Θεόδωρος Μαριόλης από εδώ
Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, και πρόεδρος του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών Δημήτρης Μπάτσης
Εισαγωγή
Στο παρόν κείμενο κωδικοποιούνται τα βασικά σημεία ενός προγράμματος οικονομικής πολιτικής για την Ελλάδα. Στοχεύει στην ανάταξη και, εν συνεχεία, ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της κοινωνικής παραγωγής, με γνώμονα τα γενικά εθνικά συμφέροντα, αλλά δίνοντας προτεραιότητα σε εκείνα των μισθωτών. Αποτελείται από δύο ενότητες: Η Ενότητα Ι επικεντρώνεται στην κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, στο ζήτημα της ανάπτυξης και στην ευρωπαϊκή ΟΝΕ. Υποστηρίζει ότι η παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη είναι ασυμβίβαστη με την υλοποίηση προγράμματος απελευθέρωσης από τον βρόχο των Μνημονίων-επιταχυνόμενης ανάπτυξης. Η Ενότητα ΙΙ προσδιορίζει το απαιτούμενο μείγμα οικονομικής πολιτικής.[1]
Η δομή και οι προτάσεις του προγράμματος έχουν συγκροτηθεί βάσει θεωρητικών και εμπειρικών μελετών της ελληνικής οικονομίας.[2] Πρόκειται για πρόγραμμα ανοικτό ως προς, πρώτον, την εξειδίκευση επιμέρους σημείων του, και, δεύτερον, την επικαιροποίηση των προαναφερθέντων εμπειρικών μελετών και, έτσι, την ανατροφοδότηση της ποσοτικής διάστασής του. Στην περίπτωση όπου υπάρξουν νέα ποσοτικά ευρήματα, τα οποία υποδηλώνουν την εμφάνιση ποιοτικών μεταβολών, θα απαιτηθεί ανασχεδιασμός του.
Υπογραμμίζεται, επίσης, ότι είναι πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής καιόχι πολιτικής οικονομίας. Αντικείμενό του είναι, επομένως, τα μέσα και οι μέθοδοι κατεύθυνσης του συστήματος σε τροχιά ευσταθούς και διευρυνόμενης αναπαραγωγής, και όχι οι – ενδεχομένως – απαιτούμενες για την επίτευξη αυτού του στόχου μεταβολές των υφιστάμενων εθνικών κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Πριν από την πραγμάτευση του κατά σειρά πρώτου ζητήματος, το εγχείρημα πραγμάτευσης του δευτέρου είναι άτοπο.
Ωστόσο, δεν θα ήταν άσκοπο να διευκρινιστούν τα εξής: Εάν το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό υπερβαίνει εκείνο το οποίο αντιστοιχεί στις υφιστάμενες σχέσεις παραγωγής και, ειδικότερα, οι τελευταίες «έχουν μεταβληθεί από μορφές ανάπτυξης σε δεσμά» (Marx) των πρώτων, τότε η σοσιαλιστική επανάσταση συνιστά αντικειμενική αναγκαιότητα.[3]Όσοι υποστηρίζουν το συμπέρασμα, οφείλουν να αποδείξουν την προκείμενη. Από την πλευρά μου εκτιμώ ότι η κύρια αντίθεση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού έγκειται στο ότι, ενώ είναι κεφαλαιοκρατικός, δεν δύναται να αναπτυχθεί περαιτέρω εντός του ευρωζωνικού (ή, γενικότερα, «παγκοσμιοποιητικού») κεφαλαιοκρατικού πλαισίου. Στο ορατό μέλλον της Ευρωζώνης ενέχονται δύο, κατά βάση, εναλλακτικές, αλλά ασυμβίβαστες μεταξύ τους, προοπτικές. Η μία είναι η ανάδυση νέου – εθνικού και εν συνεχεία διεθνικού – προτύπου ανάπτυξης, το οποίο θα βασίζεται σε μετα-κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής. Η άλλη είναι ο – δια μετάβασης στο στάδιο της «Πλήρους Οικονομικής (Κεφαλαιοκρατικής) Ολοκλήρωσης» – μετασχηματισμός της Ελλάδας σε κάτι ανάμεσα στην Πολιτεία του Μισισίπι και στο Χαμπερστόουν-Ατακάμα της Ευρωζώνης, με ορισμένες «νησίδες» τύπου Μαϊάμι. Η κατά σειρά πρώτη προοπτική οδηγεί στην επίλυση της κύριας αντίθεσης, ενώ η δεύτερη στην – πολιτική, ιδεολογική και δικαϊκή – επισκότισή της.
Ενότητα Ι
Η Κατάσταση της Ελληνικής Οικονομίας, το Ζήτημα της Ανάπτυξης και η ΟΝΕ
Ι.1. Τα Δεδομένα
Η βαθιά ύφεση της ελληνικής οικονομίας, η επακόλουθη εκτίναξη της ανεργίας και η πολωτική αναδιανομή του εισοδήματος εις βάρος των μισθωτών, των αυτοαπασχολούμενων και των συνταξιούχων είναι, με διεθνή μέτρα και σταθμά, πρωτοφανείς. Μάλλον πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι το υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα για τις «Μνημονιακές Κυβερνήσεις» ήταν και είναι η εφαρμογή μέτρων, τα οποία εντείνουν, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, την ύφεση και την αποσάθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Παραλλήλως, αυτή η εφαρμογή συσκοτίζεται, άλλοτε εκουσίως και άλλοτε ακουσίως, με κάθε είδους ιδεοληψία, όπως: «ευρωπαϊσμός-κοσμοπολιτισμός», «μεταρρυθμίσεις-εκσυγχρονισμός», «επιστροφή στην εθνική παραγωγή-αυτάρκεια» και «κατοχική δραχμή», από την μία πλευρά, και «ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση μέσω μεταφοράς αξίας και υπεραξίας», «πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους» και «παγκόσμια κρίση-επανάσταση», από την άλλη.
Τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας δείχνουν τα εξής: