Με αφορμή την επίθεση του βουλευτή της Χρυσής Αυγής, Ηλία Κασιδιάρη, εναντίον της Λιάνας Κανέλλη και της Ρένας Δούρου σε τηλεοπτικό στούντιο, ξεκίνησε πάλι η συζήτηση για τη βία. Η συζήτηση για τη βία είναι υποκριτική, αποσπασματική, ρηχή και βλακώδης. Όταν συζητούν για τη βία άνθρωποι που έχουν προσωπική φρουρά, η συζήτηση αυτή δεν έχει κανένα νόημα. Θα ήταν προτιμότερο να συζητήσουν για τους λόγους που έχουν σωματοφύλακες. Και μοιραία -αν μπορούσαν να είναι ειλικρινείς-, η συζήτηση θα κατέληγε στις ενοχές. Τις δικές τους ενοχές. Που κρύβουν πολλή βία. Σε βάρος της κοινωνίας.
Είναι γελοίο να ανακαλύπτεις τη βία επειδή εκδηλώθηκε μέσα σε ένα τηλεοπτικό στούντιο, ενώ κάνεις γαργάρα το γεγονός ότι κάθε βράδυ, στους δρόμους της Αθήνας, δεκάδες συνάνθρωποί μας πέφτουν θύματα της βίας που γνώρισε η Λιάνα Κανέλλη από τον βουλευτή της Χρυσής Αυγής αλλά με πολύ πιο άγριο τρόπο.
Επίσης, δεν δικαιούσαι να ομιλείς για τη βία, όταν επικροτούσες την αστυνομική βία στο Σύνταγμα, στις πορείες και στις διαδηλώσεις.
Και μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου, πληροφορηθήκαμε και επίσημα αυτό που υποψιαζόμασταν: οι αστυνομικοί ψηφίζουν Χρυσή Αυγή. Είναι χρυσαυγίτες με στολή. Και αυτοί οι χρυσαυγίτες φυλάνε το καθεστώς. Όπως και οι άλλοι.
Στις εκλογές της 6ης Μαΐου, πληροφορηθήκαμε -αν και εμείς το ξέραμε- και κάτι άλλο: επί δυόμισι χρόνια, οι κυβερνητικές αποφάσεις ήταν σε απόλυτη αντίθεση με τη βούληση της πλειοψηφίας των πολιτών. Η δημοκρατία είχε καταλυθεί.
Όποιος επιθυμεί μια ειλικρινή συζήτηση για τη βία οφείλει να ξεκινήσει από την κρατική βία. Σωματική, πολιτική και οικονομική. Αυτή η βία γεννάει τη βία στην κοινωνία.
Καταλαβαίνω πως το καθεστώς επιθυμεί να σου γαμάει τη ζωή, να σε εξαθλιώνει και εσύ να κάθεσαι παθητικά να το απολαμβάνεις. Κάποιοι θα κάτσουν, κάποιοι άλλοι όχι.
Όσο οι άνθρωποι που χρεοκόπησαν και ξέσκισαν τη χώρα θα παραμένουν στις θέσεις τους, η βία θα φουντώνει. Δεν θέλει και πολύ μυαλό.
Η βία που ενοχλεί τους κυβερνώντες είναι αυτή που στρέφεται εναντίον τους. Η βία κατά των Ελλήνων πολιτών και των μεταναστών δεν τους ενοχλεί καθόλου. Άλλωστε, αυτοί κρύβονται από πίσω της. Αυτοί την προκαλούν.
Η συζήτηση για τη βία είναι εκτός τόπου και χρόνου. Η μόνη συζήτηση που έχει νόημα αυτή τη στιγμή είναι η συζήτηση για τη Δικαιοσύνη. Αλλά ποιος να την κάνει; Αυτοί που έκαναν Δικαιοσύνη τα συμφέροντά τους σε βάρος της χώρας και των πολιτών; Μα αυτή η πολιτική και οικονομική ελίτ θα έπρεπε να βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Το έγραψα, το ξαναέγραψα και το ξαναγράφω: Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι η χρεοκοπία, το Μνημόνιο, το ευρώ ή η δραχμή. Το πρόβλημα της χώρας είναι η παντελής απουσία της Δικαιοσύνης.
Με λιγότερα χρήματα μπορούμε να ζήσουμε. Χωρίς Δικαιοσύνη, είμαστε τελειωμένοι. Καταδικασμένοι.
Παρασυρθήκαμε από τις ατελείωτες αναλύσεις για τα Μνημόνια και το ευρώ, και ξεχάσαμε τη Δημοκρατία. Αλλά η Δημοκρατία δεν μας ξέχασε.
Μας χτυπάνε στο δρόμο, εξαθλιώνουν τις ζωές μας. Το ξύλο που μας έριξαν θα το βρουν στην κάλπη. Δείρτε τους αλύπητα.
(Όσοι καταδικάζουν τη βία -έτσι ανέμελα, γενικά και αόριστα-, ας μελετήσουν λίγο πρώτα την παγκόσμια ιστορία. Τότε, θα συνειδητοποιήσουν πως το «καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» είναι ανιστόρητο και ανόητο, και ίσως σταματήσουν να λένε αρλούμπες.)
(Δεν ζούμε τίποτα καινούργιο ή πρωτόγνωρο. Όποιος θέλει να μάθει τι συμβαίνει, όταν ένας λαός προσπαθεί να πάρει την τύχη του στα χέρια του, ας διαβάσει το βιβλίο του Γιάννη Κάτρη «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα 1960-1970″. Το διάβασα σε ηλικία 13 ετών επειδή επέμενε να το διαβάσουμε ο πατέρας μιας παιδικής μου φίλης. Κύριε Γιάννη, όπου κι αν είστε, σας αγαπάω.)