Αναδημοσίευση άρθρου του Βασίλη Θεοφανόπουλου* από εδώ
Ο
Θεόδωρος Πάγκαλος στη δύση της πολιτικής του καριέρας, ξεστόμισε την
εμβληματική φράση «μαζί τα φάγαμε» που σηματοδότησε την περίοδο του
μνημονίου. Η έκφραση αυτή αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο το κύκνειο άσμα
του «μεγάλου τραγουδιστή» και το άσμα με τον τίτλο «μαζί τα φάγαμε»
εξελίχτηκε τελικά σε μεγάλο σουξέ, αντίθετα με μια άλλη «άρια» του
ίδιου, μια δήλωση που είναι σήμερα ξεχασμένη.
Ο - απόβλητος πλέον από την πολιτική ζωή - πρώην υπουργός, σε μία
συνέντευξή του στο ξεκίνημα της μνημονιακής περιόδου, δήλωνε ότι
υπάρχουν μόνο δύο δρόμοι. Είτε αυτός του μνημονίου είτε ο δρόμος των
ριζοσπαστικών αλλαγών ο οποίος «είδαμε τι αποτελέσματα είχε στην
ανατολική Ευρώπη». Αυτό που ο Πάγκαλος κατάλαβε νωρίς, ότι δηλαδή η
αστική κυριαρχία στη χώρα είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την εφαρμογή του
μνημονίου, η Αριστερά σε όλες της τις εκδοχές δείχνει ακόμα και σήμερα
να μην το έχει χωνέψει.
Κατά
τη διάρκεια της τριετίας εφαρμογής του μνημονίου, από την πλευρά της
Αριστεράς ακούστηκαν οι πλέον απίθανες προτάσεις, οι περισσότερες από
τις οποίες γίνονται σήμερα αντικείμενο – δίκαιου – χλευασμού στις στήλες
των αστικών εφημερίδων. Κοινός τόπος των προτάσεων αυτών, ήταν η
αναζήτηση ενός «τρίτου δρόμου», μιας «ενδιάμεσης λύσης» πέρα από τη
σημερινή κοινωνική καταστροφή, αλλά εντός αστικής κυριαρχίας. Η
νοσταλγία της «χρυσής εποχής» της καπιταλιστικής ανάπτυξης και η
αυταπάτη της επιστροφής στην προ του μνημονίου κατάσταση, κυριάρχησε όλη
αυτήν την τριετία και εξακολουθεί και σήμερα να είναι παρούσα σε
τοποθετήσεις, αναλύσεις, προτάσεις και προγράμματα.
Η
εκτίμηση της σημερινής κατάστασης είναι απόλυτα συνδεδεμένη με το
αναγκαίο πρόγραμμα, αλλά και με την πολιτική γραμμή που πρέπει να έχει η
Αριστερά.
Μπορούσε να αποφευχθεί το μνημόνιο;
Υπήρχε
δηλαδή, άλλος δρόμος να ακολουθηθεί από την αστική τάξη που να
εξασφάλιζε δανεισμό με παραμονή στο ευρώ, χωρίς διεθνή οικονομικό έλεγχο
και χωρίς τα μέτρα που πάρθηκαν; Το ερώτημα αυτό είναι θεμελιώδες για
την εκτίμηση της κατάστασης και η απάντηση πρέπει να είναι
κατηγορηματική: η αστική τάξη της Ελλάδας σε αυτήν τη συγκεκριμένη
περίοδο για να αντιμετωπίσει τη συγκεκριμένη κατάσταση δεν είχε κανέναν
άλλον δρόμο.