«Δεν επιτρέπεται να χαρακτηρίζεται η νεολαία της Ελλάδος ως αναρχική»
Γεώργιος Παπαδόπουλος (5/1/1968)
Θα μπορούσαμε να εντάξουμε την ελληνική περίπτωση στο ευρύτερο πλαίσιο των σίξτις;
Ποιες ήταν οι συνέχειες και ποιες οι τομές στη νεολαιίστικη κουλτούρα διαμαρτυρίας μετά το πραξικόπημα του Απριλίου του ’67;
Σε ποιο βαθμό ήταν οι αντικαθεστωτικοί Ελληνες φοιτητές σε επαφή με τον πολιτικό ριζοσπαστισμό, αλλά και με τη μαζική κουλτούρα της εποχής του Μάη του ’68;
Και ποια ήταν τα πολιτικά και πολιτισμικά εφόδια που είχαν στη διάθεσή τους προκειμένου να διαταράξουν τη συγκατάβαση, απάθεια ή ακόμα και ανοιχτή στήριξη που χαρακτήριζε ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στη δικτατορία έπειτα από πέντε χρόνια αυταρχικής διακυβέρνησης;
Συνέχειες και τομές
Του πραξικοπήματος έπεται μια μακρά περίοδος αναταραχών, η οποία περιελάμβανε τη διεκδίκηση περαιτέρω εκδημοκρατισμού από την πλευρά των μεσαίων στρωμάτων που είχαν παραγκωνιστεί μετά το τέλος του Εμφυλίου, καθώς και την αντιπαράθεση της λαϊκής Δεξιάς και κατ’ επέκταση του φιλελεύθερου Κέντρου με τον Παλάτι, που οδήγησε σε μια κατάσταση παρατεταμένης αστάθειας.
Η χώρα όμως και η ελληνική κοινωνία χαρακτηρίζονταν την ίδια στιγμή από ραγδαίες και σημαντικές αλλαγές: μετανάστευση, οικονομική ανάπτυξη, μαζικός τουρισμός από το εξωτερικό, εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση.
Μετά την επιβολή της δικτατορίας το 1967, πέρα από την αυθαίρετη και βίαιη διακυβέρνησή τους, οι συνταγματάρχες προσπάθησαν να συμβαδίσουν με όλες αυτές τις εξελίξεις, ενισχύοντας παράλληλα τη μαζική κατανάλωση.
Η πελατειακή λογική του καθεστώτος οδήγησε στην υιοθέτηση μέτρων κοινωνικής πολιτικής, τα οποία οδήγησαν στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου.
Η ικανότητα των δικτατόρων να διατηρήσουν τους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, μαζί με παροχές όπως η διαγραφή των αγροτικών χρεών, συνέβαλε στην ανοχή, αν όχι στήριξη εκ μέρους ορισμένων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, όχι μόνο στις αστικές περιοχές, αλλά κυρίως στις αγροτικές. Το γεγονός αυτό συνδυάστηκε με ένα αίσθημα απαξίωσης των «παλαιών πολιτικών», ως απόρροια της διαρκούς πολιτικής κρίσης που προηγήθηκε του πραξικοπήματος.
Ενα σημαντικό στοιχείο που προτείνω στο βιβλίο μου έχει να κάνει με την υιοθέτηση του σχήματος που πρότεινε ο Σκοτσέζος ιστορικός Αρθουρ Μάργουικ, πως ο καλύτερος τρόπος για να εξεταστεί η δεκαετία του 1960 είναι να θεωρηθεί ως μια εκτενέστερη χρονολογικά περίοδος: η «μακρά δεκαετία του εξήντα», που ξεκινά το 1958 και φτάνει μέχρι τη διεθνή πετρελαϊκή κρίση του 1974.
Σε αντίθεση με τη θέαση της ελληνικής δεκαετίας του εξήντα ως «σύντομης δεκαετίας», επειδή η πορεία της διακόπηκε βίαια με την επιβολή της δικτατορίας το 1967, θεωρώ πως η προδικτατορική περίοδος είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένη με τα ίδια τα χρόνια της Δικτατορίας. Αρα δεν πρέπει να κατανοηθεί μόνο με βάση τις τομές, αλλά επίσης με βάση τις συνέχειες, και πρέπει να μελετηθεί με αυτό τον τρόπο.
Ενα στοιχείο άμεσα συνυφασμένο με τις αλλαγές στην ελληνική κοινωνία είναι και η αυξημένη δυνατότητα των ελληνικών οικογενειών να στέλνουν τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο, ένα φαινόμενο που συνδέεται άμεσα με τη λεγόμενη «μαζικοποίηση των πανεπιστημίων» λόγω του τριπλασιασμού του αριθμού των φοιτητών μέχρι τα τέλη του ’60.
Οπως συνέβη και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το 1967 η Ελλάδα βίωνε μια πρωτοφανή αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού, που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας και οφειλόταν κυρίως στη δημογραφική έκρηξη της μετεμφυλιακής περιόδου και των μεταπολεμικών χρόνων και οδήγησε εντέλει στην αυξανόμενη συγκέντρωση νεανικού πληθυσμού στις μεγάλες πόλεις.
Ο φοιτητικός πληθυσμός σχεδόν τριπλασιάστηκε από τα 28.302 άτομα το 1960-1961 στα 80.041 το 1973.
Οι δημογραφικές μεταβολές τόνωσαν στους νέους την επίγνωση ότι συνιστούν διακριτή κοινότητα με συγκεκριμένα ενδιαφέροντα.
Η «Γενιά του Ζήτα»
Το έτος-κλειδί για την πολιτική δράση των νέων πριν από τη δικτατορία ήταν το 1963.
Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, του ανεξάρτητου αριστερού βουλευτή, σηματοδότησε το αποκορύφωμα της μετεμφυλιακής καταστολής και την αρχή του τέλους για τη συντηρητική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Η δολοφονία, αποτέλεσμα της ανάδυσης ενός πελώριου «παρακρατικού» μηχανισμού που βασιζόταν στη βία και την τρομοκράτηση των αριστερών, σημάδεψε τη γενιά αυτή λειτουργώντας ως ενοποιητικό γεγονός και καταλύτης για την πολιτικοποίηση μιας νέας φοιτητικής γενιάς.
Οι «πέντε μέρες του Μάη» ξεκίνησαν με την επίθεση στον Λαμπράκη και κορυφώθηκαν με την κοσμοσυρροή της κηδείας του στην Αθήνα.
Αυτή η αλληλουχία γεγονότων διαδραμάτισε μείζονα ρόλο στην πολιτικοποίηση μιας νέας φοιτητικής γενιάς.
Η Αννα Φραγκουδάκη, τότε φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής, περιγράφει στο βιβλίο πώς την αγκάλιασε η αλυσίδα των νέων στην κηδεία του Λαμπράκη, αποδίδοντας κατά κάποιο τρόπο τον ρόλο πεπρωμένου σε αυτή τη διαβατήρια τελετή που την οδήγησε αυτομάτως στην Αριστερά: «σαν της μοίρας άνοιξε η αλυσίδα και ένα κορίτσι είπε ελάτε μέσα, ελάτε μαζί μας, και ανήκα πλέον στην ελληνική αριστερά».
Ο Λαμπράκης αναδείχθηκε αμέσως σε σύμβολο του πρωτοποριακού κινήματος που συγκροτήθηκε στις αρχές του Ιουνίου του 1963 και πήρε το όνομά του: Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη (ΔΝΛ) ή απλώς «Λαμπράκηδες».
Επειδή ακριβώς ο Λαμπράκης αποτέλεσε καίρια φυσιογνωμία για τη συλλογική αναπαράσταση της αριστερής νεολαίας της εποχής, ονομάζω αυτή την ηλικιακή ομάδα «Γενιά του Ζήτα».
Η Γενιά του Ζήτα περιλάμβανε κυρίως νέους που γεννήθηκαν περίπου στο διάστημα από το 1944 μέχρι το 1949, ενώ την επόμενη ηλικιακή ομάδα, τη «Γενιά του Πολυτεχνείου», τη συνέθεταν άτομα γεννημένα από το 1949 μέχρι το 1954.
Αυτές οι δύο ομάδες, παρότι εντάσσονται στην ίδια βιολογική γενιά, αντέδρασαν με διαφορετικό τρόπο στα πολιτικά ερεθίσματα και τείνουν να αυτοαναπαριστώνται διαφορετικά στις αφηγήσεις ζωής.
Σύμφωνα με την περίφημη διατύπωση του Καρλ Μανχάιμ, η γενιά είναι πιο πολύ κοινωνικό παρά βιολογικό φαινόμενο, και συνεπάγεται μια κοινή θέση στον ιστορικό χρόνο και τόπο, η οποία δημιουργεί προδιάθεση για ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης, δράσης και συγκρότησης της εμπειρίας.
Αρα και οι γενιές δεν είναι απλά ηλικιακές ομάδες, αλλά κοινότητες που υφίστανται εάν και μόνο εάν μοιράζονται μια κοινή ιστορική εμπειρία.
Ενας σημαντικότατος διαμορφωτικός άξονας για τις ιστορικές εμπειρίες αυτών των δύο γενεών ήταν η δεκαετία του 1940, η Αντίσταση, ο Εμφύλιος και όσα την ακολούθησαν.
Οι μετεμφυλιακές εμπειρίες αποτέλεσαν διαμορφωτικό στοιχείο για το φαντασιακό και για τη μνήμη των μελών της, τα οποία πολλές φορές αυτοπροσδιορίζονται ως άνθρωποι που δεν έζησαν πραγματικά νεανικά χρόνια.
Επιπλέον, τείνουν να αναπαριστούν τη δολοφονία του Λαμπράκη το 1963, αλλά και την επιβολή της δικτατορίας του 1967, ως γραμμική συνέχεια του εμφύλιου πολέμου.
Σημείο-σταθμό για τη διαφοροποίηση των δυο γενιών αποτελεί βέβαια και η ίδια η δικτατορία.
Η «Γενιά του Ζ», που είχε εσωτερικεύσει έως κάποιο σημείο το κλίμα του συνεχούς φόβου και της καταπίεσης και θεωρούσε τον εαυτό της κληρονόμο εν μέρει της εμφύλιας διαμάχης, έζησε τα πιο σκληρά χρόνια του καθεστώτος (τα πρώτα χρόνια της χούντας) με συνεχείς φυλακίσεις, λογοκρισία και στρατιωτικό νόμο σε πλήρη ισχύ.
Αυτή είναι και μια γενιά που προσπάθησε να αντισταθεί στο καθεστώς μέσα από υπόγεια και παράνομα δίκτυα – τις αντιδικτατορικές οργανώσεις, όπως ο Ρήγας Φεραίος, που πετούσαν τρικάκια, βάζαν εκρηκτικά σε συμβολικά σημεία και γενικά προσπαθούσαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους.
Ως το 1971 οργανώσεις όπως αυτή είχαν ήδη εξαρθρωθεί από το χουντικό καθεστώς.
Τα μέλη αυτής της «ιστορικής» γενιάς του φοιτητικού κινήματος βρέθηκαν από τους πρώτους στη φυλακή κι έτσι απέκτησαν το κύρος των εμβληματικών προσωπικοτήτων.
Ομως ένα μεγάλο ζήτημα όσον αφορά αυτή τη γενιά είχε να κάνει και με τη χρήση ή όχι βίαιων μέσων για την ανατροπή της δικτατορίας.
Μετά το 1971, η σχετική φιλελευθεροποίηση έφερε τη νέα γενιά σ' επαφή με τις νεανικές εξεγέρσεις σε Δύση και Ανατολή |
Κάποιες αντιστασιακές οργανώσεις (κυρίως αυτές που είχαν ιδρυθεί στο εξωτερικό, όπως η ΛΕΑ, αλλά η «20ή Οκτώβρη») είχαν επηρεαστεί από το λεγόμενο τριτοκοσμικό πνεύμα της εποχής που έβλεπε τα κινήματα στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο (από την Αλγερία ώς την Κούβα) ως πηγή έμπνευσης.
Οι οργανώσεις αυτές εναγκαλίστηκαν τις λεγόμενες δυναμικές ενέργειες, δηλαδή την τοποθέτηση βομβών κυρίως σε στρατηγικά σημεία.
Οι δυναμικές αυτές και ηρωικές ενέργειες έσπασαν την απομόνωση της αντίστασης και δημιούργησαν την αίσθηση πως κάτι κινούνταν στη χώρα –και στο εξωτερικό, το ενδιαφέρον ήταν τεράστιο.
Και αυτό είναι το κομμάτι στο οποίο η Αντίσταση πέτυχε. Οπως και στο κομμάτι της έμπνευσης της νέας γενιάς.
Αγωνιστές που βασανίστηκαν έγιναν θρύλος χάρη στις θαρραλέες απολογίες τους κατά τη δίκη τους.
Υπέφερε όμως από βαθύ κατακερματισμό και έντονες διαφοροποιήσεις στις τάξεις της σε σχέση με τη χρησιμοποίηση ή μη βίαιων μέσων.
Οι πρώην Λαμπράκηδες θεωρούσαν πως η συμμετοχή τους σε παράνομες πράξεις διαμαρτυρίας θα ευαισθητοποιούσε τελικά τον κόσμο και θα προκαλούσε ένα μαζικό κίνημα αντίστασης.
Δεν κατάφεραν όμως ούτε να πλήξουν το καθεστώς, αλλά ούτε και να κινητοποιήσουν την ελληνική κοινωνία.
Ολόκληρος ο κύκλος παράνομης δράσης και βίαιων ενεργειών στις οποίες συμμετείχε η γενιά αυτή αποδείχτηκε σε μεγάλο βαθμό άκαρπος.
Νέο πολιτικό υποκείμενο
Ενώ η επιβολή της δικτατορίας προκαλούσε σοκ με τη βίαιη διάλυση όλων των πολιτικών δομών από τα κόμματα ώς τις φοιτητικές παρατάξεις και συλλόγους, καθορίζοντας τη φοιτητική και την εν γένει ζωή της πρώτης γενιάς, μια νεότερη γενιά βρισκόταν ακόμα στα εφηβικά της χρόνια.
Οι έφηβοι αυτοί θα ενηλικιώνονταν κατά τη διάρκεια του δικτατορικού καθεστώτος και για τον λόγο αυτό θα κατανοούσαν καλύτερα τη λογική του και θα εκμεταλλεύονταν τις πολιτικές ευκαιρίες που πρόσφερε άθελά της η δικτατορία, προκειμένου να βαθύνουν την πολιτική ρήξη.
Την εποχή που είχαν ήδη εξοριστεί ή φυλακιστεί τα μέλη της πρώτης γενιάς, τα οποία είχαν ζήσει τα πιο σκληρά χρόνια του χουντικού αυταρχισμού, τις απαγορεύσεις, τον στρατιωτικό νόμο και την προληπτική λογοκρισία, και που συμμετείχαν στα παράνομα δίκτυα και στην ένοπλη αντίσταση, θα αναδυόταν και η τάση για μαζική δράση μέσα στα πανεπιστήμια κι ένα ολότελα διαφορετικό ρεπερτόριο δράσης.
Καταλύτης στάθηκε η προσπάθεια της χούντας στις αρχές της δεκαετίας του 1970 να εισαγάγει τη λεγόμενη «ελεγχόμενη φιλελευθεροποίηση».
Αυτή η προσπάθεια ομαλοποίησης αποσκοπούσε στην ισχυροποίηση λαϊκών ερεισμάτων, στην κατασίγαση της κριτικής από το εξωτερικό και την εξασφάλιση μακροζωίας στο αυταρχικό καθεστώς με ένα δημοκρατικό προσωπείο.
Μέρος της πολιτικής αυτής ήταν η άρση του στρατιωτικού νόμου, η άρση της προληπτικής λογοκρισίας, καθώς και η τυπική επαναφορά του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι.
Το πείραμα θα ολοκληρωνόταν με την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων το καλοκαίρι του 1973 και τον προγραμματισμό εθνικών εκλογών για τον Φεβρουάριο του 1974.
Η προσπάθεια ομαλοποίησης είναι καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση των νέων πολιτικών ευκαιριών που προσφέρθηκαν στις αντιδικτατορικές δυνάμεις, καθώς αυτές αποδείχτηκαν σημαντικές όσον αφορά τις κοινωνικές κινητοποιήσεις.
Η κατάργηση της λογοκρισίας εκείνη την περίοδο αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα στην εξέλιξη των κινημάτων, καθώς παραχωρούσε χώρο δράσης και επέτρεπε την εισαγωγή πολιτισμικών ερεθισμάτων παρόμοιων με αυτά στη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία.
Ο συνδυασμός πολιτικών ευκαιριών με νέες μορφές κινητοποίησης και με την ανάδυση ισχυρών οργανωτικών δομών ενίσχυσε τις δυνατότητες του φοιτητικού κινήματος.
Πολύ μεγάλης σημασίας για τη δράση αυτής της γενιάς ήταν η δραστηριοποίηση νέων ανθρώπων στη λεγόμενη Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων (ΕΚΙΝ).
Το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι το ταξικό και το γεγονός πως πολλοί από τους πρωταγωνιστές ανήκαν στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις και τον πολιτικό χώρο της Δεξιάς και δεν είχαν τις ίδιες εμπειρίες όσον αφορά τον Εμφύλιο και όσα αυτός κληροδότησε στη χώρα με τους Λαμπράκηδες, δεν διακατέχονταν από φόβο εφόσον δεν ήταν «φακελωμένοι» και μπορούσαν να δημιουργήσουν δίκτυα μέσα από δομές υπεράνω πάσης υποψίας όπως τα ιδιωτικά σχολεία όπου είχαν φοιτήσει (Λεόντιος Σχολή, Αμερικάνικο Κολλέγιο κτλ).
Θ. ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΣ, Η ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ (1981)
⇱ Ενα καθεστώς ασφυκτικό και ταυτόχρονα γελοίο δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στην εξέγερση μια γενιά που αφουγκραζόταν μηνύματα ελευθερίας από παντού και δεν είχε γνωρίσει τον τρόμο του Εμφυλίου ⇲
Θ. ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΣ, Η ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ (1981)
Η πολιτικοποίηση αυτής της φοιτητικής ελίτ υπαγορευόταν από την απογοήτευση που είχε προκαλέσει η ύπαρξη ενός αυθαίρετου, βίαιου και συχνά γελοίου καθεστώτος.
Αντίθετα με τους Λαμπράκηδες, που χαρακτηρίζονταν έντονα από την προδικτατορική εποχή, η νέα αυτή γενιά επέλεξε διαφορετικούς τρόπους δράσης, συνέβαλε στο άνοιγμα του καθεστώτος και απέβλεπε στη μαζική διαμαρτυρία αντί της ατομικής παράνομης δράσης.
Η ταυτόχρονη ανάδυση των αριστερών φοιτητικών οργανώσεων, των κομμουνιστογενών οργανώσεων της Αντι-ΕΦΕΕ, που συνδεόταν με το παράνομο ΚΚΕ, και της ΚΟΣ Ρήγας Φεραίος, προσκείμενης στο νεότευκτο ΚΚΕ Εσωτερικoύ, αντικατόπτριζαν τη ρήξη στους κόλπους του ΚΚΕ τον Φεβρουάριο του 1968.
Αυτές οι οργανώσεις έμελλε να σηκώσουν το βάρος της αντίστασης στη χούντα στα κρίσιμα χρόνια 1972-73, παρότι διάβαζαν την πολιτική κατάσταση και το «τι έπρεπε να γίνει» με διαφορετικούς τρόπους.
Την ίδια στιγμή, εμφανίστηκαν πολιτικές οργανώσεις που ήταν εν μέρει σε συμφωνία με τις εξελίξεις στα φοιτητικά κινήματα του εξωτερικού.
Η εντυπωσιακή εμφάνιση ειδικά της ΑΑΣΠΕ (Αντιφασιστική Αντιμπεριαλιστική Παράταξη Ελλάδας), μετωπικής οργάνωσης του ΕΚΚΕ (Επαναστατικό Κομουνιστικό Κίνημα Ελλάδας) που είχε ιδρυθεί στο Βερολίνο, έδωσε μεγάλη ώθηση στη μαχητικότητα του φοιτητικού κινήματος.
Οι αριστεριστές που δεν πίστευαν στην περίφημη «ωρίμανση» των συνθηκών, αλλά αντίθετα θεωρούσαν πως έπρεπε να επέλθει άμεση ρήξη με το καθεστώς, έπαιξαν κομβικό ρόλο στις καταλήψεις της Νομικής τον Φεβρουάριο και Μάρτιο του 1973 και βέβαια στο Πολυτεχνείο τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.
Η κατάληψη ως μέσο διεκδίκησης και ρεπερτόριο δράσης ήταν εν μέρει μια εισαγόμενη πρακτική, κυρίως μετά τον Μάη του ’68.
Πολιτισμικοί πόλεμοι
Θ. ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΣ, Η ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ (1981)
Το πείραμα της φιλελευθεροποίησης αποδείχθηκε κομβικής σημασίας για την ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος, μεταβάλλοντας σημαντικά την πολιτική και την κοινωνική ατμόσφαιρα.
Μόλις το καθεστώς των Συνταγματαρχών, που είχε τον πλήρη έλεγχο των ΜΜΕ, ήρε την προληπτική λογοκρισία στα τέλη του 1969, επιτρέποντας ως ένα βαθμό μια περιορισμένη ελευθερία της έκφρασης, ορισμένα τμήματα του Τύπου άρχισαν να διατυπώνουν μια ήπια κριτική στον τρόπο διακυβέρνησης, σπάζοντας το κυβερνητικό μονοπώλιο της πληροφόρησης.
Ο ημερήσιος και ο περιοδικός Τύπος συνέβαλε καθοριστικά στη διάδοση της πληροφορίας και στη συνειδητοποίηση της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα.
Εφόσον άρχισε να καλύπτει εκτενώς την ακροαματική διαδικασία των στρατοδικείων, δημοσιεύοντας τα πλήρη πρακτικά των δικών, έδινε στους φοιτητές της δεύτερης γενιάς την ευκαιρία να μάθουν για τις αντιστασιακές προσπάθειες της πρώτης.
Οι απολογίες πρόσφεραν στους κατηγορούμενους τη δυνατότητα να υπερασπιστούν τις πράξεις τους, καταδικάζοντας το καθεστώς και καταγγέλλοντας πως είχαν υποστεί βασανιστήρια.
Ο Τύπος πρόσφερε επίσης εντυπωσιακά πλήρη κάλυψη των φοιτητικών κινητοποιήσεων.
Μείζονα ρόλο στην ενίσχυση της αντικαθεστωτικής συνείδησης στους φοιτητές έπαιξε η κατάργηση του τελευταίου καταλόγου απαγορευμένων βιβλίων το 1970 και η παραγωγή και η διακίνηση βιβλίων που ακολούθησε.
Από τα τέλη του 1970 μέχρι τα τέλη του 1971 άνοιξαν 150 νέοι εκδοτικοί οίκοι και τυπώθηκαν 2.000 νέοι τίτλοι σε προσιτές χαρτόδετες εκδόσεις.
Η υπερπαραγωγή εκδόσεων με πολιτικό περιεχόμενο, συχνά μαρξιστικής κατεύθυνσης, είχε στόχο να ενθαρρύνει την κριτική σκέψη των νεαρών αναγνωστών, βοηθώντας τους να κατανοήσουν την υφιστάμενη πραγματικότητα.
Οπως σχολίασε ο Νικήτας Λιοναράκης του Ρήγα Φεραίου, «αυτό το σύστημα των εκδοτικών οίκων “μαρξιστικοποίησε” πάρα πολύ τη γενιά μας. Δηλαδή την εξέγερση τη μετέτρεψε σε μαρξιστική».
Εχουμε λοιπόν τη δημιουργία μιας αριστερής θεωρητικής εργαλειοθήκης για τον φοιτητικό ξεσηκωμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο συλλογικός τόμος «Φοιτητική δύναμη» (1973).
Το σινεμά παράλληλα λειτούργησε ως κοινός κώδικας και ως μέσο ερανισμού εμπειριών – και μάλιστα ακριβώς εκείνων των εμπειριών που έλειπαν από τους Ελληνες φοιτητές.
Οι ταινίες που παρουσίαζαν τη χίπικη σκηνή της νεολαιίστικης αντικουλτούρας στις Ηνωμένες Πολιτείες και την πολιτική συνειδητοποίησή της, όπως το «Γούντστοκ», οι «Φράουλες και Αίμα» και ο «Ξένοιαστος Καβαλάρης», συγκίνησαν βαθιά το ελληνικό νεανικό κοινό.
Σε μερικές περιπτώσεις προκάλεσαν αυτόματα αντικαθεστωτικά αντανακλαστικά κι απαγορεύτηκαν πολύ γρήγορα μετά την προβολή τους, πράγμα που τις περιέβαλε με την αύρα του θρύλου.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, ύστερα από τις προβολές αμερικανικών ταινιών που εστίαζαν στην εξεγερμένη νεολαία, πολλές φορές ακολουθούσαν στους δρόμους εκδηλώσεις με αντίστοιχο περιεχόμενο.
Στο βιβλίο μου αναφέρομαι και στον ρόλο της μουσικής και κυρίως την επανοικειοποίηση και εκτροπή παραδοσιακών τραγουδιών από πλειάδα αντικαθεστωτικών καλλιτεχνών όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος και η Μαρίζα Κωχ αλλά και ο Νίκος Ξυλούρης, που ήταν φοιτητικά ινδάλματα. Μέσα στο αυταρχικό πλαίσιο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η φαινομενικά αθώα παραδοσιακή μουσική ως όπλο κατά των Αρχών.
Η παράδοση, λοιπόν, μετατράπηκε σε εφαλτήριο ώστε να αντιπαλέψουν οι αντικαθεστωτικοί κύκλοι τη μονολιθική απόπειρα του καθεστώτος να υπερασπιστεί τον ελληνικό πολιτισμό.
Το γεγονός ότι οι δικτάτορες υπεραμύνονταν των παραδοσιακών τραγουδιών και χορών, και δεν έχαναν ποτέ την ευκαιρία να τα προωθήσουν δημόσια επιδεικνύοντας την ικανότητά τους στον καλαματιανό, τον τσάμικο ή την καραγκούνα, ώθησε πολλούς αντιφρονούντες καλλιτέχνες να διερευνήσουν την παραδοσιακή μουσική με ετερόδοξο τρόπο.
Σύμφωνα με τη διατύπωση της νεοελληνίστριας Κάρεν Βαν Ντάικ, τούτη η εναλλακτική σφαίρα αγκάλιασε τον λαϊκό πολιτισμό κατά τρόπο ανάλογο της ομοιοπαθητικής θεραπείας στην εναλλακτική ιατρική, στην οποία «αυτό που αποτελεί απειλή, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την ενδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος».
Παγκοσμιοτοπικό κίνημα
ΑΠΟΨΕ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ (Αθήνα 1975)
Η χούντα δεν κατάφερε, τέλος, να κλείσει εντελώς τη στρόφιγγα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, παρότι το προσπάθησε και παρότι θέλησε να καλλιεργήσει την πλήρη απομόνωση από τις διεθνείς εξελίξεις.
Είναι ενδιαφέρον ότι, χάρη και στην επικοινωνία με τα δίκτυα των ελληνικών φοιτητικών κοινοτήτων στη Γαλλία, την Ιταλία και τη Δ. Γερμανία, διεθνείς τάσεις όπως ο τριτοκοσμισμός παρουσιάζονται και στην Ελλάδα.
Δεν είναι τυχαίο πως τα μοντέλα που ενέπνευσαν τους φοιτητές, πέρα από το ’68, ήταν η πολιτική αναταραχή στην Ταϊλάνδη και το συγκλονιστικό γεγονός του πραξικοπήματος του Πινοτσέτ στη Χιλή τον Σεπτέμβριο του 1973· κοινώς, η αίσθηση πως η χώρα τελούσε υπό αμερικανική κατοχή και πως ο αγώνας έπρεπε να είναι εθνικοαπελευθερωτικός, όπως ακριβώς στις χώρες του Τρίτου Κόσμου.
1973. Η ανατροπή του Αλιέντε μάλιστα προκάλεσε διαδήλωση στην Αθήνα και ψήφισμα του Ρήγα Φεραίου, όπου αναφέρονταν χαρακτηριστικά πως «οι δύο χούντες υπηρετούν τα ίδια συμφέροντα: υπερασπίζονται τα προνόμια της εγχώριας ολιγαρχίας και τις στρατηγικές και οικονομικές θέσεις του ιμπεριαλισμού, έχουν τους ίδιους στόχους: την κατάπνιξη του λαϊκού κινήματος [...]. Οι Ελληνες φοιτητές τα γνωρίζουν όλα αυτά, γι’ αυτό και στη διαδήλωσή τους στο κέντρο της Αθήνας στις 25 Σεπτέμβρη βροντοφώναξαν "Αλλιέντε, Αλλιέντε"».
Το σύνθημα «Αλλιέντε» ακούστηκε και γράφτηκε αργότερα και στο Πολυτεχνείο («Ο Αλλιέντε ζη»), καταδεικνύοντας τη διεθνική στάση διαμαρτυρίας που υιοθετούσαν οι Ελληνες φοιτητές και την πεποίθησή τους πως ο αγώνας τους εντασσόταν σ’ ένα ευρύτερο, παγκόσμιο αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο.
Παρόμοιο σύμβολο έγιναν και οι ταραχές στην Ταϊλάνδη με το σχετικό σύνθημα των Ελλήνων φοιτητών «απόψε θα γίνει Ταϊλάνδη».
Ενώ όμως στην Ταϊλάνδη το λουτρό αίματος οδήγησε στην πτώση του καθεστώτος Κιτικατσόρν, στην Ελλάδα το Πολυτεχνείο οδήγησε στην ήττα του φοιτητικού κινήματος και σε μια ακόμα πιο σκληρή χούντα, αυτή του Ιωαννίδη.
Ομως ακύρωσε το πείραμα της ελεγχόμενης φιλελευθεροποίησης και τη μετατροπή της Ελλάδας σε μια κηδεμονευόμενη δημοκρατία, τύπου Τουρκίας ή Χιλής.
Από όλα αυτά προκύπτει ξεκάθαρα ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο τοπικό και το διεθνές, με άλλα λόγια η «παγκοσμιοτοπική» πτυχή του ελληνικού φοιτητικού κινήματος: σκεφτόταν «παγκόσμια» και δρούσε «τοπικά».
Μεταπολιτευτικά, το Πολυτεχνείο εγγράφηκε στη συλλογική μνήμη ως η κορυφαία πράξη αντίστασης στη διάρκεια της χουντικής επταετίας, λειτουργώντας έτσι ως ένας από τους ιδρυτικούς μύθους της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας.
Αν η ομοιογενοποίηση της συλλογικής μνήμης συνιστά τυπικό τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία υπερβαίνει μια τραυματική περίοδο της Ιστορίας της, στην Ελλάδα αυτό συνέβη μέσω της αγιογραφικής παρουσίασης της φοιτητικής αντίστασης και της ηρωικής αιματηρής κατάληξής της, που αναδείχθηκαν σε έμβλημα της αντίστασης του ελληνικού λαού στον αυταρχισμό.
Από πολλές απόψεις, όμως, το Πολυτεχνείο χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να ξεπλύνει την απουσία συστηματικής αμφισβήτησης του δικτατορικού καθεστώτος των Συνταγματαρχών.
Η σχετική συναίνεση την οποία απολάμβανε η χούντα σε ορισμένα τμήματα του ελληνικού πληθυσμού κατά την επταετή διάρκειά της αποσιωπήθηκε πλήρως, ευνοώντας ένας είδος συλλογικής λήθης.
Ωστόσο, η οικονομική κρίση της εποχής μας δημιούργησε μια νέα τάση: τη διάθεση να απορρίπτονται πλήρως τόσο η Μεταπολίτευση γενικά, όσο και η γενιά του Πολυτεχνείου ειδικά, επιρρίπτοντας σε αυτές το ανάθεμα για όλα τα κατοπινά δεινά της ελληνικής κοινωνίας.
Η τάση αυτή απειλεί τα ίδια τα θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομήθηκε η μεταδικτατορική συλλογική μνήμη.
Απομένει να δούμε με ποιους τρόπους θα επηρεάσει στο μέλλον την πολιτική κουλτούρα της χώρας και την αυτοεικόνα της η αμφισβήτηση του γεγονότος που αποτέλεσε μέχρι τώρα την πεμπτουσία του εθνικού τόπου μνήμης.
Η πρόκληση είναι να κρίνουμε τη συγκεκριμένη γενιά όχι αποκλειστικά και μόνο με γνώμονα το πώς εξελίχθηκε, ανατρέχοντας δηλαδή την Ιστορία ανάποδα και με ηθικολογικά κριτήρια, αλλά κυρίως με βάση το τι ήταν και το τι ζητούσε στην ιστορική στιγμή στην οποία πρωταγωνίστησε.
*ερευνητής στο τμήμα Ιστορίας, Γεωγραφίας και Τέχνης του Παν/μιου Carlos III της Μαδρίτης
Επιμέλεια: Τάσος Κωστόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου