Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Η θαμμένη κληρονομιά της Αγιασοφιάς


AP Photo/Mehmet Guzel15.07.2020, 11:30
Η θαμμένη κληρονομιά της Αγιασοφιάς
Γιώργης Βλάχος*

H μεγάλη Pώμη είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου.

Ποιος τις έστησε; Πάνω σε ποιούς θριαμβεύσανε οι Kαίσαρες;**

Η λαχτάρα για το κοκορέτς, το κιουνεφέ και τα μαγαζιά με πετσέτες και σαπούνια με έχει φέρει στην Ιστανμπούλ τέσσερις φορές, τελευταία τον Ιούλιο του 2019. Και τις τέσσερις επισκέφθηκα την Αγιασοφιά. Θαύμασα που στέκεται ως κτίριο 1500 χρόνια, θαύμασα το φώς και τα χρώματα των ψηφιδωτών, στάθηκα με δέος μπρος στις μαρμάρινες κολώνες που κρατούν το σώμα του κτιρίου. Γέλασα με τις λακούβες από τα πόδια των βαριεστημένων φρουρών στα μάρμαρα της πύλης και μειδίασα πονηρά μπροστά στο μαρμάρινο κενοτάφιο του βενετσιάνου Δόγη Δάνδολου.

Φυσικά αναπαρέστησα στο μυαλό ενθρονίσεις, λειτουργίες, ακολουθίες και άλλες παράτες, αλλά και τη δήωση των χρυσαφιών και των μεταξωτών και τους βιασμούς των καλογραιών από τους μεθυσμένους δυτικούς σταυροφόρους της Δ’. Δεν έκανα βέβαια το σταυρό μου, αλλά αποδέχτηκα μια μικρή θρησκευτική συγκίνηση των αγαπημένων φίλων που έτυχε να συνοδεύω μετά την πρώτη μου φορά εκεί.

Ενώ λοιπόν, το σύνηθες μετά την Αγιασοφιά, είναι να πηγαίνεις την παρέα σου στο μουσουλμανικό της αντίστοιχο, το Μπλέ Τζαμί, που είναι ακριβώς απέναντι, πάντα επέμενα, αντί γι’ αυτό, να δείχνω τα απομεινάρια του Ιπποδρόμου, που είναι δίπλα. Διατηρούνται λίγα απ’ αυτόν. Μόνο κάποια από τα μνημεία που κοσμούσαν την spina, το χτισμένο φράγμα γύρω απ’ το οποίο διεξάγονταν οι αρματοδρομίες. Το εντυπωσιακότερο απ’ αυτά είναι ο οβελίσκος του Τουθμώσι Γ’, φαραώ της Αιγύπτου περί το 1500 π.Χ., τον οποίο έκλεψε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος (ο γνωστός, ο Μέγας) από το Λούξορ του Νείλου το 390 μ.Χ. και τον έστησε στη μέση του Ιπποδρόμου μαζί με άλλα κλεμμένα.

Ο Ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης είναι το μνημείο που πιο πολύ κι από την Αγιασοφιά, διατηρεί στις λίγες εναπομείνασες πέτρες του χαραγμένη την ουσία της χιλιόχρονης ιστορίας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Και πιο ειδικά, συμπυκνώνει τη βαριά κληρονομιά του πιο γνωστού των πρώτων αυτοκρατόρων, του Ιουστινιανού, θεμελιωτή της Αγίας Σοφίας (με τη σημερινή μορφή), περσοφάγου και γοτθοφάγου, αλλά και αναμορφωτή γενικά του κράτους και των νόμων, ορισμένοι από τους οποίους ίσχυαν μέχρι πρόσφατα και γενικά έχουν καθορίσει τα συστήματα νόμων της ηπειρωτικής Ευρώπης.

Στο πλακόστρωτο της πλατείας γύρω από τον οβελίσκο, όπου κάποτε ήταν η αρένα του Ιπποδρόμου, τρώγοντας κουλούρι (simit) και πίνοντας χυμό ρόδι (nar), έρχεται στο μυαλό μια απ’ τις πιο ένδοξες ιστορίες του καιρού εκείνου, που σ’ αυτή συμπυκνώνεται όλο του το νόημα και συνδέεται με την Αγιασοφιά. Η Στάση του Νίκα.

Ο Ιουστινιανός, νεαρός αυτοκράτορας το 531, έχει βάλει στο μάτι να ξανακατακτήσει την πλούσια Ιταλία, που ήδη έχει διαιρεθεί μεταξύ γότθων και άλλων βόρειων «βάρβαρων» εισβολέων. Πρέπει πρώτα όμως να κλείσει το μόνιμο ανατολικό του μέτωπο, με τους Πέρσες, έτσι συνάπτει συνθήκη ειρήνης με το βασιλιά τους. Το σχέδιο για την Ιταλία είναι διπλή εισβολή, σε βόρεια Ιταλία και βόρεια Αφρική (και μετά Σικελία), εναντίον Οστρογότθων στη Ραβέννα και Βανδάλων στην Καρχηδόνα. Αλλά τόσο μακρινές εκστρατείες απαιτούν στρατιώτες και χρήμα. Στρατιώτες υπάρχουν με το τσουβάλι από τις απειράριθμές αγροτικές περιοχές της αυτοκρατορίας και την Πόλη, υπάρχουν δε και μισθοφόροι. Χρήμα όμως μπορεί να βρεθεί μόνο από τη μεγαλούπολη, σταυροδρόμι τριών ηπείρων με 500.000 κατοίκους και τεράστιο συσσωρευμένο πλούτο.

Από τα πρώτα του χρόνια στο θρόνο ο Ιουστινιανός επιβάλλει βαρύτατη φορολογία, ιδίως στα κοινωνικά στρώματα που αποτελούν τη μάζα του λαού της Πόλης, αλλά και σε τμήματα της παλιάς γαλαζοαίματης ελίτ και ταυτόχρονα προχωρά και σε αυτό που θα λέγαμε σήμερα περικοπές στην κοινωνική πρόνοια και ιδιωτικοποιήσεις. Η δυσαρέσκεια μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού είναι σημαντική και προσωποποιείται στον «υπουργό οικονομικών» Ιωάννη Καππαδόκη, ο οποίος γιουχάρεται συχνά στις ιπποδρομίες, που είναι το κοινωνικό γεγονός της εποχής. Ταυτόχρονα, και επειδή ο Ιουστινιανός δεν προέρχεται από την ελίτ της Πόλης, αλλά είναι επαρχιώτης, συγκεντρώνει και πυρά πολλών γαλαζοαίματων που πλήττονται από την πολιτική του.

Στις αρχές Γενάρη του 532 ξεσπούν ταραχές στην Πόλη, με αιτία τα παραπάνω και αφορμή τη σύλληψη και (αποτυχημένο) απαγχονισμό διάφορων ηγετών δύο εκ των «συνδέσμων οπαδών», Βένετων και Πράσινων, οι οποίοι συσπείρωναν κατεξοχήν λαϊκά στρώματα. Οι «σύνδεσμοι» αυτοί δεν περιορίζονταν απλώς στην υποστήριξη της μιας ή της άλλης ιπποδρομιακής ομάδας, αλλά αποτελούσαν σημαντικές λαϊκές ομαδοποιήσεις, πεδία πολιτικού ελέγχου, αντιθέσεων μέσα στην αυτοκρατορία, εξέφραζαν λαϊκές διεκδικήσεις, λειτουργούσαν ως ομάδες πίεσης προς τον αυτοκράτορα, αλλά ήταν και αντικείμενα χειρισμού και ενσωμάτωσης. Κάτι μεταξύ πολιτικών κομμάτων και συνδέσμων οπαδών του σήμερα.

Μπροστά στο φάσμα της βαριάς φορολογίας, της απομύζησης του λαϊκού πληθυσμού, και με την παράλληλη επιδίωξη μέρους των ελίτ να εκδιωχθεί ο Ιουστινιανός, οι δύο αυτοί «σύνδεσμοι», που θεωρητικά μισιούνταν και μεταξύ τους, οδηγούν το λαό της Πόλης σε εξέγερση ενάντια στον αυτοκράτορα. Όταν συζητάμε για ταραχές στο Βυζάντιο πρέπει να είμαστε πολύ ανοιχτόμυαλοι, ο λαός δεν αστειευόταν ούτε το 532 ούτε και στις δεκάδες άλλες μεγάλες λαϊκές εξεγέρσεις που ακολούθησαν τους επόμενους αιώνες. Μιλάμε για πυρπόληση μεγάλου μέρους της Πόλης, πολλών δημόσιων κτιρίων και παλατιών των πλούσιων, και πυρπόληση και της αυτοκρατορικής εκκλησίας, της Αγίας Σοφίας (όχι της σημερινής, της προηγούμενης απ αυτή). «Νίκα νίκα!» φώναζαν οι εξεγερμένοι, αυτή τη φορά όχι για να τονώσουν το ηθικό του αρματηλάτη τους, αλλά για να πάρουν θάρρος να σπάσουν την εξουσία του αυτοκράτορα. Σήμερα ίσως θα λέγαμε «εμπρός λαέ!».

Ο θρόνος του Ιουστινιανού τρίζει. Προς στιγμήν τον εγκαταλείπει, αλλά ο στρατός τον στηρίζει (φυσικά, αφού προετοίμαζε εκστρατείες). Οι κακιές γλώσσες λένε ότι στην πραγματικότητα η γυναίκα του η σατανική Θεοδώρα, μια φιλόδοξη λαϊκιά, τον έπεισε να μην εγκαταλείψει το θρόνο και την Πόλη. Επειδή λοιπόν ο στρατός είναι μαζί του, και ο εξεγερμένος λαός άοπλος, ο Ιουστινιανός αποφασίζει μια κατεξοχήν βυζαντινή λύση στο πρόβλημα του: οι στρατιώτες οδηγούν μεγάλο τμήμα του εξεγερμένου πλήθους μέσα στην αρένα του Ιπποδρόμου, παρατάσσονται σε φάλαγγα και ξεκινούν την σφαγή. Οι επίσημοι ιστορικοί μιλούν για 35.000 νεκρούς και τόνους αίματος να ποτίζουν την αρένα. Το πιο πιθανό είναι ότι ο αριθμός των σφαγιασθέντων είναι κατά πολύ μεγαλύτερος.

Ο αυτοκράτορας νίκησε. Η εξουσία διατηρήθηκε. Η κανονικότητα αποκαταστάθηκε.

Στις στάχτες του παλιού ναού, ο Ιουστινιανός θα χτίσει το αιώνιο σύμβολο της εξουσίας του ελέω θεού αυτοκράτορα, απόλυτου μονάρχη και οδηγού των ψυχών και των σωμάτων του λαού του. Λίγους μήνες μετά τη Στάση του Νίκα, θεμελιώνεται η νέα Αγία Σοφία, με τούβλα δεμένα με το αίμα των δεκάδων χιλιάδων που οι ένδοξοι στρατηγοί Βελισσάριος και Μούνδος κατέσφαξαν στην αρένα του Ιππόδρομου. Χιλιάδες σκλάβοι κουβάλησαν για έξι χρόνια πέτρες στις σκαλωσιές των 70 μέτρων και πλούτη απ’ όλη την αυτοκρατορία σπαταλήθηκαν για τη δόξα του αυτοκράτορα, την τεκμηρίωση της θεϊκής του προέλευσης και τη μοναδικότητα του λόγου του στην αυτοκρατορία. Η κατοχύρωση της θέσης του Ιουστινιανού και η «ενότητα της αυτοκρατορίας» συνεχίστηκε κι αργότερα με σφαγές πολλών αποκλινόντων, «εθνικών», μονοφυσιτών, εβραίων και άλλων.

Είναι καλό να θυμόμαστε την ιστορία αυτή, ειδικά σήμερα που βράζει η συζήτηση για τη επαναφορά του θρησκευτικού χαρακτήρα στην Αγιά Σοφιά με επιλογή της τουρκικής κυβέρνησης. Η κριτική για τη μετατροπή της Αγιασοφιάς του Ιουστινιανού από μουσείο-σύμβολο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς σε τέμενος έχει πολλά βάσιμα στοιχεία, με την έννοια ότι είναι πράγματι άδικο και ανάξιο αυτό το ιστορικό μνημείο να χρησιμοποιείται ως μοχλός για μια εσωτερική πολιτική τακτική. Βέβαια, και πότε δεν συνέβαινε αυτό; Ακόμη και η μετατροπή της από τζαμί σε μουσείο το 1935 μια πολιτική τακτική εξυπηρετούσε, την προσέγγιση της Τουρκικής Δημοκρατίας στο «δυτικό» κόσμο. Η μετατροπή της σε τέμενος σήμερα είναι άστοχη όχι γιατί ο μαρμαρωμένος βασιλιάς θα δυσκολευτεί να ξυπνήσει, αλλά γιατί συμβολίζει την επαναφορά στο επίκεντρο της κουλτούρας του τουρκικού κόσμου μιας μισαλλοδοξίας και την ενίσχυση της κυριαρχίας της θρησκευτικής ιδεολογίας μέσα στις τάξεις του τουρκικού λαού.

Οι δε στρατηγικές και τακτικές επιδιώξεις του Ρ. Τ. Ερντογάν και του ΑΚΡ για το εσωτερικό αλλά και τη διεθνή θέση της Τουρκίας παίρνουν μια ακραία μορφή με αυτή την επιλογή αυτή. Από τη μία πλευρά η ανασυγκρότηση του πολιτικού χώρου του ΑΚΡ έχει στο κέντρο της τη θρησκευτική κουλτούρα, επομένως μια κίνηση τόσο ισχυρού συμβολισμού τονώνει τον Ρ.Τ. Ερντογάν και το κόμμα του. Από την άλλη, είναι και μία κίνηση που συμβολίζει στρατηγικά την απομάκρυνση της Τουρκίας από τη «Δύση» και τη διεκδίκηση πιο ενεργά ενός αυτόνομου ρόλου στην περιοχή με το ιδιαίτερο μάλιστα κεντρομόλο στίγμα της θρησκευτικής «ηγεσίας» των μουσουλμάνων. Απ’ αυτή τη σκοπιά είναι δίκαιη η κριτική που γίνεται.

Φυσικά, στην Ελλάδα η κριτική, ανάλογα την πολιτική αφετηρία, παίρνει διάφορες μορφές. Από ξύπνημα των τουρκοφάγων και επιθέσεις στα μουσεία-τεμένη, σε αναβίωση της ψόφιας πια μομφής ότι η Τουρκία απομακρύνεται από την ΕΕ, σε κάποιου είδους διπλωματικές κυρώσεις (;), στην επαναφορά της προδοσίας των «φραγκολεβαντίνων» που δε μας υπερασπίζονται, μέχρι, από την πλευρά του προοδευτικού κόσμου, στην υπεράσπιση του χαρακτήρα της Αγιασοφιάς ως πανανθρώπινου ιστορικού μνημείου υπεράνω θρησκευτικών διαφορών ή στην υπενθύμιση ότι η Ελλάδα δεν έχει ούτε ένα νόμιμο μουσουλμανικό τέμενος.

Με την ιστορία του Ιουστινιανού και της Στάσης του Νίκα στο νου, πρέπει να μπορούμε σήμερα να είμαστε προσεκτικοί. Ας υπερασπιζόμαστε τα μνημεία και την κληρονομιά τους κι ας κριτικάρουμε όταν αυτά γίνονται αντικείμενα πολιτικών τακτικών και στρατηγικών φιλοδοξιών.

Όμως, πριν να τα υπερασπιστούμε ως «μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς», είναι καλό να θυμόμαστε την γνήσια κληρονομιά τους, την ιστορία τους, το ρόλο τους και το πλαίσιο που χτίστηκαν. Ας μην μυθοποιούμε το συμβολισμό των μνημείων αυτών και ας μην ανάγουμε τη φαντασία μας σε αλήθεια, ούτε να εκλαμβάνουμε άκριτα τα σύμβολα των αυτοκρατοριών και της εξουσίας τους ως σύμβολα «παγκόσμιας», «πανανθρώπινης» κληρονομιάς.

Και η Αγιασοφιά και τόσα άλλα μεγαλοπρεπή και επιβλητικά ανά τον κόσμο, όπως λ.χ. το Κολοσσαίο των σκλάβων και των χριστιανών, η Αψίδα του Θριάμβου πάνω στους λαούς της Ευρώπης, το Καπιτώλιο των αφανισμένων Ινδιάνων κ.ο.κ., είναι οικοδομήματα σκυροδεμένα με το αίμα εκατομμυρίων, χτισμένα για να συμβολίσουν τις νίκες των λεγεώνων, τις εξουσίες των αυτοκρατόρων, των κόμητων και των στρατηγών, υψωμένα με τους κόπους των σκλάβων της Αφρικής, θεμελιωμένα πάνω στην κάποτε ελεύθερη γη των ιθαγενών.

Ας σκεφτούμε σήμερα, το Γενάρη του 532 μ.Χ., σε ποια μεριά της αρένας του Ιπποδρόμου θα ήμασταν, στη μεριά του εξεγερμένου λαού ή στη μεριά των λεγεώνων του αυτοκράτορα;

Και ας ελπίσουμε στους καιρούς που τα μνημεία αυτά δε θα στέκουν για να θυμίζουν τις δόξες των αυτοκρατόρων και τις φανφάρες των παπάδων, αλλά θα τιμούν τις θυσίες των λαών και το αίμα των αθώων.

* δικηγόρος, Εναλλακτική Παρέμβαση Δικηγόρων Αθήνας 

**Από τις «ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει», του Μπέρτολτ Μπρέχτ, σε απόδοση του Μάριου Πλωρίτη, (εκδ. Κοραντζή)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου