Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΕΛΑΝΤΗ* από εδώ
Αν δεν υπάρξει κινητοποίηση των «κινημάτων βάσης» και ιδίως του εργατικού κινήματος, η φυσιολογική και εμμενής ροπή είναι η προσαρμογή προς την κυρίαρχη αστική γραμμή. Συνεπώς, χρειάζεται μια πολιτική γραμμή ανεξαρτησίας του αριστερού κυβερνητικού κόμματος από το αστικό κράτος.
1. ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Το γεγονός ότι η Αριστερά νίκησε θεαματικά και ανακουφιστικά στις
εκλογές δεν σημαίνει μια επανάληψη του 1981 ως φάρσας. Αυτό, συνήθως,
το λέμε για να δηλώσουμε ότι πάμε προς κάτι το πολύ καλύτερο από το
1981. Πως το αφήνουμε με βεβαιότητα πίσω μας, πως το υπερβαίνουμε
θετικά. Όμως, στην πραγματικότητα έχει παρέλθει μια βιολογική γενιά
ολόκληρη από τότε και μαζί με αυτήν έχουν παρέλθει ή έστω υποχωρήσει και
ορισμένες θετικές αξίες της νεωτερικότητας και του κόσμου του
Διαφωτισμού, οι οποίες επεβίωναν ακόμη το 1981 στην
Ελλάδα και διεθνώς ισχυρότερα από σήμερα: η αλληλεγγύη, το φιλότιμο, η
διαμόρφωση μιας σχετικά ενιαίας και συνεκτικής δημόσιας σφαίρας, η
σχετική πρόταξη του συλλογικού έναντι του ατομικού, η κεντρικότητα της
ταξικής αντίθεσης (έστω κι αν τότε μεταμφιεζόταν ως αντίθεση «προνομιούχων και μη προνομιούχων»
), η αναφορά σε καθολικές έννοιες και προτάγματα, η οποία σήμερα έχει
διασπασθεί στον μεταμοντέρνο αστερισμό των πολλαπλών ισοδύναμων
ταυτοτήτων και αντιθέσεων –αντιθέσεων υπαρκτών και σημαντικών αλλά μη
εύκολα αναγόμενων και συντιθέμενων πια στην αναγκαία συνολική και
καθολική «αφήγηση» (άνδρες/γυναίκες, ντόπιοι/μετανάστες, «ομαλοί» και «παρεκκλίνοντες»
σεξουαλικά, πολλαπλά επικοινωνιακά και ταυτοτικά δίκτυα που αφορούν από
την πολιτιστική ταυτότητα και τη «μεταρρύθμιση» ως τη δήθεν
«επαναστατικότητα», πολλή τηλεόραση και επικοινωνιακή στρατηγική από
«δεξιούς» και «αριστερούς», επικοινωνία όχι άμεση αλλά μέσα από το
Ίντερνετ και τα social media, περισσή υποκρισία και κυριαρχία της
εικόνας, κοινωνία του θεάματος κατά τις ορθές παλαιότερες εκτιμήσεις του
Γκι Ντεμπόρ, συμβολισμοί του παρελθόντος που συγκαλύπτουν ή
διαστρεβλώνουν το παρόν κ.π.ά.). Η ηθική πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας
είναι πολύ δεινότερη από εκείνη του 1981, καθώς δεν έχουν υποχωρήσει
μόνο τα οικονομικά μεγέθη αλλά κυρίως διά του πασοκικού οδοστρωτήρα έχει
τρωθεί σημαντικά η πολιτισμική ταυτότητα της μισθωτής εργασίας αλλά και
της ελληνικής κοινωνίας γενικότερα: από την εργατική αριστοκρατία ως
την ιδεολογία του δάνειου πλουτισμού και τη συνειδησιακή διαίρεση της
εργατικής τάξης και από τη διαχείριση του (αν)ύπαρκτου πλούτου στη διαχείριση της φτώχειας.
Αυτές οι πολιτισμικές και κοινωνικές μεταβολές είναι, παρά την
επικυριαρχία πάντοτε της πάλης των τάξεων σε τελική ανάλυση και
καθορισμό, πολύ σημαντικές και κρίσιμες. Οι λόγοι και οι πρακτικές των
πολιτικών κομμάτων αλλά και των ίδιων των κοινωνικών υποκειμένων πρέπει
να αναγνωσθούν στα πλαίσια μιας «διπλής γλώσσας», μιας γλώσσας που
άλλοτε εκθέτει την πραγματικότητα και την αποκαλύπτει και άλλοτε
διαμορφώνει μια απολύτως «εικονική» πραγματικότητα και παγιώνει την
κοινωνική συνείδηση πάνω στο ψέμα, πάνω στη virtual και την ανύπαρκτη
πραγματικότητα, πάνω σε μια μορφή πολλαπλού matrix. Δεν αμφισβητείται
εδώ ότι αναπτύσσεται μια πραγματική αντίθεση ανάμεσα σε ένα αμιγώς και ακραία νεοφιλελεύθερο και ένα υπαρκτό έστω θολά «αριστερό μεταρρυθμιστικό» σχέδιο,
μια αντίθεση ανάμεσα στην επιβίωση και το θάνατο της μισθωτής εργασίας,
μια αντίθεση ανάμεσα στην επιτάχυνση και την επιβράδυνση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης,
μια αντίθεση ανάμεσα στην «υπαρκτή» Αριστερά και την «υπαρκτή» Δεξιά.
Σε αυτήν τη μάχη πρέπει άμεσα να νικήσει η «υπαρκτή» Αριστερά (όχι
αποκλειστικά ο ΣΥΡΙΖΑ), αλλά αυτό δεν αναιρεί τα κοινωνικά και πολιτισμικά όρια της «υπαρκτής» Αριστεράς,
τα οποία πρέπει κανείς να κατανοήσει σε βάθος, αν θέλει να τα υπερβεί
και να τα κατανικήσει σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και σε βάθος
χρόνου. Στο βαθμό που τα όρια αυτά δεν είναι απολύτως ξεκάθαρα και που
δεν τίθεται η ανάγκη ξεπεράσματός τους, η μη καθήλωση σε έναν ρηχό
κυβερνητισμό και σε μια καθεστωτική νοοτροπία δεν θα είναι πάντοτε
εύκολη και σαφής.
Εντύπωση προκαλεί όμως και η στάση του διευθύνοντος συμβούλου της τράπεζας ο οποίος γνωρίζει ότι βρίσκεται σε δυσαρμονία τόσο με τη διοίκηση της τράπεζας όσο και με τη νέα πολιτική ηγεσία, τόσο για τον επιχειρηματικό σχεδιασμό όσο και τις ενέργειές του κατά τη θητεία του στη ΕΡΤ.
Το σκηνικό που έχει δημιουργηθεί θέλει τους κκ Μάναλη και Σελλιανάκη να έχουν δημιουργήσει ένα σκληρό μέτωπο επιχειρώντας να διατηρήσουν τον έλεγχο της Attica Bank, κόντρα στη βούληση της κυβέρνησης.
Σε κάθε περίπτωση η υπόθεση, που θέτει σε περιδίνηση, την Attica Bank αναμένεται να κλείσει τις αμέσως επόμενες ημέρες με τη δρομολογηθείσα αντικατάσταση του Αντώνη Σελλιανάκη από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας, στο οποίο υπόκειται θεσμικά το ΤΣΜΕΔΕ. Εν συνεχεία –μετά την τοποθέτηση νέου προέδρου- θα συγκληθεί το διοικητικό συμβούλιο της Attica Bank, το οποίο θα με τη σύμφωνη γνώμη του βασικού μετόχου θα απομακρύνει τον Γκίκα Μάναλη.