Γιάννης Κιμπουρόπουλος από εδώ
Η γερμανική ηγεσία, σε πολυδιάστατη κρίση πια, παραμένει συνεκτικός ιστός και ενορχηστρωτής της τακτικής των δανειστών στην αξιολόγηση.
Μέχρι πριν ένα μήνα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έδινε την εντύπωση ότι ήταν πολύ κοντά στην «έξωση» του ΔΝΤ από το 3ο Μνημόνιο ή ότι, τουλάχιστον, είχε επιτύχει ένα σοβαρό ρήγμα ανάμεσα στις ευρωπαϊκές συνιστώσες του κουαρτέτου και το «σκληρό και άκαρδο» ΔΝΤ. Η επιστροφή των επικεφαλής του κουαρτέτου στην Αθήνα και η επανεκκίνηση του βασανιστηρίου της αξιολόγησης διέλυσε αυτές τις εντυπώσεις.
Ιδιαίτερα από τη στιγμή που φάνηκε ότι, τόσο στο σύνολο της διαπραγμάτευσης όσο και στα σημεία της, οι εκπρόσωποι των δανειστών εμφανίζονται με αρκετά συνεκτική, αν όχι και ενιαία, θέση. Για τη διαμόρφωση της οποίας είναι η Κομισιόν, η ΕΚΤ και ο ESM που μετακινήθηκαν προς τις θέσεις του ΔΝΤ και όχι το αντίστροφο.
Η εντύπωση ότι το ΔΝΤ είναι το «αφεντικό» αυτής της αξιολόγησης, παρότι τυπικά συμμετέχει σε αυτή ως «παρατηρητής» και «τεχνικός σύμβουλος», ενισχύθηκε από τη σκηνοθετημένη πρωτοβουλία Ντάισελμπλουμ να υποσχεθεί άμεση εκκίνηση της συζήτησης για το ελληνικό χρέος, χωρίς να διευκρινίσει σαφώς αν η συζήτηση θα γίνει εντός του χρονικού πλαισίου της αξιολόγησης ή κατόπιν αυτής. Ήταν μια υπόσχεση που, εκ πρώτης όψεως, δόθηκε ως κίνητρο για να επιστρέψει το ΔΝΤ στη διαπραγμάτευση.
Πού και πότε μπορεί να γίνει αυτή η συζήτηση; Με δεδομένο ότι οι δανειστές απλώνουν το χρονοδιάγραμμα της αξιολόγησης μέχρι τα τέλη Απριλίου –όσο κι αν η κυβέρνηση ευελπιστεί για κλείσιμό της μέχρι το καθολικό Πάσχα και είναι πρόθυμη για νέες υποχωρήσεις σε όλα τα ανοικτά μέτωπα– μια ευκαιρία δίνει η εαρινή σύνοδος ΔΝΤ και Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον (15-17/4), λίγες μέρες πριν την προγραμματισμένη συνεδρίαση του Eurogroup (22/4) που θα μπορούσε να πιστοποιήσει την ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Ο συμβιβασμός για το χρέος