Γράφει: Δημήτρης Κεχρής
-
Ιδέες + Φιλοσοφία
-
09/01/2015 από το Περιοδικό
Εν έτει 1940 και λίγο καιρό πριν αυτοκτονήσει στα γαλλοϊσπανικά σύνορα για να αποφύγει τη σύλληψη από τους ναζί, ο Walter Benjamin ολοκληρώνει το τελευταίο και πιο αινιγματικό του έργο «Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας».
Υπό το πρίσμα ιδιαίτερα φορτισμένων κοινωνικών συμφραζομένων, αξιοποιεί
την ευκαιρία να θέσει ερωτήματα που απευθύνονται στο σύνολο της
ιστορίας της νεωτερικότητας με ένα ρομαντικό ύφος που είναι φορέας
προκαπιταλιστικών πολιτισμικών παραδειγμάτων και αξιών. Η νοσταλγία του
παρελθόντος που χαρακτηρίζει το έργο, όμως, δεν επιθυμεί την
οπισθοδρόμηση, αλλά χρησιμεύει ως μέθοδος κριτικής του παρόντος και
οδηγός στην αλλαγή πορείας προς ένα ουτοπικό μέλλον. Η ιδιαιτερότητα του
έργου αυτού συνίσταται στην απόπειρα του Benjamin να συναρμόσει τον
ιστορικό υλισμό με την ιουδαϊκή θεολογία, κάτι που οδήγησε στη
δημιουργία ενός εξαιρετικά σύνθετου δοκιμίου, γεμάτου αλληγορίες και
παραδοξότητες, που όπως φαίνεται, δεν έγινε ποτέ κτήμα του διεθνούς
κομμουνιστικού κινήματος. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετές δεκαετίες
προτού το έργο αυτό αρχίσει να γίνεται αντικείμενο μελέτης από τους
ακαδημαϊκούς κύκλους της αριστερής διανόησης. Σκοπός του παρόντος
κειμένου λοιπόν, είναι να συμβάλει, στο μέτρο του δυνατού και τηρουμένων
των αναλογιών, στην περαιτέρω κατανόηση και στην ανάδειξη της σημασίας
αυτού του δοκιμίου, όχι προς ικανοποίηση κάποιου φιλολογικού
ενδιαφέροντος, αλλά προς αξιοποίηση εκ μέρους μιας σύγχρονης
επαναστατικής Αριστεράς και ενός νέου εργατικού κινήματος.
Βρίσκοντας μονομερείς και απλοϊκές
τις ερμηνείες που θεωρούν είτε ότι ο Benjamin είναι μόνο υλιστής που
αξιοποιεί μεταφορικά θεολογικές διατυπώσεις είτε ότι είναι μόνο θεολόγος
που χρησιμοποιεί μαρξιστική ορολογία, θεωρούμε (υιοθετώντας την
προσέγγιση του Michael Löwy) ότι ο Benjamin είναι και μαρξιστής και θεολόγος και οι δύο του αυτές πλευρές βρίσκονται σε σχέση αμοιβαίας διαύγασης.
Ιστορικισμός, ιστορικός υλισμός και συναστρία επαναστατικών στιγμών
Ο επαναστατικός μεσσιανισμός του Benjamin περιστρέφεται γύρω από τους δύο κεντρικούς όρους «αναμνημόνευση» και «λύτρωση».
Με μια από τις βασικές επιδιώξεις του
να είναι η διάκριση ανάμεσα στον ιστορικό υλισμό έτσι όπως τον
αντιλαμβάνονται οι σταλινικοί και οι σοσιαλδημοκράτες από τη μία και
έτσι όπως οφείλουν να τον αντιλαμβάνονται οι επαναστάτες μαρξιστές από
την άλλη, επιτίθεται με σφοδρότητα στη μηχανιστική/εξελικτική προσέγγιση
των κοινωνικών φαινομένων που θεωρεί ότι η ιστορία προχωρά
ντετερμινιστικά με βάση κάποιους αδήριτους νόμους και πως ο σοσιαλισμός
θα είναι το φυσικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα της οικονομικής και
τεχνικής προόδου ή της αντίθεσης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και
τις παραγωγικές σχέσεις. Αυτή την εκχυδαϊσμένη εκδοχή του ιστορικού
υλισμού ο Benjamin τη θεωρεί απονευρωμένη και ισχυρίζεται ότι οδηγεί
στην παθητικότητα, στην αναβλητικότητα και εν τέλει στην υποταγή στο
υπάρχον. Προτείνει λοιπόν, το μπόλιασμα του ιστορικού υλισμού με το
μεσσιανικό όραμα της λύτρωσης προς ανάκτηση της χαμένης του
επαναστατικής ορμής και υπέρβασης του ξεπεσμού του σε ένα «αυτόματο». Αν
κάτι τέτοιο φαντάζει παράξενο σε επίπεδο θεωρίας, μια ματιά σε έμπρακτα
παραδείγματα ίσως διασαφηνίσει τη δυνατότητα αποτελεσματικής όσμωσης
μαρξισμού και θεολογίας. Και αναφερόμαστε στις περιπτώσεις των
επαναστατικών λαϊκών κινημάτων σε πλήθος χωρών της Λατινικής Αμερικής
που ήταν διαποτισμένα από μια θεολογία της απελευθέρωσης
(αν και χριστιανικού βέβαια και όχι εβραϊκού χαρακτήρα), με εκατομμύρια
ανθρώπους εμπνευσμένους από αυτήν να δρουν μέσα από κοινότητες βάσης.
Φυσικά, η επίκληση στη θεολογία δεν αφορά σε κάποιο μεταφυσικό
υπερπέραν, ούτε αξιώνει κάποια θεοκρατικού χαρακτήρα παρέμβαση στα
εγκόσμια. Πρόκειται για μια εκκοσμικευμένη θεολογία, η οποία δεν
περιμένει την έλευση του Μεσσία από τον ουρανό, αλλά θεωρεί ως εν
δυνάμει Μεσσία την ίδια την εργατική τάξη που, μέσα από τη συλλογική και
συνειδητή πολιτική δράση, δύναται να νικήσει τον Αντίχριστο (τους
εκάστοτε κυρίαρχους και εν προκειμένω το Γ’ Ράιχ) και να οδηγηθεί στην
καταγωγική κατάσταση της θείας αρμονίας, στον Παράδεισο, το πολιτικό
ισοδύναμο του οποίου αφορά στην αταξική κοινωνία.
Angelus Novus, Paul Klee, 1920. O «Άγγελος της Ιστορίας», κατά τον Benjamin… |
Πριν τη λύτρωση, όμως, αυτό που έχει
θεμελιώδη σημασία στο έργο του Benjamin είναι το παρελθόν και ο τρόπος
διαχείρισής του από το (σύμφωνα με αυτόν) υποκείμενο της ιστορικής
γνώσης, την ίδια την μαχόμενη εργατική τάξη. Και εδώ έρχεται η κομβική
έννοια της αναμνημόνευσης των θυμάτων του παρελθόντος, των καταπιεσμένων
που αγωνίστηκαν, αλλά υπέστησαν μια σειρά από οδυνηρές ιστορικές ήττες,
τις οποίες δεν μπορούμε να θεωρούμε ως κάτι που ανήκει οριστικά και
αμετάκλητα στο παρελθόν, με την έννοια ότι αν θέλουμε να είμαστε
συνεπείς σε μια υλιστική αντίληψη της ιστορίας, δεν απαλλασσόμαστε από
τα αιτήματά τους, αφού ακόμα η ιστορία της ανθρωπότητας συνεχίζει να
είναι ιστορία της πάλης των τάξεων. Το παρελθόν λοιπόν, για τον Benjamin
είναι κάτι δυναμικό και όχι αποστειρωμένο. Επανανοηματοδοτείται υπό το
φως των αγώνων του παρόντος. Προχωρά έτσι, σε μια απόρριψη του
ιστορικισμού, μιας ιστοριογραφίας δηλαδή, η οποία, χωρίς να διαθέτει
θεωρητικό εξοπλισμό, αφηγείται την πορεία της ανθρωπότητας ως μια
ποσοτική συσσώρευση «μεγάλων γεγονότων» (με το μανδύα πάντα της
ουδέτερης αναπαράστασής τους), χωρίς ασυνέχειες, καταλήγοντας πάντα να
υιοθετεί τη σκοπιά των εκάστοτε νικητών και να επικυρώνει στο παρόν την
κυριαρχία τους. Εμπνεόμενος από τον Nietzsche, που περιφρονούσε τους ιστορικούς οι οποίοι «κολυμπούν και πνίγονται στο ποτάμι του γίγνεσθαι» και που θεωρούσε πως ο ιστορικός οφείλει να «κολυμπά ενάντια στα κύματα της ιστορίας»,
ο Benjamin στέκεται στα περιθωριακά γεγονότα της ιστορίας και
αντιτάσσει την παράδοση των καταπιεσμένων. Θεωρώντας ότι η ιστοριογραφία
δεν είναι μια υπόθεση αρχαιολογικής περιέργειας, αλλά ότι «η ιστορία είναι χρήσιμη μόνο όταν εξυπηρετεί τη ζωή και τη δράση»*, αναδεικνύει
την αξία του ιστορικού υλισμού όχι ως ουδέτερης επιστημονικής γνώσης,
αλλά ως γνώσης που τάσσεται στο πλευρό του προλεταριάτου. Έτσι, ο
ιστορικός υλισμός του Benjamin, αμφισβητώντας ότι οι νίκες των κυρίαρχων
ήταν η μόνη δυνατή εκδοχή, ανιχνεύει σε κάθε ιστορική συγκυρία την
ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων που δεν ήταν a priori καταδικασμένες να
αποτύχουν. Σε μια στιγμή κινδύνου στο παρόν (δηλαδή σε μια στιγμή που
υπάρχει η πιθανότητα χειραφέτησης ή μιας ακόμα σύγχρονης ήττας)
οφείλουμε να αντικρύσουμε με μια ιδιαίτερη ευαισθησία εκείνες τις ήττες
του παρελθόντος, με ετοιμότητα πνεύματος να ανακαλύψουμε εκ νέου την
εκρηκτική ενέργεια εκείνων των στιγμών και να τις αποσπάσουμε από τον
κομφορμισμό της επίσημης ιστοριογραφίας, αποκαθιστώντας την ανατρεπτική
τους διάσταση. Η αναμνημόνευση αυτή έχει σκοπό τη σύνθεση συναστριών οι
οποίες θα συνδέσουν ένα απόσπασμα του παρελθόντος με ένα αντίστοιχο
παρόν. Οι συναστρίες αυτές για τον Benjamin δεν έχουν μεταξύ τους
αιτιακούς δεσμούς, αλλά σχετίζονται διαλεκτικά, με το παρόν να
λειτουργεί απελευθερωτικά ως προς το παρελθόν και με το παρελθόν να
γονιμοποιεί το παρόν ως πιθανή εκπλήρωση της προηγούμενης απόπειρας.
Μόνο έτσι, ο ιστορικός υλιστής, γράφει ο Löwy, μπορεί
να πετύχει να λάμψει η σπίθα της ελπίδας μέσα στο παρελθόν, μια σπίθα
που μπορεί να ανάψει φωτιά στις στάχτες σήμερα. Μόνο οι συναστρίες αυτές
μπορούν να υπονομεύσουν την ιστορική συνέχεια των νικών των
καταπιεστών. Ωστόσο, οι συναστρίες αυτές για να αναγνωρισθούν και να
αξιοποιηθούν από τον ιστορικό υλιστή, απαιτούν εγρήγορση, καθώς η
αυθεντική εικόνα του παρελθόντος αστράφτει μόνο για μια στιγμή και μετά
χάνεται! Είναι, όπως λέει ο στίχος του Dante, «μια
εικόνα μοναδική, αναντικατάστατη του παρελθόντος που εξαφανίζεται με
κάθε παρόν που δεν μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του μέσω αυτής».
Ο ωρολογιακός χρόνος, ο επίκαιρος χρόνος και το άλμα της τίγρης
Με την καινοτόμα σύλληψή του για τη διαλεκτική σύνδεση διαφορετικών ιστορικών στιγμών, ο Benjamin θεμελιώνει μια νέα οντολογία του ιστορικού χρόνου.
Θεωρεί ότι η ιστορία είναι το αντικείμενο μιας κατασκευής, η οποία
όμως, δε συμβαίνει (όπως υποστηρίζει η κυρίαρχη αντίληψη) εν μέσω ενός
ομογενούς και κενού χρόνου, αλλά σε χρόνο που είναι πλήρης από τον «χρόνο του τώρα» (Jetztzeit).
Και αυτό σημαίνει ότι ο ιστορικός χρόνος δεν είναι ο μηχανικός,
αυτόματος, ποσοτικός χρόνος που μετρούν τα ρολόγια, αλλά ο γεμάτος από
επίκαιρες εκρηκτικές στιγμές που κουβαλούν ένα ποιοτικό φορτίο. Έτσι,
καταλαβαίνουμε πώς η παρουσία χειραφετητικών στιγμών του
παρελθόντος στο φαντασιακό των εξεγερμένων τού εκάστοτε παρόντος υπήρξε
ιδιαίτερα έντονη ως πηγή έμπνευσης: της Κομμούνας του 1793-1794
για τους Κομμουνάρους του 1871, των τελευταίων για την Οκτωβριανή
Επανάσταση, του θρύλου του Emiliano Zapata για τους Zapatistas το 1994,
του Che Guevara για τα νεολαιίστικα ξεσπάσματα των τελευταίων δεκαετιών
και πολλά άλλα. Σε κάθε τέτοιου τύπου περίπτωση συμβαίνει αυτό που ο
Benjamin ονομάζει «άλμα της τίγρης στο παρελθόν». Δηλαδή, μια
επαναστατική απόπειρα που την ίδια στιγμή επιχειρεί να σώσει την
κληρονομιά των καταπιεσμένων, διακόπτει το συνεχές της ιστορίας και
ταυτόχρονα τολμάει μια διαλεκτική υπέρβαση προς το μέλλον. Εκείνη
ακριβώς τη στιγμή λαμβάνει χώρα μια ιστορική σύντμηση εντός της οποίας
συμπυκνώνονται όλες οι εξεγερτικές στιγμές του παρελθόντος και αναδύεται
όχι η ιστορικότητα, αλλά η συγχρονικότητά του. Το Jetztzeit συγκεφαλαιώνει όλη την παράδοση των καταπιεσμένων και γίνεται «η στενή πύλη μέσω της οποίας μπορεί να διέλθει ο Μεσσίας». Εδώ
ο Benjamin θέτει τις βάσεις για μια αναδόμηση του μαρξισμού σε πολιτικό
επίπεδο, καθώς σκιαγραφεί την επαναστατική πιθανότητα που εμπεριέχεται
εν δυνάμει σε κάθε ιστορική στιγμή και έτσι περνάμε από μια παραδοσιακή
αντίληψη της ιστορίας που στο επίκεντρό της έχει την αναγκαιότητα, σε
μια ριζοσπαστική αντίληψη της ιστορίας ως μιας διαδικασίας αβέβαιης και
ανοιχτής ανά πάσα στιγμή σε ένα πλούσιο φάσμα πιθανοτήτων. Λόγω αυτής
ακριβώς της ανοιχτότητας, η καταπιεσμένη γενιά οφείλει, ούσα πάντα σε
ετοιμότητα για πολιτική δράση, να αξιοποιήσει το ψήγμα μεσσιανικής
δύναμης που κατέχει, αδράχνοντας τη φευγαλέα στιγμή! Όπως γίνεται φανερό
λοιπόν, ο ιστορικός χρόνος στην αντίληψη του Benjamin δεν είναι
μια κενή και αφηρημένη κατηγορία, αλλά καθώς είναι φορτισμένος με μνήμη
και επικαιρότητα, καθίσταται αδιαχώριστος από το περιεχόμενό του,
γίνεται εκφραστής ταξικής συνείδησης και συνεπώς είναι ετερογενής και
πληρούμενος.
Η πρόοδος, ο φασισμός και η κατάσταση έκτακτης ανάγκης
Το στοιχείο όμως, που είναι
περισσότερο αιρετικό στο πώς αντιλαμβάνεται ο Benjamin την ιστορία,
είναι ο χαρακτήρας που αποδίδει στο ενδεχόμενο της επανάστασης, κάτι που
απορρέει από το χαρακτήρα που αποδίδει στη μέχρι τότε πορεία του
ανθρώπινου πολιτισμού. Επιτίθεται, λοιπόν, στο δόγμα της προόδου (την
οποία θεωρεί καταστροφική θύελλα) υπό το πρίσμα του οποίου
αντιλαμβάνεται την πορεία των κοινωνιών σύσσωμη η νεωτερικότητα.
Αποδομεί το κλασικό μοτίβο του Διαφωτισμού που αντιπαραθέτει την
κουλτούρα στη βαρβαρότητα ως δύο αλληλοαποκλειόμενους πόλους,
αναπτύσσοντας μια διαλεκτική ανάμεσα στις δύο αυτές εκφάνσεις της
κυριαρχίας και τεκμηριώνοντας ότι οι κατακτήσεις στο επίπεδο της
επιστήμης, της τεχνολογίας και γενικότερα της γνώσης συνυπάρχουν με μια
ηθική, κοινωνική και πολιτική οπισθοδρόμηση που «συσσωρεύει αδιάκοπα ερείπια επί ερειπίων».
Πιο
συγκεκριμένα μάλιστα, όσον αφορά στην ιστορική συγκυρία τη σύγχρονη του
Benjamin στην οποία είχε αποδοθεί ο χαρακτηρισμός «κατάσταση έκτακτης
ανάγκης», ο συγγραφέας επισημαίνει ότι ο φασισμός δεν αποτελεί
ανεξήγητη, αναχρονιστική εξαίρεση σε μία (σύμφωνα με τη φιλελεύθερη και
την επίσημη μαρξιστική αντίληψη) πορεία στην οποία ο κανόνας είναι η
εξέλιξη των κοινωνιών στην κατεύθυνση της εδραίωσης της δημοκρατίας και
της ελευθερίας. Υποστηρίζει αντιθέτως, ότι η βαρβαρότητα, η καταπίεση
και η βία που ασκούν οι κυρίαρχοι είναι ο κανόνας. Απλά, θα
συμπληρώναμε, ο φασισμός είναι η πιο ακραία έκφανση αυτής της διαρκούς
κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Η βιομηχανική και τεχνολογική πρόοδος που
αποτέλεσε θεμελιώδες χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας, όχι μόνο δεν
είναι ασυμβίβαστες με το φασισμό, αλλά συνυφαίνονται στενά με αυτόν,
καθιστώντας τον απόλυτα σύγχρονη εκδοχή τής καταπίεσης. Πέρα από το
προφανές της στρατιωτικής τεχνολογίας, ο Enzo Traverso
επισημαίνει εύστοχα ότι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί βρίσκουμε
μια σειρά από τυπικούς θεσμούς της νεωτερικότητας: τη φυλακή, το
εργοστάσιο με την τεϊλορική οργάνωση της εργασίας και τη, σύμφωνα με
τον Max Weber,
γραφειοκρατική διαχείριση! Η αδυναμία της επίσημης Αριστεράς τότε να
κατανοήσει τα παραπάνω, οδήγησε και στην απουσία πραγματικά
αποτελεσματικής πολιτικής γραμμής απέναντι στο φασισμό. Ο Benjamin όμως,
δε σταματά εκεί. Τα βέλη του πάνε ακόμα πιο βαθιά, στοχεύοντας στην
ίδια την εργασία! Επισημαίνει ότι η χονδροειδής πρόσληψη του μαρξισμού
από τη σοσιαλδημοκρατία, επειδή δεν αντιλαμβάνεται πως ο πυρήνας του
προβλήματος εδράζεται στην ίδια τη βιομηχανική παραγωγή, με μια
θετικιστική αφέλεια προβάλλει μια εκκοσμικευμένη εκδοχή της
προτεσταντικής ηθικής της εργασίας, παραβλέποντας ότι η εργασία εντός
του καπιταλισμού μετατρέπει τον εργαζόμενο σε σύγχρονο σκλάβο και
λειτουργεί καταστροφικά απέναντι στη φύση. Θεωρώντας, λοιπόν, ο Benjamin
ολόκληρη τη διαδρομή της ανθρωπότητας ως μια πορεία προς την
καταστροφή, προσδίδει στην επανάσταση το χαρακτήρα της «πραγματικής κατάστασης έκτακτης ανάγκης»
με την έννοια της πράξης εκείνης που θα διακόψει αυτή την αλληλοδιαδοχή
εκδοχών της βαρβαρότητας, που θα πάει ενάντια στο ρεύμα της προόδου,
που θα καταργήσει την κυριαρχία, που θα εκτρέψει το τρένο από τις «ατσάλινες ράγες»
της ιστορικής κίνησης πριν την τελική σύγκρουση και θα οδηγήσει την
καταπιεσμένη ανθρωπότητα στο μεσσιανικό βασίλειο της αταξικής κοινωνίας.
Η κομμουνιστική κοινωνία του μέλλοντος συνιστά με έναν τρόπο επαναφορά
στην πρωτόγονη κομμουνιστική κοινωνία, αλλά σε ανώτερο επίπεδο. Όχι
καθαρή και απλή επιστροφή στην κοινωνία της προϊστορίας. Η κομμουνιστική
κοινωνία του μέλλοντος είναι μια κοινωνία που εμπεριέχει το θετικό
περιεχόμενο του παρελθόντος της ανθρωπότητας, αλλά στην οποία φτάνει η
ανθρωπότητα μέσα από μια διαδικασία διαλεκτικής άρνησης και η νέα της
ποιότητα είναι πιο πλούσια από την παλιά.
Στο σήμερα
Αναμφίβολα ο Benjamin επεχείρησε μια ρηξικέλευθη επαναθεμελίωση του ιστορικού υλισμού. Επειδή όμως, «μπορεί κανείς να δώσει περιεχόμενο στη φιλοσοφία, μόνο όταν τη μεταβάλει σε επαναστατική θεωρία»,
αποτελεί καθήκον για τη σύγχρονη επαναστατική Αριστερά να μελετήσει
βαθιά ένα έργο όπως οι «Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας». Όχι για
να του δώσει το ρόλο ενός εγχειριδίου για τη σωστή τακτική, αλλά για να
εμπνευστεί από το πνεύμα του. Και από το πνεύμα του συγκεκριμένου έργου
μπορούμε σίγουρα να κρατήσουμε μια σύλληψη του παρόντος ως πεδίου
ανοιχτού σε μια πλειάδα από πιθανά μέλλοντα, στο οποίο καθοριστικό ρόλο
διαδραματίζει η πολιτική ως πλουραλιστική ανθρώπινη δραστηριότητα, της
οποίας ο σκληρός πυρήνας έχει χαρακτηριστικά μη προβλεψιμότητας. Οφείλει
να το μελετήσει, όχι παίρνοντας κατά γράμμα τις μεσσιανικές αναφορές.
Αλλά για να εμπλουτίσει την επαναστατική κουλτούρα με τα όνειρα και τις
ελπίδες του παρελθόντος, των οποίων ο μαχόμενος επαναστατικός μαρξισμός
οφείλει να γίνει υλοποιητής.
*Friedrich Nietzsche, Von Nutzen und Nachteil der Historie für das Leben (1874)
Βιβλιογραφία
- «Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας», Walter Benjamin, Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα, Αθήνα 2014.
- «Walter Benjamin: Προμήνυμα Κινδύνου / Μια ανάγνωση των θέσεων για τη φιλοσοφία της ιστορίας», Michael Löwy, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2004.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου