Του Γιώργου Καλαντζόπουλου από εδώ
Στοιχείο της καθημερινότητας αποτελούν πλέον οι έκδηλες ανησυχίες για τις προθέσεις της Γερμανικής κυβέρνησης και για το που θα οδηγήσει την χώρα η σύγκρουση που διεξάγεται ανάμεσα στην Ελληνική κυβέρνηση και τους “θεσμούς” της ΕΕ. Όμως η πολιτική του Γερμανικού κράτους δεν είναι νέα, χαρακτηρίζεται από συνέχεια, η οποία εγγράφεται εντός της ιστορίας της ΕΕ. Ένα εργαλείο για να ανιχνεύσουμε τον χαρακτήρα αυτής της σύγκρουσης προσφέρουν μερικά ιστορικά αναφορικά, χρήσιμα στο να κατανοήσουμε πως συγκροτείται η συνέχεια της πολιτικής του Γερμανικού κράτους.
Οι ακρογωνιαίοι λίθοι αυτής της πολιτικής εφαρμόστηκαν στο παρελθόν, απέδωσαν τα αναμενόμενα για το Γερμανικό κράτος, και σήμερα ως “υποδείγματα” προσδιορίζουν τα πλαίσια εντός των οποίων κινούνται οι πολιτικές πρωτοβουλίες του, καθοριστικές για το παρόν και το μέλλον της ΕΕ.
Ένα πράγμα που λησμονούν συχνά οι αναλυτές για τα ζητήματα της Ευρωζώνης είναι η θέση του Γερμανικού κράτους για το ευρώ. Το Γερμανικό κράτος δεν ήταν υπέρ της νομισματικής ενοποίησης. Η νομισματική ενοποίηση προέκυψε ως αντάλλαγμα-εκβιασμός για την ενοποίηση της Γερμανίας από τον Μιτεράν προς τον Γερμανό καγκελάριο. Αυτή η υπενθύμιση επανέρχεται πρόσφατα στην επικαιρότητα από γερμανικά μέσα ενημέρωσης (Deutsche Welle: Καθιέρωση του ευρώ σε αντάλλαγμα της γερμανικής ενοποίησης;)
Τα επόμενα χρόνια, το γερμανικό κράτος κατάφερε να ανατρέψει αυτόν τον συμβιβασμό, μετατρέποντας το ευρώ σε “κρατικό νόμισμά” του. Σήμερα η διάκριση ανάμεσα στο “μάρκο” και στο “ευρώ” είναι τόσο αληθής όσο και η διάκριση ανάμεσα στην “τρόικα” και τους “θεσμούς”. Στην αναλήθεια αυτών των διακρίσεων καταγράφεται η ηγεμονία της Γερμανικής κρατικής πολιτικής.
Όμως, ο πραγματικός χαρακτήρας αυτής της ηγεμονίας καταγράφεται στην αλήθεια μιας άλλης διάκρισης: Στις υπαρκτές διαφορές ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ και στις χώρες της ΟΝΕ. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι σήμερα το πραγματικό όνομα της ΟΝΕ είναι: “Ηνωμένες πολιτείες της Γερμανίας”. Δεν πρόκειται όμως για μια ηγεμονία που κατακτήθηκε μόνον μέσα από πολιτικές διαχείρισης του νομίσματος. Δύο άλλες επιτυχημένες πολιτικές στοχεύσεις του Γερμανικού κράτους, έχουν ως ιστορικά αναφορικά ιδιαίτερη πολιτική σημασία, γιατί διαπερνούν ως συνδετικό νήμα την τωρινή πολιτική του εντός της ΕΕ.
Το πρώτο είναι η ενοποίηση της Γερμανίας. Η εμπειρία και η τεχνογνωσία που απέκτησε από αυτή την διαδικασία στο εσωτερικό του το Γερμανικό κράτος, είναι βασικό αναφορικό για τις πολιτικές της λιτότητας και όχι μόνο, που διαπερνούν τις ντιρεκτίβες/κατευθύνσεις για την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Το άλλο είναι η πολιτική εξάρτησης των χωρών του ανατολικού μπλοκ, πολιτική που ξεκίνησε με την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Πρόκειται για ένα άλλο επιτυχημένο ιστορικό υπόδειγμα το οποίο θα μπορούσε να εφαρμοστεί σήμερα με τις αναγκαίες προσαρμογές και εντός της ΕΕ. Δεν διαφαίνεται το Γερμανικό κράτος να έχει πρόσθετες αναστολές για το αν κράτη εντός της Ευρωζώνης διασπαστούν σε μικρότερα - όπως για παράδειγμα η Ισπανία - εφόσον αυτές οι διαιρέσεις γίνουν με όρους που δεν θα διαταράσσουν την δική του ηγεμονία.
Ο νεοφιλελευθερισμός ως πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης είναι ευέλικτο και αρθρώνεται σε μια ιεραρχική δομή μηχανισμών εξουσίας που θέτουν διαφορετικούς φραγμούς στην συμπύκνωση της ταξικής πάλης στο εσωτερικό τους. Είναι ο πολιτικός μηχανισμός διακυβέρνησης σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, ο οποίος εξασφαλίζει με πολιτικούς όρους την αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης αλλά και ρυθμίζει τις αντιθέσεις στο χώρο του κεφάλαιου (δηλαδή, την παγκοσμιοποιημένη εκδοχή αυτού που παλαιότερα ονομάζαμε “ιμπεριαλιστική αλυσίδα”). Την εποχή της παγκοσμιοποίησης ο ιδιαίτερος ρυθμιστικός ρόλος στην αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης, που είχαν τα “κράτη – έθνη” σε προηγούμενα στάδια του καπιταλισμού, έχει μετασχηματιστεί.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι ένα ενιαίο σύστημα διακυβέρνησης που ενσωματώνει στην κορυφή του θεσμούς όπως το ΔΝΤ, G7, G20 κλπ, αναγκαίων για την διαμόρφωση παγκόσμιων στρατηγικών για την κερδοφορία του κεφάλαιου, διαπερνά τις κρατικές οντότητες και φτάνει ως τα περιφερειακά και τοπικά συστήματα διακυβέρνησης. Κάτω απ' αυτό το πρίσμα, η διάκριση ανάμεσα στην ΕΕ και την ΟΝΕ εκφράζει δυο επίπεδα διακυβέρνησης που θέτουν διαφορετικούς φραγμούς στην εσωτερίκευση της ταξικής πάλης (όρια στην συγκρότηση πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών) στην υπόθεση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Είναι φανερό ότι μια πολιτική που επικαλείται την “Ευρώπη των λαών” δεν μπορεί παρά να έχει σαν άμεσο και πρώτο στόχο την κατάργηση όλων των φραγμών και των διακρίσεων και φραγμών απέναντι στις λαϊκές απαιτήσεις που παράγονται από τις διαφορετικές πολιτικές που εκπορεύονται ανάμεσα στην ΕΕ και την ΟΝΕ.
Ένα ζήτημα που υποτιμούν συχνά οι αναλυτές στην χώρα μας, είναι οι αντιθέσεις στο χώρο του κεφάλαιου όπως αυτές εκδηλώνονται εντός της ΟΝΕ και κυρίως ο ρόλος που παίζουν αυτές στην διαμόρφωση “εθνικών αναδιπλώσεων”, πολιτικών που εκδηλώνονται ως γραμμές άμυνας απέναντι στις στρατηγικές επιλογές του Γερμανικού κράτους. Για παράδειγμα, η άνοδος της ακροδεξιάς στην Γαλλία προσλαμβάνεται συνήθως ως σύμπτωμα κρίσης του πολιτικού συστήματος αποκομμένο από τις στρατηγικές επιδιώξεις μερίδων του Γαλλικού κεφάλαιου για μια εθνική αναδίπλωση. Οι μερίδες αυτές επιζητούν την επιβίωση ή την αναβάθμισή τους στα πλαίσια του ενδοευρωπαϊκού αλλά και του διεθνούς ανταγωνισμού. Απ' αυτή την σκοπιά, αξίζει επίσης να ανιχνεύσουμε και στην χώρα μας πως τοποθετούνται μερίδες του ελληνικού κεφάλαιου απέναντι στους ιδιαίτερους όρους ένταξής της χώρας μας στο δίπολο ΕΕ – ΟΝΕ, οι οποίοι καθορίζονται από τις πολιτικές συνθήκες των μνημονίων.
Είναι προφανές ότι μια ακραία μορφή επιβολής των πολιτικών της λιτότητας είναι τα μνημόνια. Όμως ακραίες πολιτικές λιτότητας, όπως έχει δείξει η ιστορία μπορούν να επιβληθούν μέσα από την “κανονικότητα” της λειτουργίας των θεσμών. Τα μνημόνια αποτελούν καθεστώτα έκτακτης ανάγκης: Τροποποιούν αυτήν κανονικότητα και επιβάλουν στα πλαίσια μιας πολιτικής πρακτικής “διαχείρισης κινδύνων” πρόσθετες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες συχνά δεν μπορούν να επιβληθούν μέσα από την κανονικότητα της λειτουργίας των θεσμών, όπως είναι για παράδειγμα το ζήτημα της υφαρπαγής της δημόσιας περιουσίας. Η “κρίση χρέους” είναι ο πιο συνηθισμένος “κίνδυνος” που χρησιμοποιείται για να επιβληθούν αυτές οι μεταρρυθμίσεις. Κίνδυνος - ο οποίος τις περισσότερες φορές είναι προκατασκευασμένος - αποτελεί απλά την αφορμή για την επιβολή των εκτάκτων καθεστώτων διακυβέρνησης του νεοφιλελευθερισμού που αποκαλούνται “μνημόνια”.
Όμως τα μνημόνια δεν είναι μόνον έκτακτες μορφές επιβολής πολιτικών λιτότητας: Είναι και ρυθμίσεις των ανταγωνισμών στο χώρο του κεφάλαιου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου παρόμοιες ρυθμίσεις είχαν καθοριστική σημασία, είναι η επιβολή του “μνημονίου” της Κύπρου. Οι ρυθμίσεις εκεί δεν απέβλεπαν κυρίως στην επαναπροσδιορισμό της σχέσης κεφάλαιου – εργασίας εντός μιας κρατικής οντότητας αλλά στην αναδιαμόρφωση σχέσεων κυριαρχίας εντός του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η συνέχιση των μνημονίων επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ φαίνεται ότι τώρα αποκτά μια πρόσθετη παρόμοια διάσταση - με την συναίνεση μάλιστα των “θεσμών” της ΕΕ - η οποία αφορά σε ρυθμίσεις του ανταγωνισμού στο χώρο του κεφάλαιου. Εμπεριέχει δηλαδή “μεταρρυθμίσεις” που δεν πραγματοποιήθηκαν στο πρόσφατο μνημονικό παρελθόν της χώρας. Όμως η ανάλυση αυτού του φαινόμενου είναι αντικείμενο άλλου κειμένου. Εδώ θα σταθούμε σε μια πλευρά του, η οποία σχετίζεται με τις αλλαγές στο φορολογικό σύστημα που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση.
Ένα δικαιότερο φορολογικό σύστημα που είναι πιο αποτελεσματικό στον έλεγχο της φοροδιαφυγής και αυξάνει κλιμακωτά την φορολογία προς τα πάνω, εκλαμβάνεται από ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας πιο φιλολαϊκό από το προηγούμενο. Είναι όμως έτσι; Αν τα έσοδα από τους φόρους χρησιμοποιούνται για να καλύψουν τις ανάγκες του χρέους, και δεν γίνονται στα πλαίσια μιας πολιτικής αναδιανομής (ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, στοχευμένες επενδύσεις που μειώνουν την ανεργία και διευρύνουν την ενδογενή παραγωγή κλπ, κλπ), τότε δεν έχουν κανένα φιλολαϊκό χαρακτήρα. Απλά επιταχύνουν την πτωχοποίηση όσων κοινωνικών στρωμάτων δεν έχουν πιάσει ακόμα πάτο. Αν λοιπόν οι εξαγγελίες της νέας κυβέρνησης που συναντούν τις ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις, δεν μπορούν να αποκτήσουν τελικά κανένα φιλολαϊκό χαρακτήρα εντός των πλαισίων της νέας συμφωνίας που έχει υπογράψει η κυβέρνηση, γίνεται φανερό ότι ακυρώνεται το κυβερνητικό πρόγραμμά της. Η κυβέρνηση λοιπόν, αν επιμένει να εφαρμόσει το πρόγραμμά της, δεν μπορεί παρά να έρθει σε ρήξη με τις πολιτικές των επιτελείων της Ε.Ε.
Η ρήξη σημαίνει πρώτα απ' όλα την απόρριψη υπογραφής νέου μνημονίου. Είναι δυνατόν όμως η χώρα να παραμείνει στην ΟΝΕ, να τηρεί τις υποχρεώσεις της απέναντι στους δανειστές και να μην προχωρήσει σε νέα δανειακή σύμβαση που θα συνοδεύεται με τις αντίστοιχες μνημονιακές υποχρεώσεις; Αυτό φαντάζει ακατόρθωτο αν μέσα σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα μέχρι το καλοκαίρι δεν γίνει κάποια άλλη διευθέτηση του χρέους. Όμως αυτό το ζήτημα δεν έχει τεθεί ακόμα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων...
Δυστυχώς ο συσχετισμός στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είναι δυσμενής για την κυβέρνηση. Και αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να αλλάξει με κάποιο μαγικό “κόλπο”. Κανένα εναλλακτικό σχέδιο Β' δεν μπορεί να ανατρέψει τον συσχετισμό, όπως φαντασιώνεται μια μερίδα της ελληνικής κοινωνίας που βρίσκεται κάτω από την επιρροή των τεχνοκρατικών αντιλήψεων για την πολιτική. Το πιο δυνατό διαπραγματευτικό χαρτί σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η ενεργοποίηση και οι πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει ο λαϊκός παράγων. Όταν απουσιάζει αυτή η διάσταση της πολιτικής, τα όρια της προσδιορίζονται από την κρατική σχέση. Σε αυτή την περίπτωση οι εξελίξεις - όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων - θα σφραγίζονται από την έκβαση αντιθέσεων και ανταγωνισμών στο χώρο του κεφάλαιου..
Στοιχείο της καθημερινότητας αποτελούν πλέον οι έκδηλες ανησυχίες για τις προθέσεις της Γερμανικής κυβέρνησης και για το που θα οδηγήσει την χώρα η σύγκρουση που διεξάγεται ανάμεσα στην Ελληνική κυβέρνηση και τους “θεσμούς” της ΕΕ. Όμως η πολιτική του Γερμανικού κράτους δεν είναι νέα, χαρακτηρίζεται από συνέχεια, η οποία εγγράφεται εντός της ιστορίας της ΕΕ. Ένα εργαλείο για να ανιχνεύσουμε τον χαρακτήρα αυτής της σύγκρουσης προσφέρουν μερικά ιστορικά αναφορικά, χρήσιμα στο να κατανοήσουμε πως συγκροτείται η συνέχεια της πολιτικής του Γερμανικού κράτους.
Οι ακρογωνιαίοι λίθοι αυτής της πολιτικής εφαρμόστηκαν στο παρελθόν, απέδωσαν τα αναμενόμενα για το Γερμανικό κράτος, και σήμερα ως “υποδείγματα” προσδιορίζουν τα πλαίσια εντός των οποίων κινούνται οι πολιτικές πρωτοβουλίες του, καθοριστικές για το παρόν και το μέλλον της ΕΕ.
Ένα πράγμα που λησμονούν συχνά οι αναλυτές για τα ζητήματα της Ευρωζώνης είναι η θέση του Γερμανικού κράτους για το ευρώ. Το Γερμανικό κράτος δεν ήταν υπέρ της νομισματικής ενοποίησης. Η νομισματική ενοποίηση προέκυψε ως αντάλλαγμα-εκβιασμός για την ενοποίηση της Γερμανίας από τον Μιτεράν προς τον Γερμανό καγκελάριο. Αυτή η υπενθύμιση επανέρχεται πρόσφατα στην επικαιρότητα από γερμανικά μέσα ενημέρωσης (Deutsche Welle: Καθιέρωση του ευρώ σε αντάλλαγμα της γερμανικής ενοποίησης;)
Τα επόμενα χρόνια, το γερμανικό κράτος κατάφερε να ανατρέψει αυτόν τον συμβιβασμό, μετατρέποντας το ευρώ σε “κρατικό νόμισμά” του. Σήμερα η διάκριση ανάμεσα στο “μάρκο” και στο “ευρώ” είναι τόσο αληθής όσο και η διάκριση ανάμεσα στην “τρόικα” και τους “θεσμούς”. Στην αναλήθεια αυτών των διακρίσεων καταγράφεται η ηγεμονία της Γερμανικής κρατικής πολιτικής.
Όμως, ο πραγματικός χαρακτήρας αυτής της ηγεμονίας καταγράφεται στην αλήθεια μιας άλλης διάκρισης: Στις υπαρκτές διαφορές ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ και στις χώρες της ΟΝΕ. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι σήμερα το πραγματικό όνομα της ΟΝΕ είναι: “Ηνωμένες πολιτείες της Γερμανίας”. Δεν πρόκειται όμως για μια ηγεμονία που κατακτήθηκε μόνον μέσα από πολιτικές διαχείρισης του νομίσματος. Δύο άλλες επιτυχημένες πολιτικές στοχεύσεις του Γερμανικού κράτους, έχουν ως ιστορικά αναφορικά ιδιαίτερη πολιτική σημασία, γιατί διαπερνούν ως συνδετικό νήμα την τωρινή πολιτική του εντός της ΕΕ.
Το πρώτο είναι η ενοποίηση της Γερμανίας. Η εμπειρία και η τεχνογνωσία που απέκτησε από αυτή την διαδικασία στο εσωτερικό του το Γερμανικό κράτος, είναι βασικό αναφορικό για τις πολιτικές της λιτότητας και όχι μόνο, που διαπερνούν τις ντιρεκτίβες/κατευθύνσεις για την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Το άλλο είναι η πολιτική εξάρτησης των χωρών του ανατολικού μπλοκ, πολιτική που ξεκίνησε με την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Πρόκειται για ένα άλλο επιτυχημένο ιστορικό υπόδειγμα το οποίο θα μπορούσε να εφαρμοστεί σήμερα με τις αναγκαίες προσαρμογές και εντός της ΕΕ. Δεν διαφαίνεται το Γερμανικό κράτος να έχει πρόσθετες αναστολές για το αν κράτη εντός της Ευρωζώνης διασπαστούν σε μικρότερα - όπως για παράδειγμα η Ισπανία - εφόσον αυτές οι διαιρέσεις γίνουν με όρους που δεν θα διαταράσσουν την δική του ηγεμονία.
Ο νεοφιλελευθερισμός ως πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης είναι ευέλικτο και αρθρώνεται σε μια ιεραρχική δομή μηχανισμών εξουσίας που θέτουν διαφορετικούς φραγμούς στην συμπύκνωση της ταξικής πάλης στο εσωτερικό τους. Είναι ο πολιτικός μηχανισμός διακυβέρνησης σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, ο οποίος εξασφαλίζει με πολιτικούς όρους την αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης αλλά και ρυθμίζει τις αντιθέσεις στο χώρο του κεφάλαιου (δηλαδή, την παγκοσμιοποιημένη εκδοχή αυτού που παλαιότερα ονομάζαμε “ιμπεριαλιστική αλυσίδα”). Την εποχή της παγκοσμιοποίησης ο ιδιαίτερος ρυθμιστικός ρόλος στην αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης, που είχαν τα “κράτη – έθνη” σε προηγούμενα στάδια του καπιταλισμού, έχει μετασχηματιστεί.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι ένα ενιαίο σύστημα διακυβέρνησης που ενσωματώνει στην κορυφή του θεσμούς όπως το ΔΝΤ, G7, G20 κλπ, αναγκαίων για την διαμόρφωση παγκόσμιων στρατηγικών για την κερδοφορία του κεφάλαιου, διαπερνά τις κρατικές οντότητες και φτάνει ως τα περιφερειακά και τοπικά συστήματα διακυβέρνησης. Κάτω απ' αυτό το πρίσμα, η διάκριση ανάμεσα στην ΕΕ και την ΟΝΕ εκφράζει δυο επίπεδα διακυβέρνησης που θέτουν διαφορετικούς φραγμούς στην εσωτερίκευση της ταξικής πάλης (όρια στην συγκρότηση πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών) στην υπόθεση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Είναι φανερό ότι μια πολιτική που επικαλείται την “Ευρώπη των λαών” δεν μπορεί παρά να έχει σαν άμεσο και πρώτο στόχο την κατάργηση όλων των φραγμών και των διακρίσεων και φραγμών απέναντι στις λαϊκές απαιτήσεις που παράγονται από τις διαφορετικές πολιτικές που εκπορεύονται ανάμεσα στην ΕΕ και την ΟΝΕ.
Ένα ζήτημα που υποτιμούν συχνά οι αναλυτές στην χώρα μας, είναι οι αντιθέσεις στο χώρο του κεφάλαιου όπως αυτές εκδηλώνονται εντός της ΟΝΕ και κυρίως ο ρόλος που παίζουν αυτές στην διαμόρφωση “εθνικών αναδιπλώσεων”, πολιτικών που εκδηλώνονται ως γραμμές άμυνας απέναντι στις στρατηγικές επιλογές του Γερμανικού κράτους. Για παράδειγμα, η άνοδος της ακροδεξιάς στην Γαλλία προσλαμβάνεται συνήθως ως σύμπτωμα κρίσης του πολιτικού συστήματος αποκομμένο από τις στρατηγικές επιδιώξεις μερίδων του Γαλλικού κεφάλαιου για μια εθνική αναδίπλωση. Οι μερίδες αυτές επιζητούν την επιβίωση ή την αναβάθμισή τους στα πλαίσια του ενδοευρωπαϊκού αλλά και του διεθνούς ανταγωνισμού. Απ' αυτή την σκοπιά, αξίζει επίσης να ανιχνεύσουμε και στην χώρα μας πως τοποθετούνται μερίδες του ελληνικού κεφάλαιου απέναντι στους ιδιαίτερους όρους ένταξής της χώρας μας στο δίπολο ΕΕ – ΟΝΕ, οι οποίοι καθορίζονται από τις πολιτικές συνθήκες των μνημονίων.
Είναι προφανές ότι μια ακραία μορφή επιβολής των πολιτικών της λιτότητας είναι τα μνημόνια. Όμως ακραίες πολιτικές λιτότητας, όπως έχει δείξει η ιστορία μπορούν να επιβληθούν μέσα από την “κανονικότητα” της λειτουργίας των θεσμών. Τα μνημόνια αποτελούν καθεστώτα έκτακτης ανάγκης: Τροποποιούν αυτήν κανονικότητα και επιβάλουν στα πλαίσια μιας πολιτικής πρακτικής “διαχείρισης κινδύνων” πρόσθετες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες συχνά δεν μπορούν να επιβληθούν μέσα από την κανονικότητα της λειτουργίας των θεσμών, όπως είναι για παράδειγμα το ζήτημα της υφαρπαγής της δημόσιας περιουσίας. Η “κρίση χρέους” είναι ο πιο συνηθισμένος “κίνδυνος” που χρησιμοποιείται για να επιβληθούν αυτές οι μεταρρυθμίσεις. Κίνδυνος - ο οποίος τις περισσότερες φορές είναι προκατασκευασμένος - αποτελεί απλά την αφορμή για την επιβολή των εκτάκτων καθεστώτων διακυβέρνησης του νεοφιλελευθερισμού που αποκαλούνται “μνημόνια”.
Όμως τα μνημόνια δεν είναι μόνον έκτακτες μορφές επιβολής πολιτικών λιτότητας: Είναι και ρυθμίσεις των ανταγωνισμών στο χώρο του κεφάλαιου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου παρόμοιες ρυθμίσεις είχαν καθοριστική σημασία, είναι η επιβολή του “μνημονίου” της Κύπρου. Οι ρυθμίσεις εκεί δεν απέβλεπαν κυρίως στην επαναπροσδιορισμό της σχέσης κεφάλαιου – εργασίας εντός μιας κρατικής οντότητας αλλά στην αναδιαμόρφωση σχέσεων κυριαρχίας εντός του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η συνέχιση των μνημονίων επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ φαίνεται ότι τώρα αποκτά μια πρόσθετη παρόμοια διάσταση - με την συναίνεση μάλιστα των “θεσμών” της ΕΕ - η οποία αφορά σε ρυθμίσεις του ανταγωνισμού στο χώρο του κεφάλαιου. Εμπεριέχει δηλαδή “μεταρρυθμίσεις” που δεν πραγματοποιήθηκαν στο πρόσφατο μνημονικό παρελθόν της χώρας. Όμως η ανάλυση αυτού του φαινόμενου είναι αντικείμενο άλλου κειμένου. Εδώ θα σταθούμε σε μια πλευρά του, η οποία σχετίζεται με τις αλλαγές στο φορολογικό σύστημα που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση.
Ένα δικαιότερο φορολογικό σύστημα που είναι πιο αποτελεσματικό στον έλεγχο της φοροδιαφυγής και αυξάνει κλιμακωτά την φορολογία προς τα πάνω, εκλαμβάνεται από ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας πιο φιλολαϊκό από το προηγούμενο. Είναι όμως έτσι; Αν τα έσοδα από τους φόρους χρησιμοποιούνται για να καλύψουν τις ανάγκες του χρέους, και δεν γίνονται στα πλαίσια μιας πολιτικής αναδιανομής (ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, στοχευμένες επενδύσεις που μειώνουν την ανεργία και διευρύνουν την ενδογενή παραγωγή κλπ, κλπ), τότε δεν έχουν κανένα φιλολαϊκό χαρακτήρα. Απλά επιταχύνουν την πτωχοποίηση όσων κοινωνικών στρωμάτων δεν έχουν πιάσει ακόμα πάτο. Αν λοιπόν οι εξαγγελίες της νέας κυβέρνησης που συναντούν τις ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις, δεν μπορούν να αποκτήσουν τελικά κανένα φιλολαϊκό χαρακτήρα εντός των πλαισίων της νέας συμφωνίας που έχει υπογράψει η κυβέρνηση, γίνεται φανερό ότι ακυρώνεται το κυβερνητικό πρόγραμμά της. Η κυβέρνηση λοιπόν, αν επιμένει να εφαρμόσει το πρόγραμμά της, δεν μπορεί παρά να έρθει σε ρήξη με τις πολιτικές των επιτελείων της Ε.Ε.
Η ρήξη σημαίνει πρώτα απ' όλα την απόρριψη υπογραφής νέου μνημονίου. Είναι δυνατόν όμως η χώρα να παραμείνει στην ΟΝΕ, να τηρεί τις υποχρεώσεις της απέναντι στους δανειστές και να μην προχωρήσει σε νέα δανειακή σύμβαση που θα συνοδεύεται με τις αντίστοιχες μνημονιακές υποχρεώσεις; Αυτό φαντάζει ακατόρθωτο αν μέσα σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα μέχρι το καλοκαίρι δεν γίνει κάποια άλλη διευθέτηση του χρέους. Όμως αυτό το ζήτημα δεν έχει τεθεί ακόμα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων...
Δυστυχώς ο συσχετισμός στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είναι δυσμενής για την κυβέρνηση. Και αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να αλλάξει με κάποιο μαγικό “κόλπο”. Κανένα εναλλακτικό σχέδιο Β' δεν μπορεί να ανατρέψει τον συσχετισμό, όπως φαντασιώνεται μια μερίδα της ελληνικής κοινωνίας που βρίσκεται κάτω από την επιρροή των τεχνοκρατικών αντιλήψεων για την πολιτική. Το πιο δυνατό διαπραγματευτικό χαρτί σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η ενεργοποίηση και οι πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει ο λαϊκός παράγων. Όταν απουσιάζει αυτή η διάσταση της πολιτικής, τα όρια της προσδιορίζονται από την κρατική σχέση. Σε αυτή την περίπτωση οι εξελίξεις - όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων - θα σφραγίζονται από την έκβαση αντιθέσεων και ανταγωνισμών στο χώρο του κεφάλαιου..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου