Του CENSOR*
Οι
εξελίξεις από τις αρχές Φλεβάρη μέχρι και σήμερα είναι σαρωτικές.
Χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια και οξύνοια για να γίνουν κατανοητές οι
εξελίξεις, και κυρίως συναισθηματική απόσταση.
Συναισθηματική αποστασιοποίηση, ώστε να μη χαθεί το αναγκαίο κριτικό
πνεύμα και στάση. Η ύπαρξη μιας κυβέρνησης με κορμό την κομμουνιστογενή
Αριστερά δημιουργεί εύλογη και απολύτως κατανοητή ευφορία στην
παλαιότερη στελέχωση της Αριστεράς: «Οι αγώνες τώρα δικαιώνονται».
Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη πια ενός ευρέος κοινωνικού φάσματος που
υπάρχει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και το οποίο είτε δεν ψηφίζει καν
είτε ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ με πολύ χαμηλές προσδοκίες, ωθεί στην αποδοχή και
του πιο ελάχιστου συμβιβασμού, που θα αφήνει, όμως, περιθώρια για μια πολιτική «διχτυού ασφαλείας».
Η ύπαρξη αυτής της μεγάλης πίεσης από το πιο κάτω και ιδίως το πιο «αποκλεισμένο» τμήμα των λαϊκών στρωμάτων μπορεί να έχει μια διπλή διαλεκτική: από την μια πλευρά, μπορεί να δημιουργήσει μια εκρηκτική κατάσταση,
αν δεν ικανοποιηθεί ούτε καν το δίχτυ κοινωνικής ασφαλείας - και αυτό
είναι μια «σκληρή» ώθηση προς την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ για να πάρει έστω
και μικρές παραχωρήσεις από την Μέρκελ και την ηγεσία της Ευρωζώνης. Από την άλλη πλευρά, η λογική αυτών των στρωμάτων μπορεί να δημιουργήσει και ένα δίχτυ πολιτικής ασφαλείας και στέρεης κοινωνικής αντιπροσώπευσης
γύρω από την κυβέρνηση για ένα πρώτο διάστημα - με τη διαφορά ότι αυτή η
ταξική στρωμάτωση, φοβούμενη ότι μια ρήξη μπορεί να διακυβεύσει τις
μικρές παραχωρήσεις προς αυτήν και να οδηγήσει στην «τρομακτική χρεοκοπία», μπορεί να λειτουργήσει και πολύ αντιδραστικά κατά της τάσης κλιμάκωσης
της σύγκρουσης με την έννοια ότι το μείζον θα καταστρέψει το έλασσον,
ιδίως στην περίπτωση της εξόδου από το ευρώ. Μια τέτοιου τύπου στήριξη
θα μπορούσε να αντιστοιχηθεί σε λατινοαμερικάνικα δεδομένα και κυρίως
όχι υπό την εκδοχή της Βενεζουέλας αλλά υπό την εκδοχή της Βραζιλίας του Λούλα και της Ρούσεφ. Ένα τέτοιο μοντέλο συνδέει το κράτος και τμήματα του κεφαλαίου -και μάλιστα ίσως τα πιο δυναμικά- με τα πιο πληβειοποιημένα λαϊκά-εργατικά στρώματα και με τα ισχυρά τμήματα των μεσαίων στρωμάτων. Θεωρητικά, αλλά πολύ θεωρητικά, υπάρχει ακόμη και το ενδεχόμενο μιας συνολικότερης σύγκρουσης με την Ε.Ε.
με απρόβλεπτες διαστάσεις, με την εφαρμογή ενός φιλεργατικού
μεταρρυθμιστικού προγράμματος, μη εξαντλούμενου στην ανθρωπιστική κρίση.
Αυτή η εκδοχή θα οδηγούσε, όντως, σε αλλαγή κοινωνικού και πολιτικού
παραδείγματος. Ας γίνουμε, όμως, πιο ειδικοί στις διαπιστώσεις μας.
Η ΔΙΑΠΑΛΗ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΜΙΣΘΩΤΟΥ ΚΑΙ ΑΝΕΡΓΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟΥ
Η μεγάλη στροφή προς τον ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 και ιδίως κατά τις τελευταίες εκλογές και κυρίως στα λαϊκά στρώματα και στις λαϊκές-εργατικές-μικροαστικές περιοχές της Αθήνας και των μεγάλων πόλεων συμβαίνει παράλληλα προς μια περίοδο μεγάλης κινηματικής κάμψης και υποχώρησης και ύφεσης του κοινωνικού ριζοσπαστισμού.
Από το 2012 ως το 2015 οι μηχανισμοί του «κράτους έκτακτης ανάγκης» και
των καπιταλιστών κατέστησαν σαφές ότι καμία διεκδίκηση δεν μπορεί να
νικήσει και ότι το κράτος θα είναι όλο και πιο στεγανό και πιο κατασταλτικό απέναντι στους κοινωνικούς αγώνες
(Σκουριές, καθαρίστριες , απολυμένοι του Δημοσίου, νεολαία κλπ). Ήταν
λοιπόν λογικό οι εκλογές να θεωρηθούν από τον λαϊκό και τον εργατικό
κόσμο ως η μόνη πολιτική διέξοδος, πράγμα που πολιτικοποίησε και πόλωσε
έντονα τα δύο διαφορετικά στρατόπεδα. Όμως, η λαϊκή- εργατική στάση,
όπως εκφράσθηκε κοινοβουλευτικά και όπως είναι πρακτικά, δεν είναι μια
και μοναδική. Αυτή η διχοστασία εκφράζεται και στην αυθόρμητη κατάσταση
της τάξης και στην πολιτική της έκφραση μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ.
Κατά τη γνώμη μας, υπάρχουν τρεις διαφορετικές ταξικές τάσεις και στάσεις, οι οποίες άλλοτε συμμαχούν και άλλοτε αποκλίνουν μεταξύ τους: