Οτιδήποτε άλλο κι αν είναι μια πόλη,
είναι την ίδια στιγμή ο τόπος που κατοικεί ένας συγκεντρωμένος πληθυσμός
φτωχών ανθρώπων, και στις περισσότερες περιπτώσεις, ο χώρος μιας
πολιτικής εξουσίας που επηρεάζει τις ζωές τους. Ιστορικά, ένα από τα
πράγματα που οι πληθυσμοί των πόλεων έκαναν γι’ αυτό, ήταν να
διαδηλώνουν, να κάνουν ταραχές ή εξεγέρσεις, ή να εξασκούν εν πάσει
περιπτώσει μια άμεση πίεση στις αρχές που συμβαίνει να δρουν στην
εμβέλειά τους. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για τους κατοίκους μιας πόλης
εάν η εξουσιαστική αρχή της πόλης είναι τοπική, ή αν σε άλλες
περιπτώσεις είναι ευρύτερη, εθνική, ή ακόμα και παγκόσμια. Ωστόσο, κάτι
που επηρεάζει τους υπολογισμούς τόσο των αρχών όσο και των πολιτικών
κινημάτων που θέλουν ν’ ανατρέψουν καθεστώτα, είναι εάν οι πόλεις είναι
πρωτεύουσες (ή -κάτι που έχει ανάλογη σημασία- ανεξάρτητες
πόλεις-κράτη), ή έδρες γιγαντιαίων εθνικών ή πολυεθνικών οργανισμών,
καθώς εάν είναι, οι αστικές ταραχές κι εξεγέρσεις μπορούν να πάρουν πολύ
πιο δυναμική τροπή απ’ ότι αν η αρχή της πόλης είναι απλά τοπική.
Το θέμα αυτού του άρθρου είναι το πώς η
δομή των πόλεων έχει επηρεάσει λαϊκά κινήματα αυτού του είδους, και
αντιστρόφως, τί επίδραση είχε ο φόβος τέτοιων κινημάτων στην αστική
πολεοδομία. Το πρώτο σημείο είναι πολύ πιο γενικό από το δεύτερο. Λαϊκές
ταραχές, εξεγέρσεις και διαδηλώσεις, είναι ένα σχεδόν παγκόσμιο
φαινόμενο των πόλεων, κι όπως ξέρουμε τώρα, συμβαίνει πλέον ακόμα και
στις πιο ευημερούσες μητροπόλεις του ανεπτυγμένου κόσμου. Από την άλλη, ο
φόβος τέτοιων επεισοδίων είναι αδιάλειπτος. Μπορεί να θεωρηθεί
δεδομένος, ως αναμφίβολη παράμετρος της ύπαρξης των πόλεων, με την μορφή
που είχε στις περισσότερες προ-βιομηχανικές πόλεις, ή με την μορφή των
αναταραχών που ξεσπούν περιοδικά και σβήνουν χωρίς να παράγουν κάποιο
σημαντικό αποτέλεσμα στη δομή της εξουσίας. Μπορεί να υποτιμηθεί, σε
περίπτωση που δεν υπάρχουν ταραχές ή εξεγέρσεις για ένα μεγάλο χρονικό
διάστημα, ή επειδή παρέχονται θεσμικές εναλλακτικές σ’ αυτές, όπως οι
μηχανισμοί της τοπικής αυτοδιοίκησης, οι εκλογές. Υπάρχουν άλλωστε,
πλέον, ελάχιστες διαρκώς ταραχώδεις πόλεις. Ακόμα και το Παλέρμο, που
πιθανώς κατέχει το πανευρωπαϊκό ρεκόρ με 12 εξεγέρσεις μεταξύ του 1512
και του 1866, μετρά μακροχρόνιες περιόδους που ο πληθυσμός του έμεινε
σχετικά ήσυχος. Απ’ την άλλη, απ’ τη στιγμή που οι αρχές θα πάρουν
απόφαση να μεταβάλλουν την πολεοδομική δομή λόγω της πολιτικής
νευρικότητας, τα αποτελέσματα είναι πιο πιθανό να είναι αισθητά και
μακροχρόνια, όπως οι λεωφόροι του Παρισιού.
Η αποτελεσματικότητα της ταραχής ή της
εξέγερσης εξαρτάται από τρεις όψεις του πολεοδομικού σχεδιασμού: πόσο
εύκολα μπορούν να κινητοποιηθούν οι φτωχοί, πόσο ευάλωττα απέναντί τους
είναι τα κέντρα εξουσίας, και πόσο εύκολα μπορούν να κατασταλλούν. Αυτές
καθορίζονται εν μέρει από κοινωνιολογικούς, πολεοδομικούς και
τεχνολογικούς παράγοντες, ωστόσο οι τρεις αυτοί δεν είναι πάντοτε
διακριτοί. Για παράδειγμα, η εμπειρία δείχνει ότι μεταξύ των μορφών των
αστικών συγκοινωνιών, τα τραμ, τόσο στην Καλκούττα όσο και στη
Βαρκελώνη, είναι εξαιρετικά βολικά για τους εξεγερμένους. Εν μέρει λόγω
μιας αύξησης των τιμών των εισητηρίων, που τείνει να επιρρεάζει
ταυτόχρονα όλους τους φτωχούς, αποτελούν έναν πολύ φυσικό καταλύτη της
αναταραχής, εν μέρει επειδή αυτά τα μεγάλα και προσδεδεμένα στην τροχιά
τους οχήματα, όταν καούν ή αναποδογυριστούν, μπορούν να μπλοκάρουν έναν
δρόμο και να διαταράξουν την κυκλοφορία πολύ εύκολα. Τα λεωφορία δε
φαίνεται να παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο στις ταραχές, ενώ οι υπόγειοι
συρμοί φαίνεται να είναι ολοκληρωτικά άσχετοι (εκτός απ’ την μεταφορά
των εξεγερμένων), τα αυτοκίνητα απ’ την μεριά τους, μπορούν να
χρησιμοποιηθούν κάλλιστα ως αυτοσχέδια εμπόδια ή οδοφράγματα, ωστόσο,
κρίνοντας απ’ τις πρόσφατες εμπειρίες του Παρισιού, χωρίς μεγάλη
αποτελεσματικότητα. Εδώ η διαφορά είναι καθαρά τεχνολογική.