Βιώσιμη Aνάπτυξη, το νέο «όπιο του λαού»;
14 Ιουλίου, 2024
Ο Κωστής Χατζημιχάλης είναι σαν το παλιό καλό κρασί. Όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο και καλύτερα καταφέρνει να συμπυκνώνει σε τεκμηριωμένα εκλαϊκευτικά κείμενα την κριτική, από την σκοπιά της ριζοσπαστικής γεωγραφίας, στα συμβαίνοντα σε όλο τον κόσμο. Στο σημερινό του άρθρο ασχολείται με τον πολυχρησιμοποιημένο όρο της «βιώσιμης ανάπτυξης». Καταφέρνει σε λίγες γραμμές να κάνει μια πολύ συνοπτική περιοδολόγηση της χρήσης του κυρίως από το 1978 μέχρι σήμερα, επισημαίνοντας ότι από την Διακήρυξη της Διάσκεψης του ΟΗΕ για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, που έγινε στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1992, ο (ειδικός) Λόγος για την βιώσιμη ανάπτυξη συνιστά έναν από τους πυλώνες του νεοφιλελευθερισμού. Ο συγγραφέας καταδεικνύει την προφανή ανεπάρκεια των δεικτών μέτρησης της βιωσιμότητας από διάφορους οργανισμούς, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στο πρόγραμμα των 27 στόχων της ΕΕ, το 2016, και υποστηρίζοντας ότι η αιτία της αποτυχίας του δεν είναι ζήτημα τεχνοκρατικό, αλλά πολιτικό. Κλείνοντας το άρθρο του, ο Χατζημιχάλης τονίζει τη σημασία και τις επιτυχίες των οικολογικών κοινωνικών κινημάτων, και καλεί την «δική μας Αριστερά» (βάζοντας σε παρένθεση ένα ερωτηματικό που λέει πολλά) να πάψει να χρησιμοποιεί τον όρο «βιώσιμη ανάπτυξη», αλλά και να συνεχίσει να παλεύει συνειδητά ενάντια στον ακατανόμαστο πραγματικό εχθρό (δηλαδή τον καπιταλισμό, έστω και τον δήθεν «πράσινο»), που καταστρέφει τον πλανήτη.
Χ.Γο.
Βιώνουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης με ακραίες θερμοκρασίες με φωτιές, λειψυδρία και πλημμύρες, σε μια φιλοπόλεμη Ευρώπη με ισχυρή Ακροδεξιά, και σε μια χώρα με «άριστους» στην εξουσία, στην οποία εμφανίζονται εκ νέου τα χαρακτηριστικά της οικονομίας και κοινωνίας που έφερε την χρεοκοπία της πριν δέκα πέντε χρόνια. Η δραματική αμφισβήτηση της δυνατότητας επιβίωσης στον πλανήτη και στους τόπους που μας έλαχε να ζούμε, έχει γίνει πια κατανοητή σε όλους/ες, και συμβαίνει τώρα, μπροστά στα μάτια μας. Τι κάνουμε λοιπόν;
Από το παγκόσμιο επίπεδο, πχ. τον ΟΗΕ, τον ΟΟΣΑ, τη Παγκόσμια Τράπεζα, μέχρι την ΕΕ και την Ελλάδα της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, όλοι στοιχίζονται πίσω από ένα κοινό προγραμματικό δέον, τη «βιώσιμη ανάπτυξη». Κανείς δεν μιλά μόνο για ανάπτυξη, παντού αυτή συνοδεύεται από το επίθετο «βιώσιμη», σε όλους τους τομείς της ζωής, στον παγκόσμιο Βορρά και στον παγκόσμιο Νότο, σε πανεπιστήμια και σε επιχειρήσεις, στις νομοθεσίες και στους κανονισμούς χρηματοδοτήσεων, στα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς, στα σχολικά βιβλία, παντού.
Η πρόταση για βιώσιμη ανάπτυξη είναι γνωστή εδώ και πενήντα χρόνια και έκτοτε στο όνομά της έχουν υλοποιηθεί χιλιάδες προγράμματα. Όμως, οι καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης φώτισαν εντονότερα την πλήρη αναντιστοιχία των στόχων της «βιώσιμης ανάπτυξης» με τα πενιχρά έως ανύπαρκτα θετικά αποτελέσματα των εφαρμογών της. Η «υπαρκτή ανάπτυξη» που υλοποιείται στο όνομα της βιωσιμότητας, αντί να προστατεύει, αντιθέτως υπονομεύει το μέλλον του πλανήτη και όλων των έμβιων όντων. Αυτό είναι και το συμπέρασμα της τελευταίας έκθεσης του ΟΗΕ (2023) για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη: κανείς από τους στόχους που ορίστηκαν το 2015 δεν πρόκειται να επιτευχθεί μέχρι το 2030, ενώ οι προβλέψεις για κάποιους από αυτούς, που αφορούν π.χ. τη φτώχεια, το κλίμα και τη βιοποικιλότητα, είναι ακόμα πιο αρνητικές1. Γιατί λοιπόν παγκόσμιοι οργανισμοί, κυβερνήσεις, επιστήμονες, πολιτικά κόμματα, ειδικοί οργανισμοί και ερευνητικά κέντρα, επιχειρήσεις, όλοι και όλες εξακολουθούν να επαγγέλλονται μια ανέφικτη βιώσιμη ανάπτυξη;
Στο κείμενο που ακολουθεί θα υποστηρίξω ότι η κυρίαρχη προσέγγιση της βιώσιμης ανάπτυξης εξακολουθεί να είναι δημοφιλής γιατί ταιριάζει με τα αξιακά πρότυπα των περιβαλλοντικά «ευαίσθητων» κοινωνιών του κυρίαρχου παγκόσμιου Βορρά, οι οποίες μπορούν να την επικαλούνται χωρίς να την εφαρμόζουν. Η συνεχής επίκλησή της εν μέσω των ακραίων κλιματικών καταστροφών που την αμφισβητούν, αποκτά σχεδόν θεοκρατικά χαρακτηριστικά, με την αναζήτηση λύσεων σε ένα υπερβατικό μέλλον. Κατασκευάζεται έτσι ένα συλλογικό φαντασιακό που υπνωτίζει, σε κάνει να ξεχνιέσαι ενώ δίπλα σου συμβαίνουν καταστροφές. Εξ ου και ο τίτλος του κειμένου.
Όλα άρχισαν με την αοριστία των συστατικών της «μαγικής συνταγής»
Στο Our Common Future (Το Κοινό μας Μέλλον, 1978), την έκθεση της ομάδας της πρώην πρωθυπουργού της Νορβηγίας Γκρο Χάρλεμ Μπρούντλαντ2, η βασική ιδέα ήταν ο έλεγχος των επιχειρήσεων από τις κυβερνήσεις και τις τοπικές αρχές, με σκοπό τον περιορισμό του περιβαλλοντικού και κοινωνικού κόστους. Αποτελούσε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί ισότιμα το περιβάλλον με τις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, κυρίως των φτωχών περιοχών του πλανήτη.
Οι προτάσεις της ομάδας Μπρούντλαντ ήταν ηθικο-προοδευτικές, επηρεασμένες από τη συγκυρία της ύστερης σκανδιναβικής σοσιαλδημοκρατίας, λίγο πριν την απόλυτη κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού. Στόχευαν σε κοινωνικά και περιβαλλοντικά αποτελέσματα, δίνοντας ένα πλαίσιο, τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων, για αναδιανεμητικές πολιτικές. Όμως οι στόχοι και η περιγραφή τους ήταν σκόπιμα αόριστοι με αποτέλεσμα την παγκόσμια όσο και αντιφατική τους αποδοχή. Η «μαγική συνταγή» της βιώσιμης ανάπτυξης ένωσε τον καπιταλιστή βιομήχανο «πράσινων» προϊόντων με τον αγρότη που καλλιεργεί βιολογικά φρούτα, την κοινωνική λειτουργό που επιζητά ισότητα με τον ακτιβιστή για το κλίμα και την άγρια ζωή, τις εξορυκτικές εταιρείες που «αποκαθιστούν» το περιβάλλον με τους πολιτικούς που τις υποστηρίζουν ψάχνοντας ψήφους, τους τεχνοκράτες που φτιάχνουν δείκτες για να την μετρήσουν με τους νομοθέτες που την εντάσσουν σε νομοσχέδια τα οποία προνοούν για την οικονομική μεγέθυνση, κ.ο.κ. Το γεγονός ότι η «συνταγή» αφορούσε τον έλεγχο αυτού που συνήθως ονομάζουμε καπιταλισμό, δεν κατονομάστηκε τότε και επιμελώς αποκρύπτεται μέχρι σήμερα. Έτσι, η βιωσιμότητα μπήκε παντού, την επικαλούνται οι πάντες για να καταλήξει σε έννοια κενή περιεχομένου.
Ο ρόλος των ειδικών φορέων και ινστιτούτων
Στις πρώτες δεκαετίες μετά το 1978 δεν υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον για την υλοποίηση των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης. Η μεγάλη ώθηση της «συνταγής» ήρθε το 1992, στη διάσκεψη του Ρίο ντε Τζανέιρο3, όταν άλλαξε ο σοσιαλδημοκρατικός χαρακτήρας της αρχικής έκθεσης του 1987 και εμφανίστηκε η θεσμική κατοχύρωση του νεοφιλελευθερισμού ως βασικού πυλώνα της βιώσιμης ανάπτυξης. Στην Διακήρυξη του Ρίο, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε ότι: α) τα καθεστώτα ελεύθερου εμπορίου και οι υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης είναι όχι μόνο συμβατοί στόχοι αλλά και προϋποθέσεις για την περιβαλλοντική βιωσιμότητα· και β) τα εργαλεία πολιτικής που βασίζονται στην ελεύθερη αγορά είναι τα ενδεδειγμένα για να επιτύχουμε αυτούς τους στόχους4.
Η νεοφιλελεύθερη στροφή επέτρεψε σε διεθνείς οργανισμούς και μεγάλες τράπεζες να χρηματοδοτήσουν γενναιόδωρα την ίδρυση και λειτουργία ειδικών ερευνητικών φορέων. Από τα πιο γνωστά είναι το Διεθνές Ινστιτούτο για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (International Institute for Sustainable Development, IISD) με έδρα στον Καναδά και γραφεία σε 30 χώρες, το Κέντρο για την Βιώσιμη Ανάπτυξη του Ιδρύματος Μπρούκινγκς (Center for Sustainable Development at Brookings) στη Νέα Υόρκη, τα εκπαιδευτικά κέντρα για βιώσιμη ανάπτυξη της UNESCO και του ΟΟΣΑ, τα αντίστοιχα ινστιτούτα του ΟΗΕ και της ΕΕ και πολλά άλλα. Στην Ελλάδα μέτρησα τρία ανεξάρτητα ερευνητικά ιδρύματα τα οποία έχουν στο τίτλο τους τη βιώσιμη ανάπτυξη, 14 μεταπτυχιακά προγράμματα σε ελληνικά ΑΕΙ και δεκάδες άλλες πρωτοβουλίες, συνέδρια, πληρωμένες καταχωρήσεις σε ΜΜΕ και ειδικά ένθετα.
Η κύρια λειτουργία των παραπάνω φορέων είναι η παραγωγή ενός ειδικού Λόγου ο οποίος στηρίζεται σε μια τεχνοκρατική ιδεολογία και ενσωματώνει τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης στις στρατηγικές των κεφαλαίων. Ο ειδικός αυτός Λόγος νομιμοποιεί τις όποιες επιλογές και ενέργειες των διαφόρων φορέων εξουσίας, κρατικής και εταιρικής, μέσω ειδικευμένων θεσμών και ατόμων με επιρροή έχοντας ως σκοπό την μετάθεση επίλυσης των προβλημάτων στο μέλλον. Δημιουργείται έτσι ένας μηχανισμός μετατροπής των ουσιαστικών προβλημάτων σε φορμαλιστικές διαμάχες, π.χ. η κλιματική κρίση θα σταματήσει όταν θα μειωθούν οι εκπομπές CO2, η προστασία του περιβάλλοντος υλοποιείται με την ανακύκλωση ή όταν οι αγρότες αποκτήσουν νέες «δεξιότητες» κ.α. Δεν υποτιμώ τις παραπάνω δράσεις, το αντίθετο, δείχνουν όμως το δένδρο αγνοώντας το δάσος.
Η κατασκευή δεικτών μέτρησης
Το επόμενο βήμα ήταν η αναζήτηση «αντικειμενικών» δεικτών για την αποτίμηση της βιώσιμης ανάπτυξης. Tο 2002 εμφανίστηκε ο Περιβαλλοντικός Δείκτης Βιωσιμότητας, ΠΔΒ (Environmental Sustainability Index, ESI) του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ και δυο ερευνητικών ινστιτούτων των πανεπιστημίων Κολούμπια και Γέιλ. Μεταξύ αυτών που μετρά είναι και η «υπευθυνότητα του ιδιωτικού τομέα». Υπολογίζεται μόνο ως το ποσοστό ανακύκλωσης και ο έλεγχος αποβλήτων σε βιομηχανικές μονάδες, αγνοώντας όλες τις άλλες επιπτώσεις.
Αυτός ο δείκτης επιτρέπει σε εξορυκτικές βιομηχανίες, όπως η Ελληνικός Χρυσός στη Χαλκιδική και η IMERYS στη Μήλο, οι οποίες ανακυκλώνουν και ελέγχουν τα απόβλητά τους, να θεωρούνται ότι συμβάλλουν στη βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής τους, ενώ η πρώτη έχει καταστρέψει χιλιάδες στρέμματα παρθένου δάσους, η δεύτερη έχει καταστρέψει το τοπίο με τις επιφανειακές εξορύξεις, με αμφότερες να έχουν υποβαθμίσει τη βιοποικιλότητα και τον υδροφόρο ορίζοντα των περιοχών τους.
Ακολουθώντας τις οδηγίες του ΟΗΕ, η ΕΕ το 2016, κατάρτισε το δικό της αντίστοιχο πρόγραμμα βιώσιμης ανάπτυξης με 17 στόχους για να αξιολογήσει συγκριτικά τις 27 χώρες μέλη5. Η ασάφεια αυτών των στόχων είναι εμφανής στα ενδεικτικά παραδείγματα που παραθέτω.
Για τον στόχο 8 (ικανοποιητική εργασία και οικονομική μεγέθυνση) χρησιμοποιούνται οι δείκτες αύξηση του ΑΕΠ, ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας, ποσοστό των νέων που δεν έχουν απασχόληση και δεν σπουδάζουν, κ.α. Πρόκειται για τυπικούς δείκτες που αδυνατούν, έστω και κατά προσέγγιση, να περιγράψουν την ποιοτική διάσταση της ικανοποιητικής εργασίας. Απουσιάζουν, επίσης, άλλοι βασικοί δείκτες του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (ILO), όπως το ποσοστό συνδικαλισμένης εργασίας, το ποσοστό των εργαζόμενων-φτωχών και οι ώρες εβδομαδιαίας εργασίας, για να μην αναφερθώ στην άτυπη εργασία, στις συνθήκες εργασίας των μεταναστών ή στην απλήρωτη εργασία φροντίδας των γυναικών.
Για τον στόχο 13 («δράση για το κλίμα»), χρησιμοποιούνται δείκτες όπως οι εκπομπές CO2 από τα εδάφη της ΕΕ (βιομηχανίες, γεωργία και αυτοκίνητα εν κινήσει), το οικονομικό κόστος της κλιματικής αλλαγής, κ.α. Με βάση το 1990, στη βιομηχανία όλες σχεδόν οι χώρες της ΕΕ δείχνουν σημαντική μείωση, όχι όμως και στα αυτοκίνητα. Ξεχνούν όμως οι τεχνοκράτες της ΕΕ να μετρήσουν στον συγκεκριμένο δείκτη την επιρροή της Εμπορίας Δικαιωμάτων (εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου) μεταξύ των χωρών του παγκόσμιου Βορρά και του παγκόσμιου Νότου, την πλέον κυνική και επαίσχυντη συμφωνία για το κλίμα που έχει γίνει ποτέ. Επίσης δεν μετρούν τις εκπομπές CO2 από τα πλοία που καίνε μαζούτ και τα αεροπλάνα που καίνε κηροζίνη.
Για τον στόχο 16 («ειρήνη, δικαιοσύνη και ισχυροί θεσμοί»), χρησιμοποιούνται δείκτες όπως οι θάνατοι από πρόθεση, οι δαπάνες για τα δικαστήρια, η αντίληψη των πολιτών για τη διαφθορά, κ.α. Να σημειωθεί ότι στις 27 χώρες μέλη της ΕΕ η αστυνομία έχει υψηλή αποδοχή. Πώς όμως αποτιμάται η βίαιη συμπεριφορά της σε απεργούς, μετανάστες και μειονότητες; Πως αποτιμώνται τα σκάνδαλα που συγκλονίζουν κατά καιρούς διάφορες κυβερνήσεις; Και πώς συμβάλλει στην ειρήνη η υπερπαραγωγή όπλων και το εμπόριό τους από όλες τις χώρες της ΕΕ και η αποστολή τους σήμερα στην Ουκρανία και στο Ισραήλ;
«Πρασινίζοντας» τον καπιταλισμό και το πρόβλημα της Αριστεράς
Οι αποτυχίες στην υλοποίηση της βιώσιμης ανάπτυξης μας αφορούν όλους και όλες και αντανακλούν την αδιαφορία/αδυναμία των εκάστοτε κυβερνήσεων αλλά και την απροθυμία των πολιτών, κυρίως στον παγκόσμιο Βορρά, να αλλάξουν τα καταναλωτικά τους πρότυπα. Όμως, το πρόβλημα των ανεπιτυχών βιώσιμων αναπτυξιακών πολιτικών είναι καθαρά πολιτικό και όχι επιστημονικό/τεχνοκρατικό. Δεν οφείλεται στην αστοχία επίτευξης αύξησης ή μείωσης των δεικτών που τη μετρούν, αλλά στην εγγενή αντίφαση μεταξύ της αναπαραγωγής των συνθηκών κερδοφορίας των κεφαλαίων, «πράσινων» ή όχι, και των στόχων προστασίας του περιβάλλοντος και περιορισμού των ανισοτήτων και της φτώχειας. Αν σε κάποια περιφέρεια, σε κάποια πόλη ή χώρα υπάρχουν καλύτερες βιώσιμες κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες, σε άλλες περιοχές θα υπάρχουν χειρότερες γιατί η άνιση γεωγραφική ανάπτυξη επιτρέπει στην παραπάνω αντίφαση να βρίσκει διεξόδους στο παγκόσμιο σύστημα. Αυτή, εξάλλου, είναι η αιτία της συνολικής επιδείνωσης των περιβαλλοντικών και χωροκοινωνικών συνθηκών στον πλανήτη.
Ωστόσο, οι αποτυχίες της βιώσιμης ανάπτυξης εμπεριέχουν και μια επιτυχία για τις εκάστοτε εξουσίες και κυρίως για την καπιταλιστική αγορά: η αοριστία των στόχων κάνει σχεδόν αδύνατη τη λογοδοσία για τη μη επίτευξή τους, ενώ παράλληλα επιτυγχάνεται η χρονική μετάθεση της όποιας επιτυχίας σε ένα υπερβατικό μέλλον, όταν βελτιωθούν οι δείκτες. Και πότε θα γίνει αυτό; Η νεοφιλελεύθερη πρόταση είναι σαφής: όταν οι πολίτες καταστούν υπεύθυνοι, όταν προκύψουν νέες «πράσινες και έξυπνες» τεχνολογίες και όταν οι επιχειρήσεις υλοποιήσουν «πράσινες» και «βιώσιμες» επενδύσεις, εν συντομία, όταν ο καπιταλισμός μετασχηματιστεί σε «πράσινο» καπιταλισμό.
Η Αριστερά τι προτείνει; Δυστυχώς οι πολύχρωμες εκδοχές της στην Ευρώπη– με διαφορές από χώρα σε χώρα- έχουν παρασυρθεί από το κυρίαρχο αφήγημα της βιωσιμότητας και έχουν διολισθήσει σε τακτικές του τύπου καλύτερη (;) τεχνική διαχείριση. Από τους φορείς της Αριστεράς δεν συνειδητοποιήθηκε ότι η αρχική, κριτική και προοδευτική, πρόταση της βιώσιμης ανάπτυξης σταδιακά ενσωματώθηκε στις στρατηγικές των κεφαλαίων, από τις οποίες δεν μπόρεσε να διαφοροποιηθεί, με αποτέλεσμα την συνενοχή της στην αποτυχημένη «συνταγή».
Αντιθέτως οι πολίτες μέσα από τα κοινωνικά κινήματα είναι σήμερα πιο μπροστά. Με τις δράσεις τους σε όλο τον κόσμο αποδεικνύουν τις αδυναμίες των προγραμμάτων βιώσιμης ανάπτυξης. Στη χώρα μας π.χ. τι σημαίνει «Βιώσιμες Πόλεις» όταν αυτές παραμένουν θερμοπαγίδες χωρίς πράσινο, χωρίς προσβάσιμη στέγη και μόνιμο μποτιλιάρισμα, ή «Βιώσιμος Τουρισμός» στα άνυδρα νησιά όπου κυριαρχεί ο υπερτουρισμός; Περιοχές προστασίας της βιοποικιλότητας, όπως οι NATURA, δεν θεσμοθετούνται αλλά αντιθέτως επιτρέπονται σ’ αυτές εντελώς ασύμβατες χρήσεις και κατασκευές, πάντα στο όνομα της βιωσιμότητας. Και τέλος, γιατί ο κατάλογος είναι μακρύς, οι εξορύξεις υδρογονανθράκων σε στεριά και θάλασσα, εντάχτηκαν κι’ αυτές στη βιώσιμη ανάπτυξη. Τα κινήματα ενάντια στις ανεμογεννήτριες, τα φωτοβολταϊκά και τα μικρά φράγματα σε ποτάμια, φωτίζουν τις καταστροφές στα βουνά, στην καλλιεργήσιμη γη και στις ροές των ποταμών, οι οποίες αποκρύπτονται στο όνομα της «βιώσιμης παραγωγής ενέργειας».
Η δική μας Αριστερά (;) ας αφουγκραστεί τα κινήματα και ας σταματήσει να χρησιμοποιεί την φθαρμένη βιώσιμη ανάπτυξη που υπνωτίζει. Στη θέση της ας αναζητήσουμε τη ριζοσπαστική επαναδιατύπωση εκείνων των αρχών του Κοινού μας Μέλλοντος που κάνουν σήμερα νόημα, λίγο πριν τον κλιματικό Αρμαγεδδώνα. Με συνείδηση ότι παλεύουμε ενάντια σ’ αυτό που αποφεύγουν όλοι να κατονομάσουν, όχι στα επιφαινόμενα του.
Σημειώσεις:
1. United Nations, Global Development Sustainable Report 2023, (ΟΗΕ, Έκθεση 2023 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (https://sdgs.un.org/gsdr/gsdr2023)
2. Report of the World Commission on Environment and Development: Our Common Future (https://sustainabledevelopment.un.org/content/documents/5987our-common-future.pdf).
3. United Nations Conference on Environment and Development (UNCED), Earth Summit-Agenda (https://sustainabledevelopment.un.org/contents/Agenda21.pdf)
4. UNCED,ό.π., σελ. 231-234.
5. EU Sustainable Development Strategy (https://ec.europa.eu/newsroom/env/items/32595/) Οι παρατηρήσεις που ακολουθούν αναφέρονται σε δείκτες του 2021, οι οποίοι είναι ελαφρά διαφορετικοί από τους αρχικούς του 2016. Όμως η προβληματική προσέγγιση παραμένει η ίδια