Του Νικόλαου Μιτζάλη* από την ΕφΣυν
Ο Λεφέμπρ[1] το είχε αντιληφθεί αλλά και διατυπώσει μοναδικά εδώ και
δεκαετίες: Η ετεροτοπία των χώρων και πρακτικών της πόλης βρίσκεται σε
διαρκή ένταση με την ισοτοπία της χωρικής ευταξίας τής εξουσίας. Οι
ετεροτοπίες, ως παρεκκλίσεις της κανονικότητας που το κράτος επιβάλλει
-κυρίως για την εύρυθμη λειτουργία των καπιταλιστικών σχέσεων και
συσχετισμών-, συγκροτούν χώρους ανομίας που τελικά συνήθως ανακτώνται
από την εξουσία. Και αυτό γιατί ό,τι είναι διαφορετικό στις κυρίαρχες
πρακτικές είναι αυτομάτως ανατρεπτικό, ή δυνάμει ανατρεπτικό, για αυτές.
Οι ετεροτοπίες, για τους μη μυημένους, είναι χώροι του έτερου, της
διαφορετικότητας, εναλλακτικοί χώροι και τόποι έκφρασης, δημιουργίας,
κουλτούρας, αλλά και κατοίκησης.
Ετεροτοπία μπορεί να είναι ένα αστικό κενό που μετατρέπεται λ.χ. σε
πίστα πατινάζ (βλ. ταινία «Paranoid Park») εκπληρώνοντας μια
συγκεκριμένη ανάγκη ατομικοτήτων και συλλογικοτήτων, ετεροτοπία μπορεί
να είναι και μια κατάληψη ενός εγκαταλειμμένου κτιρίου και η μετατροπή
του σε αυτοοργανωμένο χώρο ελεύθερης και εναλλακτικής έκφρασης (Αγορά
Κυψέλης, Βίλα Αμαλίας κ.λπ.).
Η ετεροτοπία είναι μια διεκδίκηση του δικαιώματος στην πόλη, μια
δήλωση και μια απόδειξη ότι είναι εφικτή μια διαφορετική χωρική
προσέγγιση στον μονόδρομο που θέλει ο νεοφιλελευθερισμός να επιβάλει. Η
εμπειρία που ξεκίνησε το 1975-77 και κρατά μέχρι και σήμερα στην Ιταλία,
με τα δεκάδες κατειλημμένα, αντιιεραρχικά, κοινωνικά κέντρα, όπου
βρήκαν χώρο συνελεύσεις γειτονιάς, θεατρικές ομάδες, συλλογικοί παιδικοί
σταθμοί και βιβλιοθήκες, κέντρα απεξάρτησης και εναλλακτικές αγορές,
ήταν μια πολιτική και κοινωνική απάντηση «από τα κάτω» στη λαίλαπα του
νεοφασισμού και στη μη αντιπροσώπευση των θεσμών.
Η επίθεση των τελευταίων μηνών από το κράτος σε ελεύθερους
κοινωνικούς χώρους, δηλαδή σε αμφισβητούμενους και εναλλακτικούς χώρους,
με αποκορύφωση την πρόσφατη ταυτόχρονη σφράγιση των τριών κατειλημμένων
χώρων της Πάτρας (Παράρτημα, Μαραγκοπούλειο, στέκι ΤΕΙ), όχι μόνο
επαληθεύει τον Λεφέμπρ ή τον Χάρβεϊ, αλλά και καταδεικνύει την αδυναμία
της εξουσίας, η οποία δεν μπορεί να ανεχτεί την οπτικοποίηση μιας
διαφορετικής κουλτούρας/ταυτότητας που εκφράζει η εικόνα ενός
κατειλημμένου κτιρίου. Πόσο μάλλον όταν στους χώρους του γίνονται χωρίς
αντίτιμο προβολές διαφορετικών ταινιών από εκείνες της τηλεόρασης,
θεατρικές παραστάσεις και εκθέσεις νέων δημιουργών, συζητήσεις, μαθήματα
και συλλογικές κουζίνες και ιδιαίτερα εκδηλώσεις αλληλεγγύης για το
περιβάλλον και για αγώνες άλλων κοινωνικών ομάδων (Κερατέα, Σκουριές,
ΒΙΟΜΕ, μεταναστευτικό κ.λπ.).
Οι ελεύθεροι κοινωνικοί χώροι είναι κοινωνικά προϊόντα συλλογικοτήτων
και διαμορφωμένων συντροφικοτήτων -που σημειωτέον ποτέ δεν ενόχλησαν
την όποια γειτονιά ή εμπόδισαν κάποιον να συμμετάσχει στις εκδηλώσεις
τους-, παράγωγα υποκειμένων αποκλεισμένων και εκτοπισμένων από την
κυρίαρχη κουλτούρα και πρακτική.
Η τελευταία, ιδιαίτερα όταν αντιμετωπίζει ευρεία κρίση, δεν επιτρέπει
να διαμορφώνονται υποκουλτούρες αντίστασης και αντιπληροφόρησης και
προσπαθεί διακαώς να διευρύνει το κυριαρχικό και αδιαμφισβήτητο πεδίο
κυριαρχίας της. Με άλλα λόγια, δεν επιτρέπει τη συγκρότηση δημιουργικής
αυτονομίας υποκειμένων, απλά γιατί κυρίως από αυτά θα πηγάσει η
μελλοντική ανατροπή της που θα συμπαρασύρει τα όποια διαπλεκόμενα
συμφέροντα κοινωνικής και οικονομικής εκμετάλλευσης τη στηρίζουν. Ετσι,
προσπαθεί αρχικά να απονοηματοδοτήσει τη σημασία των ελεύθερων
κοινωνικών κέντρων με ολιγόνοες και παντελώς άδικες επιθέσεις
προπαγανδιστικού τύπου (δήθεν φθορές κτιρίων, κέντρα διακίνησης
ναρκωτικών ουσιών κ.λπ.). Δευτερευόντως, αναλαμβάνει ο «ορθοπεδικός»
μηχανισμός του κράτους, για να θυμηθούμε τον Αμορός [2], ο οποίος,
ασκώντας τη συντριπτική υπεροχή του, μπορεί ανά πάσα στιγμή να συνεχίσει
τη βίαιη προλεταριοποίηση του αστεακού περιβάλλοντος και να επαναφέρει
τις όποιες «αρρυθμίες» της ολοκληρωτικής πόλης.
Μονάχα όμως σε οπτικό επίπεδο, γιατί οι κοινωνικές αντιστάσεις δεν
διαμορφώνονται από τα κτίρια ή τα υλικά πράγματα, αλλά από τις σχέσεις,
την αλληλεγγύη, τη διατήρηση της αξιοπρέπειας, την αποσκίρτηση από τον
κόσμο του εμπορεύματος και κυρίως από την προσωπική μεταβολή του
καθενός. Αυτή η μεταβολή και η συνεπακόλουθη κοινωνική πράξη, όταν «οι
άνθρωποι φοβηθούν λιγότερο να ζήσουν παρά να πεθάνουν», δεν μπορεί να
«σφραγιστεί» από κανέναν τσιμεντένιο τοίχο ούτε να δια-κοπεί από κανέναν
τροχό.
* Δρ Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ
[1] H. Lefebvre, 1970, La Révolution Urbaine, Gallimard
[2] Miguel Amorόs, 2013, Η ολοκληρωτική πόλη, Εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα, σ. 17