Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΕΛΑΝΤΗ από το Ίσκρα
Κατά το τελευταίο διάστημα, παρατηρούμε δίπλα στην δικαιολογημένη ικανοποίηση των αριστερών για την ποινική δίωξη κατά της Χρυσής Αυγής
και στο αίσθημα δικαίωσης όλων όσων είχαν καταδείξει εδώ και πολύ καιρό
τον όχι μόνο ναζιστικό αλλά και άμεσα εγκληματικό χαρακτήρα αυτής της
οργάνωσης και είχαν καταγγείλει την συγκάλυψή της δράσης της από την
κυβέρνηση και την Νέα Δημοκρατία μια στάση εφησυχασμού της
Αριστεράς. Εφησυχασμού απέναντι στην προοπτική ποινικοποίησης της ίδιας ή
και τμημάτων της στην βάση ιδίως της «βίας» ως έννοιας-κλειδί.
Μιας έννοιας-κλειδί, η οποία επιτρέπει να συγκρίνονται, να
συμποσούνται και να συμψηφίζονται τελείως ανόμοια και διαφορετικά
πράγματα και φαινόμενα με το αιτιολογικό ότι όλα τους ανήκουν και
υπάγονται στον χώρο έξω από το συνταγματικό τόξο. Η επιθετική βία του κράτους και του κεφαλαίου μέσα από τις μνημονιακές πολιτικές, η άμεση υλική βία είτε στρατιωτική είτε οικονομική
κατά των εργατών και των μεσαίων στρωμάτων, η πολιτική της εξαθλίωσης
και των χιλιάδων αυτοκτονιών ταυτίζεται με τις συλλογικές κινηματικές
πρακτικές αντίστασης και ανυπακοής από τους πληττόμενους της κρίσης. Ηθικό δίδαγμα : αν θέλετε να είστε «μη βίαιοι», δεχθείτε την δημοκρατία των πραξικοπημάτων, του νοσηρού κοινοβουλευτισμού αλά Σαμαρά και του καναπέ.
Όπως έχουμε ξανατονίσει αλλά και όπως πρόσφατα έχει
εύστοχα υποστηριχθεί (π.χ. από τον συνάδελφο Γιώργο Κατρούγκαλο), η
Αριστερά, χωρίς να έχει καμία λογική φετιχισμού της βίας ή αντιμετώπισής
της ως πανάκειας , γνωρίζει να ξεχωρίζει ανάμεσα α) στην
δομική βία του καπιταλισμού (που αντιστοιχεί στην αντίφαση ανάμεσα στις
δυνατότητες αυτοπραγμάτωσης κάθε ανθρώπου και στα πλαίσια που θέτει το
κοινωνικό σύστημα) αλλά και στην επιθετική βία των κρατούντων κατά των
κυριαρχούμενων και β) στις συλλογικές αντιστάσεις των
κυριαρχούμενων, ακόμη και αν αυτές φτάνουν στην ειρηνική πολιτική
ανυπακοή προς την αντιδραστική και αντιλαϊκή νομιμότητα (η οποία συχνά
βαφτίζεται και αυτή ποινικά ως βία) ή στην αναγκαία και αναλογική
αυτοάμυνα προς την «νόμιμη» κρατική βία ή και στην δια της βίας
προάσπιση του πολιτεύματος (άρθρο 120 παρ. 4 Σ) ή στην διάπραξη
παραβιάσεων σε βάρος ποινικών διατάξεων που είναι παράλογες και άδικες
(όπως η νομική απαγόρευση των καταλήψεων) – η αμυντική κοινωνική βία διαχωρίζεται
σαφώς και πάντοτε από την μειοψηφική «τρομοκρατική» βία.Επίσης, η
Αριστερά δεν έχει κανένα λόγο να αποκηρύξει συλλήβδην την συλλογική
πολιτική βία, η οποία υπήρξε αναγκαίο μέσο των μεγάλων αστικών και
σοσιαλιστικών επαναστάσεων του παρελθόντος (της Γαλλικής, της Ρώσικης,
της Αμερικάνικης του 1776, της Κινέζικης του 1946-1949 κλπ) και μπορεί
να αποτελέσει και διάσταση των ανατροπών του μέλλοντος. Αν σε αυτά συμφωνούμε, μπορούμε να κατανοήσουμε ότι η απαιτούμενη «γενική αποκήρυξη της βίας»
σημαίνει ουσιαστικά την αποδοχή του κρατικού και καπιταλιστικού
μονοπωλίου νόμιμης βίας, το οποίο ξεκινά από την αστυνομική και
στρατιωτική εσωτερική βία και φτάνει ως την διεξαγωγή των καπιταλιστικών
και ιμπεριαλιστικών επιθετικών ενόπλων συγκρούσεων. Αυτό το «νόμιμο»
μονοπώλιο βίας και τις βίαιες αιτίες που το γεννούν δεν είναι δυνατόν να
το συνυπογράφουμε παραμένοντας αριστεροί.