Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Δε θα ξεμπερδέψουν εύκολα με το εκπαιδευτικό κίνημα...

Πραγματοποιήθηκε χθες (22/8) με μεγάλη επιτυχία η συνέντευξη τύπου της Πρωτοβουλίας για την Υπεράσπιση του Δημόσιου και Δωρεάν Πανεπιστήμιου στην Αθήνα. Αναδημοσιεύουμε τις τοποθετήσεις από το http://publicuniversitas.wordpress.com/
Η συνέντευξη δόθηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών. Το κείμενο υπογραφών της Πρωτοβουλίας (που έχει μέχρι τώρα συλλέξει περίπου 1100 υπογραφές στήριξης) παρουσίασε η συν. Ε.Καραμαλέγκου (Φιλοσοφική ΕΚΠΑ) και ακολούθως μίλησε ο συν.Γιώργος Τρυμπέρης (Φυσικό ΕΚΠΑ). Οι δύο τοποθετήσεις ακολουθούν παρακάτω.
Την συνέντευξη παρακολούθησαν όλα σχεδόν τα μεγάλα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ και ήδη τμήματα της εμφανίσθηκαν σε δελτία ειδήσεων.  Ελπίζουμε να τύχει της κάλυψης που της αρμόζει και να μην αποσιωπηθεί ή διαστραφεί μέσω γνωστών μεθόδων ιδιαίτερα κάποιων συγκροτημάτων που τον τελευταίο καιρό επιδίδονται στη συστηματική δυσφήμιση του πανεπιστημίου και των πανεπιστημιακών.
Την συνέντευξη επίσης παρακολούθησαν και αρκετές δεκάδες συνάδελφοι πανεπιστημιακοί.
Η Πρωτοβουλία για την Υπεράσπιση του Δημόσιου και Δωρεάν Πανεπιστήμιου κάλεσε στην καταψήφιση του εκτρωματικού ν/σ Διαμαντοπούλου και δήλωσε ότι, στην περίπτωση ψήφισης του, ο αγώνας  εναντίον του για την σωτηρία του Δημόσιου και Δωρεάν Πανεπιστημίου θα συνεχισθεί και δεν θα επιτραπεί ένας απαράδεκτος νόμος να διαλύσει την Ανώτατη Εκπαίδευση.
Τοποθέτηση της συν.Ε.Καραμαλέγκου
Η «Πρωτοβουλία για την υπεράσπιση του Δημόσιου και Δωρεάν Πανεπιστημίου» γεννήθηκε αυθόρμητα από το ενδιαφέρον και την αγωνία των πανεπιστημιακών δασκάλων να προστατέψουν το αγαθό της δημόσιας και δωρεάν παιδείας από την απειλούμενη πλήρη απαξίωσή του. Βρίσκεται πέρα και πάνω από πολιτικά κόμματα, παρατάξεις ή ομάδες και απαρτίζεται κυρίως από πανεπιστημιακούς όλων των βαθμίδων και όλων των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων της χώρας.  Από την πρώτη ημέρα της δημιουργίας της, στις  13 Ιουλίου 2011, την προσπάθεια αγκάλιασε πλήθος κόσμου και ήδη οι υπογραφές έχουν ξεπεράσει τις χίλιες. Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο που συνέβαλε στη διάδοση της προσπάθειας.

Η πανεπιστημιακή κοινότητα έχει εδώ και πολύ καιρό επισημάνει την ανάγκη για αλλαγές στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και επιζητεί με θέρμη θεσμικά και οικονομικά μέτρα που θα στοχεύουν στην ουσιαστική βελτίωση της παρεχόμενης παιδείας. Έχει ήδη καταθέσει τις θέσεις και τις προτάσεις της για τη, στήριξη και αναβάθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Καθώς έρχεται καθημερινά αντιμέτωπη με τα προβλήματα που μαστίζουν την τελευταία, γνωρίζει καλά και τους ενδεδειγμένους τρόπους επίλυσής τους. Εκτός από τις αλλαγές που είναι της αρμοδιότητας των ίδιων των Πανεπιστημίων και τις επιδιώκουμε συνεχώς , ένα εκλογικευμένο νομικό πλαίσιο, το οποίο θα αφήνει χώρο για τη δημιουργία και θα είναι προσαρμόσιμο στις ιδιαιτερότητες της χώρας, αλλά και κάθε επιμέρους πανεπιστημιακού ιδρύματος και επιστημονικού γνωστικού αντικειμένου μπορεί να κατοχυρώσει και να ενισχύσει την ποιότητα στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Η πανεπιστημιακή κοινότητα ζήτησε τη συνδρομή της πολιτείας για τη χάραξη των μεγάλων τομών αλλά και για την επίτευξη των  μικρών και συχνά εξίσου σπουδαίων. Είχε την ωριμότητα να γνωρίζει ότι για να σχεδιαστεί και να επιτύχει μια μεταρρύθμιση είναι απαραίτητη η συναίνεση και η συνεργασία μεταξύ αυτού ο οποίος νομοθετεί και αυτού ο οποίος επωμίζεται την ευθύνη της εφαρμογής. Την περίμενε δυστυχώς μια δυσάρεστη έκπληξη: βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα Υπουργείο που άρχισε να επιτίθεται, χωρίς να έχει προκληθεί και συγχρόνως να αμύνεται, χωρίς να έχει δεχτεί επίθεση. Το Υπουργείο Π.Δ.Β.Μ.Θ., συνεπικουρούμενο δυστυχώς και από μια μερίδα του Τύπου, άρχισε να επιδίδεται σε μια πρωτοφανή και λυσσαλέα προσπάθεια κατασυκοφάντησης και απαξίωσης του Δημόσιου Πανεπιστημίου και με την αναφορά σε ορισμένα θλιβερά περιστατικά, τα οποία προσπάθησε να εμφανίσει ως τον κανόνα λειτουργίας των Α.Ε.Ι.. Αγνόησε εσκεμμένα το τεράστιο διδακτικό, ερευνητικό και ευρύτερο κοινωνικό έργο που επιτελείται στα ελληνικά Πανεπιστήμια, την εντονότατη παρουσία των Ελλήνων ακαδημαϊκών δασκάλων στο διεθνή επιστημονικό χώρο, το γεγονός ότι οι απόφοιτοι των ελληνικών Πανεπιστημίων γίνονται αμέσως δεκτοί για μεταπτυχιακές σπουδές σε Πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής, όπου και διαπρέπουν, διακρινόμενοι για την άρτια επιστημονική τους κατάρτιση. Επίσης, απόφοιτοι των Ελληνικών Πανεπιστημίων, κάτοχοι ΜΔΕ έχουν καταλάβει σημαντικές θέσεις σε βιομηχανικές μονάδες, κάτοχοι δε Διδακτορικού Διπλώματος, κατέχουν σημαντικές ερευνητικές ή και καθηγητικές θέσεις στην Ελλάδα ή και στο εξωτερικό. Παράλληλα, σε μια κατάσταση ιδιότυπης άμυνας το Υπουργείο άρχισε να αποσιωπά τις βαρύτατες και σοβαρότατες ευθύνες της Πολιτείας για τα προβλήματα στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση (ανεπαρκέστατη χρηματοδότηση για την έρευνα και τη διδασκαλία, ίδρυση Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. χωρίς προγραμματισμό και σχεδιασμό, καθυστέρηση διορισμών εκλεγμένων συναδέλφων, απαράδεκτα χαμηλοί μισθοί για τους Έλληνες πανεπιστημιακούς σε σχέση με τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους, και άλλα). Όλα έγιναν ξαφνικά μαύρα, για όλα έφταιγαν οι «κακοί πανεπιστημιακοί» και όλα έπρεπε να κονιορτοποιηθούν, να απομακρυνθεί η σκόνη  και να μπορέσει σε καθαρό και παρθένο έδαφος να οικοδομηθεί το νέο «ιδανικό» πανεπιστήμιο.
Ο νέος νόμος αγνοεί την παράδοση της ελληνικής Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Αντί να αξιοποιήσει τα θετικά στοιχεία του υπάρχοντος συστήματος και να θεραπεύσει τις ατέλειες και τα προβλήματά του, διαλύει εκ βάθρων την ελληνική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και δημιουργεί στη θέση της ένα υβρίδιο, προϊόν βεβιασμένης αντιγραφής και κακότεχνης συρραφής συστημάτων της αλλοδαπής, τα οποία αφενός αναπτύχθηκαν σε άλλες κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές συνθήκες, και αφετέρου δεν υπήρξαν επιτυχή, όπου εφαρμόστηκαν. Είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν να μεταφυτευτούν και να ευδοκιμήσουν στην ελληνική πραγματικότητα, ενώ παράλληλα θα οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια τη δημόσια και δωρεάν Τριτοβάθμια Εκπαίδευση σε μαρασμό.
Φθάσαμε με αυτό τον τρόπο στο Προσχέδιο και μετά στο Σχέδιο  Νόμου, χωρίς κανένα ουσιαστικό διάλογο με την πανεπιστημιακή κοινότητα.  Η σημερινή συνάντησή μας έχει το εξής νόημα: να ενημερώσει την κοινή γνώμη και να επισημάνει, χωρίς φόβο και πάθος, με νηφαλιότητα και υπευθυνότητα  τα μεγάλα προβλήματα που δημιουργεί αυτό το νομοσχέδιο στην τριτοβάθμια παιδεία του τόπου μας, στο μέλλον των παιδιών μας, με δραματικές συνέπειες στην Ελληνική κοινωνία. Μέχρι σήμερα έχει προβληθεί στην κοινή γνώμη ως κεντρικό, και σχεδόν μόνο, στοιχείο αντιπαράθεσης το ζήτημα της διοίκησης των πανεπιστημίων και κάποια αποσπασματικά  και ασύνδετα μεταξύ τους σημεία που αποτελούν ανεπιτυχείς ρυθμίσεις και χρήζουν αλλαγής. Δυστυχώς η αλήθεια είναι πολύ πιο σοβαρή: το νομοσχέδιο αυτό στο σύνολό του αλλοιώνει δραματικά, με καταστροφικές και πολύμορφες συνέπειες, το χαρακτήρα του πανεπιστημίου και το ρόλο, τον οποίο το τελευταίο οφείλει να επιτελεί. Το χειρότερο είναι ότι η διαπίστωση αυτή δεν έχει κανένα στοιχείο υπερβολής. Ο χαρακτήρας και ο ρόλος της τριτοβάθμιας δημόσιας και δωρεάν παιδείας είναι το μεγάλο διακύβευμα αυτών των ημερών και οι ώρες που διανύουμε είναι ώρες μεγάλης ευθύνης για όλους μας.
Πέντε σημεία χωριστά αλλά αλληλένδετα είναι αυτά που θίγει το κείμενο των υπογραφών και θα τα τονίσουμε σήμερα, γιατί σε αυτά συνοψίζεται η αλλοίωση και φαλκίδευση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Ζητούμε τη βοήθειά σας για να προβληθούν σωστά στην κοινή γνώμη, γιατί οι αρνητικές συνέπειες θα φανούν πολύ σύντομα και θα πλήξουν όλους:
1ο   σημείο: ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Ο νέος νόμος κυριαρχείται από ένα παράδοξο, από το οποίο διαπνέεται και όλη η φιλοσοφία του: νομοθετεί για τα πανεπιστήμια και φαίνεται να αδιαφορεί για το βασικό συστατικό τους: την έννοια της επιστήμης. Η μέριμνα για την προαγωγή της επιστήμης είναι ανύπαρκτη σε αυτό το νόμο, γιατί έχουν υποβαθμιστεί μέχρι την πλήρη εξάλειψη  τα δομικά διοικητικά και ακαδημαϊκά μέσα, η παρουσία των οποίων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση και αναπόδραστη αναγκαιότητα για την καλλιέργεια της επιστήμης. Οι νέο-εισαγόμενες δομές είναι ατελέσφορες για την επίτευξη του σκοπού –στόχου, τον οποίο επιδιώκουν. Πρόκειται για την κατάργηση των Τμημάτων ως διοικητικών και ακαδημαϊκών μονάδων, την πλήρη εξαφάνιση των Τομέων και την αντικατάστασή τους από το θολό κατασκεύασμα της  Σχολής.
Το Τμήμα, το οποίο μέχρι τώρα έχει μια σαφή επιστημονική ταυτότητα, την οποία, μετά από τέσσερα τουλάχιστον έτη σπουδών, προσδίδει και στους αποφοίτους του, υποβιβάζεται σε εκπαιδευτική μονάδα, σε απλό σύνολο καθηγητών που διδάσκουν, κατά την μάλλον ατυχή νομοτεχνικά διατύπωση του νόμου, σε ένα πρόγραμμα σπουδών, το οποίο μάλιστα δεν καταρτίζουν καν οι ίδιοι ως ειδικοί. Τι σημαίνει αυτό; Τα προγράμματα σπουδών καταρτίζονται από μη ειδικούς, ελέγχονται από μη ειδικούς και ψηφίζονται από μη ειδικούς. Οι ειδικοί είναι υποχρεωμένοι απλώς να τα εφαρμόσουν. Τα πτυχία αποδυναμώνονται τραγικά, καθώς θα δίνονται πλέον από τις Σχολές και δεν θα έχουν ουσιαστικό αντίκρισμα στην επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων, οι οποίοι θα είναι απροστάτευτοι μέσα στο σκληρό και ανταγωνιστικό περιβάλλον της αγοράς εργασίας. Τα Πανεπιστήμια μετατρέπονται σε κέντρα μεταλυκειακής εκπαίδευσης. Η βασική φιλοσοφία και ο στόχος του νέου νόμου είναι η ανάπτυξη απλών «δεξιοτήτων», η ρηχή και επιφανειακή κατάρτιση των φοιτητών και η απόκτηση πτυχίων που ισοδυναμούν με φακέλους πιστοποιητικών δεξιοτήτων χωρίς κανένα αντίκρισμα. Αυτό είναι ιδιαίτερα αισθητό στα μεγάλα παραδοσιακά Τμήματα, τα οποία καλλιεργούν επιστήμες που συνδέονται άμεσα και με το χώρο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Οι Τομείς, οι οποίοι απαλείφονται ολοκληρωτικά με το νέο νόμο, αποτελούν, με τη νομική ρύθμιση που ισχύει σήμερα, αφενός την καρδιά της ερευνητικής και εκπαιδευτικής διαδικασίας και αφετέρου όργανα άμεσης δημοκρατικής συμμετοχής του συνόλου των μελών Δ.Ε.Π. στη λήψη αποφάσεων που αφορούν το στενότερο γνωστικό τους αντικείμενο. Οι Τομείς έχουν κύριο λόγο στην οργάνωση και πραγματοποίηση των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών.
Με την κατάργηση των Τμημάτων και των Τομέων, η διοικητική και «ακαδημαϊκή» αποκέντρωση που ισχύει σήμερα, αντικαθίσταται από μια ανελαστική γραφειοκρατική μηχανή που δεν έχει ομφάλιο λώρο με το σύνολο των διδασκόντων των επί μέρους γνωστικών αντικειμένων. Δημιουργούνται υδροκέφαλες Σχολές, γιγαντιαία μορφώματα με εκατοντάδες μέλη Δ.Ε.Π. και ευθύνη για τη διδασκαλία χιλιάδων φοιτητών που σπουδάζουν διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα. Τέτοια γιγαντιαία «εκπαιδευτικά» και διοικητικά μορφώματα αποκλείουν το άμεσο και σε βάθος δημοκρατικό έλεγχο των αποφάσεων και μπορούν να αποτελέσουν εστίες αδιαφάνειας, αναξιοκρατίας και διαφθοράς.
Με τη δημιουργία και παράλληλη λειτουργία τριών ξεχωριστών Σχολών: μιας προπτυχιακής, μιας μεταπτυχιακής και μιας για τη διά βίου μάθηση θα προκύψουν ποικίλα και σοβαρότατα πρακτικά και επιστημονικά προβλήματα (αδυναμία συντονισμού, γραφειοκρατική διόγκωση, συγκεντρωτισμός, έλλειψη χώρου, αποκοπή των γνωστικών αντικειμένων από το επιστημονικό και ερευνητικό τους περιβάλλον κλπ.), ιδιαίτερα στα μεγάλα Πανεπιστήμια. Επιτυχή διατμηματικά και διιδρυματικά μεταπτυχιακά προγράμματα λειτουργούν σήμερα με ευθύνη των Τομέων και των Τμημάτων.
2ο σημείο: ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΑΝΩΤΑΤΑΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ
Στη χώρα μας, οι διοικητικές δομές του Πανεπιστημίου, το περιεχόμενο της διδασκαλίας, η καθημερινή δημοκρατική λειτουργία και οργάνωσή του, δεν είναι προσαρμοσμένες στις σύγχρονες ανάγκες της αγοράς ενώ παράλληλα συνεπάγονται  οικονομικό κόστος για το κράτος. Το παραδοσιακό πανεπιστήμιο δεν μπορεί πλέον να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της αγοράς διατηρώντας τα στοιχεία δημοκρατικότητας και ακαδημαϊκού ελέγχου, «προνόμια» που το ίδιο το κράτος είχε εκχωρήσει στη πανεπιστημιακή κοινότητα. Με το νέο νόμο επιδιώκει «να κλείσει αυτό το λογαριασμό».
Τα Πανεπιστήμια μετατρέπονται σε ένα είδος Ανώνυμης Εταιρείας (Α.Ε) και επιβάλλονται διαδικασίες πιστοποίησης με την εισαγωγή κριτηρίων εμπορευματοποίησης και ευτελούς χρησιμοθηρίας, τα οποία θα οδηγήσουν σε μαρασμό τη βασική έρευνα, η οποία στη χώρα μας σε συντριπτικό ποσοστό διεξάγεται στα Πανεπιστήμια. Αγνοείται επιδεικτικά και προκλητικά το ουσιαστικό περιεχόμενο της έννοιας Universitas και η οργάνωση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων γίνεται στη βάση της ιδεολογίας και των κανόνων της αγοράς. Το σχέδιο νόμου αποσκοπεί στη σταδιακή κατάργηση της δωρεάν παιδείας και προλειαίνει το έδαφος για την επιβολή διδάκτρων και στις προπτυχιακές σπουδές. Αφαιρώντας τη διαχείριση των οικονομικών από τα Πανεπιστήμια παραδίδει την ανώτατη παιδεία στα συμφέροντα και τις επιλογές των όποιων χορηγών. Οι ανθρωπιστικές σπουδές κινδυνεύουν να εξαλειφθούν ως μη «παραγωγικές» ή να χάσουν το χαρακτήρα των επιστημών που στοχεύουν στην καλλιέργεια της παιδείας και να  στραφούν αποκλειστικά σχεδόν στην επιδίωξη κέρδους, αφού προς αυτό θα συναρτάται η δυνατότητα της όποιας επιβίωσής τους. Αντίθετα, οι επιστήμες αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν, με σωστή ενίσχυσή τους και την εξασφάλιση των αναγκαίων υποδομών από την Πολιτεία, πόλο έλξης ξένων φοιτητών και μέσο επίτευξης της διεθνούς προβολής της ελληνικής παιδείας και του ελληνικού πολιτισμού που θα είχαν ως επακόλουθο και την οικονομική ενίσχυση των ελληνικών Πανεπιστημίων.
3ο σημείο ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ
Με τον ίδιο τρόπο, αγοραία κίνητρα επιβάλλονται και στους διδάσκοντες, οι οποίοι πρέπει να αναλίσκονται σε έναν αγώνα εξασφάλισης χρημάτων και κερδών. Oι υπάλληλοι του πανεπιστημίου-ΑΕ, άλλοτε ελεύθερα σκεπτόμενοι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, θα ζουν με το δέλεαρ του επιχειρησιακού bonus παραγωγής, απλοί διαχειριστές των όρων που θα επιβάλει η αγορά και το  περίφημο «συμβούλιο» το οποίο θα την αντιπροσωπεύει. Ο επιχειρηματικός ανταγωνισμός ανάμεσα στα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, για την εξασφάλιση ευνοϊκότερης οικονομικής μεταχείρισης (bonus παραγωγικότητας) θα αντικαταστήσει την ευγενική επιστημονική άμιλλα. Ο νέος νόμος δεν έχει ούτε την τόλμη να προχωρήσει στη συμπερίληψη της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Επανεγκλωβίζει  σε αυταρχικές δομές του παρελθόντος τους διδάσκοντες με αποκορύφωμα την κατάργηση της απολύτως σημαντικής εισαγωγικής βαθμίδας του Λέκτορα, την οποία αντικαθιστά με μια σαφώς υποβαθμισμένη κατηγορία προσωπικού με αποκλειστικά διδακτικά καθήκοντα, χωρίς δυνατότητα εξέλιξης και παντελώς αποκλεισμένη από τη συμμετοχή στη διοίκηση των Πανεπιστημίων. Με αυτόν τον τρόπο ο νέος νόμος ουσιαστικά επαναφέρει, όπως έχει ήδη επισημανθεί, το αλήστου μνήμης καθεστώς της δουλοπαροικίας του εκπαιδευτικού προσωπικού, με πλήθος υποχρεώσεων αλλά χωρίς δικαιώματα.
Οι διαδικασίες κρίσης και εξέλιξης των πανεπιστημιακών καθηγητών γίνονται αδιαφανείς, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των συντακτών του νόμου, και εντάσσονται σε ένα πλαίσιο έλλειψης εμπιστοσύνης προς τους έλληνες ειδικούς κάθε Τμήματος. Στο σημείο αυτό ο νέος νόμος χαρακτηρίζεται από έντονο «ραγιαδισμό» που οδηγεί στην εθελοδουλία στους ξένους και την αποικιοποίηση των ελληνικών Πανεπιστημίων. Ορίζει ως απαραίτητη τη συμμετοχή ξένων καθηγητών στα εκλεκτορικά σώματα και στις επιτροπές αξιολόγησης, πρακτική που: α) δεν ακολουθείται στα Πανεπιστήμια της Ευρώπης, β) απαξιώνει το εγχώριο πανεπιστημιακό δυναμικό, γ) είναι σχεδόν αδύνατο να εφαρμοστεί, τη στιγμή που οι ξένοι επιστήμονες αδυνατούν να κρίνουν το κομμάτι του έργου των Ελλήνων συναδέλφων τους που είναι γραμμένο στα ελληνικά, και δ) θα προκαλέσει και νομικής υφής προβλήματα.
4ο σημείο: ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ
Η φοιτητική μέριμνα  (σίτιση, στέγαση) παύει να αποτελεί ευθύνη του κράτους και περνά στα χέρια  ιδιωτών προς εκμετάλλευση, ενώ διακόπτεται η δωρεάν διανομή συγγραμμάτων. Όσο για τα φοιτητικά δάνεια, γνωρίζουμε που οδήγησαν τους αποφοίτους, για παράδειγμα στη Μ. Βρετανία.
5ο σημείο: ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Οι πολέμιοι του δημόσιου Πανεπιστημίου πολύ έντεχνα και καλοσχεδιασμένα έχουν φροντίσει να εστιάσουν το διάλογος σχετικά με το νέο νόμο αποκλειστικά στο θέμα της διοίκησης των Πανεπιστημίων. Μολονότι το θέμα αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, στόχος των πολέμιων του δημόσιου Πανεπιστημίου είναι να δημιουργηθεί στην κοινωνία η εντύπωση ότι οι νυν πρυτανικές αρχές ενδιαφέρονται μόνο για τη διατήρηση των θέσεών τους και των «προνομίων» που υποτίθεται ότι συνεπάγονται αυτές και ότι ο αγώνας τους εναντίον του νέου νόμου διαπνέεται από στείρα υστεροβουλία και από συντεχνιακή λογική. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πολύ διαφορετική. Ο τρόπος διοίκησης των Πανεπιστημίων είναι απολύτως καθοριστικός και κρίσιμος για τη φυσιογνωμία των Ιδρυμάτων. Ο νέος νόμος επιβάλλει ένα απολύτως συγκεντρωτικό, ολιγαρχικό και αδιαφανές σύστημα διοίκησης των Πανεπιστημίων. Προβλέπει τη δημιουργία ενός δεκαπενταμελούς Συμβουλίου με μακρά θητεία των μελών του, ορισμένα από τα οποία ούτε θα προέρχονται από την πανεπιστημιακή κοινότητα ούτε και θα εκλέγονται άμεσα από αυτή. Με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο παραβιάζεται βάναυσα και απροκάλυπτα η θεμελιώδης και συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των Πανεπιστημίων (άρθρο 16 του Συντάγματος, όπως έχει ερμηνευθεί από τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας) , αλλά και παρέχεται η δυνατότητα σε άτομα ξένα προς την πανεπιστημιακή κοινότητα και χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση να ασκούν διοίκηση στα Πανεπιστήμια και να αποφασίζουν για την τύχη τους, χωρίς ουσιαστικά να λογοδοτούν στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Το προτεινόμενο σύστημα δυνατόν να ενθαρρύνει την παντοειδή συναλλαγή, την κομματικοποίηση, τη διαπλοκή, και την αναξιοκρατία.
Η ιδέα ενός τέτοιου Συμβουλίου αποτελεί κακέκτυπο της διοικητικής δομής Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων του εξωτερικού. Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου οι  Πρυτάνεις και οι Κοσμήτορες του Πανεπιστημίου στην ουσία επιλέγονται από το Συμβούλιο και παύουν να εκλέγονται από την ακαδημαϊκή κοινότητα: ο Πρύτανης μπορεί κάλλιστα να μην προέρχεται από αυτήν. Επιπλέον, η σχέση ανάμεσα στα όργανα διοίκησης που προβλέπει ο νέος νόμος είναι ασαφής και απροσδιόριστη, με αποτέλεσμα η συνακόλουθη πολυαρχία να οδηγήσει με βεβαιότητα σε σύγκρουση αρμοδιοτήτων και προβλήματα δυσλειτουργίας.
Εξίσου, αρνητική εξέλιξη που επιφέρει ο νέος νόμος, παρά τις πρόχειρες διορθωτικές παρεμβάσεις της τελευταίας στιγμής, είναι η περιθωριοποίηση και υποβάθμιση της Συγκλήτου, η οποία περιορίζεται σε όργανο με συμβουλευτικό και γνωμοδοτικό χαρακτήρα. Πρόκειται για σοβαρότατο πλήγμα στη δημοκρατική και αντιπροσωπευτική διοίκηση των Πανεπιστημίων, καθώς τα Τμήματα χάνουν πλέον τη δυνατότητα για ουσιαστική εκπροσώπηση και παρέμβαση στη διοίκηση των Ιδρυμάτων. Με τις υπερενισχυμένες εξουσίες στον επικεφαλής της Σχολής, τον Κοσμήτορα, διαμορφώνονται οι κατάλληλες συνθήκες για συναλλαγή και διαπλοκή.
Εμείς, όσοι έχουμε υπογράψει το κείμενο για την προάσπιση του δημόσιου και δωρεάν Πανεπιστημίου, εκφράζουμε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τη ριζική αντίθεσή μας στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου και καθιστούμε σαφές ότι δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να γίνει αποδεκτό από την ακαδημαϊκή κοινότητα.
Καλούμε ακόμα και αυτή την ώρα τον Πρωθυπουργό, τον οποίο επίσης έχουμε ενημερώσει, και την Υπουργό Π.Δ.Β.Μ.Θ. να αποσύρουν το σχέδιο νόμου που έχουν ανακοινώσει, να μην επιμείνουν στην ψήφιση νόμου κατά τη διάρκεια του θέρους και να επανέλθουν, αφού προηγηθεί ο αναγκαίος ουσιαστικός διάλογος με τα Πανεπιστήμια, λαμβάνοντας υπόψη τις γνώμες των καθ΄ύλην αρμοδίων, οι οποίοι στην προκειμένη περίπτωση είναι οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, και τις προτάσεις των άλλων πολιτικών  δυνάμεων του τόπου.
Καλούμε το Υπουργείο να αναλάβει επιτέλους τις σοβαρότατες ευθύνες του απέναντι στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, να προχωρήσει στον άμεσο διορισμό των χιλίων περίπου συναδέλφων μας που ήδη έχουν εκλεγεί (μέχρι και δύο χρόνια πριν, με διαφανείς διαδικασίες και όχι από επιτροπές άνωθεν επιβεβλημένες και ολιγομελείς) και την τήρηση της λίστας των διοριστέων, να επισπεύσει τις διαδικασίες προκήρυξης νέων θέσεων διδακτικού προσωπικού, να σταματήσει την παράνομη κωλυσιεργία στις διαδικασίες εξέλιξης του ακαδημαϊκού προσωπικού, να αποκαταστήσει τη χρηματοδότηση των Πανεπιστημίων, την οποία μείωσε κατά 50% και πλέον, οδηγώντας τα πανεπιστημιακά ιδρύματα σε ασφυξία και μαρασμό, και να λάβει σοβαρά υπόψη τις εποικοδομητικές προτάσεις που έχει υποβάλει η ακαδημαϊκή κοινότητα για τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Η απροθυμία της Πολιτείας να στηρίξει και να επενδύσει στη Δημόσια Τριτοβάθμια Εκπαίδευση είναι σίγουρο ότι θα επιφέρει καίριο πλήγμα στην ελληνική κοινωνία και θα υποθηκεύσει το μέλλον των φοιτητών μας και του δυναμικότατου, ελληνικού επιστημονικού δυναμικού σε μια περίοδο που η χώρα μας διέρχεται σοβαρότατη κρίση που δεν είναι μόνον οικονομική.
Τοποθέτηση του συν.Γ.Τρυμπέρη
Η Υπουργός Παιδείας σε συνέντευξή της στο το «ΒΗΜΑ της Κυριακής» 21-8-2011 ανέφερε ότι επί μακρόν συζήτησε, πριν από την κατάθεση του νσχ,  τα σχετικά θέματα με τους εμπλεκόμενους φορείς. Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι

  • Στις όποιες επικοινωνίες είχε η υπουργός με τους Πρυτάνεις ουδέποτε τους παρουσίασε ένα ολοκληρωμένο νσχ., την δε τελευταία εκδοχή του, όλοι μας, συμπεριλαμβανομένων και των βουλευτών, την πληροφορηθήκαμε από ένα site.
Επίσης ανέφερε ότι έλαβε υπ΄όψη θέσεις των ενδιαφερομένων φορέων. Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι
  • Στην επιτροπή μορφωτικών υποθέσεων της Βουλής, οι πρυτάνεις ανέφεραν ότι η Υπουργός δεν δέχτηκε κανένα από τα 30 σημεία που της επεσήμαναν, χωρίς να αναφερθώ στις διαχρονικά διατυπωμένες θέσεις του πανεπιστημιακού συνδικαλιστικού κινήματος, τις οποίες επίσης παντελώς αγνόησε..
Στην χθεσινή της συνέντευξη στο Βήμα της Κυριακής η Υπουργός αναφέρει ότι «Τις αλλαγές που εισηγείται η κυβέρνηση τις εφαρμόζουν ήδη οι 24 από τις 27 χώρες της ΕΕ».

Αποκρύβει όμως το γεγονός ότι τα αρνητικά αποτελέσματα της εφαρμογής τους στις χώρες αυτές,  τις οδηγούν σε αναθεώρησή τους.

Είναι ενδιαφέρον να αναφερθούμε στα αποτελέσματα αυτά.

1.    Καθώς γνωρίζετε, την 19η Ιουνίου 1999  30 Υπουργοί Παιδείας χωρών της Ε.Ε. υπέγραψαν τη «Διακήρυξη της Μπολόνια» που αποβλέπει στην καθιέρωση «ενός ευρωπαϊκού χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης». Αμέσως, διακηρύσσεται ότι πρέπει να τοποθετήσουμε τη Διακήρυξη της Μπολόνια στο πλαίσιο του έντονου ενδιαφέροντος που εκφράζεται μαζικά στην Ευρώπη, για την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα μέσα στην οικονομία της γνώσης. Περιληπτικά βασίζεται σε ένα εξαπλό σύστημα,
(1) εύκολα αναγνώσιμων και συγκρίσιμων ακαδημαϊκών βαθμών,
(2) που θεμελιώνεται στον πρώτο κύκλο σπουδών, ο οποίος εστιάζεται στην αγορά εργασίας με διάρκεια τουλάχιστον 3 ετών, και στον δεύτερο κύκλο σπουδών (Master), στον οποίο αποκτούν πρόσβαση μόνον οι απόφοιτοι του πρώτου κύκλου,
(3) σώρευσης και μεταφοράς μονάδων τύπου EΣΜΜ, που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των ανταλλαγών Socrates-Erasmus,
(4) κινητικότητας σπουδαστών, διδασκόντων και ερευνητών,
(5) συνεργασίας σε θέματα εξασφάλισης της ποιότητας, και
(6) ευρωπαϊκής διάστασης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης [1].

Η Μ. Βρεττανία είναι μια από τις χώρες που εφάρμοσε τα μέτρα αυτά. Ας δούμε ποια είναι η  Βρετανική εμπειρία σε ένα από τα επίμαχα ζητήματα όπως η είναι η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Παραθέτουμε αποσπάσματα του Βρετανικού τύπου[10]:
28-3-2002: «Τώρα ευκολότερα πτυχία: Τα πανεπιστήμια χαμήλωσαν τα στάνταρντς ώστε να αυξηθεί ο αριθμός των φοιτητών που αποφοιτούν . Με αυτόν τον τρόπο επιτρέπουν να αποφοιτούν λιγότερο ικανοί φοιτητές»
24-7-2004: «Τα τελευταία 10 χρόνια, έκλεισαν τις πόρτες τους περισσότερα από το 30% των Τμημάτων Φυσικής. Έχουν επίσης εξαφανιστεί 10 Τμήματα Χημείας. Η επιδημία αυτή αναμένεται να έχει μεγάλη επίδραση στις ερευνητικές δραστηριότητες στη Μ. Βρετανία.
15-5-2004: O Sir Harry Kroto (Nobel στη Χημεία το 1996) δηλώνει: «Πολλοί αντιπρυτάνεις αντί να χρησιμοποιούν τα αποτελέσματα της αξιολόγησης για να ενδυναμώσουν την επιστημονική τους βάση, συστηματικά χρησιμοποιούν αυτά σαν επιχείρημα για αν εξαφανίζουν ακόμα και τμήματα με σχετικά ισχυρές ερευνητικές δραστηριότητες.
