Στο κατώφλι
μιας σημαίνουσας πολιτικής αλλαγής, αλλά και στον απόηχο της
«μνημονιακής» εμπειρίας των τελευταίων χρόνων, θελήσαμε να σχολιάσουμε
το παρελθόν, το παρόν και, κυρίως, το αριστερό μέλλον από τη σκοπιά ενός
κρίσιμου τομέα πολιτικής για την κοινωνική και παραγωγική ανασυγκρότηση
του τόπου: του χωρικού σχεδιασμού. Τον χωρικό σχεδιασμό ως ορίζουσα της
κοινωνικής και περιβαλλοντικής προστασίας και ανάπτυξης, αλλά και ως
διαδικασία δημοκρατίας και δικαιοσύνης.
της Μαρίας Καλαντζοπούλου από τα Ενθέματα
Εικονογράφηση του François Schuiten για το έργο του Ιουλίου Βερν «Το Παρίσι τον 20ό αιώνα» |
Βρισκόμαστε
εν όψει εκλογών, στις 25 Ιανουαρίου, που μπορεί να αποτελέσουν τομή όχι
μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρώπη. Πέρα όμως τις προσδοκίες ή
φόβους που γεννούν, οι εκλογές αυτές, συνιστούν ταυτόχρονα και μια
στιγμή απολογισμού, μια αφορμή αναστοχασμού και συγκρότησης οραμάτων για
ένα ελπιδοφόρο μέλλον.
Προσεγγίζοντας
τον απολογισμό απ’ τη σκοπιά του δίπολου σχεδιασμός-προστασία για το
δημόσιο συμφέρον, η περίοδος της κρίσης όπως με πάμπολλες δραματικές
ευκαιρίες έχει επισημανθεί, σηματοδότησε μια αλλαγή «παραδείγματος». Η
αλλαγή αυτή ήταν ασφαλώς αισθητή και πριν την εισδοχή της χώρας υπό την
κηδεμονία του Μνημονίου, κατά περιόδους πιο φανερά και τολμηρά (βλ.
περίοδο Ολυμπιακής προετοιμασίας). Ωστόσο, οι βάσεις του νέου
«παραδείγματος» τέθηκαν συντεταγμένα από το 2010, κι ακόμα περισσότερο
από το 2011 και τη μετουσίωση του Μνημονίου σε Εφαρμοστικό Νόμο.
Στο όνομα
της κρίσης ή του χρέους, με πρόσχημα το Μνημόνιο και υπό τον ευφημισμό
των «μεταρρυθμίσεων» επιχειρήθηκε σε πρωτοφανή κλίμακα ένα πολλαπλό
ξεθεμελίωμα του δημοσίου ως φορέα εγγύησης του δημόσιου συμφέροντος, του
κοινού καλού (όπως επιτάσσει και το Σύνταγμα) τόσο σε επίπεδο
«οπλοστασίου», (νομοθετικών εργαλείων) και περιεχομένου, (δημόσιων
αγαθών και δημόσιας περιουσίας), όσο και καθαυτό υπαρξιακά (με δεδομένη
την ποσοτική και ποιοτική αποδιάρθρωση των υπηρεσιών).
Οι
επενδύσεις, δηλαδή προγράμματα εκμετάλλευσης της γης, έγιναν συνώνυμο
της αδιαφανούς διαπραγμάτευσης προτάσεων ιδιωτών από το βαθύ κεντρικό
κράτος, αλλά και υπέρτατο δόγμα. Με βάση αυτό το δόγμα, τη
νεοφιλελεύθερη επενδυτική θεολογία, το «πιστό» κράτος έπρεπε να άρει
οποιοδήποτε εμπόδιο στις επιθυμίες των «αγίων» επενδυτών. Και αυτό
έκανε, με αξιοθαύμαστο ζήλο και συνέπεια. Όπου στα υπόψη εμπόδια
συμπεριελήφθησαν και σαρώθηκαν υπάλληλοι, στελέχη, υπηρεσίες,
αρμοδιότητες, νομοθετικό πλαίσιο, περιβαλλοντικοί όροι, εγκεκριμένα
σχέδια χρήσεων γης και όρων δόμησης, ακόμα και συνταγματικές επιταγές,
όλο κοντολογίς το consensus της προ Μνημονίου θεσμικής μας οργάνωσης.
Με βάση την
ίδια αυτή θεολογία, οποιοσδήποτε αμφισβητούσε τους όρους με τους οποίους
«διευκολύνονταν» οι επενδύσεις (το νομοθετικό ξεχαρβάλωμα, το καθεστώς
εξαίρεσης από τους γενικούς κανόνες για τους επιλεγμένα «στρατηγικούς»
επενδυτές, τις φωτογραφικές διατάξεις, την διάλυση των υπηρεσιών, τους
φορείς και όρους «αξιοποίησης» ή ξεπουλήματος πολύτιμων τμημάτων της
δημόσιας περιουσίας κ.λπ.) αφοριζόταν ως «εχθρός» της ανάπτυξης ή της
μεταρρύθμισης του κράτους, υπονομευτής της εξόδου από την κρίση κ.ο.κ.
Εμείς οι «εχθροί» έχουμε ήδη διανύσει πέντε χρόνια σθεναρής άμυνας και
κριτικής, όπου το κύριο ριζοσπαστικό μας πρόταγμα –το καταγγελλόμενο
σχεδόν ως «εξτρεμιστικό»– ήταν η προάσπιση των θεσμών και των
συνταγματικών και συντεταγμένων διαδικασιών ενός αστικού κράτους, ενός
κοινωνικού συμβολαίου διόλου ριζοσπαστικού. Πέρα από το ότι ήταν
επιτακτική και αναγκαία αυτή η στάση, ήταν άραγε συντηρητική; Κάθε
άλλο.
Μπορεί να
υπερασπιστήκαμε θεσμούς, κανόνες και διαδικασίες ατελείς και με
προβλήματα, το κάναμε όμως αυτό απέναντι σε μια επιθετική νομοθετική
υπερπαραγωγή-κυκεώνα και σε μια διοικητική αποδιάρθρωση χωρίς
προηγούμενο. Χρειάστηκε να αμυνθούμε απέναντι στην υπονόμευση
επιστημονικών, θεσμικών, πολιτικών αυτονόητων που μετρούν δεκαετίες και
είναι κατοχυρωμένα στη διεθνή συζήτηση. Δεν υπερασπιστήκαμε όμως ένα
πλέγμα περιβαλλοντικών κεκτημένων και σχεδιαστικών παραδόσεων από
αδράνεια, γιατί έτσι είχαμε μάθει ή συνηθίσει. Δεν υπερασπιζόμαστε μια
στείρα νομιμότητα ή ένα προηγούμενο status quo.
Υπερασπιστήκαμε,
υπερασπιζόμαστε και θα συνεχίσουμε να υπερασπιζόμαστε την κατακτημένη
γνώση — εμπειρία και τις αρχές πίσω από αυτήν: το πρόταγμα της
οικολογίας και της αειφορίας, τη διασφάλιση των δημόσιων αγαθών για
όλους, την αναγκαιότητα σχεδιασμού και πρόνοιας, την αξιακή υπεροχή αλλά
και την ουσιαστική αποτελεσματικότητα της δημοκρατίας. Υπερασπιζόμαστε
τη σημασία του δημόσιου χωρικού σχεδιασμού απέναντι στα τοπικά ή τομεακά
σχέδια εκμετάλλευσης των lobbies και των αρπακτικών επενδυτών.
Υπερασπιζόμαστε προτάγματα σχεδόν μπανάλ απ’ την κατάχρηση, εντούτοις
ακόμα καίρια και ζητούμενα: τη βιώσιμη ανάπτυξη, τη χωροκοινωνική
δικαιοσύνη. Υπερασπιζόμαστε τη δημόσια περιουσία ως κοινό αγαθό,
αξιοποιήσιμο μόνο κάτω από διαφανή και δημοκρατικό κοινωνικό έλεγχο.
Υπερασπιζόμαστε τον ουσιαστικό ρόλο δημόσιων υπηρεσιών που διασφαλίζουν
το δημόσιο συμφέρον και δεν συνυπογράφουν πειθήνια πολιτικές εντολές και
πελατειακά αιτήματα. Υπερασπιζόμαστε εντέλει τα δικαιώματά μας: στα
δημόσια αγαθά, στην κοινωνική προστασία, στο περιβάλλον και στη μνήμη,
στη συμμετοχή μας στις αποφάσεις για το χώρο και τη χώρα.
Η κοινωνία,
το περιβάλλον, η ανάπτυξη, η δημοκρατία, τα δικαιώματα και η δικαιοσύνη
ως οριζόντιες παράμετροι όχι μόνο για μια πραγματικά «νέα» διακυβέρνηση
συνολικά, αλλά και γι’ αυτό καθαυτό τον σχεδιασμό του χώρου, δεν
αποτελούν για εμάς ανεξάρτητα ή αλληλοαποκλειόμενα συστατικά ή
επιδιώξεις. Αντίθετα, συγκροτούν ένα αδιαίρετο (με κεφαλαία γράμματα)
σύνολο ελπίδας, κοινωνικού μετασχηματισμού και συλλογικής χειραφέτησης.
Ως τέτοιο ιεραρχούνται ψηλά στην ατζέντα μιας προοδευτικής αριστερής
ανασυγκρότησης. Κι όσο κι αν τίποτε απ’ αυτά δεν είναι πρωτότυπο, στη
σημερινή συνθήκη σαρωτικής υπονόμευσης και υφαρπαγής τους στην Ελλάδα,
στην Ευρώπη και διεθνώς, παραμένουν επίκαιρα, ζητούμενα και μάλιστα
ριζοσπαστικά.
Η Μαρία Καλαντζοπούλου είναι πολεοδόμος-χωροτάκτρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου