Δύο ενδιαφέρoντα άρθα για την πρόσφατη εκλογική επιτυχία των δολοφόνων φασιστών της χα (από την ΕφΣυν και την Εποχή)
Οι στρατηγοί του φυλακισμένου Αρχηγού
Ερχονται στο φως οι στενοί δεσμοί του Νίκου
Μιχαλολιάκου με ανώτατα στελέχη του στρατεύματος.
Του Δημήτρη Ψαρρά
Πραγματική έκπληξη ένιωσαν πολλοί αναλυτές από το γεγονός ότι οι δύο
στους τρεις ευρωβουλευτές που εξέλεξε η Χρυσή Αυγή ήταν απόστρατοι
ανώτατοι αξιωματικοί του Στρατού. Είναι αλήθεια ότι η δύσκολη κατάσταση
στην οποία έχει περιέλθει η οργάνωση την υποχρέωσε να στραφεί στις
εφεδρείες της, προκειμένου να εμφανίσει ένα διαφορετικό πρόσωπο από αυτό
της εγκληματικής συμμορίας.
Αυτές οι εφεδρείες διατηρούνταν μέχρι σήμερα στη σκιά, στους θυλάκους
του βαθέος κράτους που επιβίωσαν επί χρόνια, παρά τις κατά καιρούς
απόπειρες εκδημοκρατισμού των ενόπλων δυνάμεων και της αστυνομίας.
Οπως φάνηκε από τις δημόσιες παρεμβάσεις τους, οι δύο απόστρατοι
εμφανίστηκαν ως μέλη της οργάνωσης και όχι ως απλοί συνεργαζόμενοι,
μιλώντας για «Αρχηγό», για «συναγωνιστές» και υιοθετώντας τα πιο ακραία
συνθήματα της Χρυσής Αυγής. Και ο μεν Ελευθέριος Συναδινός, απόστρατος
αντιστράτηγος και πρώην διευθυντής Ειδικών Δυνάμεων του Ελληνικού
Στρατού, ήταν γνωστός στους συναδέλφους του για τις φιλοχρυσαυγίτικες
απόψεις του, όμως ο Γεώργιος Επιτήδειος, απόστρατος αντιστράτηγος κι
αυτός, εξέπληξε τους γνωστούς του που μέχρι πρότινος τον κατέτασσαν στο
ΠΑΣΟΚ. Μπορεί βέβαια ο πατέρας του να υπήρξε υπαρχηγός του ΓΕΣ κατά την
περίοδο της δικτατορίας, αλλά ο ίδιος είχε τοποθετηθεί σε θέσεις του
ΝΑΤΟ από τις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη
(1994-1997), ενώ και πάλι το ΠΑΣΟΚ τον επανέφερε το 1999 σε
θέσεις-κλειδιά του Ευρωστρατού μέχρι το 2002.
Και άλλες περιπτώσεις
Γεγονός είναι ότι οι διασυνδέσεις της οργάνωσης με το στράτευμα δεν
περιορίζονται στους δύο απόστρατους. Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις
στρατιωτικών που διατηρούν επαφές με την οργάνωση και ειδικά με τον
Αρχηγό. Ομως μέχρι στιγμής δεν έχουν εκδηλωθεί ανοιχτά υπέρ της Χρυσής
Αυγής. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κωνσταντίνου Πολυχρόνη
Τίγκα, αντιστράτηγου ε.α., ο οποίος εικονίζεται να ποζάρει δίπλα στον
Νίκο Μιχαλολιάκο στη φωτογραφία που δημοσιεύουμε. Ο κ. Τίγκας αποφοίτησε
το 1968 από τη Σχολή Ευελπίδων και αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του
υποστρατήγου το 1999, αλλά αμέσως ανακλήθηκε και ανέλαβε τη θέση του
υποδιοικητή στη Σχολή Εθνικής Αμυνας. Τελικά αποστρατεύτηκε το 2002 ως
αντιστράτηγος. Ο κ. Τίγκας τα τελευταία χρόνια ασχολείται με την
αυτοδιοίκηση στην περιοχή του (Παπάγου), όπου βέβαια κατοικούν πολλοί
στρατιωτικοί. Στις πρόσφατες εκλογές κατέβηκε ως υποψήφιος δήμαρχος του
Δήμου Χολαργού-Παπάγου, χωρίς το χρίσμα της Νέας Δημοκρατίας και
κατόρθωσε να περάσει στον δεύτερο γύρο, όμως τελικά περιορίστηκε στο
38%. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι στην περιοχή του Παπάγου το ποσοστό
του έφτασε το 50%.
Ο κ. Τίγκας είναι δημόσιο πρόσωπο το οποίο οι κυβερνήσεις της Νέας
Δημοκρατίας έχουν τιμήσει με νευραλγικές θέσεις, όπως είναι αυτές του
μέλους στα Δ.Σ. των Ολυμπιακών Αερογραμμών και της Εταιρείας Τουριστικής
Ανάπτυξης, αλλά και του προέδρου του Οργανισμού Επιμόρφωσης
Εκπαιδευτικών! Διατηρεί στενές προσωπικές σχέσεις με τον Γεώργιο
Επιτήδειο. Η σύζυγος του Επιτήδειου είναι γεν. γραμματέας στον Σύλλογο
Θεσσαλών Παπάγου και Βορείων Προαστίων. Μόνιμος πρόεδρος και ψυχή του
συλλόγου είναι βέβαια ο κ. Τίγκας.
Αυτά τα πρόσωπα δεν ήταν βέβαια δυνατόν να τα διακρίνει η ΕΔΕ που
διατάχθηκε από την ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας για να ελεγχθούν
οι σχέσεις της Χρυσής Αυγής με το στράτευμα. Οπως συνέβη και πριν από
λίγα χρόνια με τον ύμνο της 21ης Απριλίου στη Σχολή Ευελπίδων, οι
αρμόδιοι προτιμούν να κλείνουν τα μάτια. Και επεμβαίνουν μόνον όταν
γίνονται γνωστές ακραίες συμπεριφορές, όπως λ.χ. ο ναζιστικός
χαιρετισμός του ανθυπολοχαγού αδελφού του Κασιδιάρη και η συμμετοχή του
σε γυμνάσια της οργάνωσης.
Η αλήθεια είναι ότι οι σχέσεις της Χρυσής Αυγής με αξιωματικούς εν
ενεργεία και απόστρατους δεν είναι καθόλου περιθωριακό ζήτημα. Υπάρχει
μια μερίδα του στρατεύματος που καλοβλέπει την ενδυνάμωση της οργάνωσης.
Ο αδελφός
Αλλωστε και ο ίδιος ο Αρχηγός Μιχαλολιάκος έχει καμαρώσει τον μεγάλο
του αδελφό να φτάνει στις ανώτατες βαθμίδες της ιεραρχίας. Ο Ιωάννης
Μιχαλολιάκος πήρε τον βαθμό του αντιστρατήγου το 2006 και τοποθετήθηκε
στη θέση του Α’ υπαρχηγού ΓΕΣ. Ηταν τότε υφυπουργός Αμυνας στην
κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή ο Βασίλειος Μιχαλολιάκος, ξάδελφος του
Νικόλαου και του Ιωάννη.
Γεγονός είναι ότι ακόμα και τα πιο προβεβλημένα στελέχη των Ενόπλων
Δυνάμεων δεν διστάζουν να δείξουν ότι θεωρούν τους χρυσαυγίτες «δικά
τους» παιδιά. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του ιδιαίτερα
προβεβλημένου στρατηγού Φραγκούλη Φράγκου, ο οποίος ως υπουργός Εθνικής
Αμυνας της υπηρεσιακής κυβέρνησης μετά τις εκλογές του Μαΐου 2012 ήταν ο
μόνος που χαιρέτησε διά χειραψίας τον Μιχαλολιάκο.
Στο… ναυτοδικείο
Η εφημερίδα «Χρυσή Αυγή» δεν χάνει ευκαιρία να τον εξυμνήσει και να
τον ξεχωρίσει από τους άλλους στρατιωτικούς. Και βέβαια η Χρυσή Αυγή
ήταν έξω από το ναυτοδικείο τον Δεκέμβρη του 2011 για να τον
επευφημήσει, όταν προσήλθε αυτοβούλως για να υπερασπιστεί τους
λιμενικούς που κατηγορούνταν για τα χυδαία ρατσιστικά συνθήματα στην
παρέλαση της 25ης Μαρτίου 2010.
Για τη σχετικότητα αυτών των διαπιστώσεων συμπληρώνουμε ότι ο κ.
Φράγκος ήταν στην πρώτη σειρά των επισήμων κατά την παρουσίαση του
βιβλίου του Νίκου Χασαπόπουλου «Χρυσή Αυγή», στο οποίο βέβαια
αποκαλύπτεται ο ναζιστικός πυρήνας της οργάνωσης.
Μισό εκατομμύριο κόσμος ψήφισε τη Χρυσή Αυγή στις ευρωεκλογές
Του Μάκη Κουζέλη
Μισό εκατομμύριο κόσμος ψήφισε τη Χρυσή Αυγή στις ευρωεκλογές. Κοντά εκατό χιλιάδες πείστηκαν για αυτή τους την «εκπροσώπηση» στο διάστημα που μεσολάβησε από τις βουλευτικές, στο διάστημα που η ναζιστική ηγεσία πέρασε τις πύλες του Κορυδαλλού με βαριές και ορατά τεκμηριωμένες ποινικές κατηγορίες και τα κανάλια γίνανε προσεκτικότερα με το χάδι στη συμμορία.
Επέλεξε την άρνηση της δημοκρατίας
Το μισό αυτό εκατομμύριο κόσμος είδε, ξέρει, επέλεξε. Επέλεξε το βήμα της χήνας και το χιτλερικό χαιρετισμό, την αποβλακωτική υποταγή για εξοικονόμηση σκέψης, τους «έξω από τα δόντια» μπρατσωμένους. Επέλεξε τη συνθηματική κοινοτοπία των προκαταλήψεων αντί για την κριτική, την κονσέρβα του στερεότυπου αντί για τη μελέτη, τη χυδαιολογία αντί για το επιχείρημα. Επέλεξε εκεί να διοχετεύσει την απόγνωση και να απωθήσει την άγνοιά του, για να εκδικηθεί τον (ναι: αστικό) πολιτισμό που τον περιβάλλει και στον οποίο δεν συμμετέχει, για να δείξει την απέχθειά του για ό,τι ηθικά ισχυρότερο και απαιτητικό, για να οργανώσει το μίσος του για κάθε τι «άλλο» και εν τέλει για τον εαυτό του, για να φαντασιωθεί αυτο-ικανοποιούμενος πως τιμωρεί τους πολιτικούς, τα κόμματα και πως πολεμά τον κομμουνισμό. Επέλεξε την άρνηση της δημοκρατίας.
Μισό εκατομμύριο δέχτηκε να μπει στις γραμμές της ναζιστικής παρέλασης, να συντονιστεί με τα συνθήματα, τις ιαχές και το βήμα. Δέχτηκε να διακινήσει σταυρωμένα ψηφοδέλτια, να ακούσει και να θαυμάσει, ίσως και να διαδώσει, το υστερικό μήνυμα-χειρονομία του προφυλακισμένου αρχηγού της συμμορίας. Κυριολεκτικά στρατολογούν δίπλα μας οι ναζιστές. Στη μηχανή αφανισμού εντάσσουν τους ψηφοφόρους που κέρδισαν. Παίρνουν και εκτελούν εντολές. Μόνο το ΚΚΕ καταγράφει μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ εκλεγμένων και «επιλαχόντων» ευρωβουλευτών – και το ΚΚΕ είναι γνωστό για αυτή του τη δυνατότητα οργανωμένης και πειθαρχημένης σταυροδοσίας. Ούτε το ΚΚΕ όμως δεν στελέχωνε την πρώτη Κυριακή με τέτοια πληρότητα τα εκλογικά τμήματα με κομματικούς αντιπροσώπους. Οι «παραστρατημένοι» έχουν μπει στους λόχους.
Μα μισό εκατομμύριο φασίστες; Ναι, μισό εκατομμύριο υποστηρικτές ενός πρωτόγονα ναζιστικού σχήματος που διαθέτει ήδη τον απαιτούμενο πυρήνα της συμμορίας και κινείται να συγκροτήσει κίνημα. Συμμορία και κίνημα – όπως απαιτεί το γνήσιο εθνικοσοσιαλιστικό πρότυπο. Όχι τώρα, εδώ και καιρό. Τον κόσμο τον κινητοποιούσαν στρατολογώντας τον ήδη την εποχή των επιθέσεων στις πλατείες, τα πάρκα και τις λαϊκές αγορές. Ήδη συναρμολογώντας την ψευδο-ρητορική που ξεπατίκωσαν από τους Γκαιμπελικούς προγόνους τους (τους μόνους γνήσιους) με βρυχηθμούς περί των πανούργων εβραίων, τοκογλύφων, πλουτοκρατών αλλά και των μιασμάτων του ισλάμ, της μετανάστευσης, της ελεύθερης τέχνης, της κριτικής σκέψης, της αριστεράς, αλλά και με αλαλαγμούς περί του μοναδικού έθνους και της καθαρής φυλής, περί της ανωτερότητας και του αμόλυντου του ελληνικού αίματος. Το κίνημα στήνεται (όταν δεν προκύπτει, όταν δεν προέρχεται από λαϊκά αιτήματα) και στήνεται ως μαζικής απεύθυνσης και μαζικά εκφερόμενος πρακτικός λόγος.
Πρακτικός λόγος με γερές ρίζες
Αυτόν ακριβώς τον πρακτικό λόγο είναι που συναρμολογούν, αξιοποιώντας κάθε διαθέσιμο απόθεμα, κάθε ελεγμένα επιτυχές ρητορικό σχήμα, κάθε δυνατή επιθετική προβολή και κάθε συνειρμό που μπορεί εκτροχιασμένος να ενισχύσει το καναλιζαρισμένο μίσος. Και μην ξεχνάμε πως αυτόν το λόγο τον διέδιδαν συστηματικά εδώ και πολλή καιρό, με όλες τις απαιτήσεις του είδους: μοντέρνα και αποτελεσματικά, από εκπομπές κατήχησης και διαφήμισης, με φυλλάδες μόχλευσης αλλά και ηλεκτρονικές πλατφόρμες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και μάλιστα εδώ και πολύ καιρό τον δοκιμάζουν αυτό το λόγο, τον προσαρμόζουν σταθμίζοντας την απήχηση αλλά και την απόδοσή του. Και πράγματι ο εθνικισμός του πολιτισμικά διαθλασμένου ρατσισμού, που προσφέρει ως ερζάτς κοσμοθεωρία η χρυσαυγίτικη προπαγάνδα, μια χαρά δένει με τον εκτεταμένο αυταρχισμό που εδώ και δεκαετίες χαρακτηρίζει στάσεις και αντιλήψεις στην ελληνική κοινωνία και πολιτική και που έχει φουντώσει σε κάθε κίνηση που προετοίμασε και διαχειρίζεται τώρα την κρίση.
Πρακτικός λόγος με γερές ρίζες επομένως, δεν προέκυψε από το πουθενά, δεν γεννήθηκε χτες. Και συνάμα πρακτικός λόγος με δοκιμασμένα μαζικό «διαδρόν» ακροατήριο, πρακτικός λόγος κινήματος. Οργανώνει μάζες, θέτει στόχους (κυριολεκτικά: κατευθύνει τη βολή), υποδεικνύει τα μέσα, κινητοποιεί, συντροφεύει και προστατεύει οπαδούς, κατευθύνει αιτήματα, πιέσεις και επιθέσεις, υποκαθιστά στο εσωτερικό της ομάδας κοινωνικοποιητική πρόνοια όπως και θεσμούς υποστήριξης, οικοδομεί αίσθηση κοινότητας-αγέλης.
Κι όλα αυτά χωρίς να διαταράξει, αφού δεν υπόσχεται αυθεντική αλληλεγγύη και ισότιμη συμμετοχή (αξιώσεις του εχθρού άλλωστε, αξιώσεις δημοκρατικών κινημάτων), την πυρηνική διάρθρωση της συμμορίας. Το μαφιόζικο δίκτυο των παρανόμων, καλά ακροβολισμένων στα καίρια σημεία της διαπλοκής και του χαμηλής τεχνογνωσίας και υψηλής κερδοφορίας εγκλήματος, εγγυάται τους οικονομικούς και συνωμοτικούς όρους ανάπτυξης του κινήματος και διείσδυσής του στους πιο νευραλγικούς τομείς της κρατικής μηχανής.
Πρακτικός λόγος με γερές ρίζες, που όμως συναρμολογήθηκε πρόσφατα. Ναι μεν έχουμε φάει επί γενιές με το κουτάλι ασύστολες ποσότητες χονδροειδούς εθνικισμού, αποστηθίσαμε ανακλαστικά του «πρώτα εμείς» ως τρόπο βίωσης κάθε κόσμου, μάθαμε στον τσαμπουκά και τη βάρβαρη αυθαιρεσία του «οργάνου» τάξης και αταξίας, υποστήκαμε τις δικτατορίες, τον αντικομμουνισμό και τα τρίκυκλα της κρατικής και παρακρατικής εξουσίας, θάψαμε στην απώθηση την εξάλειψη και τον ήδη προπολεμικό διωγμό των εβραϊκών μας κοινοτήτων, φορτώσαμε σε εύκολα θύματα, σαν τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες του διπλανού γιαπιού, κάθε συλλογική μας αποτυχία, κάθε έκδηλο σύμπτωμα των πολιτισμικών μας ελλειμμάτων, κάθε αίσθημα ανικανοποίητου και ματαίωσης, εξαναγκαστήκαμε να ανεχθούμε την κατ’ εξακολούθηση εξαπάτησή μας από κυβερνητικά κόμματα και δεν καταφέραμε ακόμα να στραφούμε προς άλλες κοινωνικές και πολιτικές κατευθύνσεις, προς άλλη, πληρέστερη, βαθύτερη δημοκρατία.
Αλλά, μέχρι πρόσφατα, όλα αυτά δεν είχαν αναδιαταχθεί και συνταιριαστεί σε ναζιστικό λόγο αξιώσεων κατάληψης της εξουσίας, αξιώσεων κινήματος. Φυσικά και σε αυτό συνέβαλε καταλυτικά η κρίση, η πολιτική πρώτιστα αλλά κι η οικονομική. Η εξαθλίωση εγκαθιστά το πλαίσιο των αντικειμενικών όρων διοχέτευσης και πρόσληψης του ναζιστικού λόγου. Η απόγνωση, η πολιτικά ορισμένη απουσία προοπτικής, παράγει τη ζήτηση. Υπάρχουν αυτιά και είναι διατεθειμένα να ακούσουν. Υπ’ αυτές τις συνθήκες τα νήματα όσων προϋπήρχαν τέμνονται και φτιάχνουν κόμπο – βρόγχο.
Εδώ ήταν όλα αυτά
Αν λοιπόν μας ξαφνιάζει το μισό εκατομμύριο, καλά μας ξαφνιάζει μπας και ξυπνήσουμε και τους άλλους για να αντισταθούμε, αλλά και άδικα, καθώς τα είχαμε μπροστά μας όλα αυτά και δεν τα πολυβλέπαμε. Αφήσαμε, ακόμα και δίπλα μας, να αρθρώνονται σχήματα λόγου με σαφείς υπαινιγμούς αντισημιτικής κατάληξης, αφήσαμε εθνικιστές να περιφέρουν τον περιφανή θυμό τους και να τον διακινούν ως πατριωτισμό, αφήσαμε την πολιτική να επενδυθεί με προσωπικές στρατηγικές, μικροαστικούς αρχηγισμούς και να απομακρυνθεί από το συλλογικό.
Εδώ ήταν όλα αυτά. Ότι έγιναν ναζιστική συμμορία με αξιώσεις μαζικής στρατολόγησης ή μάλλον ότι έγιναν τρόπος οργάνωσης του κόσμου μιας δυνάμει μαζικής συμμορίας –αυτό δεν είναι ο στραμμένος κατά του εσωτερικού εχθρού συντεταγμένος όχλος;– είναι πράγματι το άκρως δυσοίωνο σημείο των καιρών και πράγματι το μη αναμενόμενο, καθώς μη αναπόδραστο, προϊόν της συγκυρίας. Πολλά έχουμε να πούμε, πολλά πρέπει να πούμε για αυτή την εξέλιξη, για αυτή την κατάληξη. Άμεσα, καθώς ο κόμπος, ο «δεσμός», που συνάρθρωσε την περιρρέουσα ιδεολογική ατμόσφαιρα σε δραστικό ναζιστικό λόγο δεν μπορεί πλέον απλώς να λυθεί· και για να διαρραγεί απαιτείται μακροχρόνια και συστηματική δουλειά. Για αυτούς που η ΧΑ τους έδωσε βιωματικά επαρκή ψευδαίσθηση στόχων και διακριτικών σχημάτων (από εδώ οι δικοί μας από εκεί οι εχθροί), μια επανένταξη στον κόσμο της δημοκρατίας συνιστά επανακοινωνικοποίηση. Και βεβαίως προϋποθέτει την ύπαρξη σαφώς στοιχειοθετημένης προοπτικής εκτός της ηγεμονεύουσας σήψης, προϋποθέτει άλλη δημοκρατία. Αυτή είναι όμως και προϋπόθεση αντιστροφής της δυναμικής που εμφανώς συνεχίζει να τρέφει τον ελληνικό ναζισμό.
Μισό λοιπόν εκατομμύριο με το ναζισμό; Και ναι και όχι. Το «ναι» εδώ είναι διττό. Η μια του πλευρά συνδέεται με την ιστορία, παρούσα όσο κι απωθημένη. Οι συλλογικά ηττημένοι του πολέμου δεν ήταν μόνο ατομικά νικητές, στηριγμένοι στη μαύρη αγορά, το δωσιλογισμό και τη στρατιωτική ενίσχυση· ήταν και δικαιωμένοι από τον Σκόμπι, το Βίτσι, την ελληνική δεξιά και το πάντα «ψύχραιμο» κέντρο. Και οι δικαιωμένοι από τον εμφύλιο ταγματασφαλίτικοι κύκλοι δεν άφησαν τα τροπάρια και τα στειλιάρια τους ούτε πριν ούτε μετά τη χούντα, με την οποία αποπειράθηκαν να διευθετήσουν τα πολιτικά πράγματα. Εδώ ήταν αυτοί, εδώ θέριευαν κι όλοι εκείνοι οι λόγοι που εξέτρεφαν τον τόσο ελληνικό «αυταρχικό χαρακτήρα». Έτοιμοι να υποταχθούν στο πρόσταγμα που θα τους στείλει να αφανίσουν τον άλλο.
Ας φροντίσουμε να μελετήσουμε
Ας φροντίσουμε να μελετήσουμε πώς οι ακροδεξιοί έγιναν φασίστες, πώς οι φασίστες έγιναν δεκτοί στο σαλόνι της πολιτικής (ήδη από τους τόσο εκσυγχρονισμένους φιλελεύθερους τεχνοκράτες των προηγούμενων κυβερνήσεων) και πώς σε τρίτο (πυκνό) χρόνο οι αποδεκτοί φασίστες έγιναν ναζιστές. Επείγει να το μελετήσουμε και να το καταλάβουμε. Να καταλάβουμε πώς άρθηκε και η τελευταία υποψία κοινωνικής ηθικής άρνησης, κοινωνικής κρίσης του λόγου (κοινωνικής λογοκρισίας λοιπόν) που άφηναν εκτός των ορίων το ναζισμό, που τον καθιστούσαν ανίσχυρο ως λόγο, ήδη ως αδιανόητο. Τώρα γίνεται να είναι κανείς ναζιστής και γίνονται ναζιστές.
Η δεύτερη πλευρά του «ναι» είναι άλλης τάξης, απλή υπενθύμιση. Οι «αυθεντικοί» ναζιστές, εκείνοι οι φορείς απόλυτης βαρβαρότητας που δρομολογούσαν τα τρένα για το Άουσβιτς, δεν ήταν μόνο κοινότοπα τετριμμένοι τύποι της διπλανής πόρτας, αλλά συνάμα κι όλοι εκείνοι που αποτελούσαν τα πλήθη της Νυρεμβέργης, όλοι εκείνοι που έβλεπαν τα τρένα να περνούν κι έκαναν πως δεν καταλαβαίνουν, φαινομενικά αμελητέοι συνοδοιπόροι, απλοί ψηφοφόροι. Το τερατώδες μπορεί κάλλιστα να εκφράζεται με τους λεπτούς τρόπους της κάλπης.
Το «όχι» από την άλλη είναι η κρίσιμη και ουσιαστική πολιτική απάντηση, έτσι όπως με σαφήνεια τη διατύπωσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ στην κεντρική προεκλογική συγκέντρωση της Ομόνοιας: «δεν θα χαρίσουμε την εργατική τάξη στους ναζί».
Του Μάκη Κουζέλη
Μισό εκατομμύριο κόσμος ψήφισε τη Χρυσή Αυγή στις ευρωεκλογές. Κοντά εκατό χιλιάδες πείστηκαν για αυτή τους την «εκπροσώπηση» στο διάστημα που μεσολάβησε από τις βουλευτικές, στο διάστημα που η ναζιστική ηγεσία πέρασε τις πύλες του Κορυδαλλού με βαριές και ορατά τεκμηριωμένες ποινικές κατηγορίες και τα κανάλια γίνανε προσεκτικότερα με το χάδι στη συμμορία.
Επέλεξε την άρνηση της δημοκρατίας
Το μισό αυτό εκατομμύριο κόσμος είδε, ξέρει, επέλεξε. Επέλεξε το βήμα της χήνας και το χιτλερικό χαιρετισμό, την αποβλακωτική υποταγή για εξοικονόμηση σκέψης, τους «έξω από τα δόντια» μπρατσωμένους. Επέλεξε τη συνθηματική κοινοτοπία των προκαταλήψεων αντί για την κριτική, την κονσέρβα του στερεότυπου αντί για τη μελέτη, τη χυδαιολογία αντί για το επιχείρημα. Επέλεξε εκεί να διοχετεύσει την απόγνωση και να απωθήσει την άγνοιά του, για να εκδικηθεί τον (ναι: αστικό) πολιτισμό που τον περιβάλλει και στον οποίο δεν συμμετέχει, για να δείξει την απέχθειά του για ό,τι ηθικά ισχυρότερο και απαιτητικό, για να οργανώσει το μίσος του για κάθε τι «άλλο» και εν τέλει για τον εαυτό του, για να φαντασιωθεί αυτο-ικανοποιούμενος πως τιμωρεί τους πολιτικούς, τα κόμματα και πως πολεμά τον κομμουνισμό. Επέλεξε την άρνηση της δημοκρατίας.
Μισό εκατομμύριο δέχτηκε να μπει στις γραμμές της ναζιστικής παρέλασης, να συντονιστεί με τα συνθήματα, τις ιαχές και το βήμα. Δέχτηκε να διακινήσει σταυρωμένα ψηφοδέλτια, να ακούσει και να θαυμάσει, ίσως και να διαδώσει, το υστερικό μήνυμα-χειρονομία του προφυλακισμένου αρχηγού της συμμορίας. Κυριολεκτικά στρατολογούν δίπλα μας οι ναζιστές. Στη μηχανή αφανισμού εντάσσουν τους ψηφοφόρους που κέρδισαν. Παίρνουν και εκτελούν εντολές. Μόνο το ΚΚΕ καταγράφει μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ εκλεγμένων και «επιλαχόντων» ευρωβουλευτών – και το ΚΚΕ είναι γνωστό για αυτή του τη δυνατότητα οργανωμένης και πειθαρχημένης σταυροδοσίας. Ούτε το ΚΚΕ όμως δεν στελέχωνε την πρώτη Κυριακή με τέτοια πληρότητα τα εκλογικά τμήματα με κομματικούς αντιπροσώπους. Οι «παραστρατημένοι» έχουν μπει στους λόχους.
Μα μισό εκατομμύριο φασίστες; Ναι, μισό εκατομμύριο υποστηρικτές ενός πρωτόγονα ναζιστικού σχήματος που διαθέτει ήδη τον απαιτούμενο πυρήνα της συμμορίας και κινείται να συγκροτήσει κίνημα. Συμμορία και κίνημα – όπως απαιτεί το γνήσιο εθνικοσοσιαλιστικό πρότυπο. Όχι τώρα, εδώ και καιρό. Τον κόσμο τον κινητοποιούσαν στρατολογώντας τον ήδη την εποχή των επιθέσεων στις πλατείες, τα πάρκα και τις λαϊκές αγορές. Ήδη συναρμολογώντας την ψευδο-ρητορική που ξεπατίκωσαν από τους Γκαιμπελικούς προγόνους τους (τους μόνους γνήσιους) με βρυχηθμούς περί των πανούργων εβραίων, τοκογλύφων, πλουτοκρατών αλλά και των μιασμάτων του ισλάμ, της μετανάστευσης, της ελεύθερης τέχνης, της κριτικής σκέψης, της αριστεράς, αλλά και με αλαλαγμούς περί του μοναδικού έθνους και της καθαρής φυλής, περί της ανωτερότητας και του αμόλυντου του ελληνικού αίματος. Το κίνημα στήνεται (όταν δεν προκύπτει, όταν δεν προέρχεται από λαϊκά αιτήματα) και στήνεται ως μαζικής απεύθυνσης και μαζικά εκφερόμενος πρακτικός λόγος.
Πρακτικός λόγος με γερές ρίζες
Αυτόν ακριβώς τον πρακτικό λόγο είναι που συναρμολογούν, αξιοποιώντας κάθε διαθέσιμο απόθεμα, κάθε ελεγμένα επιτυχές ρητορικό σχήμα, κάθε δυνατή επιθετική προβολή και κάθε συνειρμό που μπορεί εκτροχιασμένος να ενισχύσει το καναλιζαρισμένο μίσος. Και μην ξεχνάμε πως αυτόν το λόγο τον διέδιδαν συστηματικά εδώ και πολλή καιρό, με όλες τις απαιτήσεις του είδους: μοντέρνα και αποτελεσματικά, από εκπομπές κατήχησης και διαφήμισης, με φυλλάδες μόχλευσης αλλά και ηλεκτρονικές πλατφόρμες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και μάλιστα εδώ και πολύ καιρό τον δοκιμάζουν αυτό το λόγο, τον προσαρμόζουν σταθμίζοντας την απήχηση αλλά και την απόδοσή του. Και πράγματι ο εθνικισμός του πολιτισμικά διαθλασμένου ρατσισμού, που προσφέρει ως ερζάτς κοσμοθεωρία η χρυσαυγίτικη προπαγάνδα, μια χαρά δένει με τον εκτεταμένο αυταρχισμό που εδώ και δεκαετίες χαρακτηρίζει στάσεις και αντιλήψεις στην ελληνική κοινωνία και πολιτική και που έχει φουντώσει σε κάθε κίνηση που προετοίμασε και διαχειρίζεται τώρα την κρίση.
Πρακτικός λόγος με γερές ρίζες επομένως, δεν προέκυψε από το πουθενά, δεν γεννήθηκε χτες. Και συνάμα πρακτικός λόγος με δοκιμασμένα μαζικό «διαδρόν» ακροατήριο, πρακτικός λόγος κινήματος. Οργανώνει μάζες, θέτει στόχους (κυριολεκτικά: κατευθύνει τη βολή), υποδεικνύει τα μέσα, κινητοποιεί, συντροφεύει και προστατεύει οπαδούς, κατευθύνει αιτήματα, πιέσεις και επιθέσεις, υποκαθιστά στο εσωτερικό της ομάδας κοινωνικοποιητική πρόνοια όπως και θεσμούς υποστήριξης, οικοδομεί αίσθηση κοινότητας-αγέλης.
Κι όλα αυτά χωρίς να διαταράξει, αφού δεν υπόσχεται αυθεντική αλληλεγγύη και ισότιμη συμμετοχή (αξιώσεις του εχθρού άλλωστε, αξιώσεις δημοκρατικών κινημάτων), την πυρηνική διάρθρωση της συμμορίας. Το μαφιόζικο δίκτυο των παρανόμων, καλά ακροβολισμένων στα καίρια σημεία της διαπλοκής και του χαμηλής τεχνογνωσίας και υψηλής κερδοφορίας εγκλήματος, εγγυάται τους οικονομικούς και συνωμοτικούς όρους ανάπτυξης του κινήματος και διείσδυσής του στους πιο νευραλγικούς τομείς της κρατικής μηχανής.
Πρακτικός λόγος με γερές ρίζες, που όμως συναρμολογήθηκε πρόσφατα. Ναι μεν έχουμε φάει επί γενιές με το κουτάλι ασύστολες ποσότητες χονδροειδούς εθνικισμού, αποστηθίσαμε ανακλαστικά του «πρώτα εμείς» ως τρόπο βίωσης κάθε κόσμου, μάθαμε στον τσαμπουκά και τη βάρβαρη αυθαιρεσία του «οργάνου» τάξης και αταξίας, υποστήκαμε τις δικτατορίες, τον αντικομμουνισμό και τα τρίκυκλα της κρατικής και παρακρατικής εξουσίας, θάψαμε στην απώθηση την εξάλειψη και τον ήδη προπολεμικό διωγμό των εβραϊκών μας κοινοτήτων, φορτώσαμε σε εύκολα θύματα, σαν τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες του διπλανού γιαπιού, κάθε συλλογική μας αποτυχία, κάθε έκδηλο σύμπτωμα των πολιτισμικών μας ελλειμμάτων, κάθε αίσθημα ανικανοποίητου και ματαίωσης, εξαναγκαστήκαμε να ανεχθούμε την κατ’ εξακολούθηση εξαπάτησή μας από κυβερνητικά κόμματα και δεν καταφέραμε ακόμα να στραφούμε προς άλλες κοινωνικές και πολιτικές κατευθύνσεις, προς άλλη, πληρέστερη, βαθύτερη δημοκρατία.
Αλλά, μέχρι πρόσφατα, όλα αυτά δεν είχαν αναδιαταχθεί και συνταιριαστεί σε ναζιστικό λόγο αξιώσεων κατάληψης της εξουσίας, αξιώσεων κινήματος. Φυσικά και σε αυτό συνέβαλε καταλυτικά η κρίση, η πολιτική πρώτιστα αλλά κι η οικονομική. Η εξαθλίωση εγκαθιστά το πλαίσιο των αντικειμενικών όρων διοχέτευσης και πρόσληψης του ναζιστικού λόγου. Η απόγνωση, η πολιτικά ορισμένη απουσία προοπτικής, παράγει τη ζήτηση. Υπάρχουν αυτιά και είναι διατεθειμένα να ακούσουν. Υπ’ αυτές τις συνθήκες τα νήματα όσων προϋπήρχαν τέμνονται και φτιάχνουν κόμπο – βρόγχο.
Εδώ ήταν όλα αυτά
Αν λοιπόν μας ξαφνιάζει το μισό εκατομμύριο, καλά μας ξαφνιάζει μπας και ξυπνήσουμε και τους άλλους για να αντισταθούμε, αλλά και άδικα, καθώς τα είχαμε μπροστά μας όλα αυτά και δεν τα πολυβλέπαμε. Αφήσαμε, ακόμα και δίπλα μας, να αρθρώνονται σχήματα λόγου με σαφείς υπαινιγμούς αντισημιτικής κατάληξης, αφήσαμε εθνικιστές να περιφέρουν τον περιφανή θυμό τους και να τον διακινούν ως πατριωτισμό, αφήσαμε την πολιτική να επενδυθεί με προσωπικές στρατηγικές, μικροαστικούς αρχηγισμούς και να απομακρυνθεί από το συλλογικό.
Εδώ ήταν όλα αυτά. Ότι έγιναν ναζιστική συμμορία με αξιώσεις μαζικής στρατολόγησης ή μάλλον ότι έγιναν τρόπος οργάνωσης του κόσμου μιας δυνάμει μαζικής συμμορίας –αυτό δεν είναι ο στραμμένος κατά του εσωτερικού εχθρού συντεταγμένος όχλος;– είναι πράγματι το άκρως δυσοίωνο σημείο των καιρών και πράγματι το μη αναμενόμενο, καθώς μη αναπόδραστο, προϊόν της συγκυρίας. Πολλά έχουμε να πούμε, πολλά πρέπει να πούμε για αυτή την εξέλιξη, για αυτή την κατάληξη. Άμεσα, καθώς ο κόμπος, ο «δεσμός», που συνάρθρωσε την περιρρέουσα ιδεολογική ατμόσφαιρα σε δραστικό ναζιστικό λόγο δεν μπορεί πλέον απλώς να λυθεί· και για να διαρραγεί απαιτείται μακροχρόνια και συστηματική δουλειά. Για αυτούς που η ΧΑ τους έδωσε βιωματικά επαρκή ψευδαίσθηση στόχων και διακριτικών σχημάτων (από εδώ οι δικοί μας από εκεί οι εχθροί), μια επανένταξη στον κόσμο της δημοκρατίας συνιστά επανακοινωνικοποίηση. Και βεβαίως προϋποθέτει την ύπαρξη σαφώς στοιχειοθετημένης προοπτικής εκτός της ηγεμονεύουσας σήψης, προϋποθέτει άλλη δημοκρατία. Αυτή είναι όμως και προϋπόθεση αντιστροφής της δυναμικής που εμφανώς συνεχίζει να τρέφει τον ελληνικό ναζισμό.
Μισό λοιπόν εκατομμύριο με το ναζισμό; Και ναι και όχι. Το «ναι» εδώ είναι διττό. Η μια του πλευρά συνδέεται με την ιστορία, παρούσα όσο κι απωθημένη. Οι συλλογικά ηττημένοι του πολέμου δεν ήταν μόνο ατομικά νικητές, στηριγμένοι στη μαύρη αγορά, το δωσιλογισμό και τη στρατιωτική ενίσχυση· ήταν και δικαιωμένοι από τον Σκόμπι, το Βίτσι, την ελληνική δεξιά και το πάντα «ψύχραιμο» κέντρο. Και οι δικαιωμένοι από τον εμφύλιο ταγματασφαλίτικοι κύκλοι δεν άφησαν τα τροπάρια και τα στειλιάρια τους ούτε πριν ούτε μετά τη χούντα, με την οποία αποπειράθηκαν να διευθετήσουν τα πολιτικά πράγματα. Εδώ ήταν αυτοί, εδώ θέριευαν κι όλοι εκείνοι οι λόγοι που εξέτρεφαν τον τόσο ελληνικό «αυταρχικό χαρακτήρα». Έτοιμοι να υποταχθούν στο πρόσταγμα που θα τους στείλει να αφανίσουν τον άλλο.
Ας φροντίσουμε να μελετήσουμε
Ας φροντίσουμε να μελετήσουμε πώς οι ακροδεξιοί έγιναν φασίστες, πώς οι φασίστες έγιναν δεκτοί στο σαλόνι της πολιτικής (ήδη από τους τόσο εκσυγχρονισμένους φιλελεύθερους τεχνοκράτες των προηγούμενων κυβερνήσεων) και πώς σε τρίτο (πυκνό) χρόνο οι αποδεκτοί φασίστες έγιναν ναζιστές. Επείγει να το μελετήσουμε και να το καταλάβουμε. Να καταλάβουμε πώς άρθηκε και η τελευταία υποψία κοινωνικής ηθικής άρνησης, κοινωνικής κρίσης του λόγου (κοινωνικής λογοκρισίας λοιπόν) που άφηναν εκτός των ορίων το ναζισμό, που τον καθιστούσαν ανίσχυρο ως λόγο, ήδη ως αδιανόητο. Τώρα γίνεται να είναι κανείς ναζιστής και γίνονται ναζιστές.
Η δεύτερη πλευρά του «ναι» είναι άλλης τάξης, απλή υπενθύμιση. Οι «αυθεντικοί» ναζιστές, εκείνοι οι φορείς απόλυτης βαρβαρότητας που δρομολογούσαν τα τρένα για το Άουσβιτς, δεν ήταν μόνο κοινότοπα τετριμμένοι τύποι της διπλανής πόρτας, αλλά συνάμα κι όλοι εκείνοι που αποτελούσαν τα πλήθη της Νυρεμβέργης, όλοι εκείνοι που έβλεπαν τα τρένα να περνούν κι έκαναν πως δεν καταλαβαίνουν, φαινομενικά αμελητέοι συνοδοιπόροι, απλοί ψηφοφόροι. Το τερατώδες μπορεί κάλλιστα να εκφράζεται με τους λεπτούς τρόπους της κάλπης.
Το «όχι» από την άλλη είναι η κρίσιμη και ουσιαστική πολιτική απάντηση, έτσι όπως με σαφήνεια τη διατύπωσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ στην κεντρική προεκλογική συγκέντρωση της Ομόνοιας: «δεν θα χαρίσουμε την εργατική τάξη στους ναζί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου