Από εδώ
Η πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ ή και την Ευρωπαϊκή Ένωση
(γνωστή και ως Grexit) επιστρέφει στο «δημόσιο» διάλογο συνοδευόμενη
από απειλές και κινδυνολογίες περί Αρμαγεδδώνα (όπως διατείνεται ο χώρος
του «αντιλαϊκισμού» της κεντροδεξιάς αλλά και της «φιλοευρωπαϊκής»
κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ), ενώ πολλές φορές – κυρίως από κόμματα της
εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, μαζί και του ΚΚΕ – υιοθετείται ως βάσιμη
αντιπρόταση στην καταστρεπτική ευρωλιτότητα. Στο άρθρο αυτό θα
συζητηθούν μερικοί λόγοι για τους οποίους η
χρήση της παραγράφου 1 του άρθρου 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή
Ένωση – «κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την
Ένωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες» – δε
θα πρέπει να αποτελεί ταμπού για την Ελληνική κοινωνία. Τη στιγμή που,
όπως όλα δείχνουν, η νέα κυβέρνηση οδηγείται σε ρήξη με τις Ευρωπαϊκές
ηγεσίες, λόγω ακριβώς της έλλειψης υποστήριξης και κατανόησης, η επόμενη
μέρα που θα σημάνει το τέλος της «ευρωπαϊκής» Ελλάδας θα πρέπει ήδη να
έχει αρχίσει να συζητιέται. Τη στιγμή που η γενικευμένη σήψη ταλανίζει
την ευρωπαϊκή ήπειρο, όπου κάθε έννοια και αξία δημοκρατίας σβήνει σιγά
σιγά από τη συλλογική μνήμη, φτάνοντας στο σημείο να καταλήξει μια
άγνωστη λέξη σε εγκυκλοπαίδειες για τις επόμενες γενιές, για χάρη μιας
τοξικής τεχνοκρατικής αριστοκρατίας, το τέλος αυτής της ευρωπαϊκής
«προοπτικής» δε θα πρέπει να τρομάζει. Αν και οι βασικότεροι λόγοι που
οδηγούν σε σκεπτικισμό αναφορικά με το Grexit είναι κατά βάση
οικονομικοί (δάνεια, καταθέσεις, εισαγωγές κτλ) στο άρθρο αυτό θα
συζητηθούν άλλες βασικές αιτίες που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας,
δεδομένου ότι έχουν κατά καιρούς υπάρξει διάφορες οικονομικές αναλύσεις
(βλ Paul Krugman ή Κώστας Λαπαβίτσας) που αναιρούν την κυρίαρχη άποψη περί αναγκαιότητας του ευρώ.
Μύθος 1: Η έξοδος από το ευρώ και την Ε.Ε. θα μας οδηγήσει σε
πρωτοφανή απομόνωση, και η Ελλάδα θα καταντήσει μια φτωχή και
εγκαταλελειμμένη επαρχία.
Αυτή είναι η κυρίαρχη άποψη που με πάθος συμμερίζεται το
«αντιλαϊκιστικό» μπλοκ της «υπευθυνότητας», βάση της οποίας ο μέσος
Έλληνας πολίτης θα πρέπει να κάνει τα πάντα ώστε να παράσχει γη και ύδωρ
στις αποφάσεις της Κομισιόν και της Γερμανίας, όντας οι μόνοι που
γνωρίζουν το «δικό μας καλό», πάντα στα πλαίσια της ιδεολογίας του ΤΙΝΑ
(There is No Alternative [to Neoliberalism]). Συχνά μάλιστα αυτοί οι
χώροι, επενδύοντας στην ακατάσχετη κινδυνολογία, προεικονίζουν και
ταυτίζουν την εκτός-Ε.Ε. Ελλάδα με τη Βενεζουέλα, την Κούβα, ή και τη
Βόρεια Κορέα, λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι στην Ελλάδα ο
ευρωσκεπτικισμός εκφράζεται μέσα από κομμουνιστικές τάσεις της
ριζοσπαστικής αριστεράς, με την οποία εξισώνεται και η μετριοπαθής νέα
αριστερόστροφη κυβέρνηση. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι μια πιθανή
ρήξη της Ελλάδας με την Ε.Ε. θα οδηγούσε ντετερμινιστικά και
νομοτελειακά σε μια τέτοια κατάσταση; Τούτος ο ισχυρισμός, στην
πραγματικότητα, ενισχύει την ιδιαίτερα αμφισβητούμενη άποψη, ότι η Ένωση
των λαών της Ευρώπης κάτω από την τεχνοκρατία των Βρυξελλών αποτελεί
μονόδρομο σταθερότητας και εγγυητή ευημερίας. Είναι όμως αυτή η
τοποθέτηση βάσιμη; Το παράδειγμα της Ελβετίας μας οδηγεί σε άλλου τύπου
συμπεράσματα που αποδομούν, και στην τελική αναιρούν, τις παραπάνω
ορθοδοξίες.