Γιατί καταρρέει γέφυρα που χτίστηκε το 2020
Τα προβλήματα στις υποδομές – Τα μεγάλης ηλικίας έργα και η αποκατάσταση «στο πόδι» υπό το βάρος πολιτικών πιέσεων - Τρεις καθηγητές μιλούν στην «Κ»
4' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ανω Βόλος. Δρόμος δίπλα στον οποίο περνούσε ρέμα. Σύμφωνα με τους ειδικούς, για να είναι προστατευμένος θα έπρεπε να έχει τοίχους αντιστήριξης, αντί για επιχώματα, που παρασύρονται από τα ορμητικά νερά. «Θα ήταν όμως μια ακριβή επιλογή, που θα απαιτούσε, εκτός από πόρους, χρόνο και μελέτες». [REUTERS / Louisa Gouliamaki]
Γιώργος Λιάλιος08.09.2023 • 12:00
Κοινοποίηση
Παλαιά έργα, μειωμένη παροχετευτικότητα των χειμάρρων, πρόχειρη αποκατάσταση έπειτα από προηγούμενες καταστροφές. Στο τρίπτυχο αυτό συνοψίζεται η κατάσταση των αντιπλημμυρικών υποδομών στη Μαγνησία, σύμφωνα με τρεις ειδικούς στο αντικείμενο καθηγητές του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
«Εδώ και μερικά χρόνια υπάρχουν τα σχέδια διαχείρισης κινδύνου πλημμύρας του υπουργείου Περιβάλλοντος. Αρα υπάρχει μια σαφής εικόνα των πιο προβληματικών περιοχών στη Μαγνησία», εξηγεί ο Λάμπρος Βασιλειάδης, επίκουρος καθηγητής Τεχνικής Υδρολογίας στο τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. «Από εκεί κι έπειτα, τα γενικά προβλήματα είναι γνωστά. Τα υδραυλικά έργα σχεδιάζονται με βάση ένα προεδρικό διάταγμα του 1974, υπολογίζοντας ως περίοδο επαναφοράς τα 50 ή 100 χρόνια. Αυτό, όπως είναι επόμενο, πρέπει να επανεξεταστεί με βάση τα νέα στοιχεία των βροχοπτώσεων, ώστε να είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα. Περαιτέρω, πρέπει να δούμε σοβαρά τα ρέματα και τα ποτάμια μας. Οταν χτίζουμε εκεί όπου υπήρχε η παραποτάμια βλάστηση, τι περιμένουμε να συμβεί; Πιθανότατα οι ζώνες αυτές θα πρέπει να ξαναδημιουργηθούν. Αυτό απαιτεί απαλλοτριώσεις, αλλά θα είναι πιο φθηνό από τις αποζημιώσεις που καλείται η πολιτεία να καταβάλλει στις ζημιές».
Ο Κραυσίδωνας
«Στον Βόλο η δημόσια συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από το αν θα φτιάξουμε πεζόδρομους και άλλα έργα αστικής αναψυχής στις όχθες του Κραυσίδωνα. Κανείς δεν μιλούσε για την παροχή του», εξηγεί ο Αιμίλιος Κωμοδρόμος, καθηγητής Γεωτεχνικής Μηχανικής στο ίδιο τμήμα. «Πρέπει να βρεθεί μια λύση ώστε να αυξηθεί η παροχετευτική του ικανότητα. Να μεγαλώσει η κοίτη του, να δημιουργηθούν μεγάλοι υπόγειοι οχετοί στους κάθετους δρόμους, ώστε να οδηγείται περισσότερο νερό στη θάλασσα. Είναι προφανές ότι ως έχει δεν επαρκεί πια».
«Οταν χτίζουμε εκεί όπου υπήρχε η παραποτάμια βλάστηση, τι περιμένουμε να συμβεί; Πιθανότατα οι ζώνες αυτές θα πρέπει να ξαναδημιουργηθούν. Αυτό απαιτεί απαλλοτριώσεις».
Είναι λογικό να καταρρέει μια γέφυρα, η οποία ξαναχτίστηκε πριν από τρία χρόνια; «Προφανώς όχι», εκτιμά ο κ. Βασιλειάδης. «Βέβαια δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι έπεσαν τεράστιοι, πρωτοφανείς όγκοι νερού, που δημιούργησαν φοβερές πιέσεις. Δεν γνωρίζουμε τις συνθήκες διάβρωσης του εδάφους ή τις πραγματικές παροχές του χειμάρρου ώστε να μιλήσουμε με ακρίβεια. Υπάρχει όμως μια γενική πρακτική, την οποία συναντήσαμε στη Θεσσαλία μετά τον “Ιανό”. Οταν έχει συμβεί καταστροφή, υπάρχει μεγάλη πολιτική πίεση για να αποκατασταθεί όσο το δυνατόν η καθημερινότητα. Λόγω του κατεπείγοντος, δεν εκπονούνται μελέτες, όλα γίνονται σε μια λογική “ας το ξαναφτιάξουμε όπως ήταν, να αποκατασταθεί η κυκλοφορία και βλέπουμε”. Τα έργα δεν δημοπρατούνται, αλλά ανατίθενται απευθείας και οι υδραυλικές μελέτες γίνονται στο πόδι, βασισμένες στις παλιές τιμές σχεδιασμού. Επομένως, όταν δεχθούν την ίδια ή και μεγαλύτερη πίεση, η ιστορία επαναλαμβάνεται».
«Δεν είναι εύκολο να αποτιμήσεις τι έφταιξε σε τέτοιες καταστάσεις. Πολλές φορές η ορμή του νερού σε χειμάρρους είναι τέτοια, που τις παλαιότερες γέφυρες που έχουν επιφανειακές θεμελιώσεις, τις υποσκάπτει. Προφανώς όταν τις κατασκεύαζαν πριν από 40 χρόνια δεν είχαν τις ίδιες προδιαγραφές με εμάς», εξηγεί ο κ. Κωμοδρόμος. «Επίσης, πολλές φορές βλέπουμε να μην πέφτει μια γέφυρα, αλλά το επίχωμα πρόσβασης σε αυτή, κάτι που σημαίνει ότι η γέφυρα έπρεπε να είναι μεγαλύτερη. Κάτι τέτοιο είχε συμβεί με τον “Ιανό” στη γέφυρα Καραϊσκάκη στην Καρδίτσα. Τέλος, υπάρχει και το ζήτημα της ηλικίας των έργων. Το Πήλιο έχει πολύ παλιά τεχνικά έργα, θέλει μια συνολική επανεξέταση την οποία προφανώς περιορίζει το θέμα του κόστους. Στην Πορταριά, για παράδειγμα, η οδοποιία είναι μισή σε επίχωμα και μισή σε όρυγμα και είναι επόμενο να αστοχεί σε μια πλημμύρα».
Η διαχείριση υδάτων
«Οι κύριες αστοχίες στη Μαγνησία δεν αφορούν τόσο την ποιότητα των έργων όσο τη διαχείριση ρεμάτων και ομβρίων υδάτων», εκτιμά ο Νίκος Ηλιού, καθηγητής οδοποιίας και οδικής ασφάλειας στο τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. «Ομως οι επιλογές μας καθορίζουν τη συνέχεια. Ο δρόμος που πηγαίνει από τον Βόλο στην Πορταριά, για παράδειγμα, είναι δίπλα σε ρέμα. Αν ήθελαν να τον προστατέψουν, θα έφτιαχναν τοίχους αντιστήριξης, αντί για επιχώματα που παρασύρονται από τα ορμητικά νερά. Θα ήταν όμως μια ακριβή επιλογή, που θα απαιτούσε εκτός από πόρους, χρόνο και μελέτες. Γι’ αυτό συνήθως επιλέγεται η ευκολότερη, πιο άμεση λύση. Αν θέλουμε να αλλάξουμε τακτική απαιτείται ένας κεντρικός σχεδιασμός σε επίπεδο περιφέρειας».
Το κυριότερο πρόβλημα όμως είναι η κατάσταση των χειμάρρων. «Πηγαίνω συχνά τους φοιτητές μου σε ένα ύψωμα στην Αγριά και τους δείχνω τους χειμάρρους», λέει ο κ. Ηλιού. «Βλέπεις σκουπίδια, μπάζα, βλέπεις να τους κλείνουν αγωγοί με μικρές διατομές, γεφυρούλες. Το ίδιο συμβαίνει και σε μεγαλύτερους χειμάρρους της Μαγνησίας. Ο Βόλος έχει πλημμυρίσει πολλές φορές στο παρελθόν. Αντί να κάνουμε γιορτούλες και να κόβουμε κορδέλες στα δευτερεύοντα, ας αποφασίσουμε ότι θα κάνουμε σωστά αντιπλημμυρικά έργα, όχι φτηνιάρικες λύσεις που θα κρατήσουν μέχρι την επόμενη καταστροφή. Ολη η Ευρώπη συζητάει για τις νέες συνθήκες στα αντιπλημμυρικά έργα κι εμείς λέμε “έλα μωρέ, δεν έχει ανάγκη”».
Τα σχέδια διαχείρισης πλημμύρας
Από το 2021 έπρεπε να είναι αναθεωρημένα τα 14 σχέδια διαχείρισης κινδύνου πλημμύρας της χώρας. Ομως, η κακή αρχή που έγινε πριν από μια δεκαετία εξακολουθεί να «βαρύνει» την ενημέρωσή τους, η οποία προχωράει με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς και αναμένεται να τελειώσει στα μέσα του 2024. Τα πρώτα σχέδια διαχείρισης κινδύνου πλημμύρας έπρεπε, βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας, να ήταν έτοιμα το 2015. Ομως στην Ελλάδα η προκαταρκτική αξιολόγηση (πρώτο στάδιο) ολοκληρώθηκε το 2012 και τα 14 σχέδια ολοκληρώθηκαν στα τέλη του 2018. Η τρίχρονη καθυστέρηση επηρέασε την πορεία της πρώτης αναθεώρησής τους. Σύμφωνα με το κοινοτικό χρονοδιάγραμμα, η προκαταρκτική αξιολόγηση έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί το 2016 και να κοινοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή έως τον Μάρτιο του 2019, ενώ τα σχέδια να έχουν ολοκληρωθεί έως τέλος του 2021. Τελικώς η προκαταρκτική αξιολόγηση (το πρώτο στάδιο) ολοκληρώθηκε το 2020, ενώ η ολοκλήρωση των νέων, αναθεωρημένων σχεδίων βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Περιβάλλοντος, τα σχέδια θα είναι έτοιμα τον Αύγουστο του 2024, δηλαδή η τριετής καθυστέρηση θα έχει επαναληφθεί. Υπενθυμίζεται ότι τα σχέδια αυτά αναθεωρούνται κάθε έξι χρόνια.