Ο Εργατικός Αγώνας δημοσιεύει σήμερα το 11ο μέρος της σειράς των ιστορικών δημοσιευμάτων στο Μεγάλο Δεκέμβρη με αφορμή την συμπλήρωση των 70 χρόνων από τότε. Στόχος μας είναι να δώσουμε όσο το δυνατό ολοκληρωμένα το ιστορικό γεγονός αλλά και να απαντήσουμε σε μια σειρά διαστρεβλώσεις της ιστορίας του εργατικού - λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος που δεν εμφανίστηκαν μόνο στο παρελθόν αλλά με διάφορους τρόπους επανέρχονται και σήμερα.
Οι βρετανο-σοβιετικές σχέσεις, το ΕΑΜικό κίνημα Αντίστασης και ο Δεκέμβρης (Β)
Η Βρετανία απειλεί την ΕΣΣΔ με ρήξη σχέσεων
Οι
διπλωματικές ζυμώσεις και τριβές ανάμεσα στις δύο χώρες γύρω από το
ελληνικό συνεχίζονται αμείωτα τις επόμενες μέρες και ο Τσόρτσιλ
βλέποντας τον κίνδυνο να δημιουργηθούν τετελεσμένα γεγονότα εις βάρος
των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της χώρας του στα Βαλκάνια και κυρίως σ'
ότι αφορά στο ελληνικό ζήτημα δεν διστάζει να εξετάσει ανοικτά και το
ενδεχόμενο της ρήξης με τη Σοβιετική Ένωση. Σε σημείωμα του προς τον
Ήντεν, με ημερομηνία 4/5/1944, λέει[2]: «Παρακαλώ
εξετάστε την περίπτωση ανακλήσεως του πρεσβευτή μας από τη Μόσχα για
συνομιλίες. Τη στιγμή αυτή, θα δημιουργούσε ένα καλό χάσμα στις σχέσεις
μας με τους Ρώσους. Ο Άβερελ Χάρριμαν[3]
έχει ήδη φύγει για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Γνωστοποιήστε μου έπ’ αυτού
τη γνώμη σας. Ο ίδιος δεν είμαι και τόσο βέβαιος, αλλά προφανώς πάμε για
αναμέτρηση με τους Ρώσους λόγω των κομμουνιστικών συνωμοσιών τους στην
Ιταλία, την Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα και δεν νομίζω ότι θα τους
άρεσε πάρα πολύ να μην έχουν εκεί ούτε Βρετανό ούτε Αμερικάνο πρεσβευτή.
Νομίζω ότι η στάση τους γίνεται καθημερινά και περισσότερο δύσκολη.
Ελπίζω ότι θα συζητήσατε το θέμα με τον Χάρριμαν. Βρείτε μια ευκαιρία να
με κατατοπίσετε σχετικώς».
Την ίδια μέρα με νέο μήνυμά του ο Τσόρτσιλ ζητά από τον Ήντεν να υποβάλει στο υπουργικό συμβούλιο ένα υπόμνημα «όπου
θα εκτίθενται συνοπτικώς τα ζητήματα που χωρίζουν τη σοβιετική
κυβέρνηση από εμάς και που αφορούν, την Ιταλία, τη Ρουμανία, τη
Βουλγαρία, τη Γιουγκοσλαβία και κυρίως την Ελλάδα». Και συνέχιζε: «Το
πρόβλημα έχει γενικώς ως εξής: Θα δεχτούμε την κομουνιστικοποίηση των
Βαλκανίων και ίσως της Ιταλίας;... Εάν αποφασίσωμε να αντισταθούμε στην
διείσδυση και στην εισβολή του κομμουνισμού, πρέπει να επωφεληθούμε από
την πρώτη ευνοϊκή ευκαιρία που θα μας προσέφερε η εξέλιξις των
στρατιωτικών γεγονότων για να διατυπώσομε σαφώς την απόφασή μας. Είναι,
εννοείται, απαραίτητο να συμβουλευτούμε προηγουμένως τις Ηνωμένες
Πολιτείες.»[4].
Βέβαια
η ρήξη με τον τρόπο που την αναφέρει παραπάνω ο Τσόρτσιλ δεν
πραγματοποιήθηκε ποτέ. Εντούτοις φαίνεται καθαρά πως αντιμετώπιζε η χώρα
του την αντιχιτλερική συμμαχία- ιδιαίτερα δε τη συμμαχία με την ΕΣΣΔ-
στις συνθήκες του πολέμου και μάλιστα στη φάση εκείνη που η πλάστιγγα
έγερνε σε βάρος του φασισμού. Η απειλή για σπάσιμο της αντιχιτλερικής
συμμαχίας με τη Σοβιετική Ένωση είναι καταφανέστατη από τα παραπάνω,
όπως καταφανέστατη είναι και διαπίστωση ότι η συμμαχία αυτή δεν αναίρεσε
ούτε για μια στιγμή τις ταξικές διαφορές μεταξύ των συμμάχων.
Παράλληλα
με την προετοιμασία της ρήξης με την ΕΣΣΔ η Βρετανία συνεχίζει την
πολιτική της άσκησης πιέσεων με σκοπό να αποσπάσει την σοβιετική
συγκατάθεση που θα της αναγνωρίζει την πρωτοκαθεδρία στις ελληνικές
υποθέσεις. Συνδέει μάλιστα την Ελλάδα με την Ρουμάνία και προσπαθεί να
πετύχει τον στόχο της «προσφέροντας» στην ΕΣΣΔ τη συγκατάθεση της να
έχει τον πρώτο λόγο στις ρουμανικές υποθέσεις. Φυσικά ούτε λόγος δεν
μπορεί να γίνεται για σύγκριση της Ελλάδας με την Ρουμανία. Η πρώτη ήταν
κατεκτημένη χώρα με ισχυρό αντάρτικο κίνημα που το καθοδηγούσε το ΚΚΕ
και η δεύτερη, χώρα που συμμετείχε στον πόλεμο στο πλευρό του άξονα.
Στις
5 Μαΐου του 1944 ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών Α. Ήντεν καλεί τον
σοβιετικό πρεσβευτή στο Λονδίνο Γκούσιεφ και του τονίζει: «Η Ελλάδα
είναι δικό μας θέατρο στρατιωτικών επιχειρήσεων και ως εκ τούτου
πιστεύαμε ότι έχουμε το δικαίωμα να ζητήσουμε τη σοβιετική βοήθεια για
την πολιτική μας εκεί όπως εμείς τη δώσαμε προς τους ρώσους στη
Ρουμανία»[5].
Ο
Γκούσιεφ απαντά εκ μέρους της σοβιετικής κυβέρνησης στις 18 Μαΐου
προβάλλοντας την απαίτηση στο διακανονισμό που ζητάει η Βρετανία- να
έχει τον πρώτο λόγο όσον αφορά τις στρατιωτικές δραστηριότητες στην
Ελλάδα και η ΕΣΣΔ αντίστοιχα στη Ρουμανία- πρέπει να υπάρχει και η
σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ[6].
Μ' αυτό τον τρόπο η σοβιετική διπλωματία απέφυγε οποιαδήποτε δέσμευση
και ταυτόχρονα πήρε παράταση χρόνου που της χρειαζόταν. Η θέση της ήταν
δύσκολη. Αντιλαμβανόταν που το πήγαιναν οι Άγγλοι αλλά απ' όποια πλευρά
κι αν εξεταστεί το θέμα δεν ήταν εύκολο σε συνθήκες πολέμου να αρνηθεί
ένα στρατιωτικό διακανονισμό με τη σύμμαχό της. Επίσης, εμπλέκοντας στην
υπόθεση και τις ΗΠΑ, η Σοβιετική Ένωση επιδίωκε να εκμεταλλευτεί τις
Αμερικανοβρετανικές αντιθέσεις και να παραλύσει ή να αδυνατίσει τα
βρετανικά σχέδια.
Η ΕΣΣΔ, η Βρετανία και η Ελλάδα μετά το Λίβανο
Στις 19 του Ιουνίου του 1944 ο Ήντεν με γράμμα του στον σοβιετικό πρεσβευτή Γκούσιεφ πληροφορεί τη σοβιετική κυβέρνηση: «Συμβουλευθήκαμε
την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών και αυτή συμφώνησε με τον
προτεινόμενο διακανονισμό. Όμως αισθάνονται κάποια ανησυχία, μήπως
επεκταθεί πέρα από τις παρούσες συνθήκες για τις οποίες έχει προταθεί
και θα οδηγήσει στη διαίρεση των βαλκανικών χωρών σε σφαίρες επιρροής.
Εμείς από την πλευρά μας είχαμε πάντα ως σκοπό ότι η συμφωνία θα
εφαρμοστεί μόνο στις πολεμικές συνθήκες και δεν πρέπει να θίξει τα
δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που κάθε μια από τις τρεις κυβερνήσεις
μας θα έχει να ασκήσει κατά τον ειρηνικό διακανονισμό και μετά σχετικά
με όλη την Ευρώπη. Με σκοπό να διαφυλάξουμε τη συμφωνία από κάθε κίνδυνο
να επεκταθεί πέραν από το σκοπό για τον οποίο έχει αποφασιστεί,
προτείναμε στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, και αυτή συμφώνησε,
ότι πρέπει να δοθεί μια τρίμηνη δοκιμαστική περίοδος μετά την οποία το
θέμα θα επανεξεταστεί από τις τρεις κυβερνήσεις μας. Εν τούτοις ελπίζω η
Σοβιετική κυβέρνηση θα συμφωνήσει να τεθεί σε ισχύ ο διακανονισμός πάνω
σ' αυτή τη βάση».
Η
ΕΣΣΔ απορρίπτει τη νέα βρετανική πρόταση. Στις 30 Ιουνίου ο Γκούσιεφ
δίνει στον Ήντεν της εξής απάντηση εκ μέρους της κυβέρνησής του: «Δεδομένου
ότι με πληροφορήσατε τώρα πως σε σχέση με τον ηγετικό ρόλο της ΕΣΣΔ
στις ρουμάνικες υποθέσεις και της Μ. Βρετανίας στις ελληνικές υποθέσεις,
οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας ξεκινούν από τη βάση ότι η
βρετανική πρόταση πρέπει να αναφέρεται στις πολεμικές συνθήκες και ότι η
κυβέρνηση των ΗΠΑ εκφράζει ορισμένες αμφιβολίες μήπως ο διακανονισμός
επεκταθεί πέρα από τις παρούσες συνθήκες και οδηγήσει σ' ένα διαχωρισμό
των Βαλκανίων σε σφαίρες επιρροής και ότι προτείνεται να ισχύσει για μια
δοκιμαστική περίοδο, η Σοβιετική κυβέρνηση το θεωρεί αναγκαίο να
μελετήσει αυτό το ζήτημα προσεκτικότερα. Επιβάλλεται να πράξει έτσι ώστε
να εξακριβώσει αν η πραγματοποίηση μιας τέτοιας πρότασης θα εισάγει
κάποιο νέο στοιχείο στη ντε φάκτο κατάσταση που έχει δημιουργηθεί. Η
Σοβιετική κυβέρνηση θεωρεί ακόμα ότι θα ήταν χρήσιμο να έλθει σε
απευθείας επαφή με την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών με σκοπό να
πληροφορηθεί πιο λεπτομερώς για τη στάση της πάνω σ' αυτό το θέμα»[7].
Η Αγγλία θα συνεχίσει να πιέζει την ΕΣΣΔ. Στις
11 Ιουλίου ο Τσόρτσιλ απευθύνεται στον ίδιο τον Στάλιν για το θέμα. Ο
Στάλιν απαντά 4 μέρες μετά, στις 15 του ίδιου μήνα, παραπέμποντας τον
βρετανό πρωθυπουργό στην θέση που ανέπτυξε ο Γκούσιεφ με το πιο πάνω
μήνυμά του στον Ήντεν[8].
Παράλληλα
η Σοβιετική Ένωση με μνημόνιο του πρεσβευτή της στις ΗΠΑ Α. Γρομύκο
απευθύνεται στο Αμερικάνικο υπουργείο εξωτερικών, την 1η Ιούλη του 1944,
και ζητά απευθείας την γνώμη της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών πάνω
στο θέμα. Οι αμερικάνοι απαντούν στις 15 Ιουλίου επιβεβαιώνοντας την
ακρίβεια των όσων ο Ήντεν αναφέρει στο παραπάνω γράμμα του στο Σοβιετικό
πρεσβευτή στην Μ. Βρετανία. Όμως η ΕΣΣΔ- και μετά απ' αυτό- δεν θα
δώσει πράσινο φως στους Άγγλους ώστε να τεθεί σε ισχύ ο διακανονισμός
που ζητούσαν.
Ο βρετανοσοβιετικός συμβιβασμός στις ελληνικές υποθέσεις
α)
Στις 16 Αυγούστου του 1944 ο Τσόρτσιλ με τηλεγράφημά του στον Ρούσβελτ
ζητά να ετοιμαστούν από κοινού για την αποστολή μιας βρετανικής δύναμης
10.000 ανδρών στην Ελλάδα ούτως ώστε με την αποχώρηση των γερμανών να
μην κυριαρχήσει το ΕΑΜ. «Δεν πιστεύω ότι θα σας άρεσε- λέει ο
Τσόρτσιλ στον Ρούσβελτ- περισσότερο απ' όσο αρέσει σε μένα η προοπτική
να κυριαρχήσει εκεί το χάος, να γίνουν οδομαχίες ή να εγκαθιδρυθεί μια
τυραννική κομμουνιστική κυβέρνηση»[9]. Ο Ρούσβελτ απαντάει στις 26 Αυγούστου λέγοντας[10]: «Δεν
έχω αντίρρηση να κάνετε προετοιμασίες για να έχετε σε ετοιμότητα μια
επαρκή βρετανική δύναμη για να διατηρήσει την τάξη στην Ελλάδα όταν
εκκενώσουν αυτή τη χώρα οι γερμανικές δυνάμεις. Δεν υπάρχει επίσης
αντίρρηση να χρησιμοποιηθούν από τον στρατηγό Ουίλσον τα διαθέσιμα
αμερικάνικα μεταγωγικά αεροπλάνα που μπορούν να εξοικονομηθούν από άλλες
επιχειρήσεις».
Η
συμφωνία αυτή Βρετανίας- ΗΠΑ για επέμβαση στην Ελλάδα επιβεβαιώθηκε και
στη συνάντηση Τσόρτσιλ- Ρούσβελτ που έγινε στο διάστημα από 11 ως 19
Σεπτέμβρη του 1944 στο Κεμπέκ του Καναδά.
β) Στις 2 Σεπτέμβρη του 1944 ορκίστηκαν οι υπουργοί του ΕΑΜ, της ΠΕΕΑ και του ΚΚΕ στην κυβέρνηση Παπανδρέου. Την
ίδια μέρα ο αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων της Μεσογείου
στρατηγός Ουίλσον διόρισε τον Σκόμπυ διοικητή των χερσαίων δυνάμεων στην
Ελλάδα και τον αμερικάνο στρατηγό Πέρσυ Σάντλερ αναπληρωτή διοικητή για
τη βοήθεια και τις επανορθώσεις. Στις 4 Σεπτεμβρίου έγινε υπουργικό
συμβούλιο με την συμμετοχή των υπουργών του ΕΑΜικού κινήματος και
αποφασίσθηκε ομόφωνα η κυβέρνηση να απευθύνει μήνυμα προς τον ελληνικό
λαό στο οποίο, μεταξύ άλλων λεγόταν: «Πολιτικόν πρόγραμμα της
κυβερνήσεως αποτελεί το Εθνικόν Συμβόλαιον του Λιβάνου»[11].
Η πλάστιγγα, λοιπόν, από κάθε άποψη έχει γείρει προς την μεριά της
Βρετανίας, γεγονός που η ΕΣΣΔ δεν μπορούσε να μην το λαμβάνει υπόψην
της.
γ)
Τον Σεπτέμβρη του 1944 ο Σοβιετικός στρατός βρισκόταν κοντά στα
εληνοβουλγαρικά σύνορα και εξεταζόταν η περίπτωση να μπει σε ελληνικό
έδαφος. Η Βρετανία θορυβείται και αποφασίζει να δράσει δυναμικά.
Δίνονται οι σχετικές εντολές στον πρεσβευτή της στη Μόσχα και αυτός
παραδίδει στις 22 Σεπτεμβρίου στον Βυσίνσκι μνημόνιο της βρετανικής
κυβέρνησης προς τη σοβιετική. Στο μνημόνιο, μεταξύ άλλων, αναφέρεται[12]: «Δεδομένου
ότι η Ελλάδα ήταν και είναι στη σφαίρα των βρετανικών στρατιωτικών
επιχειρήσεων, η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας υποθέτει ότι η
Σοβιετική Ένωση δεν σκοπεύει να στείλει δυνάμεις στην Ελλάδα. Αν όμως οι
περιστάσεις, οποιαδήποτε στιγμή, το απαιτήσουν η κυβέρνηση της Αυτού
Μεγαλειότητας το θεωρεί πολύ σημαντικό ότι τα σχέδια της Σοβιετικής
κυβέρνησης θα πρέπει να συντονιστούν με τα δικά της». Το μήνυμα είναι καθαρό: Η Ελλάδα είναι δικιά μας υπόθεση γι' αυτό μην τολμήσετε και μπείτε μέσα.
Κάτω
από αυτές τις συνθήκες η ΕΣΣΔ- ευρισκόμενη προ τετελεσμένων γεγονότων
και με καθοριστική την ευθύνη γι' αυτό του ΕΑΜικού κινήματος- δέχεται να
μην στείλει στρατεύματα στην Ελλάδα και εγκρίνει την αποστολή των
βρετανικών στρατευμάτων στον ελληνικό χώρο.
Κείμενα – Επιμέλεια: Γιώργος Πετρόπουλος
[1]
Γ. Ανδρικόπουλου: "1944 Κρίσιμη Χρονιά- 300 ανέκδοτα έγγραφα από το
προσωπικό αρχείο του Ουίνστον Τσόρτσιλ για την Ελλάδα", εκδόσεις
ΔΙΟΓΕΝΗΣ, τόμος Α’ σελ. 124.
[2] Γ. Ανδρικόπουλου: στο ίδιο, τόμος Α', σελ. 143
[3] Πρόκειται για τον Αμερικανό πρεσβευτής στη Μόσχα
[4]
Ουιν. Τσόρτσιλ: "2ος Παγκόσμιος Πόλεμος- Απομνημονεύματα", εκδόσεις:
Ελληνική Μορφωτική Εστία,, μετάφραση Α. Σαμαράκη, τόμος ΣΤ, σελ. 173-174
[5] Φ. Οικονομίδη: "Οι Προστάτες", εκδόσεις ΟΡΦΕΑΣ, σελ. 95-96.
[6] Φ. Οικονομίδη, στο ίδιο, σελ. 130 και 174. Επίσης, Γ. Ανδρικόπουλου, στο ίδιο, τόμος Α' σελ. 177
[7] Φ. Οικονομίδη, στο ίδιο, σελ. 172-173
[8] Αλληλογραφία του Στάλιν με τους Τσόρτσιλ, Ρούσβελτ, Άτλυ, Τρούμαν, Εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ 1957-1958, σελ. 281 και 284
[9] Γ. Ανδρικόπουλου, στο ίδιο, τόμος Β' σελ. 48-49
[10] στο ίδιο, σελ. 68
[11] Φ. Οικονομίδη, στο ίδιο, σελ. 257 και «Λευκή Βίβλος ΕΑΜ», σελ 9
[12] Φ. Οικονομίδη, στο ίδιο, σελ. 252- 253
[13] Β. Μαθιόπουλου: «Η Ελληνική Αντίσταση 1941- 1944 και οι Σύμμαχοι», εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 51- 52
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου