Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Περιστατικό στη Στουρνάρη

Κάντε κλικ για να δείτε ολόκληρο το έργο | ΤΑΣΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

Πριν από λίγες μέρες κατηφόριζα στη Στουρνάρη για να πάω στο Πολυτεχνείο. Περπατούσα στο πεζοδρόμιο, όταν διασταυρώθηκα με μια παρέα νέων παιδιών. Δύο κορίτσια και λίγο πιο πίσω δύο αγόρια, το πολύ 15 με 16 χρόνων. Καθώς πέρασαν από δίπλα μου άκουσα το ένα να λέει στο άλλο: «Ρε, βαρέθηκα, βαρέθηκα τα πάντα».
Πάγωσα! Αυτή η κουβέντα σφηνώθηκε και στριφογυρνούσε διαρκώς στο μυαλό μου. Σαν αυτό το άγνωστο παιδί να συνόψιζε με αυτές τις δύο λέξεις όλο αυτό που η νέα γενιά αντιμετωπίζει στις μέρες μας. Αφόρητη πλήξη απέναντι σε ένα αύριο που μοιάζει προδιαγεγραμμένο, στεγνό, ανούσιο, αδιάφορο. Μια παραίτηση τόσο πρόωρη, τόσο άδοξη και επικίνδυνη.
Πώς είναι δυνατόν ένα παιδί σ’ αυτή την ηλικία να λέει ότι βαρέθηκε τα πάντα πριν καλά καλά ξεκινήσει τη ζωή του; Τι δεν κάναμε καλά, συλλογιζόμουν, και φτάσαμε σ’ αυτό το τραγικό σημείο; Να μην έχει ενδιαφέρον η ζωή για έναν έφηβο!
Σε τι περιβάλλον ζουν όμως σήμερα τα παιδιά μας; Στριμωγμένα μέσα σε διαμερίσματα-κουτιά, σε μια γκρίζα και έρημη πόλη όπου ο δημόσιος χώρος (αλλά και κάθε τι δημόσιο) είναι εχθρικός, προσπαθούν να αναπνεύσουν ελεύθερα, αλλά πνίγονται μέσα στην ασφυκτική και τυραννική καθημερινότητα. Πασχίζουν να ανακαλύψουν το οικείο και αντ’ αυτού βυθίζονται ακόμη πιο βαθιά στο ανοίκειο και θλιβερό της σώμα.
Η πόλη έπαψε προ πολλού να είναι φιλική. Αποξενώνει και δεν συνδέει. Χωρίζει σε μικρές επικράτειες, ορθώνοντας τείχη που τεμαχίζουν, απομονώνουν και κονιορτοποιούν τον κοινωνικό ιστό. Ο χώρος της πόλης δεν ευνοεί τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη. Αυτή την πόλη δεν τη θεωρούν δική τους και γι’ αυτό τελικά, τη μισούν.
Τους παρουσιάζουμε έναν κόσμο στατικό, δεδομένο, προφανή, κατάφορτο από πλασματικά είδωλα. Πώς να πορευτούν στο αύριο, αν αυτό που κυριαρχεί και ηγεμονεύει στις μέρες μας είναι ότι δεν υπάρχει εναλλακτικός δρόμος; Οτι ο δρόμος είναι μόνον ένας, δίχως μάλιστα δυνατότητα επιστροφής;
Λείπει ο μύθος, η φαντασία, η ουτοπία για να γκρεμίσει τα ψεύτικα σκηνικά του παρόντος που έχουμε στήσει απειλητικά μπροστά τους. Κάθε στιγμή καραδοκεί ο εφιάλτης του σκοτεινού μέλλοντος να τινάξει στον αέρα όνειρα, ελπίδες, προσδοκίες. Τι απομένει σ’ έναν νέο αν του αφαιρέσεις τη δυνατότητα να αμφισβητεί, να οραματίζεται ένα καλύτερο αύριο και να μάχεται γι’ αυτό; Πώς να επιπλεύσει μέσα σε τέτοια απόγνωση;
Κοιτάξτε μας. Δεν ανταμώνουμε πλέον, δεν βρισκόμαστε μεταξύ μας. Τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης εκμηδένισαν τον χρόνο και τον χώρο, αλλά τελικά μας εξακόντισαν μακριά, ως φυσική παρουσία, τον έναν από τον άλλο. Κοιτάμε εκστατικοί και αποσβολωμένοι την τηλεόραση και την ίδια στιγμή η ζωή μας τείνει να μεταλλαχτεί σ’ ένα επικίνδυνο reality show.
Αντικρίζουμε τον άλλο μόνο μέσα από την οθόνη του κινητού τηλεφώνου, ενώ τα SMS έχουν αντικαταστήσει τη συνομιλία.
Παρατηρείς τους ανθρώπους στις καφετέριες. Κάθονται γύρω από ένα τραπέζι, αλλά δεν ανταλλάσσουν κουβέντα, καθώς είναι βαθιά προσηλωμένοι στο κινητό τους. Σαν να βαριούνται αφόρητα την παρουσία του άλλου. Σαν το κέντρο του ενδιαφέροντος να μη βρίσκεται εκεί όπου ζουν εκείνη τη στιγμή, αλλά κάπου αλλού. Εξω από τον τόπο και τον χρόνο.
Συνεχίζω να περπατάω περνώντας μπροστά από τις γυαλιστερές βιτρίνες, τη μία δίπλα στην άλλη, όπου εκτίθενται όλα τα τελευταία ηλεκτρονικά είδη: computers, smartphones, tablets... Η τεχνολογική εποχή μας σε όλο της το μεγαλείο. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου αραδιασμένα σε πάγκους εκατοντάδες παλιά βιβλία περιμένουν κάποιον περαστικό να τα ξεφυλλίσει κι ίσως να αγοράσει ένα απ’ αυτά.
Σαν κατά κάποιο τρόπο παρελθόν και μέλλον να στέκονται αντικριστά, αντιμέτωπα. Λίγο πιο κάτω, στη γωνία με την Μπουμπουλίνας, οι γνωστοί κάδοι σκουπιδιών με τις στοίβες από χαρτοκιβώτια, είδη συσκευασίας, παλέτες.
Αδεια κουτιά, σαν τις άδειες ελπίδες εκείνου του νέου που πριν από λίγο πέρασε δίπλα τους. Το «βαριέμαι τα πάντα» είναι η πλήρης αποτυχία μιας προβληματικής και παρηκμασμένης κοινωνίας. Εκφράζει με τραγικό τρόπο την αβάσταχτη μοναξιά και απελπισία των νέων μέσα σ’ ένα αποτυχημένο και αυτοκαταστροφικό σύστημα.
Φτάνω στο Πολυτεχνείο. Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να κάνεις αρχιτεκτονική μέσα σε τέτοιες συνθήκες. Τι να πεις στους νέους σπουδαστές που πασχίζουν να ανακαλύψουν τα μυστικά της αρχιτεκτονικής, μέσα σ’ αυτό το δυσοίωνο περιβάλλον;
Στα παιδιά που με τόσες θυσίες έφτασαν μέχρι εδώ και συνεχίζουν να δουλεύουν με άσβηστο πάθος για την τέχνη και την επιστήμη που διάλεξαν κι ας γνωρίζουν καλά πως όταν αποφοιτήσουν, θα τους περιμένουν ακόμη μεγαλύτερα εμπόδια, αλλά και η ανεργία που καιροφυλακτεί. Από αυτά τα νέα παιδιά όμως, δεν ξεπηδάει πάντοτε η ελπίδα; Από τους νέους -κάθε ηλικίας- που δεν το βάζουν κάτω και συνεχίζουν να παλεύουν ενάντια σε όλα αυτά που μας στοιχειώνουν.
*Αρχιτέκτων, καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

2 σχόλια:

  1. Συμφωνώ και συμπάσχω.....
    Νίκος Μαρκάτος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εξαιρετικό κείμενο από έναν εξαιρετικό επιστήμονα που πάντα αγωνιά!
    Πέτρος Καπετανόπουλος

    ΑπάντησηΔιαγραφή