Παρασκευή 7 Απριλίου, ώρα 18:00, αίθουσα Α008, Κτίριο Αβέρωφ, ΕΜΠ (Πατησίων)
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που έχουν επικρατήσει στην Ευρώπη και έχουν επιβληθεί από την ΕΕ ως ΤΙΝΑ, έχουν εφαρμοστεί στη χώρα μας τα τελευταία επτά χρόνια με την ακραία και καταστροφική μορφή των Μνημονίων, επιβάλλοντας συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης στον ελληνικό λαό. Οι μνημονιακές κυβερνήσεις, απλοί εντολοδόχοι των περίφημων «θεσμών», εργάζονται συστηματικά για την εμπέδωση εργασιακών σχέσεων μεσαιωνικού τύπου, την αναίρεση των δημοκρατικών μορφών και λειτουργίας της λαϊκής κυριαρχίας μέσα από την παγίωση της μετα-δημοκρατίας και την πλήρη εξαφάνιση οποιουδήποτε ίχνους κοινωνικού κράτους, και ειδικότερα της παροχής της υγείας και της παιδείας ως δημοσίων αγαθών.
Σε αυτές τις συνθήκες προϊούσας κρίσης-αποδιάρθρωσης της οικονομίας, τεράστιας ανεργίας, ιδιαίτερα για τους νέους, φτωχοποίησης και καταστροφής μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας, το Πανεπιστήμιο έχει οδηγηθεί σε διαρκή συρρίκνωση. Κύρια χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου είναι η δραματική μείωση της κρατικής χρηματοδότησης, η αποψίλωση του προσωπικού, ειδικότερα του διδακτικού, και η περικοπή των μισθών όλων των εργαζομένων στο Πανεπιστήμιο. Η καταλήστευση των διαθεσίμων με το PSI, σε συνδυασμό με την ανακατεύθυνση ευρωπαϊκών πόρων προς επιστημονικούς κλάδους που μπορούν να παράγουν «αγοραία» προϊόντα, οδηγούν τα Ιδρύματα σε οικονομικό μαρασμό. Η φοιτητική μέριμνα εξανεμίζεται, ενώ ακόμη και στοιχειώδεις λειτουργίες είτε δεν επιτελούνται είτε παραπέμπονται σε πακέτα «στήριξης» των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ ή/και στις δαπάνες των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας που λειτουργούν με πλήρη αδιαφάνεια. Με δεδομένο τον οικονομικό μαρασμό, εφαρμόζεται πλέον ο κανόνας του «όποιος φέρνει χρήμα παίρνει ενίσχυση».
Τα Μνημόνια προσφέρουν την «ευκαιρία» να παγιωθεί η πλήρης ένταξη του Πανεπιστημίου στο επιχειρηματικό και αυταρχικό πρότυπο, που άλλωστε χαρακτηρίζει το ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο από τη Συνθήκη της Μπολόνιας [1999] και μετά, με στόχο την εγκατάλειψη της κρατικής χρηματοδότησης, την αναζήτηση πόρων από την εμπορευματοποίηση της γνώσης και έρευνας και τον ασφυκτικό έλεγχο των οργάνων διοίκησης για την πειθαρχημένη εφαρμογή των σχετικών ευρωπαϊκών οδηγιών. Στη χώρα μας οι κεντροδεξιές κυβερνήσεις εφάρμοσαν απαρέγκλιτα τις παραπάνω πολιτικές. Μετά το 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με κορύφωση την τωρινή πολιτική του ΥΠΕΠΘ που διατηρεί τις κεντρικές ακραία νεοφιλελεύθερές κατευθύνσεις του νόμου «Διαμαντοπούλου», αποδεικνύεται ότι και στην περίπτωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εφαρμόζει με ευλάβεια τα Μνημόνια προσφέροντας τους αριστερή νομιμοποίηση. Επιτείνεται η εμπορευματοποίηση του Πανεπιστημίου τόσο μέσα από την εξάρτησή του από την εξωτερική χρηματοδότηση όσο και από την εκ των ένδον ιδιωτικοποίηση βασικών του λειτουργιών, ενώ υποβαθμίζονται η επιστημονική έρευνα και παραγωγή νέας γνώσης. Ταυτόχρονα, συρρικνώνονται οι βασικές συλλογικές και δημοκρατικές του λειτουργίες, κατακτήσεις χρόνιων αγώνων της πανεπιστημιακής κοινότητας, μέσα από την ολιγαρχική λειτουργία των μονοπρόσωπων οργάνων διοίκησης και την απάλειψη της φοιτητικής συμμετοχής. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προχωρά στη χρηματοδότηση των ΑΕΙ με δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ή άλλους διεθνείς οργανισμούς. Η συρρίκνωση των μελών ΔΕΠ, για παράδειγμα, αντιμετωπίζεται με την εμπέδωση των πλέον ευέλικτων και κακοπληρωμένων συνθηκών εργασίας για τους/τις νέους/ες διδάσκοντες/ουσες, που σε συνθήκες «γαλέρας» καλούνται να γεμίσουν τα εκπαιδευτικά κενά, κατασκευάζοντας έτσι ένα υπόδειγμα εργασίας όχι μόνο για τον δημόσιο τομέα αλλά και για το σύνολο της κοινωνίας. Με την υποκριτική από πλευράς ΥΠΕΠΘ διακήρυξη περί αξιοποίησης του νέου επιστημονικού δυναμικού για να αποφευχθεί, υποτίθεται, η διαρκής φυγή των νέων στο εξωτερικό, μέσα από την αξιοποίηση των ΕΣΠΑ, όσοι/ες νέοι/ες επιστήμονες παραμένουν στη χώρα μας καλούνται να εξοικειωθούν με την υποτέλεια, την οικονομική εξαθλίωση και την ψυχική ανασφάλεια, προφέροντας επί της ουσίας δωρεάν διδακτικές και ερευνητικές υπηρεσίες. Στην ίδια πολιτική εντάσσονται τα προγράμματα «απόκτησης ακαδημαϊκής εμπειρίας» του «νόμου Φίλη» όπου ενυπάρχει μια συστοιχία ζητημάτων όπως υποχρεωτική ασφάλιση (μπλοκάκι) για μισθό 2900 το εξάμηνο (ήτοι 250 ευρώ το μήνα) και παροχή διδακτικού/ερευνητικού έργου «με το κομμάτι».
Τέλος, η επικείμενη θεσμοθέτηση διδάκτρων στα μεταπτυχιακά, οικονομικό δέλεαρ στα μέλη ΔΕΠ για να συμπληρώσουν τις πενιχρές απολαβές τους, επισφραγίζει την πλήρη υποταγή της κυβέρνησης στην αγορά, ενώ αποτελεί μια σκληρή ταξική επιλογή της που στρέφεται ενάντια στις λαϊκές τάξεις. Τα πλατιά λαϊκά στρώματα στερούνται της πρόσβασης στη γνώση και ανατρέπεται έτσι ένα ιστορικό κεκτημένο που, από το 1950, χαρακτήριζε το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, δηλ. η προσβασιμότητά του στις λαϊκές τάξεις. Για τις τελευταίες προορίζονται προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης, εξού και η χρηματοδότηση της μαθητείας από την ΕΕ που, σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση της βασικής έρευνας στο Πανεπιστήμιο, στερεί τη χώρα από την ανάπτυξη εντείνοντας την εξαρτημένη θέση της εντός ΕΕ. Με ισχυροποιημένο τον ταξικό του χαρακτήρα, το Πανεπιστήμιο καλείται να εκπαιδεύσει νέους/ες επιστήμονες ικανούς/ές να καλύψουν τομείς σε ζήτηση σε χώρες της ΕΕ (διαρροή εγκεφάλων). Επόμενο είναι ότι σε ένα τέτοιο Πανεπιστήμιο υποβαθμίζονται οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, στις οποίες την τελευταία 40ετία συχνά καλλιεργήθηκαν κριτικές απόψεις και θεωρήσεις.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες το ερώτημα που τίθεται επιτακτικά είναι:
ΕΜΕΙΣ, όσοι/ες εξακολουθούμε να αγωνιζόμαστε καθημερινά μέσα στο Πανεπιστήμιο μαζί με τους/τις φοιτητές/τριες μας, ώστε να διατηρήσουμε ζωντανή την κριτική σκέψη και τον αναστοχασμό, μεταφέροντας υψηλού επιπέδου γνώσεις,
ΕΜΕΙΣ, που αντιστεκόμαστε, μέσα σε αντίξοες συνθήκες, στην εμπορευματοποίηση της έρευνας και την ιδιωτικοποίηση των Πανεπιστημίων,
ΕΜΕΙΣ, που θέλουμε να έχουν οι φοιτητές/τριες μας δωρεάν πρόσβαση σε προπτυχιακό αλλά και σε μεταπτυχιακό επίπεδο, γνωρίζοντας ότι η ολόπλευρη οικονομική στήριξη της Παιδείας αποτελεί συνταγματική υποχρέωση της Πολιτείας,
ΕΜΕΙΣ, που πιστεύουμε ότι αποτελεί ακαδημαϊκό και κοινωνικό μας χρέος να συμβάλλουμε με όλες μας τις δυνάμεις στη διαμόρφωση μιας άλλης προοπτικής για τη νεολαία, το Πανεπιστήμιο και τη χώρα,
ΕΜΕΙΣ, που πιστεύουμε ότι η δημοκρατική, πλήρως αντιπροσωπευτική συμμετοχική λειτουργία των Πανεπιστημίων σε επίπεδο διοίκησης είναι βασική προϋπόθεση για την πρόοδό του,
ΕΜΕΙΣ, που θέλουμε να σταματήσει η μετανάστευση των νέων επιστημόνων, στην εκπαίδευση και στην αξιοποίηση των οποίων επένδυσε ο ελληνικός λαός στη χώρα μας,
ΕΜΕΙΣ, που θέλουμε να μπει τέλος στις μνημονιακές πολιτικές που εξαθλιώνουν τον ελληνικό λαό,
ΕΜΕΙΣ, που ως εκ της θέσης μας, ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ,
ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΑΔΡΑΝΕΙΣ;
Πιστεύοντας ότι «ΕΜΕΙΣ» δεν είμαστε λίγοι/ες,
απευθυνόμαστε σε κάθε πανεπιστημιακό, κάθε βαθμίδας και επιστημονικού αντικειμένου, σε κάθε μέλος ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ, στους διοικητικούς, στους/στις υπό εκμετάλλευση διδάκτορες, στους/στις άνεργους διδάκτορες, στους/στις φοιτητές/τριες, να υψώσουμε μαζί μια φωνή διαμαρτυρίας, να ενημερώσουμε τον ελληνικό λαό για τις επιπτώσεις αυτών των πολιτικών για το μέλλον των παιδιών τους αλλά και της χώρας.
Πρωτοβουλία Αγώνα ενάντια στη διάλυση και ιδιωτικοποίηση του Πανεπιστημίου