Τέμπη (AP)
Σε πλήρη γνώση και του Μεγάρου Μαξίμου φαίνεται ότι ήταν η κατάσταση του ελληνικού
σιδηροδρόμου και οι στρεβλώσεις στη λειτουργία και τη διοίκησή του ήδη από το καλοκαίρι του 2020, περίπου τρία χρόνια πριν τη σιδηροδρομική
τραγωδία των
Τεμπών, η οποία κόστισε τη ζωή σε 57 ανθρώπους.
Αυτό προκύπτει από την εμπιστευτική επιστολή που είχε στείλει στον Πρωθυπουργό,
Κυριάκο Μητσοτάκη ο πρώην πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του
ΟΣΕ, Κώστας Σπηλιόπουλος, ο οποίος ελάχιστες ημέρες μετά είχε υποβάλει την παραίτησή του, αφήνοντας ήδη από τότε σαφείς αιχμές για τη μηδενική συνεργασία με την ηγεσία του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών εκείνη την εποχή και τον υπουργό, Κώστα Καραμανλή.
Καταγγέλλει απαράδεκτες μεθοδεύσεις
Ο κ. Σπηλιόπουλος, στην επιστολή του, τμήματα της οποίας έδωσε στη δημοσιότητα με αφορμή την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του από τον εφέτη ανακριτή που διερευνά την τραγωδία των Τεμπών, κάνει λόγο για «δύσοσμες υποθέσεις, κομματικοποίηση, και πλήρη αδρανοποίηση των λειτουργιών της εταιρείας», αλλά και για «απαράδεκτες μεθοδεύσεις» εναντίον του καταγγέλλοντας πως όλα αυτά ήταν γνωστά στο αρμόδιο υπουργείο.
Ταυτοχρόνως από την επιστολή προκύπτει ότι για το ζήτημα των προβλημάτων στον σιδηρόδρομο ο ίδιος είχε ενημερώσει εκείνη την περίοδο και τον τότε διευθυντή του πρωθυπουργικού γραφείου, Γρηγόρη Δημητριάδη.
Τι αναφέρει η επιστολή στον πρωθυπουργό
Συγκεκριμένα, ο πρώην επικεφαλής του ΟΣΕ (ο οποίος στο παρελθόν είχε διατελέσει και επικεφαλής της ΕΡΓΟΣΕ αναφέρει στην επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό: «Φαίνεται όμως ότι η προσπάθεια που κάνουμε ενοχλεί τις υπάρχουσες δομές όπως λειτουργούσαν και τα διάφορα συμφέροντα που βρίσκουν ευήκοα ώτα στους διαδρόμους του Υπουργείου. Ο Υπουργός παρά τα επίμονα αιτήματα μου ποτέ δεν με δέχθηκε για συνεργασία και ενημερώσεις. Αντίθετα με διάφορους τρόπους υπονομεύει την προσπάθεια μου και την παρουσία μου.
Φαίνεται ότι χάλασε η συνταγή και διαψεύστηκαν οι προσδοκίες ορισμένων.
Οι λόγοι που συμβαίνουν αυτά είναι σε μένα απολύτως καθαροί και τους έχω αναφέρει στον κ. Δημητριάδη, θέλουν διοίκηση απόλυτα υποταγμένη στους δικούς τους σχεδιασμούς και αυτά δυστυχώς είναι σε γνώση του Υπουργού».
Στην ίδια επιστολή ο κ. Σπηλιόπουλος που βρέθηκε στο τιμόνι του Οργανισμού για διάστημα 7 μηνών, από τις αρχές Νοεμβρίου του 2019 έως τις 3 Ιουνίου του 2020 οπότε και είχε υποβάλει την παραίτηση του, επεσήμαινε ακόμα ότι «ο ΟΣΕ και ο σιδηρόδρομος δεν χωρούν δυσλειτουργίες, καθυστερήσεις, συνδικαλιστικούς και κομματικούς ανταγωνισμούς και κυρίως αδιαφάνεια και παλαιοκομματικές μεθοδεύσεις. Αντίθετα χρειάζονται ανασυγκρότηση, ταχύτητα εκσυγχρονισμό και γρήγορη προσαρμογή στις νέες ευρωπαϊκές απαιτήσεις. Θεωρώ ότι έχω ευθύνη απέναντι σας και γι’ αυτό πρέπει να σας ενημερώσω».
Κλείνοντας την επιστολή ανέφερε πως η ευθύνη που απορρέει από τη θέση, την οποία κατείχε ήταν μεγάλη και ως εκ τούτου «δεν μου επιτρέπεται να αποδεχθώ τέτοιου είδους προσβολές και μεθοδεύσεις». Ρωτούσε μάλιστα τον Πρωθυπουργό εάν πρέπει να συνεχίσει στη θέση του Προέδρου & Διευθύνοντος Συμβούλου του ΟΣΕ και αν είναι ισχυρή η σχέση εμπιστοσύνης και συνεργασίας που είχαν αναπτύξει.
«Αν η απάντηση είναι θετική ζητώ:την στήριξη στο πρόσωπο μου
αλλαγή των μελών του Δ.Σ. με άτομα της δικής σας απολύτου εμπιστοσύνης
την αυστηρή αξιολόγηση της θητείας μου στον ΟΣΕ μετά από έναν (1) χρόνο
την επίσκεψη σας στον ΟΣΕ, αν είναι δυνατόν, που θα σηματοδοτήσει μια νέα εποχή για τον σιδηρόδρομο στην Ελλάδα και την ανασυγκρότηση και εξυγίανση του ΟΣΕ».
Η δίωξη στον Σπηλιόπουλο
Σήμερα έξι μήνες μετά το χειρότερο δυστύχημα στη σιδηροδρομική ιστορία της Ελλάδας, είναι πλέον γνωστό στο σύνολο της κοινής γνώμης ότι ο σιδηρόδρομος λειτουργούσε για χρόνια χωρίς τα απαραίτητα συστήματα ασφαλείας, τα οποία θα είχαν αποτρέψει την τραγωδία. Η σύμβαση 717, η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ στερούσε τις συνθήκες ασφαλείας σε επιβάτες και εργαζομένους του σιδηροδρόμου κι αυτό δεν ήταν άγνωστο ούτε στο υπουργείο, ούτε και στις διοικήσεις των φορέων. Αλλωστε πλέον το σύνολο των πορισμάτων για την τραγωδία των Τεμπών καταλήγουν σε ένα βασικό συμπέρασμα: στην εικόνα απόλυτης διάλυσης του σιδηροδρόμου και την απουσία κρίσιμων συστημάτων ασφαλείας, τα οποία, εάν λειτουργούσαν, θα είχαν αποτρέψει το δυστύχημα.
Η απόδοση των ευθυνών για την απουσία αυτών των συστημάτων, αποτελούν και έναν από τους λόγους της ποινικής δίωξης που άσκησε ο εφέτης ανακριτής που έχει αναλάβει τη διερεύνηση της τραγωδίας των Τεμπών, σε τέσσερα πρώην στελέχη του ΟΣΕ, ένα εκ των οποίων είναι και ο κ. Σπηλιόπουλος. Οι διώξεις αφορούν δύο πρώην προέδρους και διευθύνοντες σύμβουλους του ΟΣΕ, έναν πρώην διευθύνοντα σύμβουλο και ένα εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΣΕ. Οι τέσσερεις κατηγορούνται για το κακούργημα της διατάραξης ασφάλειας των συγκοινωνιών και για τα πλημμελήματα της ανθρωποκτονίας, της βαριάς σωματικής βλάβης και ελαφράς σωματικής βλάβης από αμέλεια κατά συρροή.
Οι διώξεις σχετίζονται και με τη μη διασφάλιση συντήρησης των συστημάτων ασφαλείας, όπως το ψηφιακό σύστημα επικοινωνίας GSM-R και το συστήματα σηματοδότησης.
Το «Εθνος» επικοινώνησε με τον πρώην επικεφαλής του ΟΣΕ, ο οποίος όμως δε θέλησε να πει τίποτα περισσότερο. Σημείωσε, πάντως, ότι ολόκληρη η επιστολή θα κατατεθεί σε όποια αρχή τη ζητήσει
Ολόκληρη η ανάρτηση του Κώστα Σπηλιόπουλου με τμήματα της επιστολής στον Πρωθυπουργό
«Με αφορμή τα τελευταία δημοσιεύματα νιώθω την υποχρέωση και την προσωπική ανάγκη να ενημερώσω για την στάση μου απέναντι στα σοβαρά προβλήματα του ΟΣΕ κατά τη διάρκεια της ολιγόμηνης θητείας μου ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του οργανισμού.
Ανέλαβα τη θέση αρχές Νοεμβρίου του 2019 και υπέβαλα την παραίτηση μου στις 3 Ιουνίου του 2020. Στις 28 Μαΐου του 2020 γνωρίζοντας πια καλά τις παθογένειες και τις αγκυλώσεις του οργανισμού, απευθύνθηκα στον Πρωθυπουργό με εμπιστευτική επιστολή. Δημοσιοποιώ κάποια αποσπάσματα της μακροσκελούς και λεπτομερούς επιστολής μου.
Αναφερόμενος στους λόγους που μου επέβαλαν να απευθυνθώ σε αυτόν (τον Πρωθυπουργό), τονίζω:
“Ο ΟΣΕ και ο σιδηρόδρομος δεν χωρούν δυσλειτουργίες, καθυστερήσεις, συνδικαλιστικούς και κομματικούς ανταγωνισμούς και κυρίως αδιαφάνεια και παλαιοκομματικές μεθοδεύσεις. Αντίθετα χρειάζονται ανασυγκρότηση, ταχύτητα εκσυγχρονισμό και γρήγορη προσαρμογή στις νέες ευρωπαϊκές απαιτήσεις. Θεωρώ ότι έχω ευθύνη απέναντι σας και γι’ αυτό πρέπει να σας ενημερώσω.
Η διαδρομή μου και η αξιοπρέπεια μου στην 30χρονη πολιτική μου διαδρομή είναι η σημαντικότερη περιουσία μου και δεν μπορώ να την ακυρώσω αποδεχόμενος απαράδεκτες μεθοδεύσεις εις βάρος μου. Είναι μία διαδρομή που λογοδοτεί βασανιστικά στη συνείδηση μου και ταλανίζεται από την ατομική ευθύνη.”
Περιγράφοντας αυτά που καταφέραμε στους 7 μήνες της θητείας μου, επισήμανα τα εξής:
“Διαχειριστήκαμε αποτελεσματικά και με πλήρη διαφάνεια μια δύσκολη κατάσταση που βρήκαμε. Με δύσοσμες υποθέσεις, κομματικοποίηση, και πλήρη αδρανοποίηση των λειτουργιών της εταιρείας.
- Προετοιμάσαμε παρεμβάσεις αναβάθμισης της σιδηροδρομικής υποδομής και κυρίως την συστηματική συντήρηση αυτής, κάτι που δεν υπήρξε ποτέ μέχρι σήμερα. Στόχος μας είναι ο σύγχρονος σιδηρόδρομος με ικανότητα και ετοιμότητα για να εξυπηρετήσει τις αυξημένες απαιτήσεις που δημιουργούνται.
- Η διαδρομή Αθήνα - Θεσσαλονίκης τέλος του 2020 θα γίνεται σε (3.30) τρεισήμισι ώρες και την επόμενη χρονιά (εφόσον ολοκληρώσει και η ΕΡΓΟΣΕ τα έργα σηματοδότησης) θα γίνεται σε (3) τρεις περίπου ώρες.
- Ανασυγκροτούμε τον οργανισμό με διαφάνεια ώστε να έχουμε γρήγορα αποτελέσματα και λειτουργία ενός σύγχρονου δημόσιου οργανισμού.”
Και συνεχίζω.
“Φαίνεται όμως ότι η προσπάθεια που κάνουμε ενοχλεί τις υπάρχουσες δομές όπως λειτουργούσαν και τα διάφορα συμφέροντα που βρίσκουν ευήκοα ώτα στους διαδρόμους του Υπουργείου. Ο Υπουργός παρά τα επίμονα αιτήματα μου ποτέ δεν με δέχθηκε για συνεργασία και ενημερώσεις. Αντίθετα με διάφορους τρόπους υπονομεύει την προσπάθεια μου και την παρουσία μου.
Φαίνεται ότι χάλασε η συνταγή και διαψεύστηκαν οι προσδοκίες ορισμένων.
Οι λόγοι που συμβαίνουν αυτά είναι σε μένα απολύτως καθαροί και τους έχω αναφέρει στον κ. Δημητριάδη, θέλουν διοίκηση απόλυτα υποταγμένη στους δικούς τους σχεδιασμούς και αυτά δυστυχώς είναι σε γνώση του Υπουργού.”
Κλείνοντας την επιστολή μου τονίζω.
“Κύριε Πρωθυπουργέ.
Έχω μεγάλη ευθύνη για τη θέση που μου εμπιστευτήκατε και επειδή δεν μου επιτρέπεται να αποδεχθώ τέτοιου είδους προσβολές και μεθοδεύσεις θέλω να σας ρωτήσω με απόλυτη ειλικρίνεια.
Πιστεύετε ότι μπορώ και πρέπει να συνεχίσω στη θέση του Προέδρου & Διευθύνοντος Συμβούλου του ΟΣΕ;
Είναι ισχυρή η σχέση εμπιστοσύνης και συνεργασίας που είχαμε αναπτύξει;
Αν η απάντηση είναι θετική ζητώ:
- την στήριξη στο πρόσωπο μου
- αλλαγή των μελών του Δ.Σ. με άτομα της δικής σας απολύτου εμπιστοσύνης
- την αυστηρή αξιολόγηση της θητείας μου στον ΟΣΕ μετά από έναν (1) χρόνο
- την επίσκεψη σας στον ΟΣΕ, αν είναι δυνατόν, που θα σηματοδοτήσει μια νέα εποχή για τον σιδηρόδρομο στην Ελλάδα και την ανασυγκρότηση και εξυγίανση του ΟΣΕ.
Αν η απάντηση είναι αρνητική σας παρακαλώ ενημερώστε με αρμοδίως για να λύσουμε ένα πρόβλημα που με ταλαιπωρεί αφάνταστα, όσο καμία άλλη φορά στην πολιτική μου διαδρομή.
Και βεβαίως για να αναλάβουν άλλοι τις ευθύνες και τις τύχες του πολύπαθου ΟΣΕ.”
Μετά από πέντε μέρες, στις 3 Ιουνίου, υπέβαλα την παραίτηση μου η οποία και έγινε αποδεκτή.
Η ειλικρίνεια, η καθαρότητα και η υπευθυνότητα ήταν και είναι τα χαρακτηριστικά της πολιτικής μου διαδρομής. Αθόρυβα αλλά με αποφασιστικότητα πορεύτηκα και πορεύομαι για το συμφέρον του πολίτη. Κινούμαι πάντα στο φως χωρίς υπόγειες διαδρομές και αυτό το πνεύμα θέλω να φέρω στον δήμο της Αιγιαλείας»