Από εδώ. Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της εισήγηση που έκανε ο
Σωτήρης Λαπιέρης εκ μέρους της Αντιφασιστικής πρωτοβουλίας νέων
Χαλανδρίου «Σβήστε τους», σε ομότιτλη εκδήλωση, στα πλαίσια του 2μερου
Αντιφασιστικού Φεστιβάλ στο Χαλάνδρι. Το Φεστιβάλ συνδιοργάνωσε η
Αντιφασιστική πρωτοβουλία νέων Χαλανδρίου «Σβήστε τους» και η Κατάληψη
Πραπόπουλου, στις 28 και 29 Ιουνίου. Πολλές από τις σκέψεις του κειμένου
(ειδικά για την παρέμβαση στο γήπεδο), δεν θα μπορούσαν να είχαν
διαμορφωθεί, χωρίς τη συμβολή μέσα από κουβέντες (αλλά και την πράξη),
αντιφασιστών οπαδών του Παναθηναϊκού.
Γιατί έχει νόημα να μιλάμε για το φασισμό στο γήπεδο
Σίγουρα μια κουβέντα με θέμα «φασισμός και γήπεδο» θα δημιουργεί
ερωτήματα, τόσο για τους λόγους τους οποίου γίνεται, όσο και για τους
στόχους τους οποίους θέτει. Ο στόχος μας είναι να αναλυθεί μια σχέση η
οποία δεν έχει απασχολήσει και ιδιαίτερα παρά την έκταση που έχει πάρει,
και στη συνέχεια να δοθούν τα πρώτα ερεθίσματα για μια κουβέντα, γύρω
από την αντιφασιστική πάλη στην κερκίδα. Εξάλλου, και δυστυχώς για τις
αντιφασιστικές δυνάμεις αλλά και τους μεμονωμένους
αντιφασίστες/αντιφασίστριες, η αντιφασιστική πάλη δεν διεξάγεται μόνο
εκεί που θέλεις, αλλά εκεί που είναι ο φασισμός. Και σίγουρα, η υπέρβαση
του ελιτισμού, της απόρριψης και της αποστροφής προς το γήπεδο πρέπει
να αποτελέσουν ένα πρώτο βήμα για την δυνατότητα των αντιφασιστικών
δυνάμεων (αριστερά, αναρχία κλπ), να συμβάλουν και σε αυτό τον μαζικό
κοινωνικό χώρο, με αντίληψη των χαρακτηριστικών και των ορίων του.
Η ελληνική αριστερά και το γήπεδο ως πεδίο ανάλυσης και δράσης
Εξαιρουμένων μερικών αξιόλογων εγχειρημάτων, οι προσεγγίσεις του
γηπέδου από πλευράς δυνάμεων του κινήματος, είναι μηδαμινές [1]. Και
όταν αυτές εμφανίζονται γίνονται κυρίως υπό το πρίσμα της απαξίωσης («το
όπιο του λαού»), της δαιμονοποίησης (της χουλιγκάνικης βίας), ή της
στείρας καταδίκης της εμπορευματοποίησης του αθλητισμού.
Μια σχετική άνθηση των αναλύσεων γύρω από τον αθλητισμό και το
γήπεδο, παρουσιάστηκε στην Ελλάδα, την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ακόμα και τότε, τα γραπτά περισσότερα καταπιάνονταν με ιδεολογικές
λειτουργίες του «Ολυμπιακού Ιδανικού», της βιομηχανίας των αποτελεσμάτων
(ντόπα) και της αξιοποίησης των Ολυμπιακών Αγώνων ως ένα νέο πεδίο
συσσώρευσης και κερδοφορίας για το κατασκευαστικό κεφάλαιο ή/και
αντίστροφης αναδιανομής εισοδήματος μέσα από τα Ολυμπιακά έργα. Ακόμα
και αυτή η άνθιση λοιπόν, παρέμεινε σε μια «εξωτερική κριτική»» των
«στρεβλώσεων του εμπορευματοποιημένου αθλητισμού» κι σχεδόν ποτέ δεν
καταπιάστηκε με κομμάτια του αθλητισμού όπως αυτό της κερκίδας και των
οπαδών.
Αυτό σε μεγάλο βαθμό συνδέεται και με την απουσία οποιασδήποτε
οργανικής σύνδεσης της αριστεράς με τα κοινωνικά κομμάτια που κατεξοχήν
έχουν παρουσία στο γήπεδο: η άνεργη νεολαία, οι ελαστικά/μαύρα
εργαζόμενοι μικρότερης ηλικίας (μέχρι 35 περίπου χρονών), η νεολαία της
δευτεροβάθμιας-μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Η σύνδεση με την μικροαστική διανόηση, καθόρισε και τον τρόπο που
προσέγγιζε τον αθλητισμό και την κερκίδα, καθώς οι όποιες προσεγγίσεις
προέρχονταν από αυτές τις ταξικές «οπτικές»: δημοσιογράφους,
πανεπιστημιακούς και συλλογικές επεξεργασίες κομμάτων/οργανώσεων (με τον
ιδιαίτερο ρόλο που κατείχαν, ως αριστερή κριτική του μεταπολιτευτικού
κοινωνικού συμβιβασμού). Ακόμα και για το ΚΚΕ, που κατ’ εξοχήν διαθέτει
μεγαλύτερη σύνδεση με κομμάτια της εργατικής τάξης (προφανώς όχι στο
βαθμό που το ίδιο, μυθοποιημένα προβάλει, ή η υπόλοιπη αριστερά
αντιλαμβάνεται), η προσέγγισή του προσδιοριζόταν είτε από την
στρεβλωμένη οικονομίστικη αντίληψη του για το μαρξισμό (όπου ο
αθλητισμός αποτελεί αποκλειστικά πεδίο κερδοφορίας), είτε από κοινωνικά
συντηρητικές θέσεις που διαπερνούν τη λογική του (άθληση=αποκλειστικά
και μόνο αντίδοτο στα ναρκωτικά, χουλιγκανισμός=διατάραξη της κοινωνικής
ομαλότητας, κλπ.).