Του συναδέλφου κ. Δροσόπουλου από την ΕΜΔΥΔΑΣ/ΔΕ
Σύντομο ιστορικό
Στις
αρχές της δεκαετίας του 2000 άρχισαν να εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα, στα οργανογράμματα των δημοσίων υπηρεσιών, διευθύνσεις
και τμήματα ποιότητας και αποδοτικότητας. Ο
διακηρυγμένος στόχος των δομών αυτών ήταν η «αξιολόγηση των δημοσίων υπηρεσιών
σε όλα τα επίπεδα και η λήψη μέτρων βελτίωσης της ποιότητας των παρεχομένων
υπηρεσιών». Από τότε η λέξη «αξιολόγηση»
μπήκε με ιδιαίτερη έμφαση στο λεξιλόγιο των κυβερνώντων και των πολιτικοσυνδικαλιστικών
δυνάμεων του συστήματος.
Ακολούθησε,
πιο ολοκληρωμένα, ο Ν.3230/2004 (ΦΕΚ 44/Α!, 11-2-2004) που στο άρθρο 1
παρ. 2 καθιέρωσε
νομοθετικά την μέτρηση της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας της δημόσιας
διοίκησης ενώ με το άρθρο 6 του νόμου αυτού
προβλέπεται ότι με Π.Δ. συνιστώνται στα Υπουργεία μονάδες ποιότητας και
αποδοτικότητας (δηλαδή θεσμοθετείται συνολικά η τάση των αρχών της δεκαετίας). Σε πολλές μεταγενέστερες διευκρινιστικές
υπουργικές αποφάσεις τονιζόταν με έμφαση ότι: «με αυτή την αντίληψη και των οριζόμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση για
τον εκσυγχρονισμό και ταυτόχρονα την αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης,
θεσμοθετήθηκε μέσω του Ν.3230/2004 η εφαρμογή, στις υπηρεσίες του δημόσιου
τομέα, των Αρχών Διοίκησης Ολικής Ποιότητας» (π.χ. 1036162/198/ΔΠ&Α/ΠΟΛ.1047/2-4-2009).
Οι πολιτικοί και συνδικαλιστικοί
συσχετισμοί της εποχής δεν επέτρεπαν θεαματικές προωθήσεις στην πράξη τέτοιων
σχεδιασμών. Παρέμεναν σε χαμηλού επιπέδου παρεμβάσεις. Επιτύγχαναν όμως μια διαρκή
ιδεολογική ζύμωση των πολιτών και ιδιαίτερα των Δ.Υ. σχετικά με την αδήριτη και
άμεση ανάγκη ενεργοποίησης «διαδικασιών μετρήσεων και αξιολογήσεων».
Από τον Ιούλιο του 2012 αναβαθμίστηκε η προσπάθεια,
από την τότε συγκυβέρνηση (Ν.Δ. – ΠΑ.ΣΟ.Κ. – ΔΗΜ.ΑΡ.), ψευδεπίγραφης «αξιολόγησης – αναμόρφωσης»
των δομών του Δημοσίου σύμφωνα με τις αποτυπωμένες στα μνημόνια, μεσοπρόθεσμα κ.λ.π. κατευθύνσεις
της τρόικας (Ε.Ε. – Ε.Κ.Τ. – Δ.Ν.Τ.). Εδώ πλέον διακηρύχθηκε, χωρίς περιστροφές,
ο στόχος μείωσης του ρόλου του δημόσιου τομέα προς όφελος τμημάτων του
ιδιωτικού κεφαλαίου και των απολύσεων προσωπικού.
Ο τότε Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης Αντώνης Μανιτάκης τόνιζε
στη Βουλή την πρόθεση για διατήρηση στο
δημόσιο μόνο όσων υπηρεσιών δεν θέλουν ή δεν μπορούν να αναλάβουν οι ιδιώτες
και την επίσης εκπεφρασμένη απαίτηση της
τρόικας (Ε.Ε. –
Ε.Κ.Τ. – Δ.Ν.Τ.) να εφαρμοστούν τα συμφωνηθέντα για
τις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων.
Η πρώτη πράξη του έργου παίχθηκε με τις διαθεσιμότητες – «κινητικότητα»,
την αναμόρφωση των οργανογραμμάτων των υπουργείων, την κατάργηση ή συγχώνευση
φορέων – υπηρεσιών και φυσικά τις επακολουθήσασες χιλιάδες απολύσεις που
προέκυψαν από τους «αναμορφωτές – μεταρρυθμιστές». Προχωρούσε παράλληλα στο
χώρο της εκπαίδευσης η αντίστοιχη λογική με τις πιλοτικές αξιολογήσεις, τις
αυτοαξιολογήσεις, τη στοχοθεσία κ.λ.π.
Στις αρχές του 2013,
δώδεκα Δήμοι και Περιφέρειες και μία Αποκεντρωμένη Διοίκηση αυτοπροτάθηκαν στο Υπ. Εσωτερικών για
συμμετοχή σε πιλοτική διαδικασία αξιολόγησης
δομών και αναμόρφωσης οργανογραμμάτων. Οι «πιλότοι» (μεταξύ των οποίων και η
Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας) έκαναν μόνο λίγες χαμηλές πτήσεις και ακολούθως
προσγειώθηκαν λόγω των αντιδράσεων των υπαλλήλων και των σκοπιμοτήτων των επερχόμενων εκλογών του
Μαϊου 2014.
Η συνέχεια
(πρακτική και ιδεολογική) είναι ο,
ψηφισμένος από Ν.Δ. – ΠΑ.ΣΟ.Κ., Ν. 4250/2014 (Φ.Ε.Κ. 74 Α!/26-3-2014)
που περιγράφει τις αναλυτικές
λεπτομέρειες (διαδικασίες– χρονοδιαγράμματα) του εξαγγελμένου προγράμματος
«αξιολόγησης» των Δ.Υ., δηλαδή του σχεδίου τρομοκράτησης – περαιτέρω υποταγής
και απολύσεων των Δ.Υ.
Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Υπουργού Διοικητικής
Μεταρρύθμισης Κυριάκου Μητσοτάκη, μετά την ψήφιση του νόμου, που τόνιζε ότι η
μεγάλη επιτυχία της νομοθετικής παρέμβασης είναι ότι πλέον όλη η κοινωνία και
οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν αποδεχθεί την αναγκαιότητα της «αξιολόγησης». Εκτιμούν
δηλαδή ότι ιδεολογικά, η πολυετής προσπάθειά τους έφερε καρπούς.
Άλλωστε στην
αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου τονίζεται ότι σκοπός είναι να αποκατασταθεί το κύρος και η υποχρεωτικότητα της αξιολόγησης γιατί απλούστατα
αυτό που ενδιαφέρει την κυβέρνηση είναι η πλήρης εμπέδωση του αυταρχικού χαρακτήρα της διοίκησης.
Εδώ και 25 χρόνια περίπου οι εκπρόσωποι του
κυρίαρχου πολιτικοοικονομικού καπιταλιστικού συστήματος και τα παπαγαλάκια τους
στα μέσα ενημέρωσης και το συνδικαλισμό, υποβάλλουν πότε μειλίχια και πότε
οργισμένα τα προπαγανδιστικά ερωτήματά τους.
«Γιατί
αντιδράτε στην αξιολόγηση; Θέλετε τη βασιλεία της αδιαφορίας και της τεμπελιάς;
Θέλετε την ταλαιπωρία του πολίτη από τους αμοραλιστές Δ.Υ; Θέλετε ισοπέδωση
καλών και κακών υπαλλήλων; Θέλετε διοίκηση χωρίς στόχο, οργάνωση, απολογισμό
και αξιολόγηση; Θέλετε…θέλετε….;».
Στα ερωτήματα και τις κραυγές των κυβερνώντων και
των προπαγανδιστών τους στα Μ.Μ.Ε. για προσπάθειες αντιμετώπισης των δυσλειτουργιών των
υπηρεσιών τονίζουμε ότι αυτά είναι απολύτως υποκριτικά γιατί γνωρίζουμε ότι οι
δυσλειτουργίες αυτές οφείλονται αποκλειστικά στις δικές τους πολύχρονες νομοθετικές και διαχειριστικές επιλογές.
Οι απαντήσεις μας βρίσκονται κυρίως στη διευκρίνιση των παραμέτρων «ποιος ο
στόχος της αξιολόγησης – ποιος κάνει την αξιολόγηση – ποια τα κριτήρια
αξιολόγησης δομών και προσωπικού». Συνοπτικά:
- Δεν θέλουμε αξιολόγηση που υπαγορεύεται από τις κατευθύνσεις του κεφαλαίου και της Ε.Ε. για μια κρατική διοίκηση που ιδιωτικοποιεί κοινωνικές λειτουργίες (υγεία, υποδομές, δημόσια περιουσία, παιδεία, πρόνοια κ.λ.π.) και που η απόδοσή της θα κρίνεται από την «αποτελεσματικότητά» της στους τομείς αυτούς.
- Δεν θέλουμε αξιολόγηση από τους, κατά μεγάλη πλειοψηφία, εγκάθετους προϊσταμένους που το σύστημα μεθοδικά έχει τοποθετήσει στην ιεραρχία. Αυτοί θα εξυπηρετήσουν τις κατευθύνσεις των πολιτικών και οικονομικών εξαρτήσεών τους.
- Δεν θέλουμε αξιολόγηση με κριτήρια ανταμοιβής την υπηρεσιακή και κοινωνική υποταγή, την πίστη στις αξίες τους και κατευθύνσεις τους, την υλοποίηση αντιλαϊκών επιλογών και προοπτικών.
- Δεν θέλουμε αξιολόγηση που είναι σίγουρο ότι τους ικανούς, τίμιους και αντίθετους με οικονομικά συμφέροντα και κομματικές σκοπιμότητες θα τους περιθωριοποιεί, υποβαθμίζει, εξοστρακίζει.
- Δεν θέλουμε αξιολόγηση που θα ανταμείβει υπηρεσιακά και μισθολογικά αυτούς που όπως έγραψε ο Βάρναλης πορεύονται με τη λογική «φρόνιμα και ταπεινά, πάω μ’ εκείνον που νικά».
Και αυτό είναι το μοντέλο των αξιολογήσεων που
χτίζουν χρόνια και προσπαθούν να υλοποιήσουν.
Βασικά στοιχεία του Ν. 4250/2014
Με το Ν. 4250/2014 (ειδικότερα τα άρθρα 20-32) θεσπίζεται σύστημα συγκριτικής αξιολόγησης με εκ των προτέρων ορισμό ανώτατων
ποσοστών υπαλλήλων που μπορούν να αξιολογηθούν ανά βαθμολογική κλίμακα. Δηλαδή,
με βαθμό 9 έως 10 θα αξιολογείται ποσοστό έως και 25% των υπαλλήλων, με βαθμό 7
έως 8 θα αξιολογείται ποσοστό έως και 60% των υπαλλήλων και με βαθμό κάτω του 6
θα αξιολογείται ποσοστό 15% των υπαλλήλων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ειδικά για
τους κάθε βαθμίδας Προϊσταμένους, το ποσοστό των «αρίστων» εκτινάσσεται
από 25% σε 70% (ή αλλιώς, οι υπηρεσίες πρέπει να αμείβονται).
Αποκαλυπτική
είναι η πρόβλεψη του νόμου για το γεγονός ότι τα επιμεριζόμενα ποσοστά
υπολογίζονται επί του συνόλου των υπαλλήλων που υπηρετούν στην ίδια Γενική
Διεύθυνση και αρμόδιος για τον επιμερισμό τους ανά Διεύθυνση και Τμήμα είναι ο
Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης με βάση κριτήρια όπως η παραγωγικότητα των υποκείμενων
οργανικών μονάδων και οι αρμοδιότητες που έχουν σε σχέση με τις
προτεραιότητες της ασκούμενης πολιτικής.
Ταυτόχρονα
η αξιολόγηση με το Ν.4024/2011 συνδέεται
με την μισθολογική – βαθμολογική εξέλιξη
με αποτέλεσμα τον ριζικό επηρεασμό της υπαλληλικής ιεραρχίας και των αποδοχών
των Δ.Υ.
Επισημαίνουμε όμως τα κυρίαρχα πολιτικά χαρακτηριστικά του νόμου αυτού:
- Χειραγώγηση και τρομοκράτηση των Δ.Υ., πλήρης υποταγή των εργαζομένων στην υπηρεσιακή και πολιτική ιεραρχία, ιδεολογική αναπαραγωγή της υπεροχής του ατομικού απέναντι στο συλλογικό, περαιτέρω ασφυκτικός έλεγχος στην ανάδειξη στελεχών σε συνέχεια του υφισταμένου σήμερα πλαισίου (Π.Δ. 318/1992, Δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας, Πειθαρχικό δίκαιο, Μισθολόγιο – Βαθμολόγιο).
- Δημιουργία δεξαμενής προς απόλυση Δ.Υ. μέσω της κατηγορίας του 15%.
- Αλλαγή των εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο με ταχύτατη προώθηση ελαστικών μορφών απασχόλησης
- Τιμωρητική αντιμετώπιση των υπαλλήλων που σηκώνουν κεφάλι στην αυθαιρεσία κάθε είδους Προϊσταμένων.
- Υλοποίηση των επιλογών κυβέρνησης - Ε.Ε. – Ε.Κ.Τ. – Δ.Ν.Τ. για μια κρατική διοίκηση (σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο) ανελαστικό όργανο στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Για μια κρατική διοίκηση με σχέσεις εργασίας που επιβάλλουν εξαθλίωση και αναξιοπρέπεια.
Στα ζητήματα
λειτουργίας – αποδοτικότητας των
δημοσίων υπηρεσιών, είναι απολύτως
σίγουρο ότι ο νόμος αυτός θα οδηγήσει σε
ακόμα περισσότερη αποσύνθεση, ανθρωποφαγία, κατάλυση της συλλογικής προσπάθειας,
συνολική απομάκρυνση από τη λογική της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος.
Οι
επιλογές του ταξικού πολιτικοσυνδικαλιστικού κινήματος
Χρήσιμη είναι μια υπενθύμιση. Στο Ν. 1943/1991
(ΦΕΚ 50/Α!, 11-4-1991) «περί εκσυγχρονισμού
της δημόσιας διοίκησης κ.λ.π…..» αναφερόταν στο άρθρο 54, παρ.2 : « Με απόφαση
του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης καθορίζεται, μετά από σύμφωνη γνώμη της
Κεντρικής επιτροπής αξιολόγησης, το ανώτατο και το κατώτατο ποσοστό υπαλλήλων που μπορούν να αξιολογούνται σε σχέση με τους βαθμούς ή τις
κλίμακες του συστήματος αξιολόγησης». Ακολούθησε το Π.Δ. 318/1992 που όρισε τον
τύπο και τη μορφή της αξιολόγησης των υπαλλήλων που ίσχυε μέχρι την ψήφιση του
Ν. 4250/2014.
Κάτω από την αντίδραση του πολιτικοσυνδικαλιστικού κινήματος η προβλεπόμενη υπουργική απόφαση,
που ήταν ένας γενικότερος προάγγελος της τωρινής ρύθμισης, δεν εκδόθηκε ποτέ. Έμεινε στα χαρτιά και ξεχάστηκε ουσιαστικά. Αυτόν το δρόμο πρέπει να
ακολουθήσουμε και τώρα.
Βέβαια η
καταδίκη και η αντίδραση στη διαδικασία
«αξιολόγησης» πρέπει να επιδιωχθεί να είναι σε όλα τα στάδιά της ομόθυμη, κατηγορηματική και δυναμική
από όλα τα συνδικαλιστικά όργανα και τους Δ.Υ.
Πρέπει
επίσης να πιεστούν πολιτικά τα
Περιφερειακά και Δημοτικά Συμβούλια (χωρίς όμως
αυταπάτες για τα όρια των αντιδράσεών τους). Οι αποφάσεις τους στην πορεία θα
εξαρτώνται από τη δυναμική των κινητοποιήσεων των Δ.Υ.
Να μην ξεχνάμε ότι η Ένωση Περιφερειών Ελλάδας (ΕΝ.Π.Ε.) και η Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας (Κ.Ε.Δ.Ε.)
είναι ουσιαστικά υπέρ της «αξιολόγησης» και το μόνο αίτημα που διατύπωσαν, και τελικά
έγινε αποδεκτό από την κυβέρνηση, ήταν η παράταση των προθεσμιών και των
διαδικασιών του νόμου κατά ένα τρίμηνο λόγω φόρτου εργασίας και υποχρεώσεων των
Υπηρεσιών (εκλογική περίοδος κ.λ.π.). Δεν ήθελαν να χρεωθούν οι
κυβερνητικοί Δήμαρχοι και Περιφερειάρχες
τη «βρώμικη δουλειά» πριν τις εκλογές.
Το
κυριότερο όμως είναι η δραστηριότητα στο συνδικαλιστικό κίνημα και στους χώρους
εργασίας.
Δεν πρέπει να αναμένουμε ουσιαστική βοήθεια από τους
συνδικαλιστές της ΔΑΚΕ και της οποιασδήποτε μορφής ΠΑΣΚΕ. Οι περισσότερες Ομοσπονδίες και η ΑΔΕΔΥ
εμφανίζονται έντονα αντίθετες στα λόγια αλλά υποτονικές στα έργα. Η στάση των
συνδικαλιστών του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ποικίλλει αυτή τη στιγμή. Ξεκινά από περιπτώσεις
αδράνειας και φτάνει σε περιπτώσεις ουσιαστικής αντιπαράθεσης. Τα περιθώρια όμως
ενεργοποίησης των υπαλλήλων είναι αρκετά.
Μέσα
από Γενικές Συνελεύσεις, αναλυτική ενημέρωση των υπαλλήλων, συγκέντρωση υπογραφών
και απεργιακές κινητοποιήσεις πρέπει να
γίνει ευρύτατη συσπείρωση με αιτήματα και ενέργειες όπως τα παρακάτω:
- Να καταργηθεί ο Ν. 4250/2014.
- Να μην εφαρμοστεί στην πράξη η ποσόστωση που επιβάλλει ο Ν. 4250/2014 και να απαιτηθεί δυναμικά μην εκδοθούν οι αποφάσεις ανά Γενική Διεύθυνση.
- Να απαιτηθεί από τους Προϊσταμένους να μην συμπράξουν στην υλοποίηση του νόμου και στη βαθμολογία με ποσόστωση.
- Να προωθηθεί η λογική της μαζικής μη συμπλήρωσης των εκθέσεων αξιολόγησης από τους υπαλλήλους.
- Να δημιουργηθούν δεσμοί συμπαράστασης και συμπόρευσης σωματείων και Ομοσπονδιών του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
Η αξιολόγηση της υποτέλειας δεν
πρέπει να προχωρήσει.
Το μέλλον των Δ.Υ. δεν μπορεί να είναι η απομόνωση, η εξατομίκευση, ο απόλυτος
έλεγχος, ο φόβος και η υποταγή.
Κώστας Δροσόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου