Άντε με το καλό! Την 25η Γενάρη “χωριζόμαστε”...
(ένα βασικό ζήτημα για μια αριστερή κυβερνητικότητα: η σχέση κράτος – κόμμα - κίνημα)
Του Γιώργου Καλαντζόπουλου από εδώ
“...Πρέπει να σκεφτούμε τις δεσμεύσεις και πως θα τις φέρουμε σε πέρας από την επομένη των εκλογών. Το πως θα τις φέρουμε σε πέρας έχει πια δυο διαστάσεις. Έχει μια διάσταση κυβερνητικής ευθύνης πρωτόγνωρης, και τι σημαίνει αυτό, έχει και μια διάσταση κομματική της ανασύνταξης, και τι σημαίνει αυτό, διότι από την επομένη των εκλογών χωριζόμαστε στα δυο ως δραστηριότητες, όχι ως πρόσωπα. Χωριζόμαστε σε ένα κομμάτι που έχει ευθύνη μιας χώρας σε επίπεδο συνταγματικού πλαισίου, δηλαδή ένα πλαίσιο διακυβέρνησης, και έχουμε ευθύνη ως κόμμα, όπως είπε και ο Γιάννης Δραγασάκης προηγουμένως, το κόμμα πρέπει να ανσυγκροτηθεί, να ξαναδέσει με την κοινωνία να στηρίζει την κυβέρνηση και να ασκεί κριτική στην κυβέρνηση. Να φέρνει τα αιτήματα της κοινωνίας στη κυβέρνηση και να ασκεί κριτική στην κυβέρνηση στο βαθμό που αυτά ώριμα αιτήματα δεν υλοποιούνται με τον τρόπο που πρέπει. Στον αγώνα αυτό είμαστε κομμάτι του ελληνικού λαού, δεν είμαστε εμείς και ο λαός, δεν είμαστε ο ΣΥΡΙΖΑ και ο λαός. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το κομμάτι του λαού στο οποίο ο λαός εναποθέτει μια ευθύνη και καθιστά τον ΣΥΡΙΖΑ υπόλογο...”
(απόσπασμα από την ομιλία [εδώ] του Αριστείδη Μπαλτά στα πλαίσια της παρουσίασης του “κυβερνητικού προγράμματος” του ΣΥΡΙΖΑ που έγινε στο στάδιο του TAE KWON DO, 3-1-2015 )
Η θέση αυτή, αν και έχει αποτυπωθεί στις “διακηρύξεις” του ΣΥΡΙΖΑ, στην πραγματικότητα δεν έχει γίνει κτήμα του: Δεν καταγράφεται ούτε στις πολιτικές πρακτικές που ακολουθεί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε κυριαρχεί στην καθημερινή πολιτική δραστηριότητα των μέλη του. Γιαυτό και αντιμετωπίζεται ως “ψιλά γράμματα”, που το περιεχόμενό τους δεν χρειάζεται παραπέρα ανάλυση και συζήτηση, μπροστά στην προοπτική της ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών από το ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, δεν πρόκεται για ένα ειδικό παθολογικό “σύμπτωμα” που εμφανίζεται στον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ο κανόνας που επικρατεί στο σύνολο των χώρων της παραδοσιακής Αριστεράς, και όχι μόνο...
Κι όμως πρόκειται για ένα κρίσιμο ζήτημα για την Αριστερά, πιο σημαντικό από τα “προγράμματά” της και τις “θέσεις” της για την κρίση, την ΕΕ, την ΟΝΕ και άλλα συναφή παρόμοια με τα οποία αρκούνται να κατατρίβονται τα επιτελεία της. Αριστερά του 21ου αιώνα δεν θα υπάρξει αν δεν καταφέρει να συγκροτηθεί ως πολιτική δύναμη μέσα από νέες πολιτικές πρακτικές που έρχονται σε ρήξη με αυτές που κυριαρχούν σήμερα στο εσωτερικό της, οι οποίες θα προσδιορίζουν με διαφορετικό τρόπο την τριπλή σχέση: κράτος – κόμμα – κίνημα.
Αυτό
το ζήτημα, αν και έχει τεθεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους στο
παρελθόν (από την πρώτη κιόλας μέρα της οκτωβριανής επανάστασης με το
σύνθημα “όλη η εξουσία στα σοβιέτ”), η ιστορία της Αριστεράς δείχνει
την κυριαρχία μιας και μοναδικής πρακτικής που υποτάσσει στις ανάγκες
της διαχείρισης της κρατικής εξουσίας, τόσο το κόμμα όσο και το κίνημα.
Μέσα από αυτή την πολιτική πρακτική, το κόμμα, από το υλικό υπόδειγμα
της “κομμουνιστικής ιδέας” που “αντιπολιτεύεται” το κράτος, απεμπολεί
την αυτονομία του απ' αυτό και μετατρέπεται τελικά στο μακρύ χέρι του
κράτους τόσο στο κίνημα όσο και στην κοινωνία. Αυτό δεν συνέβη μόνον
στις χώρες του “υπαρκτού κομμουνισμού” αλλά και στην δύση, όταν τα
κομμουνιστικά κόμματα ανέλαβαν ή έγιναν εφαψίες κυβερνητικών ευθυνών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα. Ένα μαζικό
κόμμα, με 600.000 μέλη και με ένα αριστερό “κυβερνητικό πρόγραμμα”
(σήμερα μπροστά του το ανάλογο του ΣΥΡΙΖΑ φαντάζει ως μια ήπια
σοσιαλδημοκρατική διαχείριση), μετά από δυο χρόνια συγκυβέρνησης
ουσιαστικά διαλύθηκε...
Μια απάντηση σε αυτό το ζήτημα είναι το “νέο” που έφερε το ΠΟΔΕΜΟΣ και αναστάτωσε το πολιτικό σύστημα της Ισπανίας. Αυτό το “νέο” δεν συνίσταται στις προωθημένες “προγραμματικές θέσεις” και στις “επαναστατικές διακηρύξεις” αλλά στις διαφορετικές πολιτικές πρακτικές ως προς την διαμεσολάβηση – εκπροσώπηση του λαϊκού παράγοντα στο χώρο της πολιτικής. Πρακτικές που έβγαλαν μαζικά τον κόσμο από τον “καναπέ” του και τον έκαναν ενεργό πολιτικό υποκείμενο, καταργώντας στην πράξη τις λογικές της ανάθεσης. Αντίθετα η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να γίνει “μαζικό κόμμα” (ζήτημα στο οποίο έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα) είναι μια δυσμενής παρακαταθήκη για το μέλλον του ως διαχειριστή της κρατικής εξουσίας. Όμως δεν είναι η μόνη δυσμενής παρακαταθήκη. Ήδη από τις προηγούμενες εκλογές έχει ενστερνιστεί πολιτικές πρακτικές που εμπεδώνουν την λογική της “ανάθεσης”, τόσο στη εσωτερική του λειτουργία όσο και στην κοινωνία.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να είναι συνεπής με την θέση “χωριζόμαστε στα δυο ως δραστηριότητες” που εξέφρασε ο Α. Μπαλτάς, τότε άλλα πράγματα θα είχε κάνει, αλλά και με διαφορετικό τρόπο θα χειριζόταν το ζήτημα ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών. Ο διαχωρισμός από τον “κοινοβουλευτικό κρετινισμό” της παραδοσιακής Αριστεράς μπορεί να γίνει μόνον μέσα από την αντιστροφή ανάμεσα στις ιεραρχήσεις που συνδέουν αυτές τις δραστηριότητες: πρώτα το κόμμα, μετά η κυβέρνηση, πρώτα οι ανάγκες του κινήματος, μετά οι ανάγκες της κυβερνητικής διαχείρισης. Αυτή η αντιστροφή θα μπορούσε να καταγραφεί με πολλούς τρόπους, όπως για παράδειγμα ο Α. Τσίπρας να μην γίνει πρωθυπουργός της χώρας αλλά να παραμείνει αρχηγός του κόμματος, το οποίο θα συνεχίσει να ασκεί οργανωμένα και αποτελεσματικά την “αντιπολίτευση στο κράτος”.
Όμως, δεν αρκούν οι διακηρύξεις που αναγνωρίζουν αυτή την διάκριση των δύο δραστηριοτήτων. Αυτή μπορεί να πραγματωθεί μόνον μέσα από μια άλλη αντίληψη για την πολιτική (γι' αυτό το θέμα έχουμε αναφερθεί αναλυτικά εδώ “Για την ταξική βάση της εσωκομματικής διαπάλης στον ΣΥΡΙΖΑ” ), η οποία συγκροτείται με τις ταυτόχρονες πολιτικές πρακτικές που προωθούν “εδώ και τώρα” δύο ξεχωριστά “πολιτικά προγράμματα”, ανταγωνιστικά και σε ρήξη μεταξύ τους:
- Το “κυβερνητικό πρόγραμμα” που στοχεύει στην κρατική διαχείριση και αποτελεί χώρο ταξικών και κοινωνικών συμβιβασμών όπως αυτοί εκφράζονται εντός του κράτους και των πολιτικών του.
- Το “κινηματικό πρόγραμμα” που στοχεύει στην ανάπτυξη ενός αντισυστημικού και ανατρεπτικού μαζικού κινήματος ανταγωνιστικού προς το κράτος και το κεφάλαιο.
Όμως στους χώρους της παραδοσιακής Αριστεράς (και προφανώς του ΣΥΡΙΖΑ) το πρόγραμμα είναι ένα και μοναδικό, το “κυβερνητικό” στο οποίο εντάσσονται (με σχέσεις υποταγής) οι “ανάγκες” του κινήματος. Αυτή η αντίληψη για την πολιτική καταλήγει στη διαμόρφωση μια “εξωτερική σχέσης” με τα κινήματα και τις λαϊκές αντιστάσεις: Το πολιτικό υποκείμενο δεν συγκροτείται στο εσωτερικό των κινημάτων, αλλά στο εσωτερικό του κράτους. Συνήθως αυτή η πραγματικότητα θεωρητικοποιείται, είτε ως μια δεξιά αντίληψη για την “αυτονομία των κινημάτων”, είτε ως αρνητική οριοθέτηση απέναντι στον “κινηματισμό”.
Για να αντιληφθούμε πόσο βαθιά ριζωμένες είναι αυτές οι αντιλήψεις στο εσωτερικό της Αριστεράς, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στους χώρους που “κυβερνά”, όπως για παράδειγμα στους Δήμους: Η μετατροπή των δημοτικών σχημάτων σε απλά εκτελεστικά όργανα της δημοτικής αρχής είναι σύνηθες φαινόμενο. Η γεύση από την κυβερνητικότητα του ΣΥΡΙΖΑ στους δήμους, είναι μια πρώτη εικόνα από αυτό που θα συμβεί όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες.
Παράδειγμα η “Αντίσταση ”, η δημοτική παράταξη στο Χαλάνδρι. Μετά το νικηφόρο εκλογικό αποτέλεσμα άνοιξε στο εσωτερικό της η συζήτηση για τον τρόπο λειτουργίας της, αφού πλέον είχε αναλάβει την διοίκηση του Δήμου. Το παρακάτω απόσπασμα είναι από το κείμενο που κατατέθηκε (15-11-2014) από τον δημοτικό σύμβουλο Χρήστου Κασίμη σε διαδικασία της δημοτικής παράταξης:
Η οργανωτική συγκρότηση θα πρέπει να υπηρετεί τις πολιτικές μας στοχεύσεις.
Μια πρώτη προσέγγιση είναι η εξής: Έχουμε το “πρόγραμμά” μας, όπως το διατυπώσαμε προεκλογικά και τώρα θα πρέπει να φροντίσουμε για την υλοποίηση του. Ενωμένοι σαν μια γροθιά, θα πρέπει να οργανώσουμε την δράση μας με τον κατάλληλο καταμερισμό της εργασίας για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Η λογική αυτή, αν και φυσικά είναι εν μέρη σωστή, αφήνει έξω μια σειρά κρίσιμα πολιτικά ζητήματα που, ίσως, δεν περιλαμβάνονται στο “πρόγραμμά” μας, όμως είναι καθοριστικά για τον χαρακτήρα της πολιτικής μας. Η πολιτική δεν είναι μια αμιγώς τεχνική διαδικασία παραγωγής κάποιου έργου (υλοποίηση των προγραμματικών μας διακηρύξεων), αλλά παρέμβαση στον κοινωνικό συσχετισμό με στόχο την τροποποίηση του.
Συνεπώς και με βάση τα παραπάνω θα πρέπει να αναλύσουμε τη σχέση ανάμεσα στην διαχείριση - διοίκηση του Δήμου και στις σχέσεις εκπροσώπησης/συμμετοχής των μελών της παράταξης αλλά και σε τελική ανάλυση των δημοτών/κατοίκων της πόλης μας.
Υπάρχει λοιπόν μια αντίφαση που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε: Ως διαχειριστές ενός τμήματος της «Δημοτικής εξουσίας» είμαστε αναγκασμένοι να ενεργούμε στο όνομα του «γενικού συμφέροντος και των δημοτών». Ως αριστεροί όμως, γνωρίζουμε πως αυτό το «γενικό συμφέρον» είναι σε τελική ανάλυση ένα “ταξικός συμβιβασμός” που εξασφαλίζει την ομαλότητα και την κανονικότητα με όρους «υποταγής». Έχουμε το καθήκον να παρεμβαίνουμε στον κοινωνικό συσχετισμό τροποποιώντας αυτόν τον “ταξικό συμβιβασμό”, κόντρα στις κρατικές πολιτικές.
Επίσης γνωρίζουμε πως η τροποποίηση αυτού του συσχετισμού είναι πρώτα απ' όλα υπόθεση του κινήματος (της παράταξης και του κινήματος εν προκειμένω) και όχι του Κράτους (δηλαδή στην συγκεκριμένη περίπτωση της Δημοτικής Αρχής).
Αν λοιπόν δεν υπάρχουν αυτοί οι «κινηματικοί όροι» ως ενεργοί παράγοντες της τροποποίησης του κοινωνικού συσχετισμού, καμία διοίκηση όσο και αριστερή να είναι στις διακηρύξεις της και στα προγράμματά της, δεν αρκεί για να επιβάλει τους αναγκαίους συμβιβασμούς στις κρατικές πολιτικές, οι οποίοι θα καταγράφουν αυτή την τροποποίηση του κοινωνικού συσχετισμού.
Η αναγνώριση της ύπαρξης των δύο διαφορετικών θέσεων (δηλαδή της αντίφασης που αναφέρθηκε προηγούμενα) που συγκροτούν την πολιτική, στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής σκηνής εκφράζεται από την κατεύθυνση του «διαχωρισμού του κόμματος από τον κρατικό μηχανισμό».
Κατ' αναλογία στο επίπεδο του Δήμου εκφράζεται με τον διαχωρισμό της «Αντίστασης» από τον Δήμο. Αυτή η διάκριση θα πρέπει να αποτυπώνεται στο νέο οργανωτικό σχήμα που συζητάμε, τόσο στο επίπεδο λήψης αποφάσεων (διακριτά όργανα για την «Αντίσταση» και για την «δημοτική αρχή», αλλά και καθορισμός της μεταξύ τους σχέσης) όσο και στο επίπεδο της οργάνωσης του αντικειμένου και της λειτουργίας των μόνιμων θεματικών ομάδων και επιτροπών δράσης για συγκεκριμένα ζητήματα.
Τελικά επικράτησε η κυρίαρχη λογική. Αυτές οι “θέσεις” καταψηφίστηκαν και από συριζαίους που “ορκίζονται” στο όνομα του Α. Μπαλτά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου