρίων του,  από το τέλος του 1961 και μετά.
Κύρια αιτήματα του ΣΑΔΑΣ ήταν η Λαϊκή Κατοικία, τα Κοινωνικά Κτήρια  και τα Ρυθμιστικά Σχέδια γενικώς, ενώ στον επαγγελματικό χώρο, η υποχρεωτική καθιέρωση των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, τουλάχιστον για σημαντικά δημόσια κτήρια.
Τα Συνέδρια του ΣΑΔΑΣ ήταν:
1ο Δελφοί 1961, «Η Πολεοδομία σαν εθνικό πρόβλημα». Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς το Συνέδριο αυτό ως πρώτη ανασύνταξη του αρχιτεκτονικού χώρου, ίσως και πριν αποκρυσταλλωθούν οι ιδεολογικές τάσεις των αρχιτεκτόνων. Βασικοί ομιλητές: Δεσποτόπουλος, Δοξιάδης, Προβελέγγιος, Βασιλειάδης. Σημειώνεται ότι το επίθετο «εθνικός» χρησιμοποιείται εδώ με το εαμικό του περιεχόμενο (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, Εθνική Αλληλεγγύη, Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, κλπ.), ενώ μετά, στη δημιουργία του εαμικού στρατού χρησιμοποιείται η ονομασία «λαϊκός» (ΕΛΑΣ, ΟΠΛΑ ή τα σχέδια της ΠΕΕΑ «σχέδιο για μια Λαϊκή Παιδεία» κλπ.). Το «εθνικός» εδώ, ως κάτι που αφορά όλο το Έθνος και τον Λαό, και δεν έχει καμία σχέση με τη χρήση αυτής της λέξης από την Δεξιά διανόηση ή, ακόμη χειρότερα, από την Ασφάλεια.
Ο Δοξιάδης μίλησε για την Αθήνα -μόλις είχε εκδοθεί σε βιβλίο η διάλεξή του στην Αρχαιολογική Εταιρεία «η πρωτεύουσά μας και το μέλλον της»-, εξέθεσε τη θεωρία του για τη «δυνάπολη» και την «οικουμενόπολη» και παρουσίασε την πρότασή του για την Αθήνα γενικά και, ειδικότερα, για τη μεταφορά του κέντρου στο Τατόι. Ο Βασιλειάδης εξέθεσε τις θέσεις της Υπηρεσίας του σε διοικητικό και οργανωτικό επίπεδο (αναβάθμιση της Υπηρεσίας του σε Υπηρεσία για εκπόνηση Ρυθμιστικών σχεδίων), και ενημέρωσε ότι εκπονείται ήδη Σχέδιο για την Αθήνα.
Ο Προβελέγγιος ανέλυσε την κατάσταση των ελληνικών πόλεων και γενικότερα του ελληνικού χώρο, χωρίς όμως να φτάνει στο κοινωνικο-οικονομικό υπόστρωμα των αιτίων· ήταν μια λυρική εν πολλοίς ομιλία, πολύ κοντά στον «τρόπο Le Corbusier», στον οποίο είχε εργαστεί και θαύμαζε μέχρι το τέλος της ζωής του. Σίγουρα και αναμφισβήτητα πολιτικά αριστερός, ίσως και κομμουνιστής, ο Προβελέγγιος, αλλά ως προς την Πολεοδομία δεν μπορεί να θεωρηθεί πάντα μαρξιστής. Οι θεωρητικές του θέσεις στην ομιλία αυτή, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως μαρξιστική ανάλυση. Εν μέσω ποιητικών αναφορών για τον Άνθρωπο, την Πόλη, την κακή κατάσταση των σημερινών πόλεων κ.ά., που είχαν λεχθεί πολλές φορές από τον Le Corbusier,  μέχρι τον Μιχελή και τον Δοξιάδη, δε γίνεται καμία αναφορά στο κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο της πόλης και της πολεοδομίας, στην έννοια και τον ρόλο της πόλης μέσα στο καπιταλιστικό ή όποιο άλλο κοινωνικό σύστημα. Η μεγάλης έκτασης εισήγησή του περιστρέφεται σε αναλύσεις, σε περιγραφές διοικητικών συστημάτων της Ευρώπης στην πολεοδομία κ.ά. Είναι χαρακτηριστική μια φράση του· αφού επισημάνει τον ρόλο της περιφερειακής ανάπτυξης, χωρίς να αναρωτηθεί όμως «για ποιόν, για τίνος όφελος;», τονίζει ότι «... έτσι, ο πολεοδόμος μετατρέπεται σε έναν από τους συντελεστάς της αναδιοργανώσεως του εθνικού χώρου στον οποίο ανήκει ...». Καθαρή θέση Le Corbusier, αρχιτεκτονοκεντρική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, απλά ας τη χαρακτηρίσουμε μη μαρξιστική, ιδεαλιστική.
Ο Δεσποτόπουλος, τελικά, πάλι ήταν ο μόνος που έθεσε το θέμα της πολεοδομίας από τη μαρξιστική σκοπιά: ανέλυσε την έννοια και τον ρόλο της πόλης στο ισχύον Κοινωνικοοικονομικό Σύστημα, χαρακτήρισε τις σύγχρονες πόλεις «πολεοειδείς σχηματισμούς», όχι όμως «πόλεις», μια και δεν είναι πλήρεις σε όλη τους την έννοια και λειτουργία, και τις αποκάλεσε «αποθήκες εργατικών χεριών». Τι εννοούσε ο Δεσποτόπουλος «πόλη», το είχε πει από τον Μεσοπόλεμο και το είχε αναλύσει σε βάθος και σε πλάτος, διατυπώνοντας τη «Χάρτα των Αθηνών Νο 2» (βλ. ανάλυση στα άρθρα τού γράφοντος στο GreekArchitects.gr «Η Χάρτα των Αθηνών», μέρος Α και Β). Σημειώνεται ότι ο Δεσποτόπουλος, παρ' όλο που περιλαμβανόταν στο Πρόγραμμα του Συνεδρίου, δήλωσε ασθένεια και παρουσίασε την εισήγησή του δύο μήνες μετά, στην Αρχαιολογική Εταιρία, προφανώς, διότι το Συνέδριο το είχε μποϋκοτάρει το καθηγητικό προσωπικό του ΕΜΠ· μόνο επιμελητές και φοιτητές μετείχαν, ο δε Κυπριανός Μπίρης έσπευσε να ορίσει 8ωρη άσκηση την ημέρα του Συνεδρίου, για να μας κρατήσει στην Αθήνα!
Οι άλλοι ομιλητές ανέλυσαν τεχνικά και πολεοδομικά στοιχεία σε πολύ καλές ομιλίες, όπως ο Αραβαντινός για τις πεζοδρομήσεις των εμπορικών κέντρων που μόλις έκαναν τότε την εμφάνισή τους, ο δε Κυδωνιάτης εμφανίστηκε ως ένας άλλος Δοξιάδης, μεταφέροντας ολόκληρη την Πρωτεύουσα στον Σπερχειό ή στην Πέλλα. Σε «τραγουδάκια του πούλμαν», σε σύγχρονες φοιτητικές εκδρομές, η συμφοιτήτριά μας Χρυσάνθη Αραμπατζή έψελνε σε στυλ των Χαιρετισμών «... η πρωτεύουσα μεταφέρεται στον Σπερχειοοοοό, και ο σώζων εαυτόν σωθήτωωωωω ...».
Το Ψήφισμα του Συνεδρίου επισημαίνει την οξύτητα του προβλήματος, το συσχετίζει με την οικονομική, κοινωνική, τεχνική κλπ. ανάπτυξη της Χώρας, χωρίς να θίγει καθόλου το είδος της «ανάπτυξης», ποια είναι τα αίτια και σε τίνος όφελος θα ήταν αυτή. Στο δε Πόρισμα του Συνεδρίου, διαπιστώνει την αυξανόμενη αστυφιλία και δημιουργία μεγάλων πόλεων και ζητά κρατική αναδιοργάνωση και δημιουργία ειδικού κρατικού φορέα για την Πολεοδομία. Είναι προφανές ότι Ψήφισμα και Πόρισμα είναι πολύ καλά για την επίλυση του προβλήματος στα πλαίσια του Συστήματος και αποφεύγουν κάθε νύξη για το κοινωνικό (και ακόμη περισσότερο το καθεστωτικό) υπόβαθρο του προβλήματος. Άλλωστε, η διοικητική αυτή οργάνωση υπήρχε ως  Διεύθυνση του Υφυπουργείου Οικισμού, η οποία ανέθετε μαζί με το Υπουργείο Συντονισμού μελέτες Ρυθμιστικών Σχεδίων στα επόμενα 4-5 χρόνια και ενδυναμώθηκε μετά το Συνέδριο, με τελική κατάληξη την ίδρυση στις 15.7.1965 του Γραφείου Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθηνών, ως ανεξάρτητου Γραφείου, υπαγόμενου στη Δ/ση Ε2 (Δ/ση Πολεοδομικών Μελετών) του ΥΔΕ, με Διευθυντή τον Π. Βασιλειάδη, ο οποίος άφησε τη θέση του ως Δ/τή της Ε2, θεωρώντας σημαντικότερο το ΡΣΑ από την ανώτερη ιεραρχικά Δ/ση Πολεοδομικών Μελετών. Το γραφείο αυτό εγκαταστάθηκε στην οδό Ερμού 8, εκτός ...επιρροής του Κεντρικού Υπουργείου!

1-2) Η περίφημη διάλεξη του Δοξιάδη, το 1960, στην αίθουσα της Αρχαιολογικής και η, επίσης, περίφημη διάλεξη του Δεσποτόπουλου στον ίδιο χώρο, το 1961, (δημοσίευση στην «Αρχιτεκτονική» τ. 33 του 1962),  3) η εισήγηση του Αχ. Σπανού για την κατοικία στην Ελλάδα, σε έκδοση του ΣΑΔΑΣ το 1962.
2ο Θεσσαλονίκη 1962, «Η λαϊκή κατοικία». Η Λαϊκή Κατοικία ήταν φλέγον ζήτημα που, για τους εργαζόμενους και το προλεταριάτο, αντιμετωπιζόταν μόνο με αυθαίρετη δόμηση στις δυτικές παρυφές του Λεκανοπεδίου. Ο ΑΟΕΚ (ιδρύθηκε το 1954) έκτιζε το 3% της νόμιμης δόμησης, ενώ 500.000 εσωτερικοί μετανάστες κατέφευγαν στα αυθαίρετα του δυτικού Λεκανοπεδίου. Εισηγητές: Κ. Μπίτσιος, Ν. Μουτσόπουλος, Αχ. Σπανός, Γ. Σκιαδαρέσης (ΟΕΚ), Γ. Κανδύλης, Π. Τσολάκης. Ο Μουτσόπουλος ανέλυσε το θέμα της παραδοσιακής κατοικίας της Μακεδονίας, με πολλά ιστορικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία (είχε πολύ υλικό από τις εργασίες φοιτητών του στο ΑΠΘ), ο Σκιαδαρέσης εξέθεσε το έργο του ΟΕΚ, του οποίου ήταν προϊστάμενος της Τεχνικής του Υπηρεσίας, ο Τσολάκης ασχολήθηκε με την αρχιτεκτονική των συγκροτημάτων κατοικίας και ο Κανδύλης ανάλογα, μέσα από ένα «πρίσμα le Corbusier», μίλησε για την αρχιτεκτονική σύνθεση, για το πρόβλημα του «μεγάλου αριθμού» στις μέρες μας κ.ά. Για το πρόβλημα της «γκετοποίησης» των οργανωμένων συγκροτημάτων, μίλησε στον χαιρετισμό του και ο Μιχελής, εκπροσωπώντας το Πολυτεχνείο (τώρα τα Πολυτεχνεία μετείχαν, μαζί με όλους τους ανώτατους υπηρεσιακούς παράγοντες του Υπουργείου, Νομάρχες, βουλευτές κ.ά.).
Ο Αχ. Σπανός, Διευθυντής της Διεύθυνσης Ε7 του ΥΔΕ (Διεύθυνση Οικιστικών Μελετών), έδωσε στοιχεία από μια ανάλυση του προβλήματος της κατοικίας στην Ελλάδα. Ήταν πολύ σημαντική η ομιλία του, για δύο λόγους: πρώτον, διότι έδωσε τεκμηριωμένα (και συγκλονιστικά) στοιχεία από έρευνες στο Υπουργείο, και δεύτερον, διότι η ανάλυση της απαράδεκτης κατάστασης στην κατοικία έγινε για πρώτη φορά από επίσημα χείλη -του καθ' ύλην αρμόδιου διευθυντού της Υπηρεσίας- και έλαβαν ευρύτατη δημοσιότητα.
Ο Κ. Μπίτσιος ανέλυσε σε σωστή μαρξιστική βάση το θέμα «κατοικία», σαν μέρος του όλου κοινωνικού προβλήματος, έθεσε καθαρά τις οικονομικές αιτίες της αυθαίρετης δόμησης και της αθλιότητας της κατοικίας των μεγάλων μαζών στην Ελλάδα, καθώς και την κερδοσκοπία που αναπτύσσεται στον τομέα αυτόν. Τέλος, έθεσε και τη θέση του Δεσποτόπουλου για την ιδεολογική εικόνα της πόλης, καταλήγοντας ότι «... στην εποχή μας η πολεοδομία ζητεί την δική της έκφραση στις ζωντανές δυνάμεις των πληθυσμών της και στους σημερινούς τρόπους ζωής ...». Ένα σημείο της εισήγησης ήταν λάθος· η αναφορά στον Βαρβαρέσο, τον οποίο επαίνεσε για τη σημασία που έδωσε στο θέμα της κατοικίας, αλλά όπως ξέρουμε (και ήταν γνωστό από τότε, από τις αντιδράσεις αριστερών και εαμογενών οικονομολόγων -Αγγελόπουλος, Καλιτσουνάκις, Ζίγδης, Κούλης κ.ά.), τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Ο Βαρβαρέσος κατηύθυνε την ελληνική οικονομία με εντολές της Διεθνούς Τραπέζης, της οποίας ήταν οικονομικός σύμβουλος από το 1946, σε μη παραγωγικές δραστηριότητες και όχι στη βιομηχανία, για τους γνωστούς λόγους κατευθυνόμενης υπανάπτυξης (βλ. σχετική ανάλυση και βιβλιογραφία Γ. Σαρηγιάννης, «Αθήνα 1830-2000, εξέλιξη, πολεοδομία,  μεταφορές», Αθήνα 2000 και Κυριάκος Βαρβαρέσος, «Έκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος» Αθήναι 1952, επανέκδοση με πρόλογο του Ι. Πεσματζόγλου και εκτενή εισαγωγή του Κ. Κωστή, Αθήνα 2002). Πρέπει να σημειωθεί ότι ούτε το ΚΚΕ, αλλά ούτε και η ΕΔΑ, είχαν ασχοληθεί με την Έκθεση Βαρβαρέσου· δεν της είχε δοθεί η σημασία που είχε στην κατεύθυνση της ανάπτυξης της χώρας. Γενικά, ο αριστερός χώρος άρχισε να βλέπει (και με πολλή δυσκολία) τη σημασία της μετά τη Μεταπολίτευση, θέμα, όμως, που θα εξετάσουμε αργότερα.

1) Η γνωστή «Έκθεση Βαρβαρέσου» του 1952, συνταχθείσα κατ' εντολήν (;) της Κυβέρνησης Πλαστήρα, και η οποία εφαρμόστηκε από τις κυβερνήσεις Πλαστήρα και Παπάγου (αρμόδιοι υπουργοί: Καρτάλης και Μαρκεζίνης-Καραμανλής), 2) ένα από τα τεύχη της «Επιθεώρησης Οικονομικών και πολιτικών Επιστημών», Διεύθυνση Ξ. Ζολώτα, με κείμενα περί την Έκθεση Βαρβαρέσου, κυρίως αρνητικά (Ιανουάριος-Μάρτιος 1952)
3ο Ναύπλιο 1963, «Η συμβολή του Έλληνα Αρχιτέκτονα και Πολεοδόμου στην ανάπτυξη της χώρας». Ομιλητές: Σ. Κοκκολιάδης-Π. Κομίλης, Δ. Ζήβας-Γ. Νικολετόπουλος, Κ. Κιτσίκης, Δ. Πικιώνης. Οι Κοκκολιάδης-Κομίλης ανέλυσαν οικονομικούς όρους σε δεδομένα σύγχρονα καπιταλιστικά πλαίσια και συνέχισαν συνδέοντας την Αρχιτεκτονική με την Οικονομία, σε εντελώς ιδεαλιστικό τρόπο σκέψης. Οι Ζήβας-Νικολετόπουλος ανέλυσαν τη σχέση τού μνημειακού χώρου με το περιβάλλον, ενώ ο Κιτσίκης έκανε μια μακροσκελή αναδρομή τής δράσης του και της πολεοδομίας από το 1916, και πρότεινε διοικητική αναδιοργάνωση των αρμοδίων Υπηρεσιών και ίδρυση Πολεοδομικού Ινστιτούτου. Τέλος, ο Πικιώνης τιτλοφόρησε την εισήγησή του «Υποθήκες», συμπληρώνοντας «με την έννοια της διδαχής από τη Νεοελληνική Παράδοση».
Από πλευράς ιδεολογικής, το Συνέδριο θα έκανε πολλά βήματα πίσω, αν δεν παρενέβαινε ο Δεσποτόπουλος, υποστηρίζοντας, με άλλη οπτική όμως, την πρόταση Κώστα Κιτσίκη για Πολεοδομικό Ινστιτούτο από τον Σύλλογο και όχι από το Δημόσιο. Συμπλήρωσε ότι το Ινστιτούτο αυτό πρέπει να περιλάβει πολλές ειδικότητες, και μάλιστα τόνισε ότι υπάρχει στη χώρα μας αυτό το δυναμικό, αλλά όπως είπε «... τυχαίνει οι περισσότεροι ... να είναι δημοκρατικοί αριστερίζοντες και έχουν καρφωθεί σε αδράνεια ... αυτοί οι άνθρωποι, ενόσω εργάζονται με ξένους οργανισμούς έχουν μεγάλη απόδοση και αναγνωρισμένη μάλιστα, ενώ στον τόπο μας είναι καρφωμένοι και άχρηστοι ...» Κατά πάσα πιθανότητα, εννοούσε το δυναμικό του Γραφείου Δοξιάδη, το οποίο είχε πράγματι συγκεντρώσει πολλούς και πολύ καλούς αριστερούς επιστήμονες (αρχιτέκτονες, κοινωνιολόγους, οικονομολόγους κ.ά.), που, λόγω της απαίτησης του γνωστού «πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων», δεν μπορούσαν να εργαστούν στο Δημόσιο. Σε δευτερολογία του, ο Δεσποτόπουλος είπε για τη σημασία της μετεκπαίδευσης των ειδικοτήτων στην κατεύθυνση της πολεοδομίας, ώστε να είναι planners, και όχι απλοί οικονομολόγοι ή κοινωνιολόγοι, και τόνισε με έμφαση ότι «συνεπείς planners σήμερα υπάρχουν μόνο στον Σοσιαλιστικό Κόσμο, μόνον αυτοί δημιουργούν περιβάλλοντα ανθρώπων» και συνέχισε «ο μεγαλύτερος κίνδυνος του προηγμένου κόσμου της Δύσεως είναι ότι κατεβάζει την ιδιότητα του ανθρώπου σε μονάδα παραγωγής και τον υποβιβάζει σε καταναλωτή υλικών αγαθών ...». Ακόμη, τόνισε αυτά που είχε επισημάνει στο 1ο Συνέδριο, ότι «... οι πόλεις των 40 εκατομμυρίων που πρόκειται να γίνουν, θα αποτελούνται από κατεβασμένες προσωπικότητες ανθρώπων, θα είναι μάζες άβουλες, όπως υπήρξαν μάζες άβουλες στις πόλεις της Ασίας κάποτε όπως ήταν η Βαβυλώνα ... είναι πόλεις μη κοινωνίες, μη πόλεις, είναι στρατόπεδα ανθρώπων οι οποίοι παράγουν και καταναλίσκουν ενώ η εξέλιξη του κόσμου πρέπει να είναι αντίθετη ...». Τέλος, τόνισε με έμφαση ότι «είναι άκρως επείγον να γίνει αυτή η εργασία γιατί ακόμη υπάρχει στην Ελλάδα κάτι που έχει χαθεί στην Ευρώπη, υπάρχει ακόμη η Λαϊκή Κοινωνία, η οποία έχει ανάγκη βοήθειας από τους ανθρώπους που βγήκαν από μέσα της ...».  Ιδιαίτερα προφητικός;  Ή απλά καλός γνώστης του μαρξισμού;
Είναι, επίσης, ενδιαφέρον ότι στο τέλος του Συνεδρίου ειπώθηκαν πολλά για κρίσιμα θέματα, όπως από τον Α. Λοΐζο για τη δύναμη του lobby του κατασκευαστικού κλάδου και των πολιτικών (δημάρχων, βουλευτών, υπουργών), για την κερδοσκοπία στη γη. Κάπου, αναρωτήθηκε ο Δοξιάδης για τους αρχιτέκτονες κατασκευαστές· από πού έβγαλαν περισσότερα χρήματα, από τη μελέτη μιας πολυκατοικίας ή από την πώληση των διαμερισμάτων της;! Ο Σόλων Κυδωνιάτης, στα μαθήματά του, τους ονόμαζε «εμποροσπιτάδες».
4ο Βόλος 1964, «Κτήρια μορφώσεως και επιμορφώσεως». Ομιλητές: Καραντινός, Ζιώγας, Φιντικάκης, κ.ά., κυρίως στελέχη του ΟΣΚ. Το θέμα του ήταν κυρίως αρχιτεκτονικό και της εκπαίδευσης, και, για λόγους χώρου, αναγκαστικά θα ήταν εκτός θέματος η ανάλυση των ιδεολογικών θέσεων που αναπτύχθηκαν, απλά σημειώνεται ότι συμμετείχε και μίλησε, ως εκπρόσωπος της ΕΔΑ, η Ρόζα Ιμβριώτη, με μια πολύ καλή εισήγηση για την έννοια της εκπαίδευσης και πώς πρέπει να είναι αυτή σε μια προοδευτική κοινωνία.
5ο Αθήνα 1966, «τα προβλήματα της μείζονος περιοχής Αθηνών».
Το 1964, μόλις είχε επιστρέψει από την Ανατολική Γερμανία, όπου είχε καταφύγει έπειτα από φυλακές και εξορίες, ο Γρηγόρης Διαμαντόπουλος. Με πρωτοβουλία εδαϊτών αρχιτεκτόνων (κυρίως του τότε γραμματέα του ΣΑΔΑΣ Νίκου Σιαπκίδη), πραγματοποιήθηκε μια σύσκεψη κομμουνιστών, εδαϊτών και αριστερών γενικότερα αρχιτεκτόνων, όπου βρεθήκαμε να πλέουμε σε πελάγη πολιτικής δράσης μεν, αλλά χωρίς σύνδεση με την πολεοδομία. Κάποιες νύξεις είχαμε από τον Δεσποτόπουλο -πολύ καλυμμένες, ο Δεσποτόπουλος απέφευγε να μιλάει πολιτικά- και κάποιες ακόμη από το πρώτο Συνέδριο του ΣΑΔΑΣ το 1961 (πάλι, σχεδόν, αποκλειστικά από τον Δεσποτόπουλο). Ο Δεσποτόπουλος διετέλεσε καθηγητής στο ΕΜΠ από το 1941 ως το 1946 που εκδιώχθηκε ως αριστερός, έφυγε στη Σουηδία (1947) και επανεξελέγη το 1961. Και ήμαστε τότε αρκετοί συνειδητοποιημένοι φοιτητές: Ίωνας Μπούζεμπεργκ (από τα ιδρυτικά στελέχη της ΕΦΕΕ), Στάμος Στούρνας (+1961), Ρόης Παπαγγέλου, Ράνια Κλουτσινιώτου, Τάσος Μανωλίτσης, Ηλίας Παπαγιαννόπουλος, Τάκης Ανταχόπουλος, Νάσος Γεωργουσόπουλος, Λουΐζα Γρηγοράκου, Ρένα Λευκαδίτου, Κωστής Παπαντωνίου και πολλοί ακόμη, άλλοι στελέχη της νεολαίας της ΕΔΑ, άλλοι απλά μέλη, άλλοι... «συνοδοιπόροι»· πολλοί από μας είχαμε συμμετάσχει και στα προηγούμενα συνέδρια - ο Μπούζεμπεργκ είχε κάνει και παρεμβάσεις.
Σε παρένθεση, αναφέρουμε ότι είχαν γίνει προσπάθειες να δώσουμε πολιτική χροιά στις αρχιτεκτονικές σπουδές μας στο ΕΜΠ, με πολλούς τρόπους: είχε συγκροτηθεί μια άτυπη φοιτητική «επιτροπή σπουδών», όπου συζητούσαμε τα ιδεολογικά μας θέματα, σχετικά με τις σπουδές, με αποτέλεσμα να ζητήσουμε από τις κτηριολογίες περισσότερη θεωρία και από τον Μιχελή να μην κάνουμε το τυπικό θέμα στο Ε. έτος «εκκλησία». Μετά μια μαραθώνια συζήτηση στην τάξη, με επιχειρήματα εκατέρωθεν, ο Μιχελής επέμενε ότι ήθελε το θέμα αυτό επειδή είχε μορφολογικά προβλήματα στέγασης μεγάλου χώρου και δεν είχε πολλές λειτουργικές απαιτήσεις - δεν ήθελε ακόμη μια κτηριολογία, και σωστά. Εμείς επιμέναμε ότι για να σχεδιάσεις μια εκκλησία πρέπει και «να πιστεύεις», μια και το αντικείμενο ήταν φορτισμένο ιδεολογικά, κάποιοι υποστηρίξαμε ότι δεν είναι σωστό μια ορθόδοξη εκκλησία να είναι εκτός του βυζαντινού τυπικού και μοντέρνα. Τελικά, εξερράγη λέγοντας μισοαστεία-μισοσοβαρά «ε, αφού δε σας αρέσει η εκκλησία, κάντε μια λαχαναγορά!» και, από το επόμενο έτος, όντως έδινε θέματα μεγάλων στεγάσεων, αλλά όχι εκκλησίες (σιδηροδρομικούς σταθμούς  κλπ).
Η δεύτερη σύγκρουση ήταν πάλι στο μάθημα του Μιχελή, στη διάλεξη των τελειοφοίτων, όπου αντί να κάνουμε διάφορα θέματα (συνήθως τα θέματα ήταν μορφολογικές αποτυπώσεις και αναλύσεις παραδοσιακών οικισμών, ή νεοκλασικών κτηρίων κλπ) παρουσιάσαμε όλοι μαζί έναν κύκλο διαλέξεων με αντικείμενο -τι άλλο;!- την λαϊκή κατοικία ανά την Ευρώπη, ανατολικά και δυτικά σε 7-8 διαλέξεις από 15-18 φοιτητές συνολικά. Το θέμα όχι μόνο δεν εγκρίθηκε, αλλά η «ομάδα» διαλύθηκε με το σκεπτικό ότι «δεν θα γίνει το μάθημα βήμα των κομμουνιστών και του Μπούζεμπεργκ»  και δόθηκαν θέματα από «φανταστική Αρχιτεκτονική» (Μπούζεμπεργκ !) μέχρι σιδηροδρομικούς σταθμούς κ.α. Είναι άγνωστο ποιός από το επιτελείο του Μιχελή μας διέλυσε -ούτε και έχει σημασία άλλωστε- σίγουρα δεν ήταν ο Ζήβας  ούτε οι από τότε υπεραριστεροί Φινέδες, και ίσως ούτε και ο ίδιος ο Μιχελής να είχε πάρει είδηση ! (για τα παραπάνω θέματα, βλ. Γ.Σαρηγιάννης «η αρχιτεκτονική στην Ελλάδα και οι σπουδές της στο ΕΜΠ» Τεχνικά Χρονικά 3/1977).
Τον Ίωνα και εμάς, μας  είχαν στο μάτι άλλωστε, όταν έγινε η εκδήλωση στην μνήμη του Στάμου Στούρνα, οργανωμένη από εμάς και τον ΣΑΔΑΣ, (15 Νοεμβρίου 1962) παρ' όλο που ήταν στην αξιοπρεπή αίθουσα της Αρχαιολογικής Εταιρείας, γέμισε ο προθάλαμος της Αρχαιολογικής ασφαλίτες με πολιτικά και αστυνομικούς εν στολή, και μόνο μετά από έντονη παρέμβαση του Μπίτσιου αποσύρθηκαν (όλοι;) ! (η διάλεξη είναι δημοσιευμένη στην Πανσπουδαστική τ.43-44/1963).
Δύο ήταν τα αποτελέσματα εκείνης της σύσκεψης: το πρώτο η απόφαση να προωθηθεί το επόμενο Συνέδριο του ΣΑΔΑΣ με θέμα την Αθήνα, το δεύτερο, περίπου προσωπικό επαγγελματικό θέμα του Γρηγόρη Διαμαντόπουλου, η ίδρυση της ΕΜΟΚΑ (Εταιρεία Μελετών Οικονομικής και Κοινωνικής Αναπτύξεως). Ο Διαμαντόπουλος είχε τη συνήθεια να συνδέει το επάγγελμα με τη θεωρητική του δουλειά, έτσι στην ΕΜΟΚΑ ανήκαν επαγγελματικοί συνεργάτες του, αλλά και άλλοι που δε μετείχαμε στην επαγγελματική δραστηριότητά του, παρά μόνο στη θεωρητική και πολιτική δράση της ΕΜΟΚΑ. Η ΕΜΟΚΑ συνέβαλε μαζί με άλλους στο Σύλλογο Αρχιτεκτόνων, δίνοντας ώθηση για το Ε' Συνέδριο μαζί με τους αριστερούς του ΣΑΔΑΣ (Αριστομένης Προβελέγγιος, Κώστας Μπίτσιος, Νίκος Σιαπκίδης - Γραμματέας του ΣΑΔΑΣ από το 1960 ως το 1965, ο οποίος είχε επωμιστεί και όλη την ευθύνη του Συνεδρίου, εξού και η οργάνωση της συγκέντρωσης που αναφέρθηκε- Φοίβος Τσέκερης, Κώστας Δημητράτος, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Λευτέρης Χατζηδημητρίου, Ζοζέφ Κοέν, Στέλλα Μαύτα-Παπαδοπούλου, Λέανδρος Γεροντάκης, Νίκος Σολωμός, Ίων Μπούζεμπεργκ κ.ά.).
Το γνωστό Ε' Συνέδριο οργανώθηκε και στήθηκε μέσα σε έναν χρόνο (έγινε τον Γενάρη του 1966) και άφησε εποχή. Πρόεδρος του ΣΑΔΑΣ τότε ήταν ο Μπίτσιος και μετά ο Προβελέγγιος και Αντιπρόεδρος (και Πρόεδρος την εποχή του Συνεδρίου) ο Διονύσης Ζήβας, άνθρωπος ήπιος και, όπως πάντα, χωρίς να προβάλλει ή να προωθεί τις πολιτικές του πεποιθήσεις, είδε όμως τον αναγκαίο στόχο του Συνεδρίου «να μιλήσουν επιτέλους όλοι για την Αθήνα»· τον ενστερνίστηκε και τον προώθησε. Κινητοποιήθηκαν πραγματικά όλοι: Προκόπης Βασιλειάδης, Κωνσταντίνος Δοξιάδης, οι οποίοι και αποτέλεσαν με την ΕΜΟΚΑ την τριάδα του Συνεδρίου, πλαισιούμενοι από πολλούς και γνωστούς σχετικούς επιστήμονες, όπως οι Ιωάννης Τραυλός, Α. Παπαγιαννόπουλος-Παλαιός, Αχιλλέας Σπανός, Αντώνης Τρίτσης, Νίκος Κατοχιανός, Κίμων Λάσκαρης, Τάκης Ζενέτος, Μιχάλης Δωρής και άλλοι. Οι αριστεροί δραστηριοποιηθήκαμε μέσα από τις εισηγήσεις της ΕΜΟΚΑ (γύρω στα 20 πρόσωπα) και την οργανωτική επιτροπή του Συνεδρίου.
Η εισήγηση του Γραφείου Δοξιάδη είχε απομακρυνθεί από την απόλυτη θεωρητική θέση της διάλεξής του (1960) και ήταν ένα προανάκρουσμα του Σχεδίου που θα εκπονούσε το Γραφείο το 1972-1976.
Η εισήγηση του Υπουργείου είχε δύο πλευρές, εκείνη της οργάνωσης των χρήσεων εδάφους και τη διαίρεση του Λεκανοπεδίου σε μεγάλες ενότητες, όπως και η πρόταση της ΕΜΟΚΑ, αλλά και η θέση ότι, για να γίνουν πολεοδομικές παρεμβάσεις στο κέντρο, πρέπει να ελαφρυνθεί το κέντρο από την πίεση των λειτουργιών και των τιμών γης και, για να γίνει αυτό, θα έπρεπε να μειωθεί στο μισό ο Συντελεστής Δόμησης στο κέντρο και να αποκεντρωθούν οι χρήσεις από το κέντρο στα κέντρα συνοικιών-γειτονιών.
Η γενικότητα αυτή, καθώς και οι εξαγγελίες για αύξηση του πρασίνου μέσα και γύρω από την πόλη και η κατά 50% μείωση του ΣΔ στο κέντρο των Αθηνών, έκαναν κατ' αρχήν αποδεκτό το Σχέδιο του Υπουργείου. Παράλληλα, δε μίλησε για αύξηση των συντελεστών δόμησης, μπορούσε άλλωστε να εκμεταλλευθεί τις άκτιστες περιοχές τής περιφέρειας, κρατώντας τον προαστιακό χαρακτήρα τους. Κανείς, άλλωστε, δεν μπορούσε να φανταστεί αύξηση ΣΔ στην Αθήνα, ούτε και στην περιφέρεια, όμως το lobby  των οικοπεδούχων και των κατασκευαστών δούλευε υπόγεια, τόσο σε γενικό όσο και σε τοπικό επίπεδο· γύρω στο 1967 δόθηκε αύξηση ΣΔ στο Μαρούσι, και αμέσως μετά ακολούθησε ο ΑΝ 395/68 που έδωσε γενική αύξηση ΣΔ στο Λεκανοπέδιο, έτσι το Μαρούσι πήρε αυξήσεις δύο φορές σε ελάχιστο διάστημα! Το πόσο έντονα και γρήγορα δούλευε το lobby των κατασκευαστών και ιδιοκτητών φάνηκε πολύ γρήγορα, με τη Σύσκεψη τον Αύγουστο του 1966, που αναλύεται στη συνέχεια.

Πυκνότητες προτεινόμενες, κατανομή αγαθών, υφιστάμενος και προτεινόμενος ΣΔ από το ΥΔΕ στο Ε' Συνέδριο του ΣΑΔΑΣ· κανένα από αυτά τα διαγράμματα δεν προϊδεάζει για το τι πρόκειται να επακολουθήσει το 1968 με τον ΑΝ 395/68.
Οι δύο εισηγήσεις της ΕΜΟΚΑ ανέλυσαν ένα πρόγραμμα πολεοδομικής συγκρότησης ταυτόσημο με εκείνο του Υπουργείου, μόνο που ήταν περισσότερο εμφαντικό και καθοριστικό· μεγάλα διαμερίσματα των 500.000 κατοίκων και υποδιαίρεσή τους σε μικρότερες μονάδες. Από κει και πέρα, αρνήθηκαν μεν να προτείνουν οικιστική δομή (ύψη και πυκνότητες), όμως «δειγματοληπτικές» εικόνες που έδειξαν, παρουσίαζαν τεράστια οικιστικά συγκροτήματα των 10-30 ορόφων· ουσιαστικά, μετέφεραν την τότε επικρατούσα νοοτροπία των μεγάλων συγκροτημάτων που κτίζονταν σε Δυτική και Ανατολική Ευρώπη.

1) Το καταστατικό της ΕΜΟΚΑ: ως σκοπός, περιγράφεται «η Έρευνα και μελέτη των προβλημάτων της ελληνικής πραγματικότητας εν τω πλαισίω της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως του τόπου η οποία προϋποθέτει διαρθρωτικές αλλαγές εις το σημερινό σχήμα της υποαναπτύκτου Εθνικής οικονομίας .... η κατάρτιση μελετών ... αι οποίαι θα επιτρέψουν την πιο αποτελεσματική αξιοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων της Χώρας προς όφελος του Λαού ...». 2) Τύποι κατοικίας στην Καισαριανή, στον Άγιο Σώστη και στη La Rouvier στη Μασσαλία, κατά την ΕΜΟΚΑ και 3) Αντίστοιχες φωτογραφίες Καισαριανής και La Rouvier· είναι προφανής η κατεύθυνση Διαμαντόπουλου στα πλαίσια της πολεοδομίας του Le Corbusier και των μονάδων του Μεσοπολέμου, αλλά και των μεταπολεμικών συγκροτημάτων σε Σοβιετική Ένωση,  Ανατολική και Δυτική Ευρώπη, καμία σχέση με Βιέννη και Άμστερνταμ, έτσι όμως όδευε όλη η ευρωπαϊκή Πολεοδομία τότε. Η θέση αυτή της ΕΜΟΚΑ, με αφορμή την παραπάνω φωτογραφία της La Rouviere, σχολιάστηκε ως «το ζοφερό μέλλον» σε άρθρο των Α. Δάνου - Α. Κουρτέση - Λ. Μπόμπου κ.ά. «Βιομηχανία και κατοικία» στο Δελτίο του ΣΑΔΑΣ τ.3/1973. 4) Το σχέδιο της Stalinstadt, 1952 και 5) Εσωτερικό συγκροτημάτων: η πολεοδομία της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (DDR), από όπου προερχόταν και ο Διαμαντόπουλος, θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι μάλλον έκλινε προς τη Σχολή του Άμστερνταμ και της Βιέννης, τουλάχιστον στα πρώτα της χρόνια (Stalinstadt 1952, αντίστοιχα η Nowa Huta στην Πολωνία, 1949 κ.ά.) (βλ. περισσότερα, στα άρθρα του γράφοντος στο GreekArchitects.gr, σχετικά με τη Χάρτα της Αθήνας, και του ίδιου, εισήγηση στην 5η Συνάντηση του Docomomo που αναφέρθηκαν). 6) Η πόλη Hoyerswerda στην DDR· το σχέδιο είχε ολοκληρωθεί το 1956 και η οικοδόμηση άρχισε το 1957. Εδώ, όμως, είναι σαφής η στροφή προς τη Μεσοπολεμική πολεοδομική σύνθεση της «κατά στοίχους δόμησης». Φαίνεται ότι η «οικονομία στην κατασκευή» έπαιζε πολύ μεγάλο ρόλο σε Ανατολή και Δύση, στους μεν για μεγαλύτερη παραγωγικότητα, στους δε για μεγαλύτερο κέρδος, και όλες οι μαρξιστικές διακηρύξεις και κατασκευές της Βιέννης και του Άμστερνταμ δεν μπόρεσαν να επιβιώσουν πουθενά... 7) Το σχέδιο της Nowa Huta στην Πολωνία, 1949, και 8) Εικόνα από την πόλη: ο σχεδιασμός ήταν ακόμη κοντά στη Σχολή του Άμστερνταμ και της Βιέννης.
6ο Πάτρα 1967, «Η αρχιτεκτονική στην Ελλάδα και η σύγχρονη τεχνολογία».
Το Συνέδριο έγινε στην Πάτρα από 8-11 Δεκεμβρίου 1966, με βασικούς ομιλητές τούς Κυπρ. Μπίρη, Π. Μιχελή, Π. Παντελεάκη, Δ. Κονταργύρη και άλλους συναδέλφους, κυρίως του κατασκευαστικού τομέα. Αναλύθηκε η προκατασκευή, τα νέα υλικά, καθώς και νέες τεχνολογίες στη δόμηση, στην οργάνωση εργοταξίων κ.α. Ο Ν. Εφέσιος, εκπρόσωπος του ΑΤΙ (Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Γραφείου Δοξιάδη), μίλησε για τη σύγχρονη τεχνολογία στην αντιμετώπιση οικιστικών προβλημάτων - ίσως η μόνη εισήγηση με πολεοδομική κατεύθυνση.

Συμπερασματικά για την Ιδεολογία των Συνεδρίων
Το Ε' Συνέδριο θεωρείται ότι «άφησε εποχή» και αυτό είναι σωστό, ως ένα σημείο: κινητοποίησε σχεδόν όλες τις δυνάμεις στην περιοχή της Πολεοδομίας, δημόσιες και ιδιωτικές, πολιτικές και κοινωνικές, επιστημονικές και συνδικαλιστικές, όλοι είπαν την άποψή τους και τις προτάσεις τους, έφερε ας πούμε τα πολεοδομικά θέματα, και κυρίως του Λεκανοπεδίου, στο προσκήνιο. Όμως, τελικά, βλέποντας το θέμα 45 χρόνια μετά, η ουσία των αναλύσεων και των προτάσεων ήταν πολύ πίσω από τις μαρξιστικές αναλύσεις του Δεσποτόπουλου του 1933 και του 1961.
Όπως είδαμε, δύο ήταν τα «κομβικά» σημεία των κινητοποιήσεων των αρχιτεκτόνων τής δεκαετίας του '60: Λαϊκή Κατοικία και Ρυθμιστικά Σχέδια. Και το μεν πρώτο, ήταν σίγουρα ένα άμεσο λαϊκό αίτημα που όφειλε να λυθεί· προφανώς, η εμπειρία από τις ξένες χώρες ήταν σημαντική, τόσο από τη Σοβιετική Ένωση και τις Λαϊκές Δημοκρατίες, όσο όμως και από καπιταλιστικές χώρες που, για συγκεκριμένους λόγους, ασκούσαν «πολιτική κατοικίας», όπως η Δυτ. Γερμανία, η Αυστρία, η Σουηδία και η Μ. Βρετανία. Έτσι, το αίτημα ήταν απλό· το κράτος, με δική του χρηματοδότηση, να οικοδομεί συγκροτήματα κατοικιών και να τα παρέχει  στους «δικαιούχους». Και αυτό βέβαια έγινε, με την ίδρυση του ΟΕΚ του 1954, μόνο που δεν έλαβε την έκταση που είχαν τα αντίστοιχα προγράμματα στις δυτικές χώρες. Μόλις το 3% της δόμησης κατοικιών είχαν πραγματοποιηθεί από τον ΟΕΚ, ενώ πέρα από τη μέση και μικρή αστική τάξη που είχε βρει τον δρόμο της αντιπαροχής, οι κατώτερες οικονομικά ομάδες, και φυσικά οι εσωτερικοί μετανάστες, είχαν ως μόνη επιλογή τα αυθαίρετα στο Δυτικό Λεκανοπέδιο (αντίστοιχα και στη Θεσσαλονίκη και στις άλλες μεγάλες πόλεις, Πάτρα, Ηράκλειο, Λάρισα).
Το δεύτερο αίτημα ήταν περισσότερο ιδεολογικά φορτισμένο, μόνο που οι αριστεροί αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι δεν το είχαμε ακόμη συνειδητοποιήσει, και, με περισσή αισιοδοξία, πιστεύαμε ότι μια σωστή λειτουργία του Υπουργείου που θα εκπονούσε και θα εφάρμοζε Ρυθμιστικά Σχέδια θα είχε λύσει ως ένα βαθμό  το πρόβλημα και η επιτυχία της επίλυσης εξαρτιόταν από τη σωστότερη ή λιγότερο σωστή κρατική πολιτική στο θέμα αυτό. Κανείς δεν είχε σκεφτεί ότι η πόλη είναι δημιούργημα του κοινωνικοοικονομικού πλαισίου, και ότι εκεί εδράζονται τα προβλήματα και η επίλυσή τους. Μόνο ο Δεσποτόπουλος το είχε πει στον Μεσοπόλεμο και το επανέλαβε και στο 1ο και στο 3ο Συνέδριο του ΣΑΔΑΣ.
Θυμάμαι τον Δεσποτόπουλο, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα «προσεκτικός» στις πολιτικές εκδηλώσεις του, και ουσιαστικά απέφευγε την πολιτική έκφραση στη διδασκαλία του. Μια φορά, μέσα στο μάθημα, του ζητήσαμε να υπογράψει στο αίτημα του «15%», στο οποίο είχε υπογράψει η μισή Ελλάδα, πλην καθηγητών ΑΕΙ(!), και ευγενικά αρνήθηκε, λέγοντας: «ακούσατε, ξέρετε τι έχω υποστεί υπογράφοντας τέτοια κείμενα;». Έτσι, μια φορά που είχε ανάψει μέσα στην τάξη η συζήτηση για τα Ρυθμιστικά Σχέδια, ο ίδιος δεν μιλούσε, μόνο στο τέλος είπε σιγανά, σε όσους ήταν γύρω του: «ακούσατε, τα Ρυθμιστικά Σχέδια από μόνα τους δεν λύνουν το Πρόβλημα...». Προφανώς, εννοούσε ό,τι είχε δημοσιεύσει για την καπιταλιστική πόλη στον Μεσοπόλεμο, αλλά και ό,τι είχε πει στο 1ο Συνέδριο (στην Αρχαιολογική Εταιρεία) και στο 3ο Συνέδριο στο Ναύπλιο, και μας παρέπεμπε ευθέως στην σχέση Πόλης και Κοινωνικού Συστήματος, αλλά το τότε ιδεολογικό μας επίπεδο, δε μας επέτρεψε να το κατανοήσουμε άμεσα, αλλά πολλά χρόνια αργότερα!
Ίσως, η απουσία του από το Ε' Συνέδριο, οφειλόταν σ' αυτό: ή θα πήγαινε και θα έλεγε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, ή δε θα πήγαινε. Να πρόσθετε μια ακόμη «ανάλυση» της κατάστασης, χωρίς αιτιολογία και γενικότερες συνδέσεις, δεν ήταν του χαρακτήρα του· μπορεί να μη μιλούσε, αλλά δεν θα έλεγε κάτι που θεωρούσε λειψό ή ανούσιο.
Έτσι, η ιδεολογική πλευρά των συνεδρίων  ήταν πάρα πολύ αδύνατη, συνήθως έμενε στην ανάλυση της υφιστάμενης κατάστασης, πολλές φορές και χωρίς ανάλυση του «γιατί» και του «πώς», οι δε αναγκαίες συσχετίσεις με το Κοινωνικό Σύστημα ήταν πιο πίσω από το επίπεδο του Μεσοπολέμου.
Οι ιδεαλιστικές αστικές και ολοκληρωτικές θέσεις του Le Corbusier, με επιχρύσωμα από «αριστερή» φρασεολογία, είχαν κυριαρχήσει και μετά τον Πόλεμο και μάλιστα και σε αριστερούς και κομμουνιστές αρχιτέκτονες που είχαν εργαστεί στο γραφείο του, όπως ο Προβελέγγιος και ο Κανδύλης, ή (σε μικρότερο βαθμό) εκείνους που είχαν βιώσει την ανατολική εκδοχή του 4ου CIAM στις σοσιαλιστικές χώρες, όπως ο Διαμαντόπουλος). Μαρξισμός δεν είναι μόνο να προβάλλεις τις λαϊκές ανάγκες, αλλά να έχεις ολοκληρωμένη εικόνα για τη σημασία και τον ρόλο του αντικειμένου που εξετάζεις -εν προκειμένω την πόλη και την πολεοδομία- στο κάθε Κοινωνικοοικονομικό Σύστημα, και αυτό δεν είχε γίνει όσο έπρεπε κατανοητό.
Χαρακτηριστικό του τότε επιπέδου του «ιδεολογικού οπλοστασίου» ήταν (ως ένα παράδειγμα ακόμη) η επιστολή που είχαμε στείλει με τον Ίωνα Μπούζεμπεργκ στον «Ταχυδρόμο», σε απάντηση ενός άρθρου του με τίτλο «είναι απάνθρωπη η σύγχρονη αρχιτεκτονική» (Ταχυδρόμος, 13.10.1962), στο οποίο περιέγραφε τη μονοτονία και τα κοινωνικά προβλήματα που προέκυπταν από τις νέες πόλεις. Στην επιστολή αυτή θέταμε ευθέως το ερώτημα στο μερικό πρόβλημα των κατοικιών: «μπορούν να επιλυθούν σωστά τα προβλήματα της αρχιτεκτονικής χωρίς μια ριζική αναθεώρηση των οικονομικών σχέσεων που διέπουν και καθορίζουν την οικοδομική δραστηριότητα;» (Ταχυδρόμος, 1.12.1962).  Οι αναφορές μας ήταν στο CIAM, τον Δεσποτόπουλο και τον Unwin (αναφορά στον Μιχελή «Η αρχιτεκτονική ως τέχνη») και αναφερόμενοι σε εν ακμή κοινωνίες, όπως του Μεσαίωνα, κλείναμε με το γενικότερο ερώτημα «μπορεί να είναι εποχή μεγάλης αρχιτεκτονικής οι καιροί μας;», συνδέοντας άμεσα Κοινωνικό Σύστημα και Αρχιτεκτονική. Τέτοιες θέσεις όμως δεν έβρισκαν συνέχεια, παρά μόνον από τον Δεσποτόπουλο.

Το δεύτερο τεύχος του «Δελτίου Συλλόγου Αρχιτεκτόνων» (1961), το «Πόρισμα του Ε' Συνεδρίου»  όπως κυκλοφόρησε σε ξεχωριστό τεύχος το 1966,  «η Ελευθέρα Γνώμη της Κοσμητείας Εθνικού Τοπίου και Πόλεων» (1966)
Βιβλιογραφία : Δελτίο ΣΑΔΑΣ τεύχη 1961-1967, Πρακτικά Συνεδρίων ΣΑΔΑΣ :  1ο, Τεχνικά Χρονικά τ.240 (Γενική Έκδοση), 2ο Τεχνικά Χρονικά τ.248 (Γενική Έκδοση), 3ο, Τεχνικά Χρονικά Δεκ. 1965 (Γενική Έκδοση), 4ο ,Τεχνικά Χρονικά Μάρτιος 1967 (Γενική Έκδοση), 5ο «τα προβλήματα της μείζονος περιοχής Αθηνών» Πρακτικά, Αθήνα 1974, Ι. Δεσποτόπουλος «Προβλήματα, νεώτερες κατευθύνσεις στην σύγχρονη Πολεοδομία» Αρχιτεκτονική τ.33/1962 (η εισήγησή του στο 1ο Συνέδριο του ΣΑΔΑΣ που δεν περιλαμβάνεται στα Πρακτικά του Συνεδρίου). Ι. Μπούζεμπεργκ, Γ. Σαρηγιάννης «Είναι απάνθρωπη η σύγχρονη αρχιτεκτονική;» Ταχυδρόμος, 1.12.1962. Ομιλίες των εισηγητών των Συνεδρίων, είχαν δημοσιευθεί εκτός από τα «Πρακτικά»  και στην «Αρχιτεκτονική», την «Επιθεώρηση Τέχνης», τα «Σύγχρονα Θέματα» κ.α. Γρηγόρης Διαμαντόπουλος «τι μένει άραγε μετά 45 χρόνια μαχόμενης πολεοδομίας;» έκδοση ΤΕΕ, Αθήνα 2008, λεύκωμα των εργασιών του γραφείου του. Γρ. Διαμαντόπουλος «Πολεοδομικά συμπεράσματα από την μελέτη του κοινωνικού περιεχομένου μιάς πόλεως 35.000 κατοίκων» Τεχνικά Χρονικά επιστημονική έκδοση 1/1966 (πρόκειται για ανάλυση της πόλης Hoyerswerda στην DDR που αναφέρθηκε), Γ. Σαρηγιάννης «Γρηγόρης Διαμαντόπουλος, ο ασυμβίβαστος αγωνιστής» Αρχιτέκτονες τ.80 Ιούλιος-Αύγουστος 2010, Kurt Leucht «Stalinstadt) die erste neue Stadt in der DDR», Berlin 1957, και τα σχετικά λήμματα στο διαδίκτυο «Nowa Huta», «Stalinstadt» κ.α. Για το θέμα της κατεύθυνσης της Οικονομίας και ειδικότερα της «οικοδομής» βλ. όσα αναφέρθηκαν (Βαρβαρέσος, Κωστής, Σαρηγιάννης), και ακόμη Δήμητρας Λαμπροπούλου, «Οικοδόμοι, οι άνθρωποι που έκτισαν την Αθήνα 1950-1967» Αθήνα 2009, Α. Ρωμανός, σειρά άρθρων στην Καθημερινή τον Οκτώβριο του 1974 κ.α. γενικά για το θέμα υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία, τόσο εκείνης της εποχής όσο και  στην Μεταπολίτευση όπου επανεξετάστηκαν πολλές από τις θεωρήσεις της δεκαετίας του '60.
Η Κοσμητεία Εθνικού Τοπίου και Πόλεων
Το 1953, σε συνεδρίαση της Αντιπροσωπείας του ΤΕΕ, ο Γαβριήλ Βαγιανός, από τους ονομαστούς αρχιτέκτονες του Μεσοπολέμου, πρότεινε τη σύσταση επιτροπής για το τοπίο, η οποία και συστήθηκε από το ΤΕΕ σχεδόν αμέσως, και στη συνέχεια μετονομάστηκε σε «Κοσμητεία Εθνικού Τοπίου και Πόλεων», με πρόεδρο τον Δ. Πικιώνη και αντιπροέδρους  τους Άγγελο Σιάγα και Δ. Κώνστα, Γραμματέα τον Α.Α. Παπαγιαννόπουλο-Παλαιό και μέλη τους Γ. Σταμπολή, Ι. Παπαθεοδώρου, Αλεξ. Αργυρόπουλο και Καίτη Αργυροπούλου (τη δραστήρια πρόεδρο της Φιλοδασικής) και Δ. Ζήβα.
Η ΚΕΤΠ συνδέθηκε αμέσως με τα ανώτερα και παραδοσιακά όργανα, όπως η Εν Αθήναις Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία, το ΤΕΕ, η Ακαδημία Αθηνών κ.ά. και το 1954 ο Βασιλιάς Παύλος δέχτηκε να είναι επίτιμος Πρόεδρός της. Σε μια πανηγυρική ανοιχτή Συνεδρίασή της στον Παρνασσό (Ιαν.-Φεβρ. 1957), με παρουσία του Βασιλιά, Υπουργών, Δημάρχου Αθηναίων, Προέδρου του ΤΕΕ, καθηγητών του Πολυτεχνείου και της Σχολής Καλών Τεχνών,  και άλλων προσωπικοτήτων της εποχής (Άγγελος Προκοπίου, Κίμων Λάσκαρης, Προκόπης Βασιλειάδης κ.ά.), εκφώνησε ο Πικιώνης τον λόγο του «Γαίας ατίμωσις». Γενικά, όμως, η ΚΕΤΠ αρκείται σε διαπιστώσεις γεγονότων καταστροφής, και αναλίσκεται σε εκκλήσεις σε ανώτατα όργανα, επιστολές στον Βασιλέα, ψηφίσματα, δημοσιοποίηση των θέσεών της  χωρίς αποτέλεσμα, χαρακτηριζόμενη μάλιστα και ως «ρομαντική» ή και «γραφική». Ήδη, ο Προβελέγγιος, πριν αποχωρήσει και ενταχθεί στις δραστηριότητες του ΣΑΔΑΣ, είχε προειδοποιήσει στον «Παρνασσό» (1957) ότι τα αίτια καταστροφής είναι η κερδοσκοπία στη γη και την οικοδομή, πράγμα που το αποδέχτηκε αργότερα και ο Πικιώνης το 1959: «... ιερός ο θεσμός της ιδιοκτησίας, ανίερος όμως, αντικοινωνική και αντεθνική η αισχροκερδούσα εμπορία απ' αυτής ...» (Τ.Χ. 171-172 /1959, αναφορά στης Παπαναστασίου, βλ. βιβλιογραφία.).
Το 1961, οργανώνει στο Ζάππειο την 1η Έκθεση της ΚΕΤΠ,  η οποία εγκαινιάζεται από τον Βασιλιά, ενώ από το 1966 ως το 1973 εξέδωσε 8 φυλλάδια δράσης με τον τίτλο «Η Ελευθέρα Γνώμη της ΚΕΤΠ», με διάφορες καταγγελίες για συγκεκριμένα θέματα. Ιθύνων νους ήταν ο Άγγελος Σιάγας και η ΚΕΤΠ σταμάτησε τη δράση της περίπου το 1973. Η ΚΕΤΠ ήταν γέννημα-θρέμμα διανοουμένων της ανώτερης αστικής τάξης, κάποιοι από τους οποίους ανήκαν στη «γενιά του '30» (θα έλεγα στη συντηρητική πλευρά της), αλλά οι περισσότεροι ήταν δημόσια πρόσωπα φορέων, εν γένει συντηρητικών, αρχιτέκτονες των ανωτέρων στρωμάτων της αθηναϊκής κοινωνίας, ιθύνοντες σωματείων και μέλη της ανώτερης αθηναϊκής κοινωνίας. Δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε όλη τη δραστηριότητα, με κορύφωση τη διάσωση του Δάσους της Καισαριανής από τη Φιλοδασική της Καίτης Αργυροπούλου, σε καμία όμως περίπτωση δε θα μπορούσε καμία  Φιλοδασική να διασώσει τα δάση που έγιναν λατομεία, ή οικόπεδα (π.χ. Τουρκοβούνια, τα γνωστά «βραχώδη οικόπεδα» της Φιλοθέης κ.ά.). Ανιδιοτελείς και όντως ρομαντικοί και εκτός τόπου και χρόνου εκείνα τα μέλη της ΚΕΤΠ που νόμιζαν ότι με εκκλήσεις στα Ανάκτορα και την Ακαδημία Αθηνών θα σωζόταν το Ελληνικό Τοπίο...
Διότι υπήρχε και η άλλη πλευρά του νομίσματος· μην ξεχνάμε ότι για την κατάργηση της λεγόμενης «κυανής γραμμής», που επιτέλους απαγόρευε την πέραν αυτής επέκταση των Αθηνών, πρωτοστάτησε, ως δικηγόρος στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ο Άγγελος Προκοπίου, ο οποίος παράλληλα, την ίδια ακριβώς εποχή, εκφωνούσε πύρινους λόγους στην Κοσμητεία υπέρ της προστασίας του Αττικού Τοπίου!!  Η θέσπιση της «κυανής γραμμής» έγινε με επιμονή του Βασιλειάδη και στήριξή του από τον Καραμανλή, όμως ο ίδιος ο Καραμανλής δε δίστασε να νομιμοποιήσει τα «βραχώδη οικόπεδα» της Φιλοθέης, εκτός της κυανής γραμμής.
Βιβλιογραφία : Για την Κοσμητεία ΕΤΠ, τα 8 τεύχη της με τον τίτλο «Η Ελευθέρα Γνώμη της ΚΕΤΠ», διάφορα σχετικά λήμματα στο διαδίκτυο και η μεταπτυχιακή εργασία  τής Αναστασίας Παπαναστασίου στη Φιλοσοφική Σχολή (Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας) του ΑΠΘ «Η ιστορική διάσταση του αρχαίου τοπίου, η Κοσμητεία Εθνικού Τοπίου και Πόλεων». Θεσσαλονίκη 2008, με πολλές αναφορές σε κείμενα της ΚΕΤΠ που είχαν δημοσιευθεί στα Τεχνικά Χρονικά κ.α., Ν. Χολέβας «Ο αρχιτέκτων Άγγελος Ι. Σιάγας», Αθήνα 1992, Γ. Σαριγιάννης,. Το Συμβούλιο της Επικρατείας στην διαμόρφωση της Αθήνας, στον τόμο "Ένα μέλλον πόλη" επιμ. έκδοσης Στ. Τσέτσης, Αθήνα 2007.
Οι αναθέσεις ρυθμιστικών σχεδίων
Μετά το 1959, άρχισε μια συστηματική ανάθεση Ρυθμιστικών Σχεδίων από τα Υπουργεία Συντονισμού, Εσωτερικών, Δημοσίων Έργων και από τον ΕΟΤ. Οι αναθέσεις έγιναν σε ιδιωτικά μελετητικά γραφεία, 3 στο ΚΕΠΕ, και 3 από αυτές είχαν ανατεθεί στο Σπουδαστήριο Πολεοδομικών Ερευνών, που ιδρύθηκε για τον σκοπό αυτό από τον καθηγητή Α. Κριεζή το 1965, παρ' όλη τη λυσσώδη αντίδραση του τότε Πρύτανη Δ. Πίππα και καθηγητών που έβλεπαν την ενέργεια αυτή αντίθετη στην ανάπτυξη των ιδιωτικών τους γραφείων (Ο Κριεζής δεν λάμβανε αμοιβή για καμία από τις μελέτες που εκπονούσε το Σπουδαστήριο, όσοι, δε, εργάζονταν σ' αυτές έπαιρναν κανονικό μισθό). Συνολικά, ανατέθηκαν 45 μελέτες από το 1959 ως το 1967 (Για τις αναθέσεις του 1967, θεωρήσαμε ότι ξεκίνησε η διαδικασία πριν από την 21η Απριλίου και τις συμπεριλάβαμε στην περίοδο του '60). Ο κύριος όγκος των αναθέσεων έγινε το 1966 με 22 αναθέσεις για ισάριθμες περιοχές και πόλεις. Τόσο αυτές, όσο και οι επόμενες μετά την 21η Απριλίου αναθέσεις δεν εφαρμόστηκαν, εκτός ορισμένων ειδικών προτάσεων, όπως κάποια συγκεκριμένη  περιφερειακή οδός ή κάποια συγκεκριμένη επέκταση σχεδίου πόλης κλπ. Άλλωστε, δεν υπήρχε ακόμη και το Νομοθετικό πλαίσιο για να καταστούν αυτές νομικώς ισχυρές και εφαρμόσιμες· το μόνο που υπήρχε τότε ήταν το ΝΔ της 17ης Ιουλίου του 1923, αλλά ήταν πολύ αδύνατο για να στηριχτεί σ' αυτό νομικά ένα Ρυθμιστικό Σχέδιο.
Η ιδεολογία των εκπονηθέντων Ρυθμιστικών Σχεδίων, προφανώς, ποικίλλει από μελετητή σε μελετητή. Γενικώς, όμως, αναλώνονται σε τεχνικά θέματα ανάλυσης, διατύπωσης προβλημάτων και προτάσεων, αλλά όλα αυτά είναι σε απόλυτη αποκοπή από το κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο. Κανείς δεν είχε σκεφθεί, ούτε το πώς θα εφαρμοστούν τα σχέδια αυτά, αλλά ούτε και το ποιες θα είναι οι κοινωνικές επιπτώσεις τους σε μια ενδεχόμενη εφαρμογή τους. Τα περισσότερα ήταν στο πλαίσιο του ότι «ο καλός πολεοδόμος θα εκπονήσει το καλό σχέδιο» και ότι υπάρχει ένα σχέδιο καλό για όλους, χωρίς να σκεφθεί κανείς ότι μπορεί να είναι καλό για μια ομάδα, αλλά να θίγει κάποια άλλη· η «ταξική διάσταση»  της πολεοδομίας και του σχεδίου δεν είχε τεθεί καθόλου σε συζήτηση. Βέβαια, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι πολλές μελέτες, που εκπονήθηκαν κυρίως από ομάδες αριστερών πολεοδόμων, όπως του Διαμαντόπουλου για τη Θήβα ή του Προβελέγγιου για το Ηράκλειο, προσπάθησαν να δουν αφ' ενός τις επιπτώσεις κάθε πρότασής τους στις διάφορες κοινωνικές ομάδες των κατοίκων, και αφ' ετέρου προσπάθησαν να συζητήσουν σε ανοιχτές συγκεντρώσεις τα διάφορα θέματα, ώστε να πείσουν για την ορθότητα των προτάσεών τους, αλλά και να ακούσουν και τις απόψεις των κατοίκων και των φορέων τους. Σε μεγάλο βαθμό, αυτό είχε επιτυχία, αλλά για τους λόγους που αναλύθηκαν, τα σχέδια τελικά δεν εφαρμόστηκαν και, ιδιαίτερα στη δικτατορία, επεκράτησαν οι πιέσεις των μικροϊδιοκτητών και των κατασκευαστών, με αποτέλεσμα τον ΑΝ 395/68, ο οποίος ουσιαστικά αχρήστευσε όλες τις μελέτες που είχαν εκπονηθεί.
Με απλά λόγια, το οικονομικό πλαίσιο του Συστήματος είναι τόσο ισχυρό, που η δημιουργία «σοσιαλιστικών νησίδων» σ' αυτό μάλλον αποτελεί ουτοπία· αργά ή γρήγορα, οι κατευθύνσεις του Συστήματος (κερδοσκοπία στην αστική γη, μετατροπή της κατοικίας σε εμπόρευμα, εμπορευματοποίηση των κοινωνικών λειτουργιών) είναι τόσο ισχυρές όσο υπάρχει το Σύστημα, που γρήγορα με διάφορες ευκαιρίες ανατρέπουν κάθε τυχόν σωστή παρέμβαση, και αυτό όφειλαν να το γνωρίζουν οι μελετητές.
Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι ήταν η εποχή που είχε παραδοθεί στο Υπουργείο η κυκλοφοριακή μελέτη Smith για το Λεκανοπέδιο, δημιουργώντας έντονες αντιδράσεις για τον κυρίαρχο ρόλο που έδινε ο Smith στο ΙΧ. Όμως, επειδή η μελέτη Smith ευνοούσε απροκάλυπτα το lobby του αυτοκινήτου, η εφαρμογή της προχώρησε απρόσκοπτα και θεωρείται ως σήμερα πάγιο δεδομένο και απαραβίαστο υπόβαθρο, επάνω στο οποίο προσαρμόζονται όλες οι κυκλοφοριακές μελέτες μετά το 1965. Η αλήθεια είναι ότι η μελέτη Smith ως προς το οδικό δίκτυο είναι μια συνεπής στα τότε ισχύοντα πλαίσια επίλυσης κυκλοφοριακών προβλημάτων: κύριοι ακτινωτοί δρόμοι και δακτύλιοι και στη συνέχεια ιεραρχημένο οδικό δίκτυο. Το πρόβλημα με τη μελέτη Smith είναι ότι θέτει ως πρώτη αλλά και μοναδική «θέση» την οδική κυκλοφορία με ΙΧ και στοιχειωδώς ασχολείται με τα ΜΜΜ, τα οποία θεωρεί δευτερεύουσας σημασίας. Επισημαίνεται ότι, τόσο οι παλιότερες προτάσεις του Υπουργείου (π.χ. του 1954) αλλά και η πρόταση του Υπουργείου στο Συνέδριο του 1965, όσο και του Δοξιάδη, ελάχιστες διαφορές έχουν στο κύριο αυτό οδικό δίκτυο, και αυτό δεν είναι περίεργο, μια και κινούνται μέσα στο Λεκανοπέδιο, το οποίο είναι συνεκτικά και πυκνά οικοδομημένο και δεν αφήνει και πολλά περιθώρια επιλογών.
Η ιδεολογία όμως του σχεδίου Smith είναι η εξυπηρέτηση του ΙΧ και κατά συνέπεια του auto maker lobby και των εταιρειών πετρελαιοειδών, και αυτό είναι εμφανές στη συνολική του πρόταση, αλλά και στις λεπτομέρειες (π.χ. στένεμα πεζοδρομίων σε κεντρικές αρτηρίες για να αυξηθεί ο χώρος κυκλοφορίας των οχημάτων, κατάργηση περιπτέρων για τον ίδιο λόγο κ.ά.). Για την ιστορία, σημειώνεται ότι την ίδια εποχή ο W.Smith είχε προσκληθεί στο Ελσίνκι, όπου πρότεινε την κατάργηση του δικτύου των τραμ, αλλά οι Φινλανδοί πολεοδόμοι αρνήθηκαν να εφαρμόσουν τις προτάσεις του και τον έστειλαν από κει που ήρθε.
Βιβλιογραφία: Γ. Σαρηγιάννης «Ιστορική εξέλιξη του Προγραμματισμού στην Ελλάδα», αδημοσίευτη διάλεξη στον ΣΑΔΑΣ 23.3.1975. Βλ. επίσης «Αρχιτεκτονικά Θέματα», τ. 11/1977, τεύχος-αφιέρωμα στην «Ρύθμιση του χώρου στην Ελλάδα», με πάρα πολλά στοιχεία, καταλόγους ΡΣ από το 1960 ως το 1977, σχετικά άρθρα και συνεντεύξεις, Αρχείο Τομέα Πολεοδομίας και Χωροταξίας ΕΜΠ στο οποίο είναι αρχειοθετημένο ένα πολύ μεγάλο μέρος των εκπονηθέντων Ρυθμιστικών Σχεδίων, W.Smith and Association «Έρευνα και Μελέτη Κυκλοφορίας Λεκανοπεδίου Αθηνών», Αθήνα 1964 και του ίδιου γραφείου «Έρευνα και Μελέτη Δημοσίων Συγκοινωνιών Σταθμεύσεως και Σταθμών Λεκανοπεδίου Αθηνών» , Αθήνα 1965. Στη μελέτη αυτή, ο Smith προτείνει βασικά δίκτυο λεωφορείων, το οποίο προφανώς είναι ανεπαρκές στην εξυπηρέτηση του απαιτούμενου φόρτου λόγω της μικρής του μεταφορικής ικανότητας ως μέσου μεταφοράς.
Κατά τη βιβλιογραφία (Β. Προφυλλίδης , επισκόπηση των τεχνικών και λειτουργικών
χαρακτηριστικών των συστημάτων τραμ/επιφανειακού μετρό, στο www.spoudnet.civil.upatras.gr/2003/pdf/05_02.pdf), χρησιμοποιούμε:
- Λεωφορεία, μέχρι 6.000÷7.000 επιβάτες ανά ώρα και κατεύθυνση και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε πόλεις με πληθυσμό μέχρι 200.000÷300.000 κατοίκους και, μαζί με άλλα μέσα, για πόλεις με μεγαλύτερο πληθυσμό.
- Συστήματα επιφανειακού τραμ που μπορούν να εξυπηρετήσουν (εφόσον κινούνται σε αποκλειστική λωρίδα) μέχρι 18.000 επιβάτες ανά ώρα και κατεύθυνση και υλοποιούνται σε πόλεις με μέγεθος τουλάχιστον 200.000÷ 300.000 κατοίκους.
- Συστήματα υπόγειου μετρό που μπορούν να εξυπηρετήσουν μέχρι 50.000 επιβάτες ανά ώρα και κατεύθυνση και ενδείκνυνται κατ' αρχήν για πόλεις με πληθυσμό μεγαλύτερο από 1.000.000 κατοίκους.
- Συστήματα προαστιακού σιδηροδρόμου με μεταφορική ικανότητα μέχρι 60.000 επιβάτες ανά ώρα και κατεύθυνση και για πόλεις με πληθυσμό άνω των 2.000.000÷3.000.000 κατοίκων....».
Αυτά, το Γραφείο Κυκλοφοριακών και Συγκοινωνιακών Μελετών του Wilbur Smith, δεν τα ήξερε; Βλ. ακόμη Γ. Σαρηγιάννη, «Μεταφορές στην πόλη», 2ο μεταπτυχιακό μάθημα , ανηρτημένο στην ιστοσελίδα των μεταπτυχιακών μαθημάτων της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ.
Τα «Τεχνικά Χρονικά»
Τα «Τεχνικά Χρονικά» είναι το επίσημο όργανο του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος και εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1932. Κυκλοφορούσαν συνεχώς μέχρι το 1942, και επανακυκλοφόρησαν το 1945. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν συνέχεια του «Αρχιμήδη» και των «Έργων», τεχνικά περιοδικά που κυκλοφορούσαν από τις αρχές του αιώνα. Από το 1965-1967, διαχωρίζεται σε Γενική και σε  «Επιστημονική Έκδοση». Το 1968, συγχωνεύονται ξανά οι δύο αυτές εκδόσεις και το 1976 διασπάται σε τρεις ομάδες ειδικοτήτων, οι οποίες το 1995 γίνονται πέντε. Από το 1997 κυκλοφορούν και σε ηλεκτρονική μορφή, ενώ το 2000 διακόπτεται η έντυπη έκδοση.

Παράλληλα, από το 1959 ως το 2011 κυκλοφορεί το «Ενημερωτικό Δελτίο του ΤΕΕ», το οποίο, ανάλογα με την εποχή, είχε από απλή ενημερωτική ύλη μέχρι και μαχητικά άρθρα επί διαφόρων θεμάτων, ακόμη και με έντονη πολιτική χροιά. Το 2011 και αυτό πέρασε στην ηλεκτρονική μορφή.
Κατά τη γνώμη μου, η (σίγουρα οικονομικότερη) ηλεκτρονική έκδοση, αποτέλεσε τη διέξοδο στην αναγκαστική «λιτότητα» των διαφόρων εκδοτικών ομάδων, όμως δεν προσφέρει την αμεσότητα και την επαφή που δίνει η έντυπη έκδοση. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια πολλά περιοδικά έκλεισαν (Αρχιτέκτονες, Αζιμούθιο, Διάπλους κ.ά.) ή μετατράπηκαν σε ηλεκτρονικές εκδόσεις (Αρχαιολογία, Ενημερωτικό Δελτίο του ΤΕΕ κ.ά.) και φοβάμαι ότι αυτό έχει επιπτώσεις και στην πληροφόρηση. Χωρίς να θέλω να αμφισβητήσω τη δυνατότητα πολλαπλής έκφρασης που δίνει το διαδίκτυο με τη λειτουργία των ηλεκτρονικών εκδόσεων αλλά και εκατοντάδων blogs, ιστοτόπων κ.ά., ίσως αυτή η ανεξέλεγκτη σε πλήθος πληροφόρηση, τελικά, να αμβλύνει την πραγματικά σημαντική πληροφορία: ο καλύτερος τρόπος να πολεμήσεις την πολιτική αφίσα, είναι να γεμίσεις τους τοίχους με άσχετες, οπότε χάνεται και η πολιτική... (Δες σημείωμα μου στον Ριζοσπάστη της 20.11.1987 στη στήλη "άλλος λόγος" με τίτλο "η μάχη της αφισας", που αναλύεται η μεθόδευση υτή).
Τα «Τεχνικά Χρονικά» πέρασαν διάφορες φάσεις· στον Μεσοπόλεμο, επί Προεδρίας του ΤΕΕ από τον Νίκο Κιτσίκη, εξελίχτηκαν σε μαχητικό τεχνικό περιοδικό, μέχρι το 1942 που διεκόπη η έκδοσή τους. Από το 1945 ως το 1959, εκφράζουν κυρίως την τρέχουσα επιστημονική κατάσταση στην Ελλάδα (ως επί το πλείστον σε θεματολογία Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανολόγων). Από το 1952, εκδίδεται και η «Γενική Έκδοση» με ύλη την τρέχουσα επικαιρότητα, τα επαγγελματικά θέματα και άλλα μη καθαρά επιστημονικά. Η θεματολογία και η κατεύθυνση της Γενικής Έκδοσης ήταν μάλλον προσαρμοσμένη στην εκάστοτε Διοίκηση του ΤΕΕ, η οποία ήταν γενικά παράλληλη με την εκάστοτε πολιτική τού Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Το 1965, με διευθυντή Σύνταξης τον Ορέστη Δουμάνη, η «Γενική Έκδοση» αναβαθμίζεται, και περιέχει Πρακτικά Συνεδρίων, επίκαιρες θέσεις για διάφορα θέματα, και μέσα στο κλίμα της εποχής, και προοδευτικές απόψεις περί ανάπτυξης κ.ά.
Η Ιδεολογία που περνούσε μέσα από τα «Τεχνικά Χρονικά» και τις παράπλευρες εκδόσεις τους δεν είναι εύκολο να αναλυθούν στα πλαίσια αυτής της εργασίας, παρά μόνον σε πολύ γενικά πλαίσια. Γενικά, αφορούν σε μεγάλο μέρος την Κυρίαρχη Ιδεολογία του ΤΕΕ και του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, και κατά καιρούς γίνονται «αριστερά ανοίγματα» ανάλογα με τη γενικότερη πολιτική κατάσταση.  Βέβαια, δημοσιεύονται άρθρα συλλόγων, φορέων ή και προσώπων εκτός της γενικής γραμμής, αλλά δεν είναι ο κανόνας - συνήθως, οι αριστερές απόψεις διοχετεύονται στο Δελτίο του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων.

1) Τεχνικά Χρονικά του 1950, τ. 307, ανάμεσα στα άλλα άρθρο Γ. Μάρκου, Πολιτικού Μηχανικού, για τη «συγκοινωνία και το Σχέδιο Πόλεως» (συζήτηση στον Ελληνικό Πολυτεχνικό Σύλλογο) με αντικείμενο την κριτική τής πρότασης για μεταφορά των γραμμών του τραμ από την Πανεπιστημίου στην Ακαδημίας, διανοίξεις της πλατείας Ομονοίας κ.ά. 2) Τεχνικά Χρονικά, Γενική Έκδοση, τ.179-180 του 1959 με αντικείμενο τα Πρακτικά Συζητήσεων για τις διανοίξεις στο κέντρο των Αθηνών. 3) Η νέα μορφή τής Γενικής Έκδοσης , τ.240 του 1964, με τα Πρακτικά του Α' Συνεδρίου του ΣΑΔΑΣ (1961).  4) Η «Επιστημονική Έκδοση» της ίδιας περιόδου, κοινή ακόμη για όλες τις ειδικότητες.

Το Δελτίο του  ΣΑΔΑΣ

Το 1948, εκδίδει ο ΣΑΔΑΣ, για πρώτη φορά, ένα βραχύβιο μηνιαίο δελτίο με τον τίτλο «Ο αρχιτέκτων», και το 1960, μέσα στο γενικό κλίμα της «άνθησης του '60», ο Σύλλογος δραστηριοποιείται εκρηκτικά σε οργάνωση εκδηλώσεων, παραστάσεων στους αρμοδίους σε διάφορα θέματα, με κορυφαίες εκδηλώσεις τη διενέργεια των 5 πρώτων Συνεδρίων. Παράλληλα, τον Οκτώβριο του 1961, κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος του Δελτίου του με τον τίτλο «Δελτίον Συλλόγου Αρχιτεκτόνων», ολιγοσέλιδο, αλλά σε πολύ προσεγμένη έκδοση· τη γραφιστική επιμέλεια είχε ο Παναγιώτης Βοκοτόπουλος και στη Συντακτική Επιτροπή ήταν οι Γ. Αναιρούσης, Δ. Αντωνακάκης, Π. Βοκοτόπουλος, Κ. Γκάρτσος, Θ. Παπαγιάννης, Χ. Παπουτσάκης, Ν. Σιαπκίδης, Φ. Σωτηράκη (στον Σύλλογο Πρόεδρος ήταν ο Κ. Μπίτσιος, Αντιπρόεδρος ο Ν. Βαλσαμάκης, Γενικός Γραμματέας ο Ν. Σιαπκίδης, ταμίας ο Λ. Γεροντάκης και μέλη οι Φ. Τσέκερης και Α. Κεχαγιόγλου-Κωστάλα). Το Δελτίο, αρχικά, περιλάμβανε ενημέρωση για ενέργειες του Συλλόγου, δημοσίευση αρχιτεκτονικών διαγωνισμών και σχολιασμό διαφόρων προβλημάτων, αρχιτεκτονικών, πολεοδομικών, νομοθεσίας κλπ.
Η ροή του «Δελτίου» ήταν στρωτή μέχρι το 1967, συνήθως η ύλη του ήταν τυπική, αλλά σε μερικά τεύχη ήταν έντονα αναπτυγμένα συγκεκριμένα θέματα: στο 2/62 συζήτηση για τον Πολεοδομικό Φορέα που είχε προταθεί στα Συνέδρια, στο 4/62  πολεμική  στα έργα του Λυκαβηττού, στο 8-9/62 συζήτηση για το Πνευματικό Κέντρο (θα επανέλθουμε στο θέμα), στο 1/64, με την ευκαιρία της νέας Κυβέρνησης Κέντρου (μετά από 12 χρόνια δεξιών κυβερνήσεων), υπόμνημα για την αναδιοργάνωση των Δημοσίων Υπηρεσιών και την ίδρυση «Ινστιτούτου Πολεοδομίας-Χωροταξίας και Κέντρου Αρχιτεκτονικών και Πολεοδομικών Ερευνών», το μεν για την εφαρμογή, το δε για θεωρητικές έρευνες. Στο τεύχος 1-2/65, ο νέος Πρόεδρος Α. Προβελέγγιος (παραιτήθηκε στα τέλη του '65) δημοσιεύει επώνυμα ένα κείμενο όπου χαρακτηρίζει την Αρχιτεκτονική και την Πολεοδομία ως Επιστήμη του Ανθρωπιστικού Ιδεώδους - θα το δούμε στη συνέχεια.
Το ιδεολογικό πρόβλημα στον ΣΑΔΑΣ και το Δελτίο του δεν είναι μεταξύ αριστερών και κέντρου ή δεξιάς· εκεί τα πράγματα είναι ξεκαθαρισμένα, άλλωστε, σε θέσεις του Συλλόγου που η ηγεσία του δεν τις φορτίζει πολιτικά ή ιδεολογικά, είναι όλοι σύμφωνοι. Το πρόβλημα είναι μεταξύ των αριστερών και μάλιστα μεταξύ των κομμουνιστών (χρησιμοποιούμε αυτόν τον όρο συμβατικά, γιατί εκείνη την εποχή ακόμη και η λέξη ήταν εκτός Νόμου!). Έχουμε, λοιπόν, βασικά δύο ομάδες-εκφραστές ιδεολογικών θέσεων στον Σύλλογο: τους κλασικούς αριστερούς μαρξιστές, που καλύπτουν και μεγάλο φάσμα της ΕΔΑ, και τους αριστερούς με έντονες αποκλίσεις σε ιδεαλιστικές θέσεις. Στην πρώτη, ανήκαν ο Μπίτσιος, ο Σιαπκίδης, και πολλοί άλλοι, κυρίως ο Δεσποτόπουλος και λιγότερο και άλλοι (δυστυχώς δεν έχουν γράψει εκτεταμένα κείμενα). Ο Δεσποτόπουλος σπάνια μιλάει, αλλά είναι συνεπής στα κείμενά του με τον  καθαρό μαρξισμό του 1933. Οι θέσεις τους ήταν σε μαρξιστική κατεύθυνση, αλλά, για λόγους τακτικής, απέφευγαν να υπεισέρχονται σε βαθύτερα φιλοσοφικά προβλήματα, κρατώντας σταθερή την ενότητα στον Σύλλογο. Στη δεύτερη, είναι ο Προβελέγγιος και ίσως κάποιοι ακόμη (Κανδύλης κ.ά.), κυρίως συνεργάτες-μαθητές του Le Corbusier, οι οποίοι μεταφέρουν όλες τις ιδεαλιστικές θέσεις του. Κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Επί Προεδρίας Μπίτσιου, ανυπόγραφο σχόλιο της Διοίκησης του ΣΑΔΑΣ στο Δελτίο 6-7/1962 (συντάκτης Μπίτσιος ή Σιαπκίδης;) σχετικά με την οικοδομική δραστηριότητα, η οποία δημιούργησε απαράδεκτη κατάσταση και θα πρέπει να αναθεωρηθεί, και καταλήγει σωστά «να μελετήσουμε τα αίτια που την προκάλεσαν και τους σκοπούς που επιδιώκει. Και αν αυτά δεν μας ικανοποιούν τότε να βρούμε νέους σκοπούς βασισμένους σε καινούργια αίτια ώστε να προκύψει η αλλαγή. Μια αλλαγή όμως που θα φέρει το καλύτερο
Μόλις ανέλαβε πρόεδρος ο Προβελέγγιος (1965), δημοσιεύει επώνυμα στην πρώτη σελίδα (δεν είχε ξαναγίνει ως τότε από τους παλιότερους προέδρους) τρισέλιδο κείμενο με τίτλο «Αρχιτεκτονική-Πολεοδομία, η επιστήμη του ανθρωπιστικού ιδεώδους». Είναι ένα κείμενο ακραίας λεκορμπυζιανής φρασεολογίας, εντελώς ιδεαλιστικό, με μεγαλοστομίες και αρxιτεκτονοκεντρισμό, έξω από κάθε πραγματικότητα, όπου, επαναλαμβάνοντας τις αποστεωμένες αντιλήψεις του 4ου CIAM (οι τέσσερεις λειτουργίες κλπ.), διατυμπανίζει ότι όλα είναι έργα δικά μας, για όλα είμαστε εμείς υπεύθυνοι, αλλά και μπορούμε να παρέμβουμε. Ακόμη, τονίζει ότι όλα τα κοινωνικά, τεχνικά, οικονομικά κ.ά. θέματα είναι έργα πολεοδομικά-αρχιτεκτονικά, κινείται, δηλαδή, σε ένα πλαίσιο μιας κοινωνίας που το μόνο πρόβλημά της είναι η σωστή διαχείριση (και μάλιστα μέσω της Αρχιτεκτονικής), για την οποία είμαστε όλοι εμείς υπεύθυνοι, και άλλα πολλά που ακούμε χρόνια τώρα. Ούτε το Κοινωνικό Σύστημα φταίει, ούτε οι σχέσεις παραγωγής, ούτε η κρατική πολιτική, ούτε η κερδοσκοπία στη γη, μόνον όλοι εμείς, ως Άνθρωποι, και ιδιαίτερα οι αρχιτέκτονες! Να το χαρακτηρίσουμε Ιδεαλιστικό; Δεξιό; Ας το πούμε «λεκορμπυζιανό», με ό,τι αυτό συνεπάγεται (Δελτίο 1-2/1965).
Στις 8 και 9 Αυγούστου 1966 (Δελτίο 6-7/66), προκλήθηκε από τον Δήμαρχο Αθηναίων Σύσκεψη με θέμα τα ύψη των οικοδομών στο Λεκανοπέδιο, στην οποία μετείχαν οι δήμαρχοι Αθηνών Γ. Πλυτάς και Πειραιά Κυριακάκος, βουλευτές της ΕΚ, ΕΡΕ και ΕΔΑ της Α. και Β. Περιφέρειας Αθηνών και Πειραιά, υπηρεσιακοί παράγοντες (Βασιλειάδης, Ρογκάν, Άννινος και ο Αριστομένης Προβελέγγιος, τώρα ως Σύμβουλος του Πρωθυπουργού Στ. Στεφανόπουλου), οι καθηγητές Π. Μιχελής, Κυπρ. Μπίρης,  Αντ. Κριεζής, οι Πρόεδροι του ΤΕΕ Ι. Χριστοδουλίδης, του ΣΑΔΑΣ Ν. Δεσύλλας, εκπρόσωπος του συλλόγου ΠΜ Γ. Λάσκαρις, από την ΚΕΤΠ οι Αγγ. Σιάγας και Δ. Κώνστας, από την ΕΜΟΚΑ οι Γρ. Διαμαντόπουλος και Ίων Μπούζεμπεργκ και, τέλος, ο αρχιτέκτων Κίμων Λάσκαρις. Το κείμενο του Δελτίου, αναφέρει δύο θέσεις που εκφράστηκαν: η μία να δοθούν ύψη σε όλο το Λεκανοπέδιο για να μην είναι κερδισμένοι μόνον οι ιδιοκτήτες του κέντρου, η άλλη να μελετηθεί επιστημονικά το θέμα στο σύνολό του και στην πολιτική κατοικίας κλπ. Το κείμενο δε δίνει άλλες λεπτομέρειες, γνωρίζοντας όμως πρόσωπα και πράγματα, εικάζεται με πολλές επιφυλάξεις ότι υπέρ της πρώτης άποψης θα ήταν ο Δήμος Αθηναίων (αν όχι ο Πλυτάς, σίγουρα ο Ρίτσος), ίσως ο Διαμαντόπουλος (πρόβαλε τα υψηλά κτήρια στο Ε' Συνέδριο) και ίσως ο Προβελέγγιος (πιστός στον Le Corbusier). Πιθανόν, μια αναδίφηση στις εφημερίδες της εποχής να δώσει περισσότερα στοιχεία. Πάντως, σχεδόν αμέσως, ο τότε Υφυπουργός Οικισμού Λιακόπουλος έσπευσε να δηλώσει ότι «... με δεσμεύει απολύτως η αντίθεσις του τεχνικού κόσμου φορεύς της οποίας είναι αφ' ενός μεν το ΤΕΕ αφ' ετέρου δε οι Σύλλογοι Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών, έναντι της υπό το επικρατούν καθεστώς των όρων δομήσεως αμέσου αυξήσεως του ύψους των οικοδομών της μείζονος περιφερείας πρωτευούσης. Το  θέμα ανεκινήθη ακαίρως  και δεν πρόκειται να δώσωμεν λύσιν επί του παρόντος πριν περατωθεί η εκπόνησις του ρυθμιστικού Σχεδίου του Λεκανοπεδίου Αττικής ...» Από ό,τι φαίνεται από την ανακοίνωση, τουλάχιστον το ΤΕΕ και οι σύλλογοι ήταν ενάντιοι, σίγουρα και η ΚΕΤΠ, οι άλλοι όμως; Γιατί δεν αναφέρεται καθαρά ποιοι ήταν υπέρ και ποιοι κατά; Σημειώνεται ότι η εποχή ήταν αρκετά ρευστή και ανώμαλη πολιτικά και, όπως έχει επισημανθεί, τέτοιες καταστάσεις με τέτοια αιτήματα εμφανίζονται ακριβώς σε τέτοιες εποχές (δες κριτική μου στον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό - ΝΟΚ στο GreekArchitects 7.6.2012 και 12.7.2012).
Φαίνεται, πάντως, ότι το θέμα είχε και συνέχεια, διότι ο Αντιδήμαρχος Δ. Ρίτσος (μετέπειτα διορισμένος Δήμαρχος επί Χούντας) προκάλεσε «δημόσια συζήτηση», χωρίς αυτή τη φορά να καλέσει εκπροσώπους του τεχνικού κόσμου (Δελτίο 8-9/66), ενώ παράλληλα ο ΣΑΔΑΣ, έπειτα από σύσκεψη στην οποία μετείχαν το ΔΣ και οι Π. Βασιλειάδης, Κ. Μπίρης, Δ. Φατούρος, Αγγ. Σιάγας, Δ. Κώνστας, Γρ. Διαμαντόπουλος και Γιώργος Λάσκαρις, έδωσε διευκρινιστική δήλωση στο τύπο, όπου τόνιζε την αντίθεσή του στην άμεση και άνευ όρων αύξηση των υψών.(Δελτίο 8-9/66). Το θέμα «λύθηκε» επί Χούντας με τον ΑΝ 395/68, ακριβώς όπως το ήθελαν οι «άγνωστοι κύκλοι» των παραπάνω συσκέψεων.
Βιβλιογραφία:  Δελτίο Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών 1961-1967, Γ. Θεοδοσόπουλος  «Από την ιστορία του Συλλόγου», Δελτίο ΣΑΔΑΣ 3/1973, Νίκος Τριάντης «Μικρό ιστορικό του ΣΑΔΑΣ» στο «Η Αθήνα στον 20ό αιώνα», Κατάλογος Έκθεσης 1985-1986, (ΥΠΠΟ-ΣΑΔΑΣ) τεύχος «Η Αθήνα όπως (δεν) φαίνεται».
Η «Αρχιτεκτονική»
Το 1957, κυκλοφόρησε το περιοδικό «Αρχιτεκτονική» (πλήρης τίτλος «Αρχιτεκτονική, Τέχνη+ Διακόσμηση») του Αντώνη Κιτσίκη, γιου του καθηγητή του ΕΜΠ Κώστα Κιτσίκη, καλύπτοντας αρχικά θέματα της υψηλής αστικής τάξης (βίλλες του Αντώνη και του Κώστα Κιτσίκη, κτήρια τραπεζών, ξενοδοχείων, κτηρίων γραφείων και πολυκατοικιών της Βασιλίσσης Σοφίας μεγάλων ονομάτων του αρχιτεκτονικού κόσμου, όπως οι Βουρέκας, Στάικος, Σαρλάς, Καψαμπέλης, Σακελλάριος, Ζενέτος, Βαλσαμάκης κ.ά.), που σιγά -σιγά όμως αναγκάστηκε να πλατύνει τη θεματολογία της, σκοπεύοντας σε ένα ευρύτερο κοινό. Περίπου μετά το 1960 ήταν ένα «απρόσωπο» πολυσυλλεκτικό αρχιτεκτονικό περιοδικό, χρήσιμο σε πληροφόρηση για την εν Ελλάδι Αρχιτεκτονική. Το περιοδικό έκλεισε το 1967, συνεχίστηκε ως «Αρχιτεκτονική και πλαστικές τέχνες» και έκλεισε οριστικά το 1970. Η «Αρχιτεκτονική» λειτούργησε ένα διάστημα και ως έκθεση οικοδομικών υλικών και κτηριακού εξοπλισμού, ενώ τελικά μετατράπηκε και σε χαρτοπαικτική λέσχη δημιουργώντας και κάποια προβλήματα στον ιδιοκτήτη της.
Στο περιοδικό, κάποιες φορές δημοσιεύονταν και κείμενα ευρύτερου ενδιαφέροντος, συνήθως του Κώστα Κιτσίκη, σχετικά με τα Έργα, την Ανάπτυξη κ.ά., κάποιες φορές και ως «Ανοιχτή Επιστολή» στους αρμοδίους, με προφανές ιδεολογικό πλαίσιο, της αστικής ιδεολογίας στην Πολεοδομία, την Ανάπτυξη ή την Αρχιτεκτονική.

1) «Αρχιτεκτονική», το πρώτο τεύχος 1957. 2) το 26ο (1961) με «ανοικτή επιστολή στον Πρωθυπουργό» (Κ. Καραμανλής) για την καταπολέμηση της αστυφιλίας, την παροχή λαϊκής στέγης και την ταχύτερη και απλούστερη έκδοση οικοδομικών αδειών. 3) Το 20ό  τεύχος του περιοδικού «Σύγχρονα Θέματα» (1966)
Κάποιες φορές όμως, δημοσιεύονται και άρθρα αριστερών αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων, ιδίως όταν αυτοί έχουν κάποιο σημαντικό όνομα στο εξωτερικό, όπως ο Κανδύλης μετά τη βράβευση της ομάδας του για την Toulouse-le Mirail.
Στην πρώτη περίπτωση, είναι χαρακτηριστικά (ανάμεσα στα άλλα) τα τεύχη 26 (Μάρτιος-Απρίλιος 1961), 14 (Μάρτιος-Απρίλιος 1959) και 15-16 (Μάιος-Αύγουστος 1959), στην δεύτερη, το τεύχος 34 (Αύγουστος 1962) με άρθρο του Γ. Κανδύλη.
Το τεύχος 14 παρουσιάζει χωρίς σχόλια τα έργα της πλατείας Ομονοίας, ενώ το 15-16 αναλύει μια σειρά εκτελουμένων ή σχεδιαζομένων έργων στην Αθήνα και είναι πολύ χαρακτηριστικό, αφ' ενός διότι είναι μια εικόνα των έργων που σχεδιάζονται και, αφ' ετέρου, διότι αποτυπώνει τη θέση του περιοδικού μέσω άρθρων του Κώστα Κιτσίκη, κυρίως. Τα έργα είναι όλα κυρίως κυκλοφοριακά, στην κατεύθυνση των διανοίξεων, διαπλατύνσεων, κάλυψης ποταμών και μετατροπής τους σε λεωφόρους και άλλα παρόμοια: η γνωστή «διάνοιξις της Κοραή», η κάλυψη του Ιλισσού (μετατροπή του σε οχετό) και η δημιουργία της Λεωφόρου Β. Κωνσταντίνου, τα σχέδια του Υπουργείου και του Δήμου για το πλέγμα των διανοίξεων νέων κεντρικών αρτηριών, η μετατροπή της Πλατείας Ομονοίας σε κυκλοφοριακό κόμβο και η διοχέτευση της κίνησης των πεζών υπογείως. Για όλα αυτά, ο Κ. Κιτσίκης εκφράζεται θετικά και τα θεωρεί απαραίτητα για την αναμόρφωση των Αθηνών. Βέβαια, το πόσο αποτελεσματικά θα ήταν αυτά, και ποιους θα εξυπηρετούσαν, είναι μια άλλη ιστορία, και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε όλη τη Δυτική Ευρώπη τότε, η κατεύθυνση των αναμορφώσεων των πόλεων περνούσε μέσα από τέτοια έργα· κατά το τέλος της δεκαετίας του '60, οι πολεοδόμοι κατάλαβαν το ατελέσφορο αυτών των έργων αλλά και την καταστροφή που έφερναν στις πόλεις, με τη διάλυση του πολεοδομικού ιστού τους και την εισβολή τού αυτοκινήτου.
Παράλληλα για μια σειρά ακόμη έργων, όπως η μεταφορά του μνημείου τού Αγνώστου Στρατιώτου, ο «Ηχος και Φώς», η διεύρυνση του Παναθηναϊκού Σταδίου και τα σχέδια του Πνευματικού Κέντρου κ.ά., η «Αρχιτεκτονική» είναι αρνητική, πλην του Πνευματικού Κέντρου, το οποίο αποδέχεται ως έργο που επίσης θα αλλάξει τη φυσιογνωμία της Αθήνας - και μόνο ως προς αυτό. Οι θέσεις του Δεσποτόπουλου για τη σημασία ενός «κοινωνικού κέντρου», μάλλον αγνοούνται.
Έτσι, επανερχόμενη η «Αρχιτεκτονική» στο θέμα, δημοσιεύει (Μάρτιος-Απρίλιος 1961) στο εξώφυλλό της «Ανοικτή Επιστολή» προς τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης (Κ. Καραμανλής), από τον οποίο ζητά την υλοποίηση των έργων που έχουν προγραμματιστεί, και ακόμη θέτει ως άμεση προτεραιότητα την καταπολέμηση της αστυφιλίας και το πρόβλημα της λαϊκής στέγης και, τέλος, την αναδιοργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών πολεοδομίας, ώστε να είναι δυνατή η χωρίς ταλαιπωρίες έκδοση οικοδομικών αδειών. Το γιατί η «Αρχιτεκτονική» και ο Κ. Κιτσίκης έθεσαν τα φιλολαϊκά μέτρα (καταπολέμηση αστυφιλίας και λαϊκή στέγη) σε άμεση προτεραιότητα δεν είναι εύκολα ερμηνεύσιμο, όπως η αποδοχή των «μεγάλων έργων». Πιθανόν να επηρεάστηκε από τον αδελφό του, Νίκο Κιτσίκη, ο οποίος μάλιστα γράφει και άρθρο περί τεχνικής και ανθρωπιστικής Παιδείας, στο τεύχος 15-16.
Από την άλλη πλευρά, αργότερα, στο τεύχος 34 (Ιούλιος Αύγουστος 1962), με την ευκαιρία της παρουσίασης της Toulouse-le-Mirail της ομάδας Κανδύλη - Josič - Wood, προτάσσεται μια σελίδα του ίδιου του Κανδύλη που μιλά γενικά περί του Ανθρώπου και της κοινωνικής σημασίας της πολεοδομίας «... εδώ έγκειται το σημερινό πρόβλημα της πολεοδομίας: να δώσουμε πολιτείες, οικισμούς και σπίτια για τον άνθρωπο και όχι τον πελάτη .... η Αρχιτεκτονική και η Πολεοδομία ξεφεύγουν από τα μερικά προβλήματα και προσπαθούν να λύσουν κοινωνικά προβλήματα, θέλουν να δώσουν τώρα οικισμούς, πολιτείες, μεγαλουπόλεις στις οποίες ο άνθρωπος να είναι το κυριαρχούν στοιχείο και όχι το όχημα και το ιδιωτικό συμφέρον ...». Πρόκειται, προφανώς, για μια πιο σοβαρή αντιμετώπιση από τις γνωστές λεκορμπυζιανές θέσεις, όμως δε θίγει τη βάση του προβλήματος: ποια είναι η σχέση του Κοινωνικού Συστήματος και της Πολεοδομίας; Απλά, μια πολεοδομία σε σωστότερη κατεύθυνση λύνει τα κοινωνικά προβλήματα της πόλης; Ίσως και ο Κανδύλης να μην έκανε τη σύνδεση, ίσως και το περιοδικό να μην ήθελε να επεκταθεί σε τέτοιου είδους δρόμους που ήταν εκτός της κατεύθυνσής του. Σημειώνεται ότι κανείς από τους αριστερούς πολεοδόμους εκείνης της εποχής δεν έγραφε άρθρα στην «Αρχιτεκτονική» (Μπίτσιος, Σιαπκίδης, Προβελέγγιος κ.ά.), πλην του Δεσποτόπουλου που δημοσίευσε την εισήγησή του στο Α' Συνέδριο του ΣΑΔΑΣ, και μόνον, όπως είδαμε.
Τα «Σύγχρονα Θέματα»
Το περιοδικό «Σύγχρονα Θέματα» ήταν «τριμηνιαία έκδοση επιστημονικού προβληματισμού και παιδείας» και πρωτοεκδόθηκε το 1962 (πρώτη περίοδος 1962-1967, δεύτερη 1977-1989, τρίτη μετά το 1989. Ο διαχωρισμός προ και μετά το 1989 γίνεται από τους εκδότες και συνδέεται, προφανώς, με τα πολιτικά γεγονότα εκείνης της εποχής). Η θεματολογία του, στην περίοδο 1962-1967, ήταν οικονομικά και κοινωνικά θέματα, διεθνής πολιτική, διεθνής επιστήμη, εκπαίδευση, πολεοδομία και στους αρθρογράφους του συγκαταλέγονται η Ρόζα Ιμβριώτη, ο Κ. Χατζηγώγος, ο Δ. Μπαϊρακτάρης, ο Β. Φίλιας, ο Γρηγόρης Διαμαντόπουλος και τα στελέχη της ΕΜΟΚΑ κ.ά., σε ένα ευρύτερο αριστερό φάσμα, ενώ δημοσίευε και άρθρα ξένων συγγραφέων. Το περιοδικό έκανε πάντα ένα μεγάλο άνοιγμα ενημέρωσης από τις σοσιαλιστικές χώρες, τόσο για να τονίσει τα επιτεύγματά τους όσο και για να αντληθούν διδάγματα για την Ελλάδα. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ιδεολογικά το περιοδικό εξέφραζε το πολιτικό πλάτος της ΕΔΑ εκείνης της εποχής. Ειδικά για την Πολεοδομία, δεν έχουν επισημανθεί άρθρα, πλην της δημοσίευσης των εισηγήσεων της ΕΜΟΚΑ στο Ε' Συνέδριο.
Η αρθρογραφία για πολεοδομικά θέματα στον καθημερινό Τύπο.
Γενικά, η αρθρογραφία εκείνης της εποχής ήταν προσανατολισμένη σε δύο κατευθύνσεις: η μία, με κεντρικό πρόσωπο τον Κώστα Μπίρη, Διευθυντή Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων, ο οποίος αρθρογραφούσε κυρίως στην «Καθημερινή» και την «Εστία» για ποικίλα προβλήματα της πολεοδομίας των Αθηνών, έκανε προτάσεις για επίλυσή τους, πρότεινε επίσης λύσεις για μεγαλύτερα προβλήματα επιπέδου Γενικού Ρυθμιστικού κ.ά. Οι προτάσεις του ήταν κυρίως τεχνικές, με προσπάθεια να είναι άμεσα εφαρμόσιμες. Ήταν γενικά σωστές και στις διαπιστώσεις και στις προτάσεις. Βέβαια, δεν ήταν απαλλαγμένες από το κλίμα της εποχής, π.χ. ήταν υπέρ των διανοίξεων, απλά προσπαθούσε να σχεδιάσει σωστότερες. Επίσης, δεν έθιγε τη βάση των προβλημάτων, την κερδοσκοπία στη γη, αντίθετα προσπαθούσε να βρει λύσεις, μέσα από την ικανοποίηση των αρπακτικών αιτημάτων της ιδιοκτησίας, όπως όταν, για τη δημιουργία στοών, έδωσε αύξηση του ύψους ώστε να μη χαθεί ούτε ένα τετραγωνικό μέτρο για τον ιδιοκτήτη.
Η δεύτερη κατεύθυνση ήταν επιστολές και άρθρα διαφόρων αρχιτεκτόνων ειδικών και μη ή και άλλων επιστολογράφων, όπως ο Κίμων Λάσκαρης, ο Πάνος Τσολάκης και άλλοι τακτικοί επιστολογράφοι της «Καθημερινής», του «Βήματος» και της «Εστίας», των θεωρουμένων τότε σοβαρών και «ταξικά» καθαρών εφημερίδων. Η «Ακρόπολη» εκπροσωπούσε τη λαϊκή Δεξιά, ο «Εθνικός Κήρυξ» την εθνικιστική Δεξιά και η «Ελευθερία» κάποιου είδους «κεντροδεξιά» της εποχής, ενώ η «Αθηναϊκή» και «Τα Νέα» ένα «λαϊκό» κέντρο. Η «Αυγή», επίσημο όργανο της ΕΔΑ, σπάνια ασχολιόταν με τα πολεοδομικά θέματα, εκτός αν αφορούσαν άμεσα λαϊκά προβλήματα στέγης, πλημμυρών και άλλα τρέχοντα σε λαϊκές συνοικίες.
Έτσι, η θεματολογία πολεοδομικών θεμάτων στον αθηναϊκό τύπο εστιαζόταν σε μεμονωμένες απόψεις του Κώστα Μπίρη, Διευθυντού της Πολεοδομίας Αθηνών, της οποίας όμως οι αρμοδιότητες είχαν περάσει στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων, τη Διεύθυνση Πολεοδομικών μελετών που είδαμε. Έτσι, ο Μπίρης προτείνει και αναλύει θέματα ως απλός πολίτης και όχι ως δημόσια υπηρεσία: για τον υπόγειο σιδηρόδρομο των Αθηνών («Καθημερινή», 2 Μαρτίου 1958), καθώς και πλήθος θεμάτων αθηναϊκής πολεοδομίας.
Ο γνωστός μας, από τα παλιά, Άγγελος Προκοπίου περί της αισθητικής των πλατειών Συντάγματος και Κλαυθμώνος («Καθημερινή», 3 Ιουνίου 1955), ο Λ. Κορομηλάς για το μετρό των Αθηνών σε σειρά άρθρων («Καθημερινή», Δεκέμβριος 1956) και άλλοι πολλοί επώνυμοι και μη, ενώ η ειδησεογραφία ακολουθεί τα προγραμματιζόμενα ή εκτελούμενα έργα, όπως για τα έργα της Ακρόπολης του Πικιώνη («Καθημερινή», 22 Μαΐου 1955), για τα έργα της πλατείας Ομονοίας («Καθημερινή», 30 Σεπτεμβρίου 1958, 30 Μαρτίου 1959, 23 Οκτωβρίου 1962), σχέδια για σήραγγες υπό την οδό Σταδίου, για την αποσυμφόρηση της κυκλοφορίας και Πατησίων, για την επέκταση του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου («Καθημερινή», 4 Δεκεμβρίου 1954), το τελεφερίκ του Λυκαβηττού («Καθημερινή», 19 Σεπτεμβρίου 1962).
Στο φύλλο της «Καθημερινής» της 22 Αυγούστου 1962, δημοσιεύεται απόφαση του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή για «νέα μέτρα προς αντιμετώπισιν των πολεοδομικών και κυκλοφοριακών προβλημάτων της Πρωτευούσης», στα οποία περιλαμβάνονται διαπλατύνσεις έξι μεγάλων αρτηριών, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στη συνέχεια:  Ιλισσού (λεωφόρος Β. Κωνσταντίνου), Μεσογείων, Βουλιαγμένης, Πειραιώς, Θησέως, Παρακηφίσιας λεωφόρου. Μάλιστα, όρισε επιτροπή για τη γενικότερη μελέτη των πολεοδομικών προβλημάτων (ύδρευση και αποχέτευση, διανοίξεις λεωφόρων, Ρυθμιστικό σχέδιο, απομάκρυνση λατομείων, βιομηχανικές ζώνες, ζώνες πρασίνου, Ταμείον Πολεοδομίας (ιδρύθηκε ως ΕΤΕΡΠΣ με το ΦΕΚ 79Α / 4.4.1973), ίδρυση Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Χωροταξίας (πολυσυζητημένο θέμα στα Συνέδρια, όπως είδαμε, τελικά ιδρύθηκε το Γραφείο Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθηνών στις 15.7.1965).
Η επιτροπή αυτή, η οποία θα συνεδρίαζε σε τακτά χρονικά διαστήματα υπό την προεδρία του Πρωθυπουργού, αποτελείτο από τους Υπουργούς  Δημ. Έργων (Σ. Γκίκας), Εσωτερικών (Γ. Ράλλης, στενός συνεργάτης του Καραμανλή στα πολεοδομικά), τον υφυπουργό Δ. Έργων Α. Θεοδοσιάδη, τον ΓΓ και τον Γ.Δ/τή του ίδιου Υπουργείου Χ. Οικονόμου και  Γ. Μαρκάκη, τον Δήμαρχο Αθηναίων Α. Τσουκαλά, τον Πρόεδρο του ΤΕΕ Ν. Παγώνη, τους καθηγητές Α. Κριεζή, Ι. Δεσποτόπουλο, Θ. Αργυρόπουλο, τον Κ. Δοξιάδη, τον Δ/τη Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων Κ. Μπίρη και τον Δ/τη Πολεοδομικών Μελετών του ΥΔΕ Π. Βασιλειάδη. Είναι προφανές ότι τα de jure μέλη της (πολιτικοί και υπηρεσιακοί παράγοντες) δεν είχαν ιδέα από πολεοδομία: ο Κριεζής είχε την άποψη για την Αθήνα ότι «ο ασθενής απέθανεν», όπως συνήθιζε να λέει, ο Αργυρόπουλος εκινείτο μεταξύ Θεσσαλονίκης και Λονδίνου, ο Δεσποτόπουλος τότε ασχολείτο κυρίως με το Πνευματικό Κέντρο, του οποίου έλαβε την ανάθεση το 1962, και βεβαίως οι θεωρητικές του απόψεις δεν ήταν βέβαιο ότι θα είχαν θέση σε τέτοιο περιβάλλον, ο Δοξιάδης είχε τις δικές του θέσεις  για την Αθήνα, όπως τις εξέφρασε το 1961, ενώ ο Κ. Μπίρης σχεδόν ουδέποτε εισακούετο, άλλωστε σε λεπτομέρειες διέφεραν οι θέσεις του από εκείνες του Υπουργείου (π.χ. στις διανοίξεις κλπ.). Τελικά, να υποθέσουμε ότι «κυρίαρχος του παιχνιδιού» θα ήταν ο Προκόπης Βασιλειάδης, ο οποίος ήταν και προσωπικός φίλος του Καραμανλή και του Ράλλη; Οι πραγματοποιήσεις εφαρμογών στα επόμενα έτη μάλλον προς τα εκεί οδηγούν.
Αυξημένη δημοσιότητα πολεοδομικών θεμάτων και μάλιστα γύρω από το θέμα τού Ρυθμιστικού Σχεδίου, εμφανίστηκε μετά το Ε' Συνέδριο του ΣΑΔΑΣ το 1966. Πάντως, μετά το 1952, επί Υπουργίας Καραμανλή στο ΥΔΕ και στη συνέχεια στην από το 1955 πρωθυπουργία του, αυξήθηκε ο αριθμός των άρθρων στον Τύπο, κυρίως σε ό,τι αφορούσαν τα Μεγάλα Έργα που εκτελούσε τότε ο Καραμανλής (Λεωφόρος Σουνίου, Εθνική Οδός Αθηνών Λαμίας κ.ά.) Για λίγο, γράφτηκαν άρθρα σχετικά με την κατάργηση του τραμ, όλα σχεδόν υπέρ του Υπουργείου και της πολιτικής του· κανείς τότε, ούτε οι αριστεροί πολεοδόμοι, είχαν ιδέα για τα αίτια και τα αποτελέσματα αυτής της ενέργειας, άλλωστε το κλίμα ήταν κατά του τραμ σε όλη την Ευρώπη, εκτός του γερμανόφωνου χώρου και των σκανδιναβικών χωρών.
Γενικά, η Ιδεολογία στον Τύπο, δε διέφερε από τις θέσεις των ιθυνόντων, ήταν σε εντελώς αστικά πλαίσια και κανείς δεν ασχολιόταν με την «πόλη» και την «πολεοδομία» στη βάση της και σε σχέση με το Κοινωνικό Σύστημα, δυστυχώς, ούτε και στον αριστερό Τύπο.
Βιβλιογραφία: Κώστας Μπίρης «Για την Σύγχρονη Αθήνα, μελέτες και αγώνες» συλλογή επιστολών και άρθρων του στην «Εστία» και την «Καθημερινή», Αθήναι 1958. Στα άρθρα αυτά, ο Μπίρης επισημαίνει πάρα πολλά σωστά θέματα, για παράδειγμα καταγγέλλει τον Ανδρεάδη ο οποίος κατείχε σειρά Τραπεζών, Ναυπηγείων, τους ΕΗΣ, εμπορικά πλοία κ.ά. ότι δεν πληρώνει φόρους έχοντας τις επιχειρήσεις του (κυρίως τα πλοία του) «υπό παναμαϊκήν σημαίαν», αλλά το ότι αυτό ήταν βέβαια αποτέλεσμα του Μονοπωλιακού Καπιταλισμού ή ακόμη χειρότερα του Κρατικομονοπωλιακού Καπιταλισμού, δεν το έλεγε (αμφιβάλλω αν και ο αριστερός Τύπος το είχε επισημάνει τότε, πέρα από τις γενικές διακηρύξεις...). «Σύγχρονα Θέματα», 20/1966, δημοσίευση των εισηγήσεων της ΕΜΟΚΑ. Περιοδικό «Αρχιτεκτονική», τεύχη 1-65/66 των ετών 1957-1967,  Δημήτρης Πουλικάκος συνέντευξη στο Rocking.gr R .Τα «Σύγχρονα Θέματα» έχουν ψηφιοποιηθεί στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (βιβλιοθήκη «Πάνδημος»). Σημαντική εργασία έχει γίνει στη διδακτορική διατριβή του Μιχάλη Λεφαντζή, με αποδελτίωση πολεοδομικών δημοσιευμάτων του αθηναϊκού τύπου στην περίοδο 1944-1974, του ίδιου, «Η πολεοδομία στην Ελλάδα μέσα από τον Αθηναϊκό τύπο 1944-1974» στα Πρακτικά του Συνεδρίου η πολεοδομία στην Ελλάδα από το 1949 ως το 1974, Βόλος 2000.
Μερικά παραδείγματα ιδεολογικά φορτισμένων πολεοδομικών σχεδίων και πραγματοποιήσεων
Θα πρέπει να δούμε μερικά παραδείγματα της εποχής που μελετάμε, τα οποία είναι ιδεολογικά κρίσιμα και ιδιαίτερα φορτισμένα, και προκάλεσαν ή προκαλούν συζητήσεις στον ιδεολογικό τομέα. Αυτά είναι οι πολεοδομικές πραγματοποιήσεις, τα Άσπρα Σπίτια  του Δοξιάδη, ο οικισμός Καμάρι στη Σαντορίνη του Δεκαβάλλα και των συνεργατών του, οι οικισμοί του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, και ιδιαίτερα η περίπτωση της Δραπετσώνας, και τα σχέδια για το Πνευματικό Κέντρο του Ι. Δεσποτόπουλου.

Άσπρα Σπίτια
Οικισμός «Άσπρα Σπίτια» στην Αντίκυρα, 1961-65, Γραφείο Δοξιάδη. Το πολεοδομικό σχέδιο οργανώνει τον οικισμό σε γειτονιές, σύμφωνα με τη δοξιαδική θεωρία περί κοινοτήτων, διαχωρίζει τις κινήσεις πεζών-οχημάτων και είναι χαμηλής δόμησης. Έχει ως στόχο τη δημιουργία αστικού περιβάλλοντος σε ανθρώπινη κλίμακα (ο ίδιος ο Δοξιάδης είχε χαρακτηρίσει τον οικισμό ως εδραζόμενο στην αρχαία ελληνική πόλη). Όμως, τα κτήρια είναι διαχωρισμένα σε «ανωτέρου εισοδήματος», «μεσαίων εισοδημάτων» κλπ. και ο μετέπειτα ασφυκτικός «κανονισμός λειτουργίας» του οικισμού ελεγχόταν αυστηρά από την Εταιρεία, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε έναν ταξικό οικισμό (εργάτες, τεχνικοί, στελέχη κλπ.), όπως εκείνοι που είχε περιγράψει ο Ένγκελς πριν από έναν αιώνα. Μεταγενέστερες περιγραφές μιλάνε ακόμη και για διαφοροποίηση κατασκευής στις παραπάνω κατηγορίες, τα δε οικονομικά στοιχεία (συντήρηση, επισκευές κλπ.) βαρύνουν τους κατοίκους (ενοικιαστές πάντα) και όχι την Εταιρεία κλπ.

1-3) Οικισμός «Άσπρα Σπίτια» στην Αντίκυρα 1961-65, Γραφείο Δοξιάδη.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν έχει ακόμη τη ζωντανή εικόνα των γειτονιών τού Islamabad. Τα Άσπρα Σπίτια είναι ακόμη «στεγνά», σε σχεδόν τυποποιημένα κτήρια και συνθέσεις, ο δε χώρος που δημιουργούν είναι αρκετά ψυχρός. Αντίθετα, στον οικισμό «Απόλλωνα» στο Πόρτο Ράφτη, του ίδιου Γραφείου, ο Δοξιάδης το 1969 προσπάθησε να δημιουργήσει έναν «ελληνικό νησιώτικο οικισμό» με τις ίδιες αρχές που είχε και στα Άσπρα Σπίτια· το σχέδιο είναι πιο συνεκτικό, αλλά το κυριότερο είναι ότι η πολυτέλεια κατασκευής είχε ως αποτέλεσμα να είναι, όπως σημειώνει ο Α. Κύρτσης, «ένας θαυμάσιος παραθεριστικός οικισμός εύπορων αθηναίων χωρίς τον χαρακτήρα του χωριού των πνευματικών ανθρώπων και καλλιτεχνών όπως το είχε  οραματιστεί ο Δοξιάδης» (σελ. 443). (Αυτό όμως αφορά την επόμενη φάση αυτών των άρθρων, για την εποχή μετά το 1967.)

3-4) Κώστας Δεκαβάλλας και συνεργάτες, ανοικοδόμηση στο Καμάρι Σαντορίνης, 1956.


Σαντορίνη (οικισμός Καμάρι)
Οικισμός για τους σεισμοπλήκτους της Σαντορίνης -πολύ καλή η πολεοδομική σύνθεση-, αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει τη μονοτονία στα κτήρια. Επίσης, πέρασε μέσα στο κέντρο την κυκλοφορία των οχημάτων, παρ' όλο που στις «γειτονιές» ακολουθεί τα δοξιαδικά πρότυπα γειτονιάς, πεζοδρομήσεων, πλατείας κουτσομπολιού κλπ.
Στο Καμάρι της Σαντορίνης, φαίνεται ότι δεν υπάρχει πρόβλημα ταξικής διαφοροποίησης. Από τις δημοσιεύσεις, τουλάχιστον, δεν προκύπτει κάτι τέτοιο -ή δεν το γνωρίζουμε-,  πάντως φαίνεται ότι τα οικήματα ήταν «ελάχιστου μεγέθους», σε δύο κατηγορίες μεγεθών, που επέτρεπαν τη μελλοντική επέκτασή τους. Η διανομή γινόταν με κλήρωση.
Το μειονέκτημα της «μονοτονίας» είναι σαφώς αποτέλεσμα της προσπάθειας για οικονομική λύση -τυποποιημένα στοιχεία και υλικά κλπ.-, όμως δεν αποκλείει κανείς τη δυνατότητα διαφοροποίησης, αν δε μείνει σε στεγνά οικονομικά πλαίσια και περιορισμούς· αυτό όμως έγινε στη Σχολή του Άμστερνταμ και στη Βιέννη και μόνον.
Κρατικοί οικισμοί οργανωμένης δόμησης (ΟΕΚ, Υπουργείο Προνοίας)
Όλοι οι οικισμοί του ΟΕΚ, για εκείνη την εποχή και του Υπουργείου Προνοίας για πρόσφυγες και άλλες κατηγορίες, πλην εργαζομένων, είτε πρόκειται για μονώροφες κατοικίες είτε για τριώροφες-τετραώροφες (αργότερα έκτιζαν και πολυώροφα κτίσματα-πύργους, όπως στο Μενίδι, στο Περιστέρι, στο Δουργούτι, στη Θεσσαλονίκη κ.α.), είναι σχεδιασμένοι επάνω στα Μεσοπολεμικά πρότυπα των μεμονωμένων ή των εν σειρά κτηρίων  σε στοίχους, πάντα. Η γενική πολιτική και ιδεολογική κατεύθυνση στους οικισμούς αυτούς ήταν, από την πλευρά των καλοπροαίρετων αρχιτεκτόνων, ότι δε θα έπρεπε να αποτελέσουν γκέτο εργατών, και αυτό τους το εξασφάλιζε το πλατύ φάσμα των δικαιούχων: εργάτες αλλά και υπάλληλοι, όλοι οι ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ γενικά, κάθε οικονομικού και εκπαιδευτικού επιπέδου. Αυτό βέβαια λειτουργούσε θεωρητικά μια και οι μεσαίων εισοδημάτων και άνω, κατά κανόνα, είχαν περισσότερες δυνατότητες να αποκτήσουν κατοικία από την  ελεύθερη αγορά και το έκαναν. Άλλωστε, το ποσοστό των διατιθέμενων διαμερισμάτων από τον ΟΕΚ και το Υπουργείο Προνοίας, δεν ξεπερνούσε το 3% της νόμιμης αγοράς κατοικιών.
Από την άλλη μεριά, όλοι οι αρχιτέκτονες που σχεδίαζαν για τον ΟΕΚ ή το Υπουργείο Προνοίας, στα μεν μεγάλα αστικά κέντρα έκτιζαν τριώροφες ή τετραώροφες κατοικίες, στο γνωστό μας πρότυπο της κατά στοίχους δόμησης, στη δε επαρχία μονώροφα ή διώροφα κτίσματα, πάλι σε «κατά στοίχους» συνθέσεις.  Αργότερα, μετά το 1970, εμφανίστηκαν όπως αναφέρθηκε και πολυώροφα συγκροτήματα μέχρι και 10 ορόφων, σε μπλοκ ή και σε πύργους, που τα συνέθεταν μέσα στη μάζα τής κατά στοίχους δόμησης.
Το μοναδικό παράδειγμα που κτίστηκε στα πρότυπα των βιεννέζικων συγκροτημάτων ήταν στον Μεσοπόλεμο στον Πειραιά, το προσφυγικό συγκρότημα των Αγίων Αναργύρων, αλλά δεν επαναλήφθηκε, όπως δεν επαναλήφθηκαν και οι συνθέσεις των προσφυγικών της Κοκκινιάς με τον διαμορφωμένο χώρο στο εσωτερικό τού οικοδομικού τετραγώνου. Η άγνοια των αρχιτεκτόνων στο θέμα αυτό, και η μίμηση των ξένων προτύπων της οργανωμένης δόμησης τότε, σε Ανατολή και Δύση, δεν τους επέτρεψε να ασχοληθούν σε βάθος με το θέμα.

1-2) Άγιοι Ανάργυροι, Πειραιάς. 3-4) Κοκκινιά, Μεσοπολεμικές προσφυγικές κατοικίες με εσωτερικό χώρο (Ε. Παπαδοπούλου-Γ. Σαρηγιάννης «Προσφυγικές εγκαταστάσεις ...»)
Η ιδεολογική σημασία ενός τέτοιου σχεδιασμού, ο οποίος τελικά δημιουργεί γκέτο, άψυχους χώρους και για την Ελλάδα και αχανείς σκουπιδότοπους με υπολείμματα γκαζόν, είναι προφανής· οδηγούσαν ευθέως εκεί που τόνιζε ο Δεσποτόπουλος, σε «αποθήκες εργατικών χεριών». Τονίζεται πάντα, ότι δεν είναι ο χώρος που δημιουργεί κοινωνικές καταστάσεις, αλλά το αντίστροφο, όμως ο κατάλληλος ή ακατάλληλος χώρος διευκολύνει ή εμποδίζει τη δημιουργία συγκεκριμένων κοινωνικών καταστάσεων. Κατά συνέπεια, είτε ηθελημένα είτε από άγνοια, οι αρχιτέκτονες της οργανωμένης δόμησης εξυπηρετούσαν την πολιτική τής άρχουσας τάξης για διάλυση των κοινωνικών συσσωματώσεων όπου υπήρχαν (προσφυγικοί συνοικισμοί), με τον διασκορπισμό τους ή την οικοδόμηση συγκροτημάτων που θα εμπόδιζαν την κοινωνική επικοινωνία των οικιστών. Τη διαδικασία αυτή θα τη δούμε στη συνέχεια στο παράδειγμα της Δραπετσώνας. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι οι οικιστές επιλέγονταν όχι μόνον από τα επίπεδα δικαιωμάτων τους για κατοικία (πολυμελείς οικογένειες, εισόδημα, ένσημα κλπ.), αλλά και από το περίφημο Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων, σύμφωνα με τον ιδρυτικό Νόμο του ΟΕΚ (Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας, μετέπειτα ΑΟΕΚ, Αυτόνομος Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας).
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και όταν τα σχέδια εκπονούνταν από ονομαστούς αρχιτέκτονες, όπως π.χ. από τον Άρη Κωνσταντινίδη, ο οποίος ήταν προϊστάμενος της υπηρεσίας μελετών του ΑΟΕΚ από το 1955 έως το 1957, δεν ξεφεύγουν από το τυπικό μοντέλο τής κατά στοίχους δόμησης, όσο και αν επιχειρούσαν να «συνθέσουν» τους στοίχους - αν επιχειρούσαν. Αναφέρεται ότι ο Κωνσταντινίδης παραιτήθηκε από τον ΟΕΚ διότι «... ήταν η αντίθεσή του στην εντατικότερη εκμετάλλευση της γης που ήθελαν οι γραφειοκράτες προϊστάμενοί του καθώς και η άρνησή τους να χρηματοδοτήσουν τη διαμόρφωση των ελευθέρων χώρων ...» (Παρίσι, Λονδίνο, Αθήνα, «η ανακάλυψη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής», Culture 2000, ARVHA ομάδα 80, CD και ιστότοπος www.culture2000.tee.gr). Γνωρίζουμε όμως ότι η οικοδόμηση του ΟΕΚ δε διακρινόταν και από ιδιαίτερη ένταση εκμετάλλευσης της γης, τόσο στα επί Κωνσταντινίδη όσο και μετά στα επί Σκιαδαρέσση σχέδια οικιστικών του μονάδων, ούτε οι ελεύθεροι χώροι θα έδιναν ζωντάνια και αίσθηση «αστικού περιβάλλοντος» στις μονάδες του. Σίγουρα, δε θα ήταν σκουπιδότοποι ίσως και ούτε αδιάφορες εκτάσεις με γκαζόν, όμως το αποτέλεσμα δε θα άλλαζε, και ξέρουμε τι εννοούμε, όταν έχουμε υπ΄όψιν τα συγκροτήματα της Βιέννης, του Άμστερνταμ, ακόμη και της Κοκκινιάς και των Αγίων Αναργύρων του Πειραιά που αναφέρθηκαν.

1-2) Νέα Φιλαδέλφεια, οικισμός του ΟΕΚ του 1954-1960 (επί διεύθυνσης Σκιαδαρέσση;) στην τυπική κατά στοίχους δόμηση («Αρχιτεκτονική», τ. 20/1960).


Άρης Κωνσταντινίδης: 1) Εργατικές πολυκατοικίες στη Νέα Φιλαδέλφεια, 1955-57. 2) Διώροφες εργατικές κατοικίες στην Πάτρα 1955-57. («Ζυγός», 82-83 1962)


Άρης Κωνσταντινίδης, εργατικές πολυκατοικίες στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, 1955-1957 («Ζυγός», 82-83 1962). 1) Κάτοψη. 2) Εσωτερική όψη του συγκροτήματος.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της Ιδεολογικής Διαπάλης στην Πολεοδομία: Η Δραπετσώνα και τα προσφυγικά.

Ακόμη μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '60, υπήρχαν οι προσφυγικοί συνοικισμοί στο Λεκανοπέδιο (και στις άλλες μεγάλες πόλεις, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο, κ.α.), όπως δημιουργήθηκαν στις αρχές του Μεσοπολέμου, δηλαδή σε παραπήγματα ή σε πρόχειρους συνοικισμούς. Σε νεώτερη έρευνα έχουν καταγραφεί περί τις 50 θέσεις συνοικισμών κάθε είδους, λίγοι οργανωμένοι από το κράτος και οι περισσότεροι σε παράγκες. Εκείνη την εποχή, αρχίζει η εκκαθάριση των παραπηγμάτων και η αντικατάστασή τους, είτε με πολυκατοικίες οργανωμένης δόμησης από το Υπουργείο Προνοίας ή τον ΑΟΕΚ, είτε με παροχή διαμερισμάτων σε εμπορικές πολυκατοικίες, σε διάφορα σημεία του Λεκανοπεδίου.
Με άξονα τον προφανή στόχο της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των προσφύγων, πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα ένα μεγάλο κοινωνικό εγχείρημα: εκείνο της συνειδητής διάλυσης των κοινωνικών συσσωματώσεων που είχαν δημιουργηθεί στους συνοικισμούς. Ως συνέπεια, είχαν και την ριζοσπαστικοποίηση των κατοίκων και την προφανή έντονη αντιστασιακή δράση στην Κατοχή.
Δραπετσώνα, Καισαριανή, Κοκκινιά, Υμηττός, Κερατσίνι, Νέα Ιωνία, Χαροκόπου, Περιστέρι, Αιγάλεω κ.ά. λειτούργησαν ως βασικοί πυρήνες αντίστασης και  ως κύριο στήριγμα του ΕΑΜ και της ΟΠΛΑ, και βέβαια η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε και στον Εμφύλιο, αλλά και μετά, όπου οι προσφυγικοί συνοικισμοί υπήρξαν ισχυρά προπύργια της ΕΔΑ. Το σχέδιο του Κράτους ήταν απλό και αποτελεσματικό: με την ευκαιρία της παροχής σωστής στέγης στους πρόσφυγες, διέλυε τον κοινωνικό ιστό, διασκορπίζοντας τους κατοίκους στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα ή, και σε περιπτώσεις που ένα τμήμα τους παρέμενε στον παλιό τους χώρο, τους διέλυε σε απρόσωπα συγκροτήματα με την «κατά στοίχους δόμηση», εμποδίζοντας την επανασυγκρότηση της παλιάς τους κοινωνικής ομοιογένειας και συνοχής. Οι αφηγήσεις των προσφύγων και οι περιγραφές τους για τη διάλυση αυτή είναι συγκλονιστικές, σε όλες τις περιπτώσεις που έχουμε καταγραφές.
Αντίσταση σε αυτήν την κρατική πολιτική, υπήρξε μόνο στη Δραπετσώνα, η οποία ξεκίνησε από τους ίδιους τους κατοίκους, με σχηματισμό Συντονιστικής Επιτροπής, και στη συνέχεια πολιτικοποιήθηκε από την ΕΔΑ, μεμονωμένα όμως για τη Δραπετσώνα, και αργά πλέον για τους άλλους συνοικισμούς, μια και οι περισσότεροι είχαν ήδη διαλυθεί. Τα γεγονότα στη Δραπετσώνα είναι λίγο-πολύ γνωστά: το 1960, η Κυβέρνηση εκπόνησε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο αποκατάστασης των προσφύγων, το οποίο όμως διέλυε, όπως είδαμε, τον κοινωνικό ιστό των προσφυγικών συνοικισμών. Η αντίδραση στη Δραπετσώνα ήταν άμεση, (Αύγουστος 1960), η Αστυνομία προσπάθησε με τη βία να εκδιώξει τους παραπηγματούχους για να κτιστούν οι πολυκατοικίες, η περιοχή μπλοκάρεται από τους κατοίκους, επιστρατεύονται εκατοντάδες αστυνομικοί και αρχίζουν τα βίαια επεισόδια. Η «Μάχη της Παράγκας» έχει αρχίσει, και κορυφώνεται στις 14 Νοεμβρίου, όπου αποκόπτεται η περιοχή από 1000 αστυνομικούς. Οι βιαιότητες δεν έχουν προηγούμενο, παρεμβαίνουν βουλευτές της ΕΔΑ και της Ένωσης Κέντρου, και οι αστυνομικοί πετυχαίνουν να κατεδαφίσουν μόνο τέσσερα παραπήγματα. Οι εκπρόσωποι των προσφύγων και οι βουλευτές επισημαίνουν στους Εισαγγελείς ότι οι κατεδαφίσεις είναι παράνομες, διότι δεν είχαν ακόμη κυρωθεί από τη Βουλή, και δίνεται η εντολή αναστολής τους.
Τότε, γράφτηκε και το γνωστό τραγούδι «Δραπετσώνα» από τον Θεοδωράκη, σε στίχους που έγραψε επάνω στη μελωδία ο Τάσος Λειβαδίτης. Κατά το 1962, είχε διασπαστεί το κίνημα, κάποιοι αποδέχτηκαν την κατάσταση και άρχισαν σιγά-σιγά να κτίζονται οι πρώτες πολυκατοικίες. Με τη Δικτατορία του 1967, τα έργα επιταχύνθηκαν, μια και δεν υπήρχε αντίσταση πλέον, και ολοκληρώθηκαν. Χαρακτηριστικό του ότι δεν ήταν πάντα κατανοητό το τι σήμαινε η ανοικοδόμηση βάσει σχεδίου κοινωνικής αποδιοργάνωσης, είναι η στάση του ίδιου του Θεοδωράκη πολλά χρόνια αργότερα, σε εκδήλωση στη Δραπετσώνα με τον Λαλιώτη το 2001. Ο Θεοδωράκης δεν είπε λέξη για τη «Νέα Δραπετσώνα», ούτε ακόμη και όταν ο Δήμαρχός της είπε με στόμφο ότι τώρα τραγουδάμε «στη Δραπετσώνα έχουμε ζωή», αναποδογυρίζοντας τον στίχο του Λειβαδίτη (Ελευθεροτυπία 29.9.2001), βέβαια άλλοι το κατάλαβαν αλλά ήταν αργά πια. «... η αυτοστέγαση σήμαινε για τους Δραπετσωνίτες την πιο λογική και πιο οικεία διαδικασία...το αίτημα ..του 1960 είχε να κάνει περισσότερο με πολιτισμικές και πολιτικές επιλογές και λιγότερο με άμεσα οικονομικές...» (Μπελαβίλας, σε διάλεξη στις 7.7.1984, αναφορά στο Ημερολόγιο ...), Λιόγκαρης, «Χαροκόπου» κ.ά.

1-2) Η παλιά  Δραπετσώνα με τις παράγκες των προσφυγικών, 3) Από τη «Μάχη της Παράγκας» 14.11.1960, 4) Η σημερινή εικόνα της Δραπετσώνας, μια «σύγχρονη οικιστική μονάδα» οπουδήποτε, στη γνωστή κατά στοίχους δόμηση, με το άψυχο και μονότονο πολεοδομικό περιβάλλον. Ποτέ δεν είπαμε ότι «ο χώρος δημιουργεί την κοινωνία», αντίθετα. Όμως, πολλές φορές, η μορφή του χώρου, βοηθάει στην κοινωνική συνοχή όταν αυτή υπάρχει -και υπήρχε στους προσφυγικούς συνοικισμούς- ή συμβάλλει στην αποδιοργάνωση των κοινωνικών σχέσεων, όταν αυτές, για βαθύτερους οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους, έχουν αρχίσει να τραυματίζονται. Αλλά και χωρίς αυτό, όταν τους κατοίκους ενός συνοικισμού τους σκορπίσεις, τότε τους διέλυσες. (Οι εικόνες από το «Ημερολόγιο...»)


1) Χάρτης από το «Ημερολόγιο...», 2) Χάρτης της ΕΣΥΕ του 1959. Αποσπάσματα από χάρτες της Δραπετσώνας με τα παραπήγματα μέχρι το 1960. Αλλού δαιδαλώδη  αδιέξοδα, αλλού παράγκες στη σειρά, αλλού έτσι αλλού αλλιώς: αυτογενής οικισμός, που το σχέδιό του προκύπτει από τη διαρκή εγκατάσταση των οικιστών και μάλιστα σε συνδυασμό με τις οικογενειακές τους σχέσεις και τη σχέση τους με τον τόπο προέλευσης. Στον χάρτη του Ημερολογίου υπάρχουν ακόμη παραπήγματα και στις προβλήτες των δεξαμενών, καθώς και ανατολικά της Πυροσβεστικής. Επάνω δεξιά, και στους δύο χάρτες, οι φυλακές Βούρλων - η περιοχή ήταν γνωστή στον Μεσοπόλεμο για τους τεκέδες της και τον «κρατικό» οργανωμένο τεράστιο και εξαθλιωμένο οίκο ανοχής (βλ. τις συγκλονιστικές περιγραφές της Λιλίκας Νάκου στο «Το χρονικό μιάς δημοσιογράφου», Αθήνα 1980). Η περιοχή του «οίκου» ήταν μια πολύ μεγάλη περιφραγμένη έκταση με οικήματα, όπου περιόριζε το κράτος τις «ιερόδουλες του δρόμου». Η περιοχή φρουρούνταν από τον στρατό και ανήκε στον Πιπινέλη, ο οποίος τη νοίκιαζε στο Δημόσιο. Πρέπει να σημειωθεί ότι στον Μεσοπόλεμο πολλοί αριστεροί δημοσιογράφοι ή λογοτέχνες είχαν αποκαλύψει τις τραγικές συνθήκες που υπήρχαν σε πολλούς κοινωνικούς τομείς, όπως ο Κώστας Στούρνας για τη «Σωτηρία» και τους φυματικούς, ο Θέμος Κορνάρος για τη Σπιναλόγκα, η Λιλίκα Νάκου για τα Βούρλα κ.ά.
Στο χαρακτηριστικό αυτό παράδειγμα, βλέπουμε την έμφυτη και ενστικτώδη αντίδραση των κατοίκων που υποπτεύονται τι σήμαινε η ανασυγκρότηση του οικισμού, και την ιδεολογική  σημασία της αποσύνθεσης του κοινωνικού ιστού των συνοικισμών. Όμως, δεν ήταν καθολική και μαζική, εκτός του παραδείγματος της Δραπετσώνας, που και αυτό γρήγορα αμβλύνθηκε, μια και δεν επεξεργάστηκε ιδεολογικά όσο έπρεπε και δεν του δόθηκε έγκαιρα από τους πολιτικούς φορείς η γενικότερη σημασία που είχε. Δικαιολογημένα ως προς τους κατοίκους -είχαν απαυδήσει τέσσερεις δεκαετίες στις παράγκες-, αδικαιολόγητα όμως ως προς τους πολεοδόμους, κοινωνιολόγους και πολιτικούς, που δεν είχαμε το ανάλογο ιδεολογικό επίπεδο τότε, ώστε να γνωρίζουμε τι ακριβώς σήμαινε όλο αυτό το εγχείρημα της «αποκατάστασης των προσφύγων».
Σχολιασμένη βιβλιογραφία: Β. Λιόγκαρης «Συνοικισμός Χαροκόπου» Αθήνα 1996, όπου περιγράφει συγκλονιστικά τις τελευταίες μέρες του προσφυγικού συνοικισμού του Χαροκόπου, τον οποίο διέλυσαν κυριολεκτικά και συνειδητά· σε άλλους έδωσαν διαμερίσματα στον Ταύρο, σε άλλους αλλού, σε άλλους οικόπεδα στη Νέα Σμύρνη, κυριολεκτικά τους σκόρπισαν.  «Ημερολόγιο 2002 - αφιέρωμα στα 50 χρόνια του Δήμου Δραπετσώνας» του «Εξωραϊστικού Πολιτιστικού Συλλόγου - Ένωσης Δημοτών Δραπετσώνας - Θυμοίτης» Δραπετσώνα 2002 όπου εκτίθεται η Ιστορία της περιοχής με πολλά στοιχεία, μαρτυρίες και φωτογραφίες, Ελίζα Παπαδοπούλου, Γ. Σαρηγιάννης, «Συνοπτική έκθεση για τις προσφυγικές εγκαταστάσεις του Λεκανοπεδίου Αθηνών» έκδοση σε CD από το Σπουδαστήριο Πολεοδομικών Ερευνών της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, Αθήνα 2006, όπου καταγράφονται περί τους 50 τόποι εγκατάστασης των προσφύγων στον Μεσοπόλεμο, με σχέδια, πολεοδομικά και ιστορικά στοιχεία, και φωτογραφίες παλιές και πρόσφατες. Βλ. ακόμη, Ιορδάνη Παυλόσογλου «Οι αγώνες της αριστερής νεολαίας από το 1922 ως το 2008». Το βιβλίο, δεν κυκλοφορεί, αλλά έχει κατατεθεί στις βιβλιοθήκες του ΤΕΕ, του Πανεπιστήμιου Πειραιά και των Δήμων Αμαρουσίου, Πεύκης, Κηφισιάς, Δραπετσώνας κ.α., Α. Καραπαναγιώτου, Β. Παπαδημητρίου, Β. Σάκκος, «Τα Άσπρα Σπίτια της Πεσινέ», Διάλεξη στην Έδρα Πολεοδομίας, 1984 (στην βιβλιοθήκη του Τομέα Πολεοδομίας) όπου αναλύεται όλη η κοινωνική κατάσταση του οικισμού και οι σχέσεις εργοδότη-οικιστών κλπ.
Το Πνευματικό Κέντρο Αθηνών
Η υπόθεση του Πνευματικού Κέντρου Αθηνών είναι μια πολύπλοκη υπόθεση, ιδεολογικών και φιλοσοφικών θέσεων, ανάμικτες με σχέσεις Εξουσίας, σχέσεις χρηματοδότησης, και προσπαθειών δημιουργίας ενός τέτοιου κέντρου, εν μέρει και με ανορθόδοξη διαδικασία, και με πολλές πολεοδομικές συγκρούσεις. Στη διαμάχη που ακολούθησε, έλαβαν μέρος και πολλοί αριστεροί και κομμουνιστές αρχιτέκτονες και διανοούμενοι, όπως και αστοί σοσιαλδημοκράτες ή και δεξιοί, όμως ο στόχος τής συζήτησης ήταν από την αρχή σε πολεοδομικό επίπεδο (θέση στην πόλη, χρήση εδάφους, μέγεθος, λειτουργίες κλπ. του ΠΚ). Κανείς, πλην του Προβελέγγιου τώρα, δεν έθιξε το ιδεολογικό πρόβλημα, όπως το έθετε ο Δεσποτόπουλος, αν και θα μπορούσε να το θέσει και ακόμη και να αντικρούσει τον ίδιο τον Δεσποτόπουλο σε πολλά σημεία.
Από την αρχή, τονίζουμε ότι οι θέσεις του Δεσποτόπουλου ήταν στη γνωστή από τον Μεσοπόλεμο ιδεολογική κατεύθυνσή του, όμως η εφαρμογή αυτών των θέσεων στο συγκεκριμένο παράδειγμα (του ΠΚ)  χώλαινε, τόσο πολεοδομικά, όσο και ακόμη και ιδεολογικά: ποια τελικά θα ήταν η σημασία ενός τέτοιου ΠΚ στην πόλη και την κοινωνία και για ποιους τελικά θα κτιζόταν και θα λειτουργούσε.

Η λύση του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού 1959 (Επιθεώρηση Τέχνης 89/1962, αναδημοσίευση από τις Νέες Μορφές τ.1). 1.Κρατικό Θέατρο, 2.κτήριο συναυλιών, χοροδράματος και συνεδρίων, 3. υπαίθριο θέατρο, 4. Βιβλιοθήκη, 5...(;)., 6. η κεντρική Πλατεία, 7. Κρατική Ακαδημία Μουσικής, 8. Μουσείο-Πινακοθήκη, 9. το Βυζαντινό Μουσείο, 10. κτήριο επιστημονικών οργανισμών, 11. κτήριο μορφωτικών οργανώσεων, 12. αίθουσα εκθέσεων (η υφιστάμενη Πινακοθήκη-Μουσείο Α.Σούτζου;)

Το «Πνευματικό Κέντρο Αθηνών» του Ι. Δεσποτόπουλου στην τελική λύση του (Η ιδεολογική δομή...). Έχει αφαιρεθεί όλο το αριστερά τμήμα του, «σύμπτυξη και συμπαγέστερη σύνθεση λόγω οικοπεδικής κερδοσκοπίας», όπως αναγράφεται στο κείμενο του Δεσποτόπουλου (η Ιδεολογική δομή... σελ. 196), ενώ προστέθηκε και πολυώροφο ξενοδοχειακό και συνεδριακό συγκρότημα δεξιά (κατά τον Δεσποτόπουλο «είναι αρχιτεκτονικά μια οριοθέτηση του ΠΚ από την κερδοσκοπική περιοχή κατοικίας ... και για την ζωογόνηση του συγκροτήματος» όπ. παρ. 197).
«Ζυγός», τ.78-79/1962, «Νέες Μορφές», τ.1/1962, «Επιθεώρηση Τέχνης», τ.89, Μάιος 1962, J. Despo, «die ideologische Struktur der Städte», Berlin 1973, ελλ. μτφρ. «η ιδεολογική δομή των πόλεων», Αθήνα 1997 (πρόκειται για εισήγηση στην Ακαδημία  Τέχνης του Βερολίνου το 1966).
Το κτηριολογικό του πρόγραμμα είχε, στο αρχικό του σχέδιο, κυρίαρχα στοιχεία την κεντρική πλατεία και το κυκλικής μορφής κτήριο συναυλιών, χοροδράματος και συνεδρίων. Ακόμη, είχε Κρατικό Θέατρο, υπαίθριο θέατρο, Βιβλιοθήκη, Κρατική Ακαδημία Μουσικής (το μόνο κτήριο που κτίστηκε), Μουσείο-Πινακοθήκη, κτήριο επιστημονικών οργανισμών, κτήριο μορφωτικών οργανώσεων.
Στο πρώτο σχέδιο (του διαγωνισμού) είχε ενταχθεί και αίθουσα εκθέσεων (η υφιστάμενη Πινακοθήκη-Μουσείο Α. Σούτζου;) και φυσικά το Βυζαντινό Μουσείο, το οποίο προβλεπόταν να μετακινηθεί σε σιδηροτροχιές όλο μαζί, για να ελευθερωθεί ο χώρος και να δημιουργηθεί η κεντρική πλατεία· πρόταση που ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών, με το σκεπτικό ότι μπορεί στη Σουηδία να είχαν μετακινηθεί έτσι κτήρια (όπως τόνιζε ο Δεσποτόπουλος σε άρθρα του), αλλά εδώ τέτοια πρόταση ήταν και τεχνικά αμφίβολης επιτυχίας, αλλά και δυσανάλογα πολυέξοδη.
Ο Δεσποτόπουλος προσπάθησε να εφαρμόσει τις φιλοσοφικές του θέσεις για την αναγκαιότητα της ύπαρξης και λειτουργίας ενός «Πνευματικού Κέντρου» των Αθηνών, όπως το φανταζόταν να λειτουργεί, σε μια συνεκτική και ιδεολογικά ενιαία κοινωνία, και αυτό το εννοούσε σε εποχές ακμής, όπως η Αρχαιότητα και ο Μεσαίωνας στις περιόδους τους που δεν υπήρχε αμφισβήτηση για το ιδεολογικό πλαίσιο: στην αρχαιότητα, οι δούλοι ήταν, πρακτικά, ή ενσωματωμένοι στους Οίκους ή ανίσχυροι ως τάξη (ισχυροποιήθηκαν στα ρωμαϊκά χρόνια, όπου και ξέσπασαν οι εξεγέρσεις τους με τον Σπάρτακο κλπ.), ενώ στον Μεσαίωνα, η ενότητα που είχε επιτύχει η Εκκλησία ως ιδεολογία, δε θίχτηκε ούτε στις εξεγέρσεις των αστών, των Bürger, στον 13ο -14ο αιώνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Δ. στο άρθρο του - παρουσίαση του ΠΚ στις «Νέες Μορφές» (τ.1) αναφέρει για το Βυζαντινό Μουσείο ότι «... διατηρείται και εξαίρεται μεταφερόμενο σε πιο κατάλληλη θέση ... μαζί με την Εκκλησία και το άλσος θα αποτελέσει ιδιαίτερο μουσειακό συγκρότημα του ορθόδοξου ανατολικού χριστιανισμού...».
Τώρα, όμως, έχουμε ένα αστικό καθεστώς σε αποσύνθεση με μια μάλλον ισχυρά ιδεολογικά εργατική τάξη, η οποία μάλιστα μετά μια Δικτατορία, μια Κατοχή και Αντίσταση και έναν Εμφύλιο, ούτε είχε αποδυναμωθεί, ούτε είχε χάσει την ιδεολογική της καθαρότητα, και αυτό ήταν σαφές στην «Άνοιξη του '60» και όλο το ιδεολογικό της επιστέγασμα. Επομένως, τίθεται άμεσα το ερώτημα: για ποιον θα λειτουργούσε το ΠΚ; Το Ηρώδειο, το Παλλάς, το Κεντρικό, ο Έσπερος κ.ά., στα οποία γίνονταν εκδηλώσεις [Φεστιβάλ Αθηνών, ξένοι θίασοι, ορχήστρες ελληνικές και ξένες -πολλές μάλιστα από τις ανατολικές χώρες-, συγκροτήματα λαϊκών χορών και μπαλέτου, κινηματογραφικές ταινίες -επίσης πολλά από την Σοβιετική Ένωση- κ.ά. (σημειώνεται ο «Έσπερος» που έφερνε συνήθως σοβιετικές ταινίες και γέμιζε αριστερούς, το «Κεντρικό» όπου ο Γεώργιος Κουράκος, ιδρυτής και επικεφαλής του «Καλλιτεχνικού Γραφείου Αθηνών», με το οποίο, ανάμεσα στα άλλα, έφερνε ορχήστρες και συγκροτήματα και από την ΕΣΣΔ και τις λαϊκές δημοκρατίες)], ήταν χώροι που λειτουργούσαν ταξικά «κατά περίπτωση». Υπήρχε το μόνιμο κοινό τής μέσης και ανώτερης αστικής τάξης και, ανάλογα με το αντικείμενο, μετείχαν και μεσαίων εισοδημάτων αριστερής ή και κομμουνιστικής ιδεολογίας, σίγουρα όμως όχι κατώτερων εισοδημάτων τής εργατικής τάξης. Η κύρια μάζα τής εργατικής τάξης, οικοδόμοι και βιομηχανικοί εργάτες τότε, καλύπτονταν από το ρεμπέτικο και τα τραγούδια τού Θεοδωράκη, και αυτό είναι ένα θέμα που ακόμη δεν έχει ερευνηθεί όσο του αξίζει. Άλλωστε, η πολύ μεταγενέστερη λειτουργία τού «Μεγάρου Μουσικής», το οποίο επίσης καλύπτει πολύ μεγάλη κλίμακα εκδηλώσεων, με σαφή όμως ιδεολογικό προσανατολισμό, και που απορρόφησε ακόμη και τον Θεοδωράκη, δείχνει τον δρόμο που θα έπαιρνε νομοτελειακά ένα τέτοιο «ενιαίο» κρατικό Πνευματικό Κέντρο Αθηνών. Μην περιμένουμε διαφορά από ένα «Κρατικό Πνευματικό Κέντρο» και ένα ιδιωτικό «Μέγαρο Μουσικής», στο κάθε Κοινωνικό Σύστημα, κυρίαρχη ιδεολογία είναι η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης, όπως έχει ήδη επισημανθεί από τα μέσα του 19ου αιώνα! (Μαρξ-Ένγκελς, η γερμανική ιδεολογία...)
Το θέμα αυτό, όμως, δε θίχτηκε από όσους αρθρογράφησαν περί το ΠΚ, ακόμη και από τους κομμουνιστές ή έστω αριστερούς, πλην του Προβελέγγιου. Σχεδόν όλοι, δεξιοί, αστοί, κεντρώοι, σοσιαλδημοκράτες, αριστεροί και κομμουνιστές, εστίασαν στα πολεοδομικά ή και στα συνθετικά κατ' αυτούς προβλήματα, στην ανυπαρξία ενός Ρυθμιστικού Σχεδίου, πολλοί πρότειναν πολλά μικρά πνευματικά κέντρα στις συνοικίες, σχεδόν όλοι αντιτάχθηκαν στη μεταφορά του Βυζαντινού Μουσείου. Από τους «δεδηλωμένους αριστερούς», ο Προβελέγγιος έθιξε το θέμα τής προτεραιότητας του ΠΚ, σχετικά με την Παιδεία και τη χρηματοδότησή της, αργότερα όμως, στην «Επιθεώρηση Τέχνης», επιτέλους θίγει το θέμα γενικότερα, σε ένα μάλλον οξύ άρθρο (αν και σε κάποια σημεία εμπαθές και ανακριβές). Στο άρθρο του θέτει ως θέμα τη σχέση παρόντος Κοινωνικού Συστήματος και του ρόλου του ΠΚ, τονίζοντας με έμφαση -και σωστά-, «... ποια κοινωνία και ποια εποχή θέλει να σφραγίσει ο κ. Δεσποτόπουλος ... χρειάζεται μεγάλη αφέλεια για έναν πολεοδόμο για να κάνει αφαίρεση των συνθηκών της Κοινωνίας και της πόλης που θέλει να συμβολίσει ....» («Επιθεώρηση Τέχνης», 597). Σταχυολογώντας τον «Ζυγό» (τ.78-79/1962), σημειώνουμε ότι ο Α. Κοντόπουλος είναι θετικός ως προς την έννοια του ΠΚ και εύχεται να γίνει -δεν τον απασχολεί όμως το «για ποιόν»-, ο Μπίτσιος προτιμά να γίνει πάρκο η περιοχή, και από κει και πέρα θέτει το θέμα ως Πρόεδρος του ΣΑΔΑΣ (σε διαδικαστικά θέματα του διαγωνισμού), ο Α. Τάσσος, αφού εκφράσει τη δυσπιστία του στον «πνευματικό άξονα αυτής της περίεργης προκήρυξης», τονίζει ότι «Η παράδοση και το πνεύμα χρειάζονται περισυλλογή και μέτρον, είναι φανερό ότι το αθηναϊκό μέτρο χάθηκε με το Χίλτον ...» και συνεχίζει αμφιβάλλοντας ότι «με την μεταφορά του Βυζαντινού Μουσείου ο χώρος θα αποκτήσει φυσιογνωμία ...».
Παράλληλα, εκφράστηκαν σημαντικές γνώμες από τον Νίκο Εγγονόπουλο, ο οποίος το θεωρεί «εκτός της κλίμακος και εκτός του κλίματος της ελληνικής πραγματικότητας», ο Τσαρούχης αμφισβητεί την καταλληλότητα της περιοχής δίπλα στο Χίλτον και την αμερικανική πρεσβεία και περικλειόμενη από «θλιβερές λαϊκές πολυκατοικίες», και πιστεύει ότι η περιοχή της Ακρόπολης αποτελεί ήδη το ΠΚ των Αθηνών. Στο ίδιο αρνητικό κλίμα, αλλά περισσότερο για καθαρά πολεοδομικούς λόγους, είναι και οι γνώμες άλλων αρχιτεκτόνων, ζωγράφων, διευθυντών Μουσείων κ.ά. Μόνο ο Κώστας Κιτσίκης είναι απόλυτα θετικός, το βλέπει ως απαραίτητο έργο, αν και εκφράζει αντιρρήσεις για το πλήθος των κτηρίων και τη διαδικασία τού διαγωνισμού. Σίγουρα, ο Κ. Κιτσίκης επηρεάστηκε από την ισχυρή κυβερνητική στήριξη του θέματος, η οποία, όπως γραφόταν στον Τύπο, είχε και στηρίγματα στο εξωτερικό, ιδίως στις ΗΠΑ, ως προς τη χρηματοδότηση και τη Δυτ. Γερμανία, με την οποία είχε ιδιαίτερους ακαδημαϊκούς δεσμούς ο Δεσποτόπουλος.
Στο δεύτερο σχέδιο που εκπονήθηκε ως φάση οριστικής μελέτης (;), το Βυζαντινό Μουσείο χαρακτηρίζεται από τον Δεσποτόπουλο ως «αδιάφορο κτίσμα» που «αποκτά μια αρνητική σημασία. Γι' αυτό η κατεδάφισή του θα καταστεί σύντομα αναγκαία» (Η ιδεολογική φυσιογνωμία ...197). Παράλληλα, στο νότιο όριο εμφυτεύεται ένα τεράστιο 15ώροφο «συνεδριακό ξενοδοχείο» 1500 κλινών, με σκοπό «μια οριοθέτηση του ΠΚ από την κερδοσκοπική περιοχή κατοικίας...» και «...για την ζωογόνηση του συγκροτήματος» όπ. παρ. 197). Δυστυχώς, φαίνεται ότι οι θέσεις του φιλόσοφου Δεσποτόπουλου υποχώρησαν στις θέσεις του εργοδότη (του ελληνικού δημοσίου ή των ξένων χρηματοδοτών).
Τελικά, το θέμα του ΠΚ και οι συζητήσεις που ακολούθησαν ήταν όντως μια αφορμή για έλεγχο (έστω και εκ των υστέρων, μετά μερικές δεκαετίες) της ύπαρξης και του επιπέδου της «αριστερής Ιδεολογίας» εκείνης της εποχής, μόνο που τα αποτελέσματα του τεστ αυτού δε φαίνονται και πολύ ενθαρρυντικά...
Συμπεράσματα για την αριστερή ιδεολογία στην πολεοδομία στην «Άνοιξη του '60» (1950-1967)
Ξεκινώντας από το γενικό, υπενθυμίζουμε τη θέση της τότε Αριστεράς, της ΕΔΑ εν προκειμένω, σχετικά με το πολιτικό πλαίσιο που διαμορφωνόταν: σημειώνουμε το κλείσιμο της Εισήγησης του Νίκου Κιτσίκη, με τις φράσεις «... και ίσως μια καινούργια πολιτική, που θα σώσει το λαό μας από την τραγική μοίρα που του επιφυλάσσει η πολιτική της εξυπηρετήσεως ξένων συμφερόντων ...και οικονομικής υποδουλώσεως...Εμείς σαν ΕΔΑ υψώνουμε την σημαία της ανασυγκροτήσεως, αλλά θέλουμε δίπλα της να κυματίζει η σημαία της ανεξαρτησίας.» (Εισήγηση Ν. Κιτσίκη στην Α' Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ, 1956). Την εποχή εκείνη, η ΕΔΑ δεν μπορούσε να μιλήσει για μετεξέλιξη ή για οικοδόμηση μιας «Λαϊκής Δημοκρατίας», όπως την εποχή του «Ανταίου» και της «Βαρειάς βιομηχανίας στην Ελλάδα» του 1947, αφ' ενός γιατί με τις τότε πολιτικές συνθήκες αυτό ήταν πολύ μακριά, και αφ' ετέρου διότι όλη η πολιτική γραμμή της ΕΔΑ, αλλά και της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ μετά την καθαίρεση του Ζαχαριάδη, ευθυγραμμιζόταν με τη χρουστσωφική γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης» και της σοσιαλδημοκρατίας «εντός των πλαισίων» του Συστήματος.
Σημειώνεται η χρονική αλληλουχία των γεγονότων: Αύγουστος - Σεπτέμβριος 1955 τα γεγονότα της Τασκένδης και η προσπάθεια επιβολής της γραμμής του ΚΚΣΕ (Χρουστσώφ) στο ΚΚΕ > Φεβρουάριος 1956 το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ > Μάρτιος 1956 η 6η πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ που αποφάσισε την καθαίρεση του Ζαχαριάδη > Ιούλιος 1956 Α' Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ ευθυγραμμισμένη με την πολιτική του 20ού Συνέδριου του ΚΚΣΕ  > Αύγουστος 1961 το 8ο Συνέδριο του ΚΚΕ, στη γραμμή του 20ού Συνέδριου του ΚΚΣΕ.
Κατά συνέπεια, η πολιτική της «εξέλιξης μέσα στο Σύστημα» και της διαμόρφωσης όσο γίνεται καλύτερων συνθηκών με «ειρηνική συνύπαρξη» και χωρίς επαναστατική αλλαγή, διαπερνούσε και όλο το πεδίο της πολιτικής της ΕΔΑ και του ΚΚΕ, γενικά της όλης αριστερής τότε ιδεολογίας, από την πολιτική μέχρι και την πολεοδομία - και γενικότερα την ανάπτυξη και ανασυγκρότηση, όπως είδαμε στην Εισήγηση του Νίκου Κιτσίκη.
Στα πλαίσια αυτά, η Αριστερή Ιδεολογία στην Πολεοδομία ακολουθούσε τέσσερεις άξονες :
- έναν γενικό, που ακολουθούσε τις θέσεις του Le Corbusier ως προς τον ρόλο και τη σημασία της πόλης και τη δαμόρφωσή της, και το είδαμε αυτό καθαρά στις θέσεις της ΕΜΟΚΑ και στα κείμενα Προβελέγγιου κ.ά.
- έναν εξειδικευμένο, στην κατεύθυνση ότι τα προβλήματα των πόλεων θα λυθούν με καλύτερη κρατική διαχείριση (αριστερές θέσεις Προβελέγγιου και Νίκου Κιτσίκη -ως προς την Ανασυγκρότηση- αλλά και δεξιών θέσεων, όπως Κώστα Κιτσίκη, Προκόπη Βασιλειάδη κ.ά.)
- έναν ακόμη ειδικότερο, που θέτει ως κύριο κλειδί για την επίλυση των πολεοδομικών προβλημάτων την εκπόνηση Ρυθμιστικών Σχεδίων, χωρίς να τίθεται το θεμελιώδες ερώτημα «για ποιον, για τίνος όφελος;»
- και, τέλος, τίθεται και ως άμεσος στόχος η λαϊκή κατοικία ως κρατική υποχρέωση
Μεμονωμένες φωνές, όπως του Δεσποτόπουλου, παρέμεναν ή άγνωστες ή δεν είχαν κατανοηθεί (όσες δεν είχαν αυτοαναιρεθεί στην υπόθεση του Πνευματικού Κέντρου...), θέσεις και πρακτικές στον Διεθνή χώρο, όπως η Σχολή του Άμστερνταμ και των Συγκροτημάτων της Βιέννης, ήταν εντελώς άγνωστες στη βιβλιογραφία -και όχι μόνο στην Ελλάδα-, ενώ προσπάθειες προς αυτές τις κατευθύνσεις (Πολωνία, Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία) δεν επέζησαν μετά το 1953.
Είναι χαρακτηριστική η συζήτηση που ακολούθησε τη διάλεξη του Δεσποτόπουλου στην Αρχαιολογική Εταιρεία, η οποία έγινε δυο μέρες μετά στα γραφεία του Συλλόγου, όπου προφανώς παρόντες ήταν όχι μόνο αστοί διανοούμενοι αλλά και αριστεροί αρχιτέκτονες. Από μια ευσυνείδητη καταγραφή που δημοσιεύθηκε στο Δελτίο του ΣΑΔΑΣ του Γ. Αναιρούση (τεύχος 2/62), φαίνεται ότι το κέντρο βάρους της συζήτησης κινήθηκε στη μορφή των πόλεων, παρ' όλο που, όπως προκύπτει από το άρθρο, ο ίδιος ο Δεσποτόπουλος προσπαθούσε επισταμένα να θέσει κοινωνικά θέματα. Δε νομίζω ότι φταίει η «καταγραφή», αν δηλαδή ο αρθρογράφος δεν κατανόησε τα λεγόμενα του Δεσποτόπουλου, φοβάμαι  -και αυτό συνάγεται ή τεκμαίρεται από τις διατυπωμένες εκείνη την εποχή απόψεις των αρχιτεκτόνων- ότι μάλλον δεν έγιναν κατανοητά τα λεγόμενα από τον Δεσποτόπουλο, και αυτό είναι ένα ακόμη μέτρο τού τότε ιδεολογικού επιπέδου των αρχιτεκτόνων, αλλά και της διαβρωτικής ενέργειας των θέσεων που κυκλοφορούσαν στα κείμενα του Le Corbusier και στα τεύχη της L'Architecture d'Aujourd' Hui, την οποία ο Δεσποτόπουλος αποκαλούσε «φιγουρίνι» των αρχιτεκτονικών γραφείων και απέστρεφε με εμφανή αποδοκιμαστική έκφραση το βλέμμα του, όποτε την έβρισκε στα σχεδιαστήριά μας.



Κάποιες συμπληρώσεις στο προηγούμενο άρθρο (Μεσοπόλεμος-Κατοχή-Εμφύλιος) :
Βιβλιογραφία. Β. Νεφελούδης. «Μαρτυρίες 1906-1938», Αθήνα 1984, Gunnar Hering «Τα πολιτικά Κόμματα στην Ελλάδα», ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004 τ. Α. και Β.
Εικαστικοί, λογοτέχνες και ποιητές που έδρασαν στην Αντίσταση, σύμφωνα με μαρτυρίες της Έλλης Αλεξίου («Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ»,  Α. τόμος, Αθήνα 2008) και του εξάτομου συλλογικού έργου «Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945» τ. 6ος σελ. 2416 Αθήνα 1979 : αναφέρονται πάνω από 50 συγγραφείς, 12 και παραπάνω ηθοποιοί, και πάνω από 20 εικαστικοί. Σ' αυτούς, πέρα από τα αναμενόμενα ονόματα εκείνων που είχαν (τουλάχιστον) αριστερή δράση πριν από τον Πόλεμο και οι περισσότεροι από τους οποίους συνέχισαν και μετά, εμφανίζονται και άλλα πολλά ονόματα που δεν θα τα περίμενε κανείς (αν είναι σωστές οι καταγραφές της Αλεξίου και του Βαλέτα, που δεν έχουμε λόγο να τις αμφισβητήσουμε) - πολύ πλατύ τελικά το ΕΑΜ! Έτσι, αναγράφονται ονόματα, όπως εκείνων από την ΙΔΕΑ (Δημαράς, Θεοτοκάς) ή όπως των αντικομμουνιστών του Μεσοπολέμου Καραγάτση, Τερζάκη και άλλων, όπως του Χουρμούζιου κ.ά.
Πρωτοπόροι, 1 Φεβρουαρίου 1930, στο εξώφυλλο Αλέκου Κορογιαννάκη «Εργάτες», Νέοι Πρωτοπόροι, 1 Δεκεμβρίου 1931, στο εξώφυλλο Καίτης (sic) Κόλβιτς, «ο πόλεμος, οι εθελοντές». Το περιοδικό είχε πλούσια ύλη, και ειδικότερα στην Τέχνη (λογοτεχνία, ποίηση, εικαστικά), και βέβαια το «κονταροχτύπημα» με την «Ιδέα» συνεχίζεται πάντα. Σε κάποια στιγμή, κατακεραυνώνει τον Γκοβόστη για το ότι εκδίδει έργα κλασικών τού μαρξισμού σε περιλήψεις  (τ.2. Μάρτης 1931)· το θέμα είχε επισημανθεί ήδη στο Α μέρος αυτής της σειράς.
Θα ήθελα πάλι να ευχαριστήσω τον Νίκο Σαραντάκο για το καινούργιο υλικό που μου χορήγησε, την Ευδοκία Μπασουκέα για τις πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία του Γραφείου Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθηνών, τον Αλέκο Τζώνη και την Liane Lefaivre για τις εποικοδομητικές συζητήσεις για το CIAM και τους μεταγενέστερους αρχιτέκτονες (η συζήτηση συνεχίζεται!), τον Νίκο Σιαπκίδη και τον Διονύση Ζήβα, από τους συντελεστές των εξελίξεων εκείνης της εποχής, τον Μάνο Μπίρη για το υλικό από το Αρχείο του Κώστα Μπίρη, τον Νίκο Σαρηγιάννη για τις παρατηρήσεις του στην ιστορία του ρεμπέτικου και τη βιβλιογραφία που μου σύστησε, τη Μαρία Ξηρογιάννη της Βιβλιοθήκης της Σχολής Αρχιτεκτόνων του τμήματος παλαιών περιοδικών.
Συμπληρωμαρικές πληροφορίες ή και διορθώσεις, θα περιληφθούν στο επόμενο άρθρο (Γ. Μέρος 1967-1974).
Θα ήμουν ευγνώμων και σε κάθε αναγνώστη που θα μου επισημάνει λάθη, ή θα συμπληρώσει αυτά τα άρθρα με δικές του παρατηρήσεις ή αναφορές σε γεγονότα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου