Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Αναδιεκδίκηση της πόλης για αντικαπιταλιστική πάλη


Αναδημοσίευση από http://radgeo.wordpress.com/ του David Harvey, απόσπασμα από τις Εξεγερμένες Πόλεις

Αν η αστικοποίηση είναι τόσο σημαντική στην ιστορία της συσσώρευσης κεφαλαίου και οι δυνάμεις του κεφαλαίου μαζί με τους αμέτρητους συμμάχους τους πρέπει να κινητοποιούν ασταμάτητα ή ακόμα και να επαναστατικοποιούν κατά διαστήματα τη ζωή στην πόλη, τότε οι ταξικοί αγώνες, ανεξαρτήτως αν αναγνωρίζονται ρητά ως τέτοιοι, συνδέονται αναπόφευκτα. Αυτό συμβαίνει επειδή οι δυνάμεις του κεφαλαίου είναι αναγκασμένες να αγωνίζονται σθεναρά για να επιβάλλουν τη βούλησή τους στη διαδικασία της πόλης και σε ολόκληρους πληθυσμούς που δεν είναι δυνατόν, ακόμα και κάτω από τις πιο ευνοϊκές συνθήκες, να τεθούν υπό από τον πλήρη έλεγχό τους. Άρα προκύπτει ένα σημαντικό στρατηγικό πολιτικό ερώτημα: Σε ποιο βαθμό πρέπει οι αντικαπιταλιστικοί αγώνες να επικεντρώνονται ρητά και να οργανώνονται στο ευρύτερο πεδίο της πόλης και του αστικού χώρου; Και αν το κάνουν, τότε πώς και γιατί ακριβώς;

                Η ιστορία των ταξικών αγώνων με βάση την πόλη είναι εντυπωσιακή. Τα διαδοχικά επαναστατικά κινήματα στο Παρίσι από το 1789 μέχρι το 1830 και από το 1848 έως την Κομμούνα του 1871 αποτελούν το πιο προφανές παράδειγμα του 19ου αιώνα. Στα μεταγενέστερα γεγονότα περιλαμβάνονται το Σοβιέτ της Πετρούπολης, οι Κομμούνες της Σαγκάης το 1927 και το 1967, η γενική απεργία του Σιάτλ το 1919, ο ρόλος της Βαρκελώνης στον Ισπανικό Εμφύλιο, η εξέγερση στην Κόρδοβα το 1969 και οι γενικότερες εξεγέρσεις στις πόλεις στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1960, τα κινήματα του 1968 (Παρίσι, Σικάγο, Μεξικό, Μπανγκόγκ και άλλα, όπως η αποκαλούμενη «Άνοιξη της Πράγας» και η άνοδος των τοπικών ενώσεων σε διάφορες γειτονιές της Μαδρίτης, οι οποίες αντιπροσώπευσαν το κίνημα κατά του Φράνκο (Franco) στην Ισπανία περίπου την ίδια περίοδο). Και πιο πρόσφατα έχουμε γίνει μάρτυρες του απόηχου που έχουν αυτοί οι παλαιότεροι αγώνες στις διαδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης στο Σιάτλ το 1999 (οι οποίες ακολουθήθηκαν από παρόμοιες διαδηλώσεις στο Κεμπέκ, στη Γένοβα και σε πολλές άλλες πόλεις, ως μέρος ενός ευρέως διαδεδομένου κινήματος εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης). Ακόμα πιο πρόσφατα είδαμε μαζικές διαδηλώσεις στην πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο, στην πόλη Μάντισον του Ουισκόνσιν, στην Πλάζα ντελ Σολ στη Μαδρίτη και στην πλατεία Καταλούνια της Βαρκελώνης, στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα, καθώς επίσης επαναστατικά κινήματα και εξεγέρσεις στην Οαχάκα του Μεξικού, στην Κοτσαμπάμπα (2000 και 2007) και στο Ελ Άλτο (2003 και 2005) της Βολιβίας, μαζί με πολύ διαφορετικές αλλά εξίσου σημαντικές πολιτικές εκρήξεις στο Μπουένος Άιρες το 2001-2002 και στο Σαντιάγο της Χιλής (2006 και 2011).

                Και, όπως δείχνει η ιστορία, δεν πρόκειται απλώς για μεμονωμένα αστικά κέντρα που εμπλέκονται. Σε αρκετές περιπτώσεις, το πνεύμα της διαμαρτυρίας και της εξέγερσης εξαπλώθηκε με εντυπωσιακούς τρόπους λαμβάνοντας μεταδοτικό χαρακτήρα μέσα σε δίκτυα πόλεων. Μπορεί το επαναστατικό κίνημα του 1848 να ξεκίνησε στο Παρίσι, αλλά το πνεύμα της εξέγερσης εξαπλώθηκε στη Βιέννη, στο Βερολίνο, στο Μιλάνο, στη Βουδαπέστη, στη Φρανκφούρτη και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Η Επανάσταση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία συνοδεύτηκε από το σχηματισμό εργατικών συμβουλίων και «σοβιέτ» στο Βερολίνο, στη Βιέννη, στη Βαρσοβία, στη Ρίγα, στο Μόναχο και στο Τορίνο, όπως ακριβώς το 1968 τη θέση τους πήραν το Παρίσι, το Βερολίνο, το Λονδίνο, το Μεξικό, η Μπανγκόγκ, το Σικάγο και αμέτρητες ακόμα πόλεις που έζησαν τις «μέρες της οργής» και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη βίαιη καταστολή. Η κρίση που εκδηλώθηκε κατά τη δεκαετία του 1960 στις Ηνωμένες Πολιτείες επηρέασε πολλές πόλεις ταυτόχρονα. Και σε μια εκπληκτική αλλά πολύ υποτιμημένη στιγμή της παγκόσμιας ιστορίας, στις 15 Φεβρουαρίου 2003, πολλά εκατομμύρια άνθρωποι κατέβηκαν ταυτόχρονα στους δρόμους της Ρώμης (με περίπου 3 εκατομμύρια ανθρώπους θεωρήθηκε η μεγαλύτερη αντιπολεμική διαδήλωση που πραγματοποιήθηκε ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία), στη Μαδρίτη, στο Λονδίνο, στη Βαρκελώνη, στο Βερολίνο, στην Αθήνα, με μικρότερο αλλά σημαντικό αριθμό διαδηλωτών (παρόλο που ήταν αδύνατον να γίνει ακριβής υπολογισμός εξαιτίας της αστυνομικής καταστολής) στη Νέα Υόρκη και στη Μελβούρνη, και με πολλές ακόμα χιλιάδες ανθρώπους σε σχεδόν 200 πόλεις στην Ασία (εκτός από την Κίνα), στην Αφρική και στη Λατινική Αμερική, σε μια παγκόσμια διαδήλωση ενάντια στην απειλή του πολέμου με το Ιράκ. Το κίνημα, που εκείνη την περίοδο χαρακτηρίστηκε ως μία ίσως από τις πρώτες εκφράσεις της παγκόσμιας κοινής γνώμης, γρήγορα εξασθένησε, όμως άφησε πίσω του την αίσθηση ότι το παγκόσμιο δίκτυο των πόλεων είναι γεμάτο πολιτικές δυνατότητες οι οποίες παραμένουν ανεκμετάλλευτες από τα προοδευτικά κινήματα. Το τρέχον ρεύμα νεανικών κινημάτων που διαπερνά ολόκληρο τον κόσμο, από το Κάιρο μέχρι τη Μαδρίτη και το Σαντιάγο –για να μην αναφερθούμε στην εξέγερση στο Λονδίνο, την οποία ακολούθησε το κίνημα «Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ» που ξεκίνησε στη Νέα Υόρκη προτού εξαπλωθεί στη συνέχεια σε αμέτρητες πόλεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και τώρα πλέον σε ολόκληρο τον κόσμο–, υποδηλώνει ότι υπάρχει κάτι πολιτικό στον αέρα της πόλης, το οποίο παλεύει να εκφραστεί.1

                Δύο ερωτήματα προκύπτουν από αυτή τη σύντομη παρουσίαση των πολιτικών κινημάτων στις πόλεις. Είναι άραγε η πόλη (ή ένα σύστημα πόλεων) απλώς ένα παθητικό μέρος (ή ένα ήδη ενυπάρχον δίκτυο) –το μέρος εκδήλωσης– όπου εκφράζονται βαθύτερα ρεύματα πολιτικού αγώνα; Επιφανειακά φαίνεται πως έτσι είναι. Ωστόσο, είναι επίσης σαφές ότι κάποια συγκεκριμένα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά στις πόλεις είναι πιο πρόσφορα για επαναστατικές διαδηλώσεις απ’ ό,τι κάποια άλλα – για παράδειγμα, η κεντρική θέση πλατειών όπως η Ταχρίρ, η Τιενανμέν και το Σύνταγμα, οι δρόμοι του Παρισιού όπου πολύ πιο εύκολα στήνονται οδοφράγματα σε σύγκριση με εκείνους του Λονδίνου ή του Λος Άντζελες ή η θέση του Ελ Άλτο, που του επιτρέπει να ελέγχει τις βασικές οδούς εφοδιασμού προς τη Λα Παζ.

                Ως εκ τούτου η πολιτική εξουσία συχνά επιδιώκει να αναδιοργανώσει τις αστικές υποδομές και την αστική ζωή προσβλέποντας στον έλεγχο των ανήσυχων πληθυσμών. Αυτό συνέβη, ως γνωστόν, και με τα βουλεβάρτα του Οσμάν στο Παρίσι, τα οποία θεωρήθηκαν ακόμα και τότε ως ένα μέσο άσκησης πολιτικού ελέγχου των ανυπότακτων πολιτών. Η περίπτωση αυτή δεν είναι μοναδική. Ο επανασχεδιασμός των κέντρων των πόλεων στις Ηνωμένες Πολιτείες ύστερα από τις εξεγέρσεις της δεκαετίας του 1960 απλώς έτυχε να δημιουργήσουν μεγάλα φυσικά εμπόδια λεωφόρων ‒τάφρους, στην πραγματικότητα‒ μεταξύ των οχυρωμένων ακριβών ιδιοκτησιών του κέντρου (downtown) και των υποβαθμισμένων γειτονιών του κέντρου (inner-city).[1] Οι βίαιες συγκρούσεις που σημειώθηκαν λόγω της προσπάθειας καταστολής των κινημάτων αντίστασης στη Ραμάλα της Δυτικής Όχθης (από τις στρατιωτικές δυνάμεις του Ισραήλ) και στη Φαλούτζα του Ιράκ (από τον αμερικανικό στρατό) έπαιξαν σημαντικό ρόλο, ωθώντας σε μια επανεξέταση των στρατιωτικών στρατηγικών κατευνασμού, αστυνόμευσης και ελέγχου των αστικών πληθυσμών. Τα κινήματα αντίστασης όπως η Χεζμπολά και η Χαμάς, με τη σειρά τους, εφαρμόζουν όλο και περισσότερο στρατηγικές εξέγερσης στις πόλεις. Η στρατιωτικοποίηση δεν αποτελεί, φυσικά, τη μοναδική λύση (και, όπως έδειξε η Φαλούτζα, πιθανότατα να μην είναι και η καλύτερη). Τα σχεδιαζόμενα προγράμματα κατευνασμού στις φαβέλες του Ρίο προϋποθέτουν μια αστικοποιημένη προσέγγιση της κοινωνικής και ταξικής πάλης μέσα από την εφαρμογή μιας σειράς διαφορετικών δημόσιων πολιτικών στις προβληματικές γειτονιές. Η Χεζμπολά και η Χαμάς από την πλευρά τους συνδυάζουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις από το εσωτερικό των πυκνών δικτύων του περιβάλλοντος των πόλεων με τη δημιουργία εναλλακτικών δομών διακυβέρνησης της πόλης, που περιλαμβάνουν τα πάντα, από την αποκομιδή των σκουπιδιών μέχρι την οικονομική υποστήριξη και μορφές διοίκησης στις γειτονιές.

                Επομένως είναι προφανές ότι η πόλη λειτουργεί ως σημαντικό μέρος πολιτικής δράσης και εξέγερσης. Τα πραγματικά χαρακτηριστικά του χώρου είναι σημαντικά, ενώ ο φυσικός και κοινωνικός ανασχεδιασμός και η εδαφική οργάνωση αυτών των χώρων αποτελεί ένα όπλο πολιτικών αγώνων. Στις στρατιωτικές επιχειρήσεις η επιλογή και η διαμόρφωση του πεδίου δράσης παίζει σημαντικό ρόλο για τον καθορισμό του νικητή, και το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τις λαϊκές διαμαρτυρίες και τα πολιτικά κινήματα στο περιβάλλον της πόλης.2

              Το δεύτερο βασικό σημείο είναι ότι οι πολιτικές διαμαρτυρίες συχνά υπολογίζουν την αποτελεσματικότητά τους με βάση την ικανότητά τους να αποδιοργανώνουν τις οικονομίες των πόλων. Την άνοιξη του 2006, για παράδειγμα, προκλήθηκαν εκτεταμένες αναταραχές στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσα στους πληθυσμούς των μεταναστών εξαιτίας μιας πρότασης που υποβλήθηκε στο Κογκρέσο η οποία αφορούσε την ποινικοποίηση των μεταναστών χωρίς χαρτιά (ορισμένοι από τους οποίους ζούσαν επί δεκαετίες στη χώρα). Οι μαζικές διαδηλώσεις οδήγησαν ουσιαστικά σε απεργία των μεταναστών εργατών, εξαιτίας της οποίας πάγωσε η οικονομική δραστηριότητα στο Λος Άντζελες και στο Σικάγο, με σοβαρό αντίκτυπο και σε άλλες πόλεις. Αυτή η εντυπωσιακή επίδειξη πολιτικής και οικονομικής ισχύος των ανοργάνωτων μεταναστών (νόμιμων και παράνομων) η οποία διέκοψε τη ροή της παραγωγής αλλά και την κυκλοφορία των αγαθών και των υπηρεσιών σε μεγάλα αστικά κέντρα συνέβαλε σημαντικά στην ακύρωση της προτεινόμενης νομοθεσίας.

               Το κίνημα δικαιωμάτων των μεταναστών γεννήθηκε από το πουθενά και χαρακτηρίστηκε από μεγάλο βαθμό αυθορμητισμού. Στη συνέχεια όμως υποχώρησε γρήγορα, αφήνοντας πίσω του δύο μικρότερα αλλά ίσως σημαντικά επιτεύγματα, εκτός από την παρεμπόδιση ψήφισης της προτεινόμενης νομοθεσίας: το σχηματισμό μιας μόνιμης συμμαχίας μεταναστών εργατών και μια νέα παράδοση εορτασμού της Πρωτομαγιάς στις Ηνωμένες Πολιτείες ως ημέρας πορείας υπέρ των εργατικών διεκδικήσεων. Μπορεί αυτό το τελευταίο επίτευγμα να μοιάζει καθαρά συμβολικό, ωστόσο υπενθυμίζει τόσο στους μη συνδικαλισμένους όσο και στους συνδικαλισμένους εργάτες των Ηνωμένων Πολιτειών τη συλλογική τους δύναμη. Μέσα από τη γρήγορη υποχώρηση του κινήματος φάνηκε επίσης ένα από τα βασικά εμπόδια στη συνειδητοποίηση αυτής της δύναμης. Το κίνημα, η βάση του οποίου αποτελούνταν κυρίως από ισπανόφωνους, δεν κατάφερε να διαπραγματευτεί αποτελεσματικά με την ηγεσία του αφροαμερικανικού πληθυσμού. Το γεγονός αυτό άνοιξε το δρόμο για έναν καταιγισμό προπαγάνδας εκ μέρους των μέσων ενημέρωσης που πρόσκειντο στη Δεξιά, τα οποία άρχισαν ξαφνικά να χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τους Αφροαμερικανούς που έχαναν τις δουλειές τους εξαιτίας των παράνομων ισπανόφωνων μεταναστών.3

                Η ταχύτητα και η αστάθεια με την οποία τα μαζικά κινήματα διαμαρτυρίας κάνουν την εμφάνισή τους και στη συνέχεια ατονούν κατά τις τελευταίες δεκαετίες χρήζει κάποιου σχολιασμού. Εκτός από την παγκόσμια αντιπολεμική διαδήλωση του 2003 και την άνοδο και την πτώση του κινήματος για τα δικαιώματα των μεταναστών στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2006, υπάρχουν αναρίθμητα παραδείγματα της ακανόνιστης πορείας και της άνισης γεωγραφικής έκφρασης των κινημάτων αντίστασης· συμπεριλαμβάνουν την ταχύτητα με την οποία οι εξεγέρσεις του 2005 στα γαλλικά προάστια και οι επαναστατικές εκρήξεις σε μεγάλο μέρος της Λατινικής Αμερικής, από την Αργεντινή το 2001-2002 μέχρι τη Βολιβία το 2000-2005, ελέγχθηκαν και ενσωματώθηκαν εκ νέου στις κυρίαρχες καπιταλιστικές πρακτικές. Θα έχουν άραγε πιο σταθερή δύναμη οι διαδηλώσεις των indignados που εκδηλώθηκαν σε ολόκληρη τη Νότια Ευρώπη το 2011, καθώς και το πιο πρόσφατο κίνημα «Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ»; Αποτελεί σοβαρή πρόκληση το να προσπαθήσει να κατανοήσει κανείς τις πολιτικές και επαναστατικές δυνατότητες τέτοιου είδους κινημάτων. Η μεταβαλλόμενη ιστορία και η πορεία του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση ή υπέρ μιας εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 υποδηλώνει επίσης ότι βρισκόμαστε σε μια πολύ ιδιαίτερη και ίσως ριζικά διαφορετική φάση του αντικαπιταλιστικού αγώνα. Το κίνημα αυτό, που διαμορφώθηκε μέσα από το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και τα περιφερειακά του παρακλάδια και έλαβε σταδιακά το χαρακτήρα περιοδικών διαδηλώσεων ενάντια στην Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, το G7 (τώρα G20) ή ενάντια σχεδόν σε κάθε διεθνή συνάντηση για οποιοδήποτε ζήτημα (από την κλιματική αλλαγή μέχρι το ρατσισμό και την ισότητα των φύλων), αυτό το κίνημα λοιπόν είναι δύσκολο να οριοθετηθεί επειδή πρόκειται για ένα «κίνημα των κινημάτων» και όχι για μια οργάνωση με κοινό στόχο.4 Όχι πως έχουν εξαφανιστεί οι παραδοσιακές μορφές αριστερής οργάνωσης (τα αριστερά πολιτικά κόμματα και οργανώσεις, τα εργατικά συνδικάτα και τα περιβαλλοντικά ή κοινωνικά κινήματα όπως οι μαοϊκοί στην Ινδία ή το κίνημα των χωρικών χωρίς γη στη Βραζιλία). Φαίνεται όμως ότι πλέον όλα τους κολυμπούν μέσα σε έναν ωκεανό από διασκορπισμένα κινήματα που δεν διαθέτουν συνολική πολιτική συνοχή.


[1] Ο Harvey χρησιμοποιεί τις λέξεις downtown και inner city. Και οι δύο μεταφράζονται ως κέντρο, ωστόσο στην Αμερική το downtown περιγράφει το οικονομικό και εμπορικό κέντρο (και κέντρο του lifestyle της πόλης), ενώ το inner city τις υποβαθμισμένες και φτωχές κεντρικές περιοχές των πόλεων. (Σ.τ.Ε.)

1. Το ρητό «ο αέρας της πόλης απελευθερώνει» προέρχεται από το Μεσαίωνα, τότε που οι δήμοι με τους καταστατικούς χάρτες λειτουργούσαν ως «μη φεουδαρχικές νησίδες σε μια φεουδαρχική θάλασσα». Η κλασική αφήγηση ανήκει στον Henri Pirenne, Medieval Cities, Πρίνστον, Princeton University Press, 1925 [ελλ. έκδ.: Οι πόλεις του Μεσαίωνα: Δοκίμιο οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας, μτφ. Π. Μούτουλας, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2003].

2. S. Graham, Cities Under Siege: The New Military Urbanism, Λονδίνο, Verso, 2010.

3. Kevin Jonson & Hill Ong Hing, “The Immigrants Rights Marches of 2006 and the Prospects for a New Civil Rights Movement”, Harvard Civil Rights-Civil Liberties Law Review 42, σ. 99-138.

4. T. Mertes (επιμ.), A Movement of Movements, Λονδίνο, Verso, 2004· S. Motta & A.G. Nilson (επιμ.), ό.π., 2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου