του Π. Παπακωνσταντίνου από εδώ
1. Αυτό
που ξεχωρίζει τον επαναστάτη πολιτικό από τον προφήτη θρησκευτικής
σέχτας δεν είναι τόσο το είδος του μεσσιανικού οράματος- και οι δύο
επαγγέλλονται κάποιου είδους λύτρωση της ανθρωπότητας- όσο η διαφορετική
αντίληψή τους για το χρόνο. Ο πρώτος έχει ως χρονικό ορίζοντα το
άπειρο, την αιωνιότητα, ενώ ο δεύτερος τον πεπερασμένο κοινωνικό και
πολιτικό χρόνο.
Διανύουμε
μια εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία, στην οποία θα κριθούν οι προοπτικές
του ελληνικού εργατικού κινήματος και της Αριστεράς για μεγάλο χρονικό
διάστημα, ίσως και για μια ολόκληρη ιστορική εποχή. Μια συγκυρία που
συμπυκνώνει κατά πολύ τον πολιτικό χρόνο και αναγκάζει όλους τους
μαχόμενους και σκεπτόμενους ανθρώπους της Αριστεράς να πάρουν σοβαρές
αποφάσεις κάτω από κάθε άλλο παρά ώριμες για το απελευθερωτικό τους
εγχείρημα συνθήκες.
Το
μέγα ερώτημα που αιωρείται στην κοινωνική ατμόσφαιρα είναι αν θα
αξιοποιηθεί το παράθυρο της ιστορικής ευκαιρίας που άνοιξε για τις
λαϊκές δυνάμεις η μεγάλη κρίση του διεθνούς και του ελληνικού
καπιταλισμού, ώστε να κερδηθεί μια πρώτη, σημαντική νίκη που θα
αποσταθεροποιήσει το μπλοκ εξουσίας και θα ανοίξει το δρόμο για
βαθύτερες ανατροπές με ορίζοντα το σοσιαλισμό. Ή αν οι συστημικές
δυνάμεις θα καταφέρουν να κλείσουν αυτό το παράθυρο, να
επανασταθεροποιήσουν την ηγεμονία τους και να θωρακίσουν στο πολιτικό
επίπεδο τις τεράστιες ανατροπές σε βάρος του κόσμου της εργασίας, που
έχουν ήδη πετύχει στο κοινωνικό επίπεδο. Η απάντηση στο θεμελιακό αυτό
ερώτημα δεν έχει ακόμη κριθεί- ελπίδες και φόβοι ζυγιάζονται σχεδόν
ισοδύναμα. Αλλά η παραλυτική ισορροπία δεν θα κρατήσει πολύ ακόμη.
Σ'αυτές τις συνθήκες η υπερβολική υπομονή, η νοοτροπία του “έχουμε
χρόνο, μη βιαζόμαστε”, αποτελούν συνταγές πολιτικής αυτοκτονίας.
2. Μετά
την κάθοδο στην κόλαση των Μνημονίων, η Ελλάδα εξελίχθηκε γρήγορα σε
αδύναμο κρίκο της παγκόσμιας, ιμπεριαλιστικής αλυσίδας- και παραμένει
ακόμη! Ο πρωταρχικός παράγοντας που βάρυνε ήταν, βέβαια, η απότομη
υποβάθμιση των όρων ζωής της εργατικής τάξης και μεγάλου μέρους της
μικροαστικής. Το τεράστιο κοινωνικό ζήτημα πήρε εκρηκτικό χαρακτήρα λόγω
της στενής διαπλοκής του με το δημοκρατικό πρόβλημα, σε συνθήκες
εξευτελισμού της αστικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αλλά και με το
εθνικό ζήτημα μιας χώρας που μετετράπη σε αποικία χρέους της νέας,
γερμανικής Ε.Ε. Καίριο ρόλο έπαιξαν επίσης οι επαναστατικές παραδόσεις
του κινήματος στην Ελλάδα και η ύπαρξη σχετικά μαζικών, αριστερών
κομμάτων που, παρά τις στρατηγικές τους ανεπάρκειες, δεν είχαν
προσκυνήσει τον αντίπαλο.
Οι
μεγάλοι αγώνες της περιόδου 2010-2012 δεν κατάφεραν να ανατρέψουν τα
Μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους ή να σταματήσουν την επέλαση του
κεφαλαίου στους χώρους εργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν μια εκ βάθρων,
δυστοπική αλλαγή του κοινωνικού είναι, τόσο στο πεδίο της παραγωγής
(ανεργία, μισθοί, εργασιακές σχέσεις, συμβάσεις κ.α.) όσο και στο
επίπεδο της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (υγεία, παιδεία,
συντάξεις, πολιτισμός) το κόστος της οποίας μετατοπίζεται ταχύτατα στους
ώμους της εργασίας. Αν παγιοποιηθεί αυτή η κατάσταση, οι όροι της
ταξικής πάλης θα είναι πολύ δυσμενέστεροι για τις επόμενες γενιές, σε
σημείο που η εργατική τάξη να κινδυνεύει να ξεπέσει σε “μάζα”, με
απελπιστικά συρρικνωμένες δομές αλληλεγγύης, οργάνωσης και αγώνα.
Ωστόσο,
η ίδια πραγματικότητα που στένευε απελπιστικά τα όρια του παραδοσιακού
οικονομικού αγώνα, τροφοδοτούσε τον πολιτικό ριζοσπαστισμό, ωθώντας
ευρύτερα στρώματα εργαζομένων και μεσοστρωμάτων στην κατανόηση του
άμεσου, επιτακτικού χαρακτήρα που αποκτά το πρόβλημα της πολιτικής
εξουσίας. Όταν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έριξε το σύνθημα της αριστερής
κυβέρνησης, ανταποκρινόταν “απλώς” σε μια απαίτηση των καιρών, του
κινήματος και των μαζών που πλήττονταν με τον πιο δραματικό τρόπο από
την κρίση και γι αυτό δεν είχαν την πολυτέλεια να περιμένουν υπομονετικά
“να ωριμάσουν οι συνθήκες”. Στις τελευταίες προ Μνημονίων εκλογές το
ΚΚΕ είχε 8% και ο ΣΥΡΙΖΑ 4,5%. Μπορεί να εικάσει κανείς τι θα είχε
συμβεί αν η ηγεσία του ΚΚΕ δεν είχε τέτοια αφασική αντίδραση στην κρίση
κι αν είχε την τόλμη να δώσει εκείνη απάντηση στο πρόβλημα της εξουσίας.