Νέα μέτρα πειθάρχησης στο «αναπτυξιακό» νομοσχέδιο
Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ του Δημοσίου γνωρίζουν καλά τις ασφυκτικές πιέσεις που ασκούνται ολοένα και πυκνότερα σε υπαλλήλους που έχουν “χρεωθεί” το επικίνδυνο – όπως τείνει να διαμορφωθεί – έργο της έγκρισης αιτημάτων, μελετών, επενδυτικών προτάσεων ιδιωτών και παραλαβής εργασιών, υλικών ή παραδοτέων που προβλέπονται σε συμβάσεις και συμπράξεις του Δημοσίου με ιδιωτικές εταιρείες.
Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, υπό την πίεση των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας, το άγχος της απορρόφησης των κονδυλίων σε έργα του ΕΣΠΑ και την επίκληση της ανάγκης για “επενδύσεις και ανάπτυξη”, όπως την εννοούν οι πολιτικοί απολογητές της σαρωτικής επέλασης του κεφαλαίου σε κάθε τι δημόσιο, επιχειρείται να διαμορφωθεί εντός του Δημόσιου Τομέα μια “κουλτούρα” υποταγής στις ορέξεις του κάθε επιχειρηματία που κάνει (ή θα ήθελε να κάνει) μπίζνες με ευρωπαϊκά κονδύλια – δηλαδή με χρήματα του φορολογούμενου λαου – ή δημόσιο χρήμα. Μέσα σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο εκβιασμών και απειλών, με τη δαμόκλειο σπάθη των πειθαρχικών ποινών ή άλλων κυρώσεων να επικρέμεται πάνω από τα κεφάλια των “απείθαρχων” υπαλλήλων, που τολμούν – άκουσον άκουσον!- να τηρήσουν τον όρκο τους και να ασκήσουν πραγματικούς εγκριτικούς ή απολογιστικούς ελέγχους και να μη κάνουν τα “στραβά μάτια” σε άνωθεν κελεύσματα, τα περιθώρια των αντιστάσεων μικραίνουν.
Άλλωστε, το επιχειρηματικό κεφάλαιο, με τη συνεπικουρία του πολιτικού προσωπικού των αστικών κομμάτων εξουσίας ενορχηστρώνουν την ιδιωτικοποίηση τομέων του δημοσίου και της επιβολής του λεγόμενου “επιτελικού” κράτους, έχει πληθώρα όπλων στη φαρέτρα του.
Ένα παράδειγμα από το Υπουργείο Πολιτισμού: έκπτωτη εταιρεία-ανάδοχος έργου μηνύει υπαλλήλους!
Ας ρίξουμε μια ματιά σε μια υπόθεση που εκτυλίχθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού, απασχόλησε την κοινή γνώμη με πληθώρα δημοσιευμάτων και φαίνεται πως επανέρχεται στο προσκήνιο. Στο τέλος Νοεμβρίου 2018 το Υπουργείο Πολιτισμού, με απόφαση της τότε πολιτικής του ηγεσίας, κήρυξε έκπτωτη την εταιρεία “ΑΪΝΟΟΥΧΑΟΥ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ ΑΕ” (IKNOWHOW), αναδόχου για το υποέργο 3 «Ανάπτυξη Εφαρμογών» της Πράξης “Εμπλουτισμός των Ψηφιακών Συλλογών των Κινητών Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και Ανάπτυξη Πληροφοριακού Συστήματος του Εθνικού Αρχείου Μνημείων” που υλοποιούσε η Διεύθυνση Διαχείρισης Εθνικού Αρχείου Μνημείων (ΔΔΕΑΜ), καθώς δεν παρέδωσε παραδοτέα του έργου που είχε αναλάβει εντός του χρονοδιαγράμματος που προέβλεπε η σύμβαση.
Το Έργο της Ψηφιοποίησης των Κινητών Μνημείων αφορούσε στην καταγραφή, τεκμηρίωση, φωτογράφηση και ανάδειξη του υλικού πολιτισμού της χώρας σε ένα πληροφοριακό σύστημα δεδομένων, προσβάσιμο τόσο από το εξειδικευμένο όσο και το ευρύ κοινό, με κύριο στόχο την προστασία των κινητών μνημείων από την αρχαιοκαπηλία και την προβολή της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς.
Η εταιρεία IKNOWHOW, ήταν ο ανάδοχος του έργου «Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα (ΟΠΣ)», δηλαδή της βάσης δεδομένων που θα υποδεχόταν τις ψηφιακές καταγραφές των κινητών μνημείων που βρίσκονται στις αποθήκες των μουσείων και των Εφορειών Αρχαιοτήτων όλης της χώρας και είχε ήδη υλοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό με αυτεπιστασία και με την πρόσληψη δεκάδων εξειδικευμένων επιστημόνων
Τα επίμαχα παραδοτέα του ΟΠΣ έπρεπε να παραδοθεί οριστικά τον Ιανουάριο του 2018, μετά από τρεις αποτυχημένες υποβολές και νέα συμπληρωματική τρίμηνη παράταση που είχε δοθεί στην εταιρεία με Υπουργική Απόφαση τον Οκτώβριο του 2017. Τελικά, μετά από πολύμηνη καθυστέρησηη πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ αποδέχτηκε την εισήγηση της Επιτροπής (28/9/2018) και κήρυξε έκπτωτη την ανάδοχο εταιρεία.
Η εξέλιξη αυτή είχε συμπαρασύρει και την απόλυση 57 συμβασιούχων αρχαιολόγων η εργασία των οποίων θα τροφοδοτούσε με ψηφιοποιημένο υλικό τη βάση δεομένων (ΟΠΣ) που δεν παραδόθηκε ποτέ. Ο Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων καλούσε τότε το ΥΠΠΟ “να αναζητήσει τα αίτια για τη βρωμιά και την κακοδιαχείριση (σ.σ. στο έργο της ψηφιοποίησης), που το ίδιο εντόπισε, στα πολιτικά παιχνίδια και τις πιέσεις που κρύβονται πίσω από τους ελέγχους και τις παραλαβές των έργων”. Καταγγέλλοντας τις απολύσεις και τον κίνδυνο να τιναχτεί όλο το έργο στον αέρα, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων ζητούσε “να εξεταστεί το ενδεχόμενο το ψηφιακό τμήμα του έργου να ολοκληρωθεί με αυτεπιστασία από την Διεύθυνση Πληροφορικής του Υπουργείου”, αλλά και από την πολιτική ηγεσία “να προχωρήσει ταχύτατα στον έλεγχο και τον καταλογισμό τυχόν ευθυνών για όσα, δια στόματος της ίδιας της Υπουργού κ. Ζορμπά, φέρονται να έχουν διατυπωθεί περί «γκρίζων» ζωνών και κακοδιαχείρισης στο έργο”.(
https://www.sea.org.gr/details.php?id=816)
Το ΚΚΕ, από την πλευρά του, σε ερώτηση βουλευτών του προς την τότε υπουργό Πολιτισμού, σημείωνε πως “γίνεται αντιληπτό ποια είναι τα αποτελέσματα της σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και των κατευθύνσεων της ΕΕ για “εξωστρέφεια” και “βιώσιμη ανάπτυξη” της πολιτιστικής μας κληρονομιάς: εξασφάλιση της κερδοφορίας για τις ιδιωτικές εταιρείες και εργολάβους, απολύσεις, εργασιακή ομηρία, καταπάτηση εργασιακών δικαιωμάτων, μη ολοκληρωμένα έργα, για τους εργαζόμενους” (
https://www.902.gr/eidisi/voyli/177107/synehisi-toy-ergoy-tis-psifiopoiisis-ton-kiniton-mnimeion-kai-anaklisi-ton).
Σήμερα, σχεδόν έναν χρόνο μετά, με κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας πια και ενώ δεν υπάρχει καμιά επίσημη ενημέρωση ούτε για την πορεία του έργου ούτε για τη διερεύνηση των φαινομένων κακοδιαχείρισης του έργου που είχαν τότε καταγγελθεί, έχουμε την επανεμφάνιση της εταιρείας που είχε κηρυχθεί τότε έκπτωτη. Η IKNOWHOW υπέβαλε μήνυση στα 3 από τα 5 μέλη της Επιτροπής Παρακολούθησης και Παραλαβής, υπαλλήλους του ΥΠΠΟ, στα οποία επιδόθηκαν κλήσεις για ανωμοτί καταθέσεις (ως ύποπτοι δηλαδή) για το αδίκημα της “ψευδούς βεβαίωσης εγγράφων με δόλο”! Ούτε λίγο ούτε πολύ οι υπάλληλοι που άσκησαν τον ελεγκτικό τους ρόλο βρίσκονται κατηγορούμενοι! Η κίνηση αυτή της εταιρείας, για την οποία οι μηνυόμενοι υπάλληλοι έχουν ήδη ενημερώσει τα πρωτοβάθμια σωματεία τους και αναμένονται επίσημες αντιδράσεις και εξελίξεις, είναι ενδεικτική των μέσων που μετέρχονται ιδιωτικές εταιρείες που “συνεργάζονται” με το Δημόσιο, προκειμένου να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους.
Δεν αρκούνται όμως μόνο σε παρόμοιες κινήσεις. Επιδιώκουν πλέον να θωρακίσουν ακόμη περισσότερο τη θέση τους για να αποφεύγονται στο μέλλον “αστοχίες” όπως στη υπόθεση που αναφερθήκαμε.
Έτσι, στο λεγόμενο “Αναπτυξιακό Πολυνομοσχέδιο” που έφερε για ψήφιση στη Βουλή η κυβέρνηση Μητσοτάκη, πέρα από τις αντεργατικές και αντισυνδικαλιστικές διατάξεις, πέρα από τις ρυθμίσεις που προσφέρουν “γη και ύδωρ” στους κάθε λογής επενδυτές, περιέχονται και διατάξεις που στοχεύουν στην πλήρη διάλυση των όποιον ελεγκτικών μηχανισμών παραμένουν όρθιοι στο Δημόσιο και στην πλήρη πειθάρχηση των δημοσίων υπαλλήλων στις ορέξεις του κεφαλαίου: αυξημένες πειθαρχικές κυρώσεις ακόμη και ανυπαιτίως σε υπαλλήλους (αλλά και στους προϊσταμένους τους…) που δεν προλαβαίνουν εντός των ασφυκτικών προθεσμιών να ελέγξουν και να αδειοδοτήσουν πολύπλοκες επιχειρηματικές-επενδυτικές αιτήσεις και μελέτες (αρθ. 1), ιδιωτικοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών με την παράδοσή τους σε “πιστοποιημένους” ιδιώτες και εταιρείες (αρθ. 2), δυνατότητα απαίτησης αποζημίωσης από το Δημόσιο, αλλά και τους υπαλλήλους του, σε περίπτωση απόρριψης επενδυτικού σχεδίου με την επίκληση γεωχωρικών δεδομένων (αιγιαλός, περιοχές Natura 2000, προστατευόμενες περιοχές, αρχαιολογικοί χώροι κοκ) που τυχόν δεν έχουν εισαχθεί στον υπό συγκρότηση Ενιαίο Ψηφιακό Χάρτη (αρθ. 7).
Με λίγα λόγια θεσμοθετείται ένα πλαίσιο πλήρους ασυδοσίας για το κεφάλαιο, απόλυτης προστασίας του από κάθε φύσης «εμπόδια» και συνθηκών εργασιακού τρόμου για εκείνους που θα τολμήσουν όχι να αντιταχθούν, αλλά απλώς να εφαρμόσουν τους νόμους του δικού τους αστικού κράτους.
Το παραπάνω παράδειγμα αποτελεί μία μόνο περίπτωση και δείγμα γραφής για ό,τι επιχειρείται συνολικότερα. Ο δημόσιος τομέας γίνεται όχι μόνο το εργαλείο για την εξασφάλιση της κερδοφορίας των κεφαλαίων που θα επενδυθούν, αλλά και ο ίδιος πεδίο κερδοφορίας. Η πειθάρχηση και η υποταγή είναι η συγκολητική ουσία και η αναγκαία προϋπόθεση ώστε η καπιταλιστική αναδιάρθρωση να συντελεστεί αν όχι με ηθελημένη τότε με αναγκαστική συναίνεση μέσω της χρήσης των μηχανισμών συμμόρφωσης που μπορεί να αξιοποιήσει το αστικό κράτος.