Την εικόνα ολοκληρώνει η δήλωση της Dr. Βrenda Courley-Vice-Chancellor of the British Open University 1-2-2005:
«Η άφιξη των δυνάμεων της αγοράς δημιούργησαν κάποια πολύπλοκα κοινωνικά ζητήματα και θέτουν κάποιες δύσκολες ερωτήσεις στους πολιτικούς και στις ηγεσίες των πανεπιστημίων. Χρειάζεται όλοι να αναρωτηθούμε τι θεωρούμε δεδομένο στα Ιδρύματα τα οποία έχουν υπηρετήσει την κοινωνία για τόσο καιρό, τόσο καλά, και τι χρειάζεται να προστατευθεί από τις παντοδύναμες δυνάμεις της αγοράς. Πιστεύω ότι τα πανεπιστήμια  αντιπροσωπεύοντας τα υψηλότερα ιδανικά της κοινωνία μας πρέπει να λειτουργούν με υψηλότερα στάνταρτς απ’ ότι άλλοι οργανισμοί. Όμως, πιστεύω επίσης ότι αυτά τα υψηλά  ιδανικά βρίσκονται σε κίνδυνο σ’ ένα σύστημα εγκαταλελειμμένο στις δυνάμεις της αγοράς».


Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Οι Γερμανοί φοιτητές με τις πορείες, τις καταλήψεις και τις παντοειδείς άλλες διαμαρτυρίες τους κατά τον Νοέμβριο του 2009, που δεν παρουσιάσθηκαν από τα ελληνικά ΜΜΕ, επέφεραν ισχυρό πλήγμα στα μέτρα μεταρρύθμιση της Μπολόνιας στη χώρα τους. Αυτά τα γεγονότα αποτέλεσαν αφορμή για δύο σημαντικές εφημερίδες της γερμανικής οικονομικο-πολιτικής ελίτ, τη σοσιαλδημοκρατική Ντι Τσάιτ και τη συντηρητική Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε, να επισημάνουν σε πρόσφατα άρθρα τους τα καταστροφικά αποτελέσματα της μεταρρύθμισης της Μπολόνιας για τα γερμανικά πανεπιστήμια.
Η Zeit σε τίτλους άρθρου της («Nieder mit Bologna”, 27/11/2009) βροντοφωνάζει «Κάτω η Μπολόνια! Η αποκαλούμενη μεταρρύθμιση κατέστρεψε τα γερμανικά πανεπιστήμια»! [2]. Όμως, πιο εντυπωσιακή και αποκαλυπτική είναι η τοποθέτηση της συντηρητικής Frankfurter Allgemeine με δύο άρθρα της («Die Bologna-Blase ist geplatzt» και «Humboldt reloaded», στις  22 και 24/11/2009) [3, 4]. Στο πρωτοσέλιδο άρθρο της με τίτλο «Έσκασε η φούσκα της Μπολόνιας», διαπιστώνει ότι «Έχει σκηνοθετηθεί μια κενή περιεχομένου επιστήμη, όπου την επιστημονική αντιπαράθεση έχουν εκτοπίσει τύποι άνευ ουσίας, νομιμότητες διαδικασιών και συμφέροντα ισχύος. Δεν διεξάγεται πλέον έρευνα επειδή κάποιο ερώτημα χρειάζεται απάντηση, αλλά επειδή πρέπει να μπουν χρηματικοί πόροι στα λογιστικά βιβλία». Και καταλήγει: «Αν είναι να γίνει κάτι καλύτερο τώρα, αυτό θα οφείλεται στους φοιτητές και στις διαμαρτυρίες τους. Χωρίς αυτούς, η παιδεία στη Γερμανία ποτέ δεν θα σταθεί στα πόδια της»!
Στην ουσία, οι δύο εφημερίδες αποκαλύπτουν την παραγωγή ημιμαθών επιστημόνων από τα εταιρικώς μεταλλαγμένα γερμανικά πανεπιστήμια, εκφράζοντας στην ουσία την παραδοχή του κατεστημένου της χώρας-ατμομηχανής της ΕΕ ότι η μεταρρύθμιση της Μπολόνιας είναι ακατάλληλη ακόμα και για τις γερμανικές επιχειρήσεις για τις οποίες προοριζόταν. Επιπρόσθετα, η οικονομική ελίτ της χώρας αντιλαμβάνεται πλέον ότι ζημιώνεται μακροπρόθεσμα από το να μετατρέπει σε κέρδος τα αποτελέσματα της παρελθούσας (και εξαντλούμενης) βασικής έρευνας, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την ανάπτυξή της έναντι της εφαρμοσμένης έρευνας.

  1. 2.      Η υπουργός ευαγγελίζεται την προώθηση του ανταγωνισμού στην Ανώτατη εκπαίδευση, όταν στον υπόλοιπο κόσμο πυκνώνουν οι φωνές περί του αντιθέτου.

Δεν είναι πια μυστικό ότι η επιστημονική παραγωγή, στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών έχει αποκτήσει όλα τα χαρακτηριστικά της ξέφρενης βιομηχανικής παραγωγής. Τουτέστιν, παραγωγή ενός πληθωρισμού από «προϊόντα», εν πολλοίς πανομοιότυπα το ένα με το άλλο, όπου εδώ σαν προϊόντα θεωρούνται κυρίως οι επιστημονικές δημοσιεύσεις, υιοθέτηση τεχνικών marketing για τη διαφήμιση και την προώθησή τους, extra αμοιβές και bonus των ερευνητών-παραγωγών αναλόγως του αριθμού των παραγόμενων «προϊόντων-δημοσιεύσεων» στη μονάδα του χρόνου, πιστοποίηση των «προϊόντων» και των διαδικασιών από εξωτερικές εταιρίες πιστοποίησης, και εμπορική εκμετάλλευση αυτών.
Ο υπερπληθωρισμός δημοσιεύσεων από τους επιστήμονες στην προσπάθειά τους να ανταπεξέλθουν του ανταγωνισμού ώστε να κερδίσουν μια θέση, προαγωγή ή μονιμότητα, χρήματα και φήμη, δεν χρειάζεται και πολύ μυαλό κανείς για να προβλέψει ότι θα οδηγούσε σε δυο κυρίως αποτελέσματα: υπερβολές και στην καλύτερη περίπτωση ή απάτη και λανθασμένα αποτελέσματα, στην χειρότερη. Το γεγονός ότι τέτοια χαρακτηριστικά μόλυναν την επιστήμη και τους επιστήμονες δεν είναι επειδή είναι στη φύση τους, αλλά διότι αποτελεί απόρροια του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο τις τελευταίες δεκαετίες κλήθηκαν να λειτουργήσουν, ένα περιβάλλον με αξίες ξένες προς τις παραδοσιακά ακαδημαϊκές.
Όπως γράφει και ο καθηγητής της Ιατρικής  του Stanford Γιάννης Ιωαννίδης σε άρθρο του στο Scientific American (June 2011), με τίτλο “An Epidemic of false claims”  http://www.scientificamerican.com/article.cfm?id=an-epidemic-of-false-claims, πολλοί, από τους ισχυρισμούς επιστημόνων έχουν αποδειχτεί λανθασμένοι. «Λανθασμένες μελέτες και διογκωμένα αποτελέσματα σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά έχουν λάβει τη μορφή επιδημίας. Το πρόβλημα έχει καταστεί ανεξέλεγκτο στα οικονομικά και τις κοινωνικές επιστήμες, ενώ απαντάται ακόμη και στις φυσικές και κυρίως στη βιοιατρική. Η πιθανότητα δε, ένα αποτέλεσμα να είναι σωστό είναι αντιστρόφως ανάλογη της δημοσιότητας που έχει λάβει. Μοντέρνα και hot πεδία, τα οποία υπόσχονται στους θεράποντες αυτών υψηλές οικονομικές απολαβές, τείνουν να παρουσιάζουν και το χειρότερο ιστορικό αξιοπιστίας».
Ως αντίδραση λοιπόν, και ως απάντηση στον εκφυλισμό της επιστημονικής δραστηριότητας, της “fast track” επιστήμης έχει ξεπηδήσει η κίνηση «Slow Science», κυρίως από γερμανούς ερευνητές, (και αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, μάλλον αναμενόμενο, εξ αιτίας της διακριτής επιστημονικής κουλτούρας της Γερμανίας σε σχέση με την αγγλοσαξονική), η οποία κίνηση κάνει έκκληση στον επιστημονικό κόσμο για μεγαλύτερη σύνεση.
«…Η επιστήμη χρειάζεται χρόνο για να στοχάζεται», λέει το μανιφέστο ΄μανιφέστο που έχουν κυκλοφορήσει. «Η επιστήμη χρειάζεται χρόνο για να διαβάσει και χρόνο για να αποτύχει….
Η «Αργή Επιστήμη», ήταν η μόνη δυνατότητα για εκατοντάδες χρόνια πριν. Σήμερα, αυτή η πρακτική χρειάζεται να ξαναγεννηθεί και να προστατευθεί. Χρειαζόμαστε χρόνο για να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλον, κυρίως όταν διεξάγεται διάλογος ανάμεσα στις φυσικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Δεν μπορούμε να σας λέμε όλη την ώρα τι σημαίνει η επιστήμη μας, για το που θα ήταν καλή και χρήσιμη.  Η επιστήμη χρειάζεται χρόνο».

Αν τα παραπάνω δεν τα γνωρίζει η υπουργός και οι σύμβουλοί της τότε πρέπει να απομακρυνθούν. Αν τα γνωρίζουν, και αυτό συμβαίνει, και παρόλαυτα επιμένουν να διαλύσουν εφαρμόζοντας τέτοια μέτρα την Α.Ε., τότε άλλους σκοπούς υπηρετούν.
Χρησιμοποιώντας το χρεοκοπημένο αυτό μοντέλο ως άλλοθι, αποσιωπώντας τις συνέπειες της εφαρμογής του, δυσφημώντας συστηματικά το Πανεπιστήμιο, τους διδάσκοντες και το έργο τους, καθώς και τους φοιτητές και εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση που έχει δημιουργήσει σε κοινωνικό επίπεδο, θεωρεί ότι έχει μια  πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξεμπερδεύει με το «πολυδάπανο» και κοινωνικοπολιτικά επικίνδυνο, γι’ αυτή, δημόσιο πανεπιστήμιο.
Την κρίση του πανεπιστημίου που είναι κοινωνικό φαινόμενο, αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών, την παρουσιάζει ως κρίση των διδασκόντων και της δημοκρατικής λειτουργίας του. Αλλάζει το κοινωνικό πρόταγμα του Πανεπιστημίου και κατευθύνει τις πανεπιστημιακές λειτουργίες στοχεύοντας στην εξεύρεση ίδιων πόρων, οδηγώντας το ΔΗΜΟΣΙΟ ΚΑΙ ΔΩΡΕΑΝ πανεπιστήμιο σε εξαφάνιση προς όφελος των ξενόφερτων ιδιωτικών κολεγίων και των κερδοσκόπων υποτιθεμένων επενδυτών.
Και για να το επιβάλλει
  • Περικόπτει στο ελάχιστο τις κρατικές δαπάνες για την Ανώτατη Εκπαίδευση, δημιουργώντας αντί για ελεύθερα σκεπτόμενους πανεπιστημιακούς δασκάλους, πλασιέ προϊόντων αμφιβόλου ποιότητας γνώσης.
  • Διαλύει τα επιστημονικά αντικείμενα
  • Εξαφανίζει την βασική έρευνα
  • Επιβάλλει ένα αυταρχικό, ολιγοπρόσωπο και αυστηρά συγκεντρωτικό σχήμα διοίκησης, έξω από κάθε ακαδημαϊκό έλεγχο και λογοδοσία
  • Διαλύει την συνδικαλιστική εκπροσώπηση και δράση όλων των φορέων της πανεπιστημιακής κοινότητας, εξαφανίζοντας την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, κύριο χαρακτηριστικό ενός «Ιδρύματος Παιδείας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου