Εν αρχή ην η Διάσκεψη του Ρίο
Από Σύνταξη
Επιμέλεια: Βάννα Σφακιανάκη
Η«πράσινη ανάπτυξη», κεντρικό στοιχείο της οποίας αποτελεί η ενεργειακή πολιτική όπως εκφράζεται σήμερα κυρίως –αλλά όχι αποκλειστικά– από την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει αφετηρία τη Διάσκεψη του Ρίο το 1992.
Το 1992 δεν είναι μια τυχαία εποχή. Είναι η ιστορική φάση του «τέλους της ιστορίας», όπου επιχειρείται η οικοδόμηση μιας νέας πολιτικής πραγματικότητας με διάφορες διαστάσεις: «πόλεμοι για την ειρήνη» (Παναμάς -1989, πόλεμος του Κόλπου-1990), καθιέρωση «ελευθεριών» (συνθήκη του Μάαστριχτ-1993), διαχείριση σχέσεων παγκόσμιου Βορρά και Νότου σε νέα βάση.
Στο Ρίο τότε, υπογράφονται δύο συνθήκες: η μια αφορά στις κλιματικές αλλαγές για τον περιορισμό εκπομπής αερίων που σχετίζονται με το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η άλλη στην προστασία της βιοποικιλότητας, που ωστόσο αποφεύγει το βασικό ζήτημα της σχέσης της βιοποικιλότητας με τα βιοτεχνολογικά προϊόντα.
Στο λεξιλόγιο μπαίνει μια νέα έννοια, η «αειφόρος ανάπτυξη», που συνδέει την έννοια του περιβάλλοντος με την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.
Παγκόσμιος Βορράς και Νότος εμφανίζονται χρεωμένοι: ο Βορράς με «οικολογικό χρέος» και ο Νότος με πραγματικό.
Οι απόψεις διχάζονται: η πρώτη άποψη βλέπει τη Διάσκεψη «για τη σωτηρία της γης» ως πρώτη νίκη μπροστά στη σοβαρότητα του οικολογικού αιτήματος, η δεύτερη άποψη ισχυρίζεται ότι πρόκειται για μια καλοστημένη απάτη με σκοπό την άμβλυνση των εκρηκτικών καταστάσεων και την όξυνση της εκμετάλλευσης του Τρίτου Κόσμου από τις καπιταλιστικές μητροπόλεις.
Ωστόσο στο Ρίο η προσπάθεια σύζευξης της οικολογίας και της οικονομίας ήταν πραγματική, μόνο που ο στόχος ήταν να γίνει αποδεκτό από την οικολογία ότι την κυρίαρχη θέση καταλαμβάνει η οικονομία.
Ο Economist το διατυπώνει εύστοχα στις 18/8/1992: «Αν ο πράσινος ζήλος που δημιουργήθηκε τα τελευταία τέσσερα χρόνια επιθυμεί να επιβιώσει στην κρατική πολιτική, τότε οι ζηλωτές του θα πρέπει να μάθουν τη γλώσσα των προτεραιοτήτων, καθώς και εκείνη του κόστους και του οφέλους».
Αποδείχθηκε στη συνέχεια, ότι η όξυνση της οικολογικής κρίσης δεν αποτελούσε όριο για τον καπιταλισμό, αλλά αφορμή για μια διαδικασία αναδιάρθρωσής του.
Βορράς εναντίον Νότου
Αναδείχθηκε ότι οι χώρες με αυστηρότερες περιβαλλοντικές νόρμες (Γερμανία, Ιαπωνία κλπ.) προηγούνταν στα μερίδια της παγκόσμιας αγοράς έναντι των χωρών εκείνων που σπαταλούν πόρους και περιβάλλον (π.χ. ΗΠΑ). Η Γερμανία είχε κατακτήσει πλεονεκτική θέση με την προπόρευσή της σε ζητήματα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, ενώ και η Ιαπωνία είχε αναδειχθεί –μέσα από έντονο κρατικό παρεμβατισμό– σε πρωτοπόρα δύναμη σε θέματα περιβαλλοντικής τεχνολογίας.
Η νέα κατάσταση διασφάλιζε ένα «φυσικό» προστατευτισμό στα κράτη εκείνα που μπορούσαν να πραγματοποιούν εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών της κάθε είδους αντιρρυπαντικής τεχνολογίας. Επιδιώχθηκε επίσης, να μπει σε πλαίσιο η μεταφορά τεχνολογίας στις αναπτυσσόμενες χώρες, έτσι ώστε η αναπτυξιακή βοήθεια να υποκατασταθεί από «κίνητρα για επενδύσεις» που εκείνες θα έπρεπε να αποδεχθούν «για τη σωτηρία του πλανήτη».
Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα «κίνητρα για επενδύσεις», συνίστανται σε βίαιες πρακτικές που εκμεταλλεύονται το οικονομικό χρέος χωρών σε όλο τον πλανήτη με στόχο την αρπαγή γης και φυσικών πόρων. Ο δυτικός κόσμος παρεμβαίνει για να επιβάλλει τον πολιτισμό του στους «καθυστερημένους» στο όνομα και της οικολογίας.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που το κυριακάτικο ένθετο των New York Times στις 18 Απριλίου του 1993 είχε τίτλο: «Επιτέλους, επιστρέφει η αποικιοκρατία! Ήταν πια καιρός!».
Η αναδιάρθρωση της παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα οδήγησε στη μεταφορά ρυπογόνων βιομηχανιών σε λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, με την «προηγμένη» Δύση να εισάγει ορυκτούς πόρους και σπάνια μέταλλα απαραίτητα για τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας και να εξάγει τα απόβλητά της, τοξικά αλλά και ανακυκλώσιμα, εκεί όπου το κόστος της ρύπανσης αποτιμάται χαμηλότερα, τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά. Άσκησε έτσι η Δύση, εκτεταμένα και με απαράμιλλη υποκρισία, τη γνωστή πρακτική ως NIMBY (όχι στην αυλή μου)!
Στο Ρίο εν τέλει, η οικολογία εντάχθηκε στο πλέγμα των διεθνών σχέσεων με την οικολογική κρίση να μπορεί να αποτελεί αντικείμενο συναλλαγής μεταξύ χωρών και να συμψηφίζεται με τις άλλες οικονομικές συναλλαγές στις οποίες συμμετέχουν οι αντίστοιχες χώρες. Το κράτος παρεμβαίνει, εμφανίζοντας τη διαχείριση της οικολογικής κρίσης ως κοινωφελές έργο, που σε τελική ανάλυση δεν χρηματοδοτεί ο ρυπαίνων, αλλά η κοινωνία.
Με στοιχεία από: «Πολιτικές προεκτάσεις της διάσκεψης του Ρίο», Τάσος Κυπριανίδης, ΕΜΠ, Επιστήμες και περιβάλλον στα τέλη του αιώνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις/Οικολογκή Σκέψη 9/1994