Το παρακάτω κείμενο
αποτελεί την εισήγηση της Χριστίνας Μπάρτσα, στην παρουσίαση του βιβλίου
του Π. Μανιάτη «Η ποίηση στην Οκτωβριανή Επανάσταση». Πηγή
Η τέχνη σαν μορφή κοινωνικής συνείδησης δεν μπορεί να ιδωθεί και να εξεταστεί ξεκομμένα από την ιστορική περίοδο στην οποία αναπτύσσεται. Βρίσκεται σε αμοιβαία σχέση και σύνδεση με την κοινωνική εξέλιξη, με τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της συγκεκριμένης εποχής. Από ’κει αντλεί τα ερεθίσματα και την έμπνευσή του ο καλλιτέχνης. Γνωρίζει άνθηση σε περιόδους που κυοφορούνται κοινωνικές αλλαγές, που ζυμώνονται νέες ιδέες, που γεννιέται το καινούργιο και πεθαίνει το παλιό, σε περιόδους κοινωνικών αναβρασμών και επαναστάσεων. Αντίθετα, όταν δεν υπάρχουν τέτοιες συνθήκες, η τέχνη βρίσκεται σε παρακμή.
Ακούμε συχνά ότι η τέχνη είναι για τους μυημένους, πως λίγοι μπορούν να κατανοήσουν τα έργα τέχνης, πως σπουδαίος καλλιτέχνης είναι αυτός που κάνει τέχνη για την τέχνη, που δημιουργεί ξεκομμένος από την πραγματική ζωή. Όμως, η αξία ενός έργου τέχνης βρίσκεται στο αν και κατά πόσο μπορεί να συναρπάσει, να συγκινήσει, να διαμορφώσει τα συναισθήματα, τις ιδέες, τις αξίες και τα ιδανικά των ανθρώπων, να γίνεται προωθητική δύναμη προς τα μπρος. Και εκεί βρίσκεται η δύναμη της τέχνης.
Ένα έργο τέχνης που απλά ικανοποιεί την αίσθηση του ωραίου, χωρίς να ασκεί ιδεολογική-μορφωτική επίδραση δεν έχει προοδευτικό-προωθητικό χαρακτήρα, δεν έχει δύναμη. Επομένως, η μορφή και το περιεχόμενο είναι οργανικά δεμένα στοιχεία ενός έργου τέχνης, και σπουδαίο έργο τέχνης είναι εκείνο όπου η μορφή, τα εκφραστικά μέσα του δημιουργού του, δένουν με τον καλύτερο τρόπο με το περιεχόμενο κινητοποιώντας, αναστατώνοντας και συνάμα διαμορφώνοντας τον συναισθηματικό μας κόσμο, την αντίληψή μας για τον κόσμο, τις αξίες και τις ιδέες μας.
Όπως τίποτα, κανένα στοιχείο του εποικοδομήματος δεν είναι ουδέτερο σε μια ταξική κοινωνία –το ίδιο και η τέχνη. Θα έχει ή το αποτύπωμα, το στίγμα της κυρίαρχης τάξης και ιδεολογίας, ακόμα κι αν αυτό δεν είναι τόσο ευδιάκριτο, ή το στίγμα της αμφισβήτησης, απόρριψης και ανατροπής της. Κι αυτό το στίγμα θα το δώσει ο δημιουργός ανάλογα με τη δική του τοποθέτηση στα πράγματα, με τις ιδέες και την κοσμοθεωρία του.
Σύμφωνα με τα λόγια του Γκόρκι υπάρχουν «τρεις τύποι δασκάλων του πολιτισμού, οι εργάτες, οι επιστήμονες κι οι καλλιτέχνες. Οι εργάτες δίνουν ζωή στο σίδερο και στο ατσάλι και δημιουργούν τις υλικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και την πρόοδο. Οι επιστήμονες ερευνούν τη φύση και μαθαίνουν το λαό να φτιάξει μια δεύτερη φύση με έξοδα της πρώτης. Οι καλλιτέχνες παρατηρούν τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων –την ψυχή– και φανερώνουν τόσο το καλό όσο και το κακό που υπάρχει σ’ αυτή. Έτσι η τέχνη, όπως κι η επιστήμη, δημιουργεί μια δεύτερη φύση, με τη διαφορά πως η επιστήμη αλλάζει τη φύση που περιβάλλει τον άνθρωπο, ενώ η τέχνη αλλάζει τη φύση που βρίσκεται μέσα σ’ αυτόν».
Με την Οχτωβριανή Επανάσταση γίνεται μια τεράστια προσπάθεια να αλλάξει «η φύση που βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο». Σε μια χώρα που τα εκατομμύρια των λαϊκών μαζών ήταν βυθισμένα στα σκοτάδια της αμάθειας και της καθυστέρησης, το ανέβασμα του μορφωτικού και πολιτιστικού επιπέδου του λαού θεωρήθηκε σαν αναγκαίος όρος ζωτικής σημασίας για το στέριωμα και το προχώρημα της επανάστασης. Παράλληλα με τα πολιτικά καθήκοντα, με την κατάχτηση της επιστήμης και της τεχνικής για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, βασικό καθήκον για τους μπολσεβίκους ήταν η εξαπόλυση μιας πολιτιστικής επανάστασης που θα έβγαζε τις λαϊκές μάζες απ’ αυτά τα σκοτάδια, θα τις έφερνε σε επαφή με τα αγαθά του πολιτισμού, θα αναδιαπαιδαγωγούσε μέσα σε μακρόχρονη πάλη τα εκατομμύρια των σοβιετικών πολιτών για να απαλλαγούν από τις συνήθειες και παραδόσεις που κληροδότησε το παλιό καθεστώς, να μάθουν τον κομμουνισμό, να είναι σε θέση να μετέχουν στη διακυβέρνηση του κράτους. Μια βαθιά επανάσταση στην ιδεολογία και τις συνειδήσεις ώστε να γίνουν οι λαϊκές μάζες δημιουργοί της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Το πρώτο διάταγμα της επανάστασης για την παιδεία αναφέρει: «Σε μια χώρα όπου βασιλεύει η αγραμματοσύνη και η αμορφωσιά, κάθε πραγματικά δημοκρατική εξουσία, στον τομέα της παιδείας πρώτο σκοπό της πρέπει να βάζει την πάλη ενάντια σ’ αυτό το σκοτάδι. Πρέπει να πετύχει σε συντομότερο χρονικό διάστημα τη γενική μόρφωση με την οργάνωση διχτύου σχολείων που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σύγχρονης παιδαγωγικής και την εισαγωγή της γενικής υποχρεωτικής και δωρεάν φοίτησης, και μαζί μ’ αυτά την οργάνωση σειράς διδασκαλείων και σεμιναρίων που θα έδιναν όσο το δυνατό γρηγορότερα μια ισχυρή στρατιά λαϊκών παιδαγωγών…».
Το σχολείο διαχωρίζεται από την εκκλησία και όλα τα σχολεία κάθε τύπου καθώς και τα ιδρύματα προσχολικής αγωγής και εξωσχολικής μόρφωσης παραδίνονται στο Λαϊκό Επιτροπάτο Παιδείας. Δημιουργούνται εργατικά πανεπιστήμια (ραμπφάκ) με στόχο τη γρήγορη κατάρτιση τεχνικών στελεχών. Καθιερώνεται η υποχρεωτική παρακολούθηση μαθημάτων γραφής και ανάγνωσης για όλο τον πληθυσμό μέχρι 50 ετών και γι’ αυτή την παρακολούθηση αφαιρούνται από τους εργάτες δύο ώρες δουλειάς. Με στόχο «να μετατραπούν τα σχολεία από όπλα ταξικής κυριαρχίας… σε όπλα για την κομμουνιστική αναγέννηση της κοινωνίας» καθιερώνεται η δωρεάν υποχρεωτική γενική και πολυτεχνική εκπαίδευση για όλα τα παιδιά και των δύο φύλων μέχρι 16 ετών, η διδασκαλία στη μητρική γλώσσα των διάφορων εθνοτήτων, η στενή σύνδεση της εκπαίδευσης με την κοινωνική παραγωγική δουλειά, η εξασφάλιση όλων των μαθητών με τροφή, ενδυμασία και σχολικά είδη, το δυνάμωμα της προπαγάνδας και ζύμωσης μέσα στο διδακτικό προσωπικό, η κατάρτιση νέων δασκάλων που να είναι διαποτισμένοι με τις ιδέες του κομμουνισμού, η προσέλκυση του εργαζόμενου πληθυσμού για να συμμετέχει δραστήρια στο έργο της παιδείας. Το άνοιγμα των αιθουσών διδασκαλίας των ανώτατων σχολών σε όσους επιθυμούν να σπουδάσουν, και η υλική ενίσχυση των σπουδαστών ώστε να δοθεί η έμπρακτη δυνατότητα στους προλετάριους και στους αγρότες να επωφεληθούν από την ανώτατη εκπαίδευση.
Παράλληλα με τους σχολικούς μηχανισμούς δίνεται ιδιαίτερη βάρος στην εξωσχολική μόρφωση. Από τις πρώτες πράξεις της σοβιετικής εξουσίας ήταν η εθνικοποίηση και διαφύλαξη των βιβλιοθηκών και αποθηκών χάρτου, και η δημιουργία του κρατικού Εκδοτικού με στόχο να γίνει «το βιβλίο προσιτό στις μάζες όσο το δυνατό πιο γρήγορα». Εκδίδονται μαζικά πολιτικά, θεωρητικά και λογοτεχνικά έργα ρώσων και ξένων, εφημερίδες και περιοδικά, ενώ γίνονται εκδόσεις σε όλες τις γλώσσες των εθνοτήτων.
Εθνικοποιούνται οι ιδιωτικές καλλιτεχνικές συλλογές, δημιουργούνται μουσεία και διαφυλάσσονται τα μνημεία τέχνης και οι αρχαιότητες. Δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην «χωρίς χαρτί και ‘χωρίς απόσταση’ εφημερίδα» όπως χαρακτήριζε ο Λένιν το ραδιόφωνο και ο ραδιοφωνικός σταθμός της Μόσχας έχει τότε τη μεγαλύτερη εμβέλεια στον κόσμο.
Εθνικοποιούνται τα θέατρα, οι βιομηχανίες παραγωγής ταινιών, τα γραφεία εμπορίας ταινιών και οι κινηματογραφικές αίθουσες. Το θέατρο και ο κινηματογράφος υπάγονται στο Λαϊκό Επιτροπάτο Παιδείας.
Δημιουργούνται «σπίτια και πάρκα πολιτισμού», βιβλιοθήκες και αναγνωστήρια, αίθουσες διαλέξεων και εκθέσεων, εργατικές λέσχες και σύλλογοι, θέατρα, κινηματογράφοι, μουσεία.
Η ίδια λοιπόν η επανάσταση σαν «στιγμή» γέννησης του καινούργιου και θανάτου του παλιού, ενθουσίασε, ενέπνευσε και αποτέλεσε κινητήρια δύναμη για τους ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης που βρέθηκαν στο πλευρό της, αλλά και για πολλούς που ήταν αρχικά επιφυλακτικοί ή ακόμα και εχθρικοί. Παράλληλα με το στόχο για «κριτική αφομοίωση της παλιάς και νέας κουλτούρας» από τις πλατιές λαϊκές μάζες, η νεαρή σοβιετική δημοκρατία γίνεται ένα απέραντο εργαστήρι καλλιτεχνικής δημιουργίας και πειραματισμών, δοκιμών και αναζητήσεων, συζήτησης και αντιπαράθεσης τόσο γύρω από το βασικό ζήτημα των χαρακτηριστικών μιας προλεταριακής κουλτούρας, όσο και σε επιμέρους ζητήματα μορφών και περιεχομένου των διάφορων καλλιτεχνικών ρευμάτων και τάσεων. Στο βασικό ζήτημα, από τη μια υπήρχε η αντίληψη που προέκρινε την ανάπτυξη μιας νέας προλεταριακής κουλτούρας, αρνούμενη την παλιά πολιτιστική κληρονομιά, και από την άλλη η αντίληψη ότι παράλληλα με τη δημιουργία της δικής του κουλτούρας το προλεταριάτο πρέπει να αφομοιώσει την παλιά κουλτούρα.
Η πρώτη αντίληψη εκφραζόταν κυρίως από το Προλετκούλτ και τους αριστερούς καλλιτέχνες, ενώ η δεύτερη από τον Λένιν και την ηγεσία του κόμματος. Το Προλετκούλτ υποστήριζε ότι η προλεταριακή τέχνη δεν πρέπει να ενδιαφέρεται για τον ψυχικό κόσμο του ατόμου αλλά των μαζών, έβλεπε την τέχνη στα πλαίσια του μηχανικού πολιτισμού και θεωρούσε ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να προέρχονται μόνο από την τάξη. Για την πολιτική του κόμματος «το προλεταριάτο πριν δημιουργήσει τη δική του κουλτούρα, ή πιο σωστά παράλληλα με τα πρώτα φύτρα της, πρέπει να κάνει μια τεράστια δουλειά μαθητείας, δηλαδή αφομοίωσης της παλιάς κουλτούρας». Ο Λένιν έλεγε «όχι επινόηση ενός νέου προλεταριακού πολιτισμού, αλλά ανάπτυξη των καλύτερων προτύπων, παραδόσεων και αποτελεσμάτων του πολιτισμού που υπάρχει, από την άποψη της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας και των συνθηκών ζωής και πάλης του προλεταριάτου στην εποχή της δικτατορίας του». (Το βιβλίο του ΠΜ καταπιάνεται συγκεκριμένα με τα διάφορα ρεύματα και την τοποθέτησή τους σ’ αυτό το ζήτημα).
Οι συζητήσεις και οι προβληματισμοί δείχνουν από τη μια την ιδιαίτερη σημασία που δόθηκε στο ζήτημα του πολιτισμού και από τη άλλη τον πλούτο της δουλειάς που γινόταν σ’ αυτό τον τομέα. Όλη η καλλιτεχνική διανόηση, όλων των καλλιτεχνικών τάσεων και ρευμάτων, μπήκε στην υπηρεσία της επανάστασης, στο καθήκον της διαφώτισης των λαϊκών μαζών και της κινητοποίησής τους για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Ένα πλήθος από συλλογικότητες, καλλιτεχνικές ομάδες, λέσχες, οργανώσεις, δημιουργούν ασταμάτητα και το έργο τους παρουσιάζεται με κάθε δυνατό τρόπο στον κόσμο. Θεατρικές ομάδες δίνουν παραστάσεις στις συνοικίες και τα χωριά, στους στρατιώτες ακόμα και στα μέτωπα του εμφυλίου, δημιουργούν θεατρικά για παιδιά και για νέους. Οι κινηματογραφιστές γυρίζουν ταινίες επικαίρων και προπαγανδιστικές ταινίες μικρού μήκους που προβάλλονταν όπου ήταν δυνατό. Αναπτύσσοντας τα μέσα και τις τεχνικές του κινηματογράφου εμφανίζεται μια γενιά σοβιετικών σκηνοθετών που δημιουργεί έργα αξεπέραστα. Εικαστικοί καλλιτέχνες σχεδιάζουν και δημιουργούν θεατρικά σκηνικά, σκηνικά προπαγανδιστικών εκδηλώσεων, πλακάτ, αφίσες, περιοδικά, αντικείμενα καθημερινής χρήσης, μνημεία. Οι αρχιτέκτονες σχεδιάζουν κτίρια για τις ανάγκες του λαού, τεχνικά έργα, αναπτύσσοντας μια νέα αντίληψη για τις πόλεις στη σοσιαλιστική κοινωνία. Η λογοτεχνία και η ποίηση εξυμνεί την επανάσταση, τα κομμουνιστικά ιδανικά, τη δύναμη και τις δυνατότητες του λαού, καταδείχνει την αδικία, την ανισότητα, την εκμετάλλευση, την ασχήμια της παλιάς κοινωνίας.
Τραίνα και πλοία προπαγάνδας διασχίζουν τις περιοχές όπου μαίνεται ο εμφύλιος μεταφέροντας προπαγανδιστικό υλικό και κάνοντας διαφωτιστική δουλειά. Σε κάθε σταθμό μοιράζουν εφημερίδες και βιβλία, κάνουν διαλέξεις, δίνουν θεατρικές παραστάσεις για μεγάλους και παιδιά, προβάλλουν ταινίες και ταυτόχρονα κινηματογραφούν και σκιτσάρουν εικόνες από τη ζωή των περιοχών που επισκέπτονται. Αυτά τα σκίτσα και οι εικόνες προβάλλονται στους επόμενους σταθμούς ώστε οι διάφορες εθνότητες να γνωρίσουν η μία την άλλη.
Έχουμε λοιπόν ένα τεράστιο πρωτόγνωρο έργο στον πολιτιστικό-μορφωτικό τομέα. Ο βολονταρισμός των ανθρώπων που ρίχτηκαν σ’ αυτή τη δουλειά, η αφοσίωση και η πίστη σ’ ένα φωτεινό μέλλον, ξεπέρασαν δυσκολίες και εμπόδια που σε άλλες συνθήκες είναι ανυπέρβλητα. Για πρώτη φορά στην ιστορία μια τόσο καθυστερημένη χώρα γνώρισε μια πολιτιστική μεταμόρφωση τέτοιας κλίμακας. Μέσα σε μια 20ετία δημιουργήθηκαν περίπου 230.000 βιβλιοθήκες, 118.000 εκπολιτιστικές λέσχες, 30.000 κινηματογραφικές αίθουσες, 800 θέατρα, 75.000 σχολεία, 24.000 παιδικοί κήποι, ενώ γύρω στα 50 εκατ. ενήλικοι έμαθαν γράμματα, εξαλείφοντας τον αναλφαβητισμό που στην προεπαναστατική Ρωσία έφτανε το 76% και στους λαούς της κεντρικής Ασίας το 100%.
Σχεδόν 100 χρόνια μετά, σε εποχές πολιτιστικού ιμπεριαλισμού, απομόρφωσης και πλήρους εμπορευματοποίησης της τέχνης, αξίζει τον κόπο να σταθούμε στους δρόμους που άνοιξε ο Οχτώβρης σ’ αυτό τον τομέα. Το γεγονός ότι η επανάσταση στην ιδεολογία και τη συνείδηση των μαζών δεν είχε εκείνο το βάθος ώστε να προχωρήσει παραπέρα την υπόθεση του κομμουνισμού και να αποτρέψει την καπιταλιστική παλινόρθωση, όχι μόνο δεν μειώνει αλλά επιβεβαιώνει τη σημασία και το ειδικό βάρος μιας τέτοιας προσπάθειας σε αντίξοες συνθήκες και ανεξερεύνητα μονοπάτια. Άλλωστε για κάτι τέτοιο –όπως έδειξε και η εμπειρία της κινέζικης επανάστασης αργότερα– θα χρειάζονταν όχι μία, αλλά χίλιες πολιτιστικές επαναστάσεις.
Σήμερα ζούμε σε εποχές πολιτιστικής φτώχειας, ακριβώς γιατί οι επαναστατικές ιδέες βρίσκονται σε υποχώρηση. Όσες δυνάμεις αναφέρονται στον κομμουνισμό οφείλουν να προσπαθήσουν για να τροποποιηθεί ο δυσμενής συσχετισμός που υπάρχει στην άσκηση ιδεολογικής και πολιτιστικής επιρροής στα λαϊκά στρώματα. Να μελετήσουν την εμπειρία του παρελθόντος, να την εμπλουτίσουν δοκιμάζοντας νέους τρόπους απεύθυνσης και πλησιάσματος του λαού, να διαδώσουν ό,τι καλύτερο έχει παράξει ο 20ός αιώνας στην τέχνη και τον πολιτισμό. Εκδόσεις σαν το βιβλίο του Παναγιώτη Μανιάτη και συζητήσεις σαν τη σημερινή συμβάλλουν σ’ αυτή την κατεύθυνση.
Μην βάζετε μαύρα γράμματα-βάλτε άσπρα! Δεν τα βλέπουμε!
ΑπάντησηΔιαγραφή