Έτυχε μεγάλης αναπαραγωγής άρθρο του Mark Gilbert στο Bloomberg που,
ξεκινώντας από ένα απόφθεγμα του Βιτγκενστάιν, υπογραμμίζει την
αβεβαιότητα της διεθνούς ελίτ των αγορών απέναντι στην τελευταία φάση
της ελληνικής κρίσης: «Η Ελλάδα δεν είναι κάτι, αλλά δεν είναι και
τίποτα», είναι ο τίτλος που συμπυκνώνει το συμπέρασμά του. Ο ίδιος ο
Βιτγκενστάιν έλεγε ότι «το να προσπαθήσεις να συζητήσεις για προσωπικά
βιώματα όπως ο πόνος δεν είναι κάτι, αλλά ούτε και τίποτα».
Το
βασανιστικό δίλημμα ανάμεσα στο «κάτι» και στο «τίποτα» διατρέχει το
θρίλερ της διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης με τους δανειστές. Η κυβέρνηση
επένδυσε πολλά στην ενδιάμεση συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου
επιδιώκοντας να κερδίσει «κάτι»: λίγο χρόνο και λίγο χρήμα. Τουλάχιστον
τα 7,2 δισ. ευρώ της υπό παράταση δανειακής σύμβασης με τα οποία θα
μπορούσε να ελαφρύνει δανειακές υποχρεώσεις άνω των 24 δισ. ευρώ εντός
του έτους. Απέναντι σ’ αυτό το «κάτι» οι δανειστές αντιπαράθεσαν ένα
μεγαλοπρεπές «τίποτα». Αφενός έχουν ροκανίσει το μισό και πάνω της
τετράμηνης παράτασης, καταλογίζοντας μάλιστα στην κυβέρνηση την ευθύνη.
Αφετέρου δεν έχουν δώσει ίχνος χρήματος. Αντιθέτως, έχουν εξωθήσει την
κυβέρνηση να στραγγίξει τα διαθέσιμα των δημόσιων φορέων προκειμένου να
πληρωθούν κατά προτεραιότητα οι δανειστές.
Τελικά, η σχέση που έχει διαμορφωθεί μεταξύ δανειστών και Ελλάδας
υπερβαίνει το πλαίσιο εκτέλεσης ακόμη και μιας κανονικής τοκογλυφικής
δανειακής σύμβασης. Ενώ ο οφειλέτης δεν έχει καθυστερήσει ούτε ευρώ
ώριμου χρέους, ο δανειστής έχει εδώ και ένα χρόνο κηρύξει «στάση
δανεισμού», απαιτώντας από τον οφειλέτη πράγματα που ουδεμία σχέση με
την καλή εκτέλεση της δανειακής σύμβασης έχουν. Φανταστείτε, για
παράδειγμα, ότι έχετε ένα στεγαστικό δάνειο υπό τμηματική εκταμίευση και
με παράλληλη εξόφλησή του. Η τράπεζα, ενώ πληρώνεται κανονικά και
διασφαλίζεται επαρκώς με την υποθήκη στο ακίνητό σας, απαιτεί
προκειμένου να σας χορηγήσει τις επόμενες δανειακές δόσεις να
περιοριστείτε σε ένα γεύμα τη μέρα, να κόψετε το χαρτζιλίκι στα παιδιά
σας, να πουλήσετε τα έπιπλά σας, ή να βγάλετε στο κλαρί την ή τον σύζυγό
σας.
Έναντι του «τίποτα» ζητούν «τα πάντα»
Για το «τίποτα» που μέχρι στιγμής παρέχουν οι δανειστές απαιτούν από
την κυβέρνηση όχι απλώς «κάτι», αλλά σχεδόν τα πάντα. Απαριθμούμε:
Πρώτον, ενώ η κυβέρνηση επιχείρησε να αναγάγει τη συμφωνία σε πολιτική
διαδικασία κορυφής, το «άτυπο» Eurogroup επέβαλε ως κατ’εξοχήν πολιτική
διαδικασία την «τεχνική διαβούλευση» με τους θεσμούς της πρώην τρόικας
(«πρώτα συμφωνία με τους θεσμούς και ύστερα πολιτική απόφαση»).
Δεύτερον, ενώ η κυβέρνηση προσπάθησε να δώσει έντονη επικοινωνιακή χροιά
στη διαπραγματευτική ομάδα, με τη φιλοδοξία να προκαλέσει σύγχυση και
ρήγματα μεταξύ των εταίρων, κατέληξε η ίδια θύμα της μετωπικής,
επικοινωνιακής αντεπίθεσης των δανειστών και υποχρεώθηκε να αλλάξει
ρόλους και πρόσωπα στη διαπραγμάτευση (bulling κατά Βαρουφάκη και
ανασύνθεση ομάδας). Ανεξαρτήτως προθέσεων, η εξέλιξη καταγράφεται ως
επικοινωνιακή ήττα. Τρίτον, ενώ η «τεχνική» διαπραγμάτευση ξεκίνησε με
την προϋπόθεση ότι δεν συζητούνται νέα λιτότητα και νέα μέτρα
«εσωτερικής υποτίμησης», η πλευρά των δανειστών έχει μεταθέσει τη
συζήτηση ακριβώς σε αυτό το πεδίο (συντάξεις, εργασιακά, ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ),
επιδιώκοντας υποχώρηση της κυβέρνησης. Η συζήτηση για δημοσιονομικά
«ισοδύναμα» σχεδόν εξαφανίστηκε, παρότι η τελευταία λίστα Βαρουφάκη
εκπλήρωνε το πρόσχημα της κοστολόγησης που απαιτούσαν οι δανειστές.
Τέταρτον, ακόμη και η λογιστική βάση της συζήτησης, η μείωση του στόχου
για πρωτογενές πλεόνασμα, έχει προφανέστατα υπονομευτεί από τον
χρηματοδοτικό στραγγαλισμό. Η επίτευξη πλεονάσματος 1,2% -1,5%
καθίσταται πολύ δυσκολότερη χωρίς πρόσθετες περικοπές ή φόρους, καθώς οι
μακροοικονομικές προβλέψεις επιδεινώνονται, το δημοσιονομικό και
χρηματοδοτικό κενό διευρύνονται.
Εκτροπή στη «συμμόρφωση